Βραχίμη Ι. Χατζηχάννα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 481/2000, 8 Αυγούστου 2001 Βραχίμη Ι. Χατζηχάννα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 481/2000, 8 Αυγούστου 2001

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 481/2000

ΕΝΩΠΙΟΝ: Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Δ.

ΜΕΤΑΞΥ:

Βραχίμη Ι. Χατζηχάννα, από τη Λευκωσία,

Αιτητή

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

Καθ’ων η αίτηση

----------------------------

8 Αυγούστου 2001

Ο Αιτητής παρών προσωπικά.

Για τους Καθ’ων η αίτηση: κα Καρακάννα.

--------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (που πιο κάτω θα αποκαλείται ως η ΕΔΥ), με την οποία προήχθη στη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού ο Ανδρέας Κυριάκου (που πιο κάτω θα αποκαλείται ως το ενδιαφερόμενο μέρος).

 

(Α) ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε μετά από δεύτερη επανεξέταση πλήρωσης της θέσης ως αποτέλεσμα δύο ακυρωτικών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε προσφυγές που είχε καταχωρήσει ο αιτητής. Κατά την πρώτη πλήρωση της θέσης προάχθηκε ο Α. Καράτσης. Η απόφαση αυτή ακυρώθηκε με την καταχώριση της προσφυγής 163/91 από τον αιτητή, γιατί δεν υπήρξε αιτιολόγηση της προτίμησης του ενδιαφερόμενου μέρους και της παραγνώρισης του αιτητή στο θέμα της αρχαιότητας. Ως αποτέλεσμα της επανεξέτασης που επακολούθησε προάχθηκε ο Ανδρέας Κυριάκου. Και αυτή η απόφαση ακυρώθηκε ως αποτέλεσμα της καταχώρισης των προσφυγών 180/96 από τον αιτητή και 187/96 από το Μιχαλάκη Παπαρίδη. Ο λόγος που οδήγησε στην ακύρωση της σχετικής απόφασης ήταν γιατί ενώ η ΕΔΥ έκρινε τις απομακρυσμένες αξιολογήσεις του ενδιαφερόμενου μέρους Ανδρέα Κυριάκου αποφασιστικές για να καταλήξει στο ότι αυτός υπερείχε του Χ” Χάννα αντινομικά και κατ’ αντίθεση με την πιο πάνω θέση, έκρινε τις παλαιότερες αξιολογήσεις του Μιχαλάκη Παπαρίδη ως μη ιδιαίτερης σημασίας, για να καταλήξει στο ότι ο τελευταίος δεν υπερείχε σε αξία του ενδιαφερόμενου μέρους Ανδρέα Κυριάκου.

Μετά τη δεύτερη ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου η ΕΔΥ αποφάσισε στις 6/5/99 να επανεξετάσει την πλήρωση της θέσης παραπέμποντας το θέμα στη Συμβουλευτική Επιτροπή. Η αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή, που επανασυστάθηκε με διαφορετική σύνθεση, ετοίμασε την έκθεση της με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο της 15/12/90. Η έκθεση κατατέθηκε στη συνεδρία της ΕΔΥ της 13/1/2000.

Το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης απαιτούσε μεταξύ άλλων, σύμφωνα με την παράγραφο 3(1)(α),

“Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε κατάλληλο θέμα, π.χ. τη Διοίκηση Προσωπικού, τη Δημόσια Διοίκηση, τη Διοίκηση Επιχειρήσεων, τα Νομικά (περιλαμβανομένου του Barrister-at-Law), τις Οικονομικές, Κοινωνικές ή Πολιτικές Επιστήμες, κλπ., ή μέλος αναγνωρισμένου σώματος επαγγελματιών λογιστών.”

 

Ο αιτητής κρίθηκε ότι δεν πληρούσε τον πιο πάνω όρο. Οπως φαίνεται από τη σχετική έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής,

“Η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε ότι το πρώτο ακαδημαϊκό προσόν του εν λόγω υποψηφίου στη Γεωπονική δεν είναι σε κατάλληλο θέμα όπως αυτό ορίζεται στην παράγραφο 3(1)(α) του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης. Ο κος Χ” Χάννας, αν και είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος M. Sc. in Agricultural Extension, το οποίο εμπίπτει στον Κλάδο των Κοινωνικών Επιστημών που αναφέρονται ρητά στο Σχέδιο Υπηρεσίας, εντούτοις δεν μπορεί να λογιστεί ως προσοντούχος σύμφωνα με τη σχετική νομολογία που ανάγεται στον ουσιώδη χρόνο (Αναθ. Εφεση Αρ. 1776 ΚΟΤ ν. Προδρόμου).”

 

Ακολούθως η Συμβουλευτική Επιτροπή σύστησε τέσσερις υποψηφίους για προαγωγή στους οποίους δεν συμπεριλαμβανόταν ο αιτητής. Η ΕΔΥ επιλήφθηκε του θέματος στις 13/1/2000 και αποφάσισε όπως προαγάγει το ενδιαφερόμενο μέρος από τις 15/12/90.

 

(Β) ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η πιο πάνω απόφαση είναι άκυρη και παράνομη για τους πιο κάτω λόγους:

(i) Η απόφαση είναι αναιτιολόγητη και παραβιάζει το δεδικασμένο αφού ο αιτητής είχε κριθεί ως προσοντούχος,

(ii) Η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής πάσχει λόγω συμμετοχής του Γραμματέα,

(iii) Υπήρξε έχθρα και προκατάληψη εκ μέρους της ΕΔΥ εναντίον του.

 

(i) Η απόφαση είναι αναιτιολόγητη και παραβιάζει το δεδικασμένο αφού ο αιτητής είχε κριθεί ως προσοντούχος

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι στις δύο προηγούμενες διαδικασίες στις προσφυγές 163/91 και 180/96 είχε κριθεί ότι κατείχε τα απαραίτητα ακαδημαϊκά προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας και το θέμα δεν θα μπορούσε να εξεταστεί εκ νέου με μια τελείως διαφορετική κατάληξη, ότι δηλαδή δεν κατείχε για τους σκοπούς της παρούσας προσφυγής τα απαραίτητα ακαδημαϊκά προσόντα. Είναι η θέση του αιτητή ότι η “ισονομία και ισοπολιτεία είναι η πεμπτουσία της χρηστής διοίκησης”.

Είναι ορθό ότι ο αιτητής στην πρώτη διαδικασία (Προσφυγή 163/91) αφού κρίθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ότι κατείχε τα προσόντα, κλήθηκε από την ΕΔΥ σε συνέντευξη “λόγω της μεγάλης αρχαιότητας του και του γεγονότος ότι στα δύο τελευταία χρόνια είχε εξαίρετες εμπιστευτικές εκθέσεις”.

Είναι επίσης εξίσου ορθό ότι στη δεύτερη διαδικασία που επακολούθησε (προσφυγή 180/96) η ΕΔΥ εξετάζοντας κατά πόσο οι υποψήφιοι κατείχαν τα ακαδημαϊκά προσόντα της παραγράφου 3(1)(α) του σχεδίου υπηρεσίας, έκρινε ότι όλοι ικανοποιούσαν τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας. Ειδικά για τον αιτητή σημειώθηκε ότι, “αυτός ήταν ούτως ή άλλως προσοντούχος αφού κατά τον ουσιώδη χρόνο κατείχε το M.Sc. in Agricultural Extension, το οποίο εμπίπτει, όπως και η σχετική επιστολή του British Council αναφέρει, στις Κοινωνικές Επιστήμες που αναφέρονται στο σχέδιο υπηρεσίας”.

Μετά από μια ακυρωτική απόφαση η Διοίκηση οφείλει αφενός μεν να προβεί στην έκδοση νέας πράξης σε αντικατάσταση αυτής που ακυρώθηκε με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς της ακυρωθείσας απόφασης και αφετέρου να συμμορφωθεί “προς τα κριθέντα υπό της ακυρωτικής αποφάσεως μη επαναλαμβάνοντα την νομικήν πλημμέλεια της ακυρωθείσης”. (Βλ. Εγχειρίδιο Δήμητρας Κοντογιώργα-Θεοχαροπούλου “Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως Εναντι της Διοικήσεως”, σελ. 81-82). Με βάση τα πιο πάνω έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στην απουσία οποιασδήποτε νομικής πλημμέλειας στην απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής που εξετάστηκε στην προηγούμενη προσφυγή 180/96, δεν επιβαλλόταν η παραπομπή του ζητήματος εκ νέου στη Συμβουλευτική Επιτροπή. (Ιδε Βασιλείου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 2261 της 21/7/99).

Η αρχή του δεδικασμένου όπως την επικαλείται ο αιτητής, δεν τυγχάνει εφαρμογής. Και τούτο γιατί η κατοχή των ακαδημαϊκών προσόντων δεν αποτέλεσε θέμα δικαστικού ευρήματος στις προσφυγές 163/91 και 180/96.

Ομως η προσέγγιση που έγινε στις τρεις προσφυγές εγείρει ένα σοβαρό θέμα. Στις δύο πρώτες διαδικασίες πλήρωσης της θέσης η ΕΔΥ έκρινε ότι ο αιτητής κατείχε τα ακαδημαϊκά προσόντα. Ομως μετά τη δεύτερη ακυρωτική απόφαση κατέληξε σε διαφορετικό συμπέρασμα αποκλείοντας από τον αιτητή τη δυνατότητα να συναγωνισθεί με τους άλλους υποψηφίους στην πλήρωση της θέσης.

Η πιο πάνω συμπεριφορά παραβιάζει τις αρχές της καλής πίστης που πρέπει να διέπουν τις πράξεις της Διοίκησης. Οι αρχές αυτές επιβάλλουν ότι η Διοίκηση δεν πρέπει να ενεργεί κατά τρόπο αντιφατικό και κακόπιστο, ώστε να εξαπατά ή να ταλαιπωρεί χωρίς λόγο τον ιδιώτη και έτσι να προσβάλλεται η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του κοινού προς αυτήν. Η ΕΔΥ δεν εμποδιζόταν να καταλήξει σε μια διαφορετική άποψη. Ομως πράξεις που είναι αντίθετες προς προηγούμενες αποφάσεις του ίδιου οργάνου θα πρέπει να αιτιολογούνται επαρκώς. (Βλ. Eleftherios Soteriou v. The Greek Communal Chamber & another [1966] 3 CLR 83, 104). Και στην παρούσα περίπτωση για την παρέκκλιση της ΕΔΥ από τις προηγούμενες θέσεις που είχε υιοθετήσει έναντι του αιτητή, δεν έχει προσφερθεί οποιαδήποτε αιτιολογία.

Η εισήγηση του αιτητή ότι υπήρξε παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης είναι ορθή. Η επίδικη απόφαση κηρύττεται άκυρη γι’ αυτό και μόνο το λόγο.

 

(ii) Η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής πάσχει λόγω συμμετοχής του Γραμματέα

Ο αιτητής ισχυρίζεται επίσης ότι η σύνθεση της Επιτροπής έπασχε λόγω συμμετοχής του Γραμματέα στη συνεδρία.

Το άρθρο 32 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90) που ρυθμίζει τη σύσταση Συμβουλευτικών Επιτροπών, δεν προνοεί συμμετοχή γραμματέα, ούτε πρακτικογράφου στις συνεδριάσεις τους, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του άρθρου 13 του Νόμου, το οποίο καθιστά νόμιμη την παρουσία Γραμματέα του Γραφείου της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας στις συνεδριάσεις της.

Δεν υπάρχουν τα πρακτικά της Συμβουλευτικής Επιτροπής της προηγούμενης διαδικασίας για να διαπιστωθεί αν παρίστατο Γραμματέας σε εκείνη τη διαδικασία. Ούτε προκύπτει από την ακυρωτική απόφαση αν ηγέρθηκε τέτοιο θέμα στις προσφυγές 180/96 & 187/96 της 19/3/99. Ενώπιον του Δικαστηρίου υπάρχουν τα πρακτικά της συνεδρίασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής της αρχικής διαδικασίας, από τα οποία προκύπτει η παρουσία Γραμματέα. Η παρουσία αυτή, που δεν καλύπτεται νομοθετικά, καθιστά τη διαδικασία άκυρη. Εν πάση περιπτώσει πρόκειται για θέμα δημόσιας τάξης και επιβάλλεται ο έλεγχος της νόμιμης συγκρότησης της Συμβουλευτικής Επιτροπής (Thermphase Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 411/90 της 11/10/96). Εχει δε τονισθεί επανειλημμένα ότι η κακή σύνθεση του διοικητικού οργάνου στην προαγωγική διαδικασία επιφέρει ακυρότητα. (Ιδε Δρουσιώτης κ.α. ν. Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης Κύπρου, Προσφυγή 836/96 της 19/2/99, Πάττας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 253/98 της 28/2/2000 και Πέτσα ν. Δήμου Αγλαντζιάς, Προσφυγή 797/98 της 8/3/2000).

 

(iii) Υπήρξε έχθρα και προκατάληψη εκ μέρους της ΕΔΥ

Ανεξάρτητα από την πιο πάνω κατάληξη θα επιχειρήσω να εξετάσω και τον τελευταίο λόγο που έχει προβάλει ο αιτητής. Ο τελευταίος εισηγείται ότι η ΕΔΥ διακατέχεται από μια έντονη προκατάληψη εναντίον του, έχοντας υπόψη το γεγονός ότι ο αιτητής έχει μια σειρά πετυχημένων δικαστικών αποφάσεων. Υπάρχει, κατά τον αιτητή, σωρευτική παραβίαση των κανόνων της χρηστής διοίκησης με σαφείς και εκδικητικές τάσεις και ενέργειες. Ο δεσποτισμός αυτός της ΕΔΥ πιθανό να οφείλεται και στη θρησκεία του αιτητή, που τυγχάνει να είναι Μαρωνίτης.

Η Διοίκηση σε κάθε περίπτωση πρέπει να ενεργεί αμερόληπτα. Κάθε διοικητική απόφαση πρέπει να περιέχει το στοιχείο της αμεροληψίας που αποτελεί ένα απαραίτητο συστατικό της εγκυρότητας της. Η υποχρέωση αυτή που διασφαλίζεται από συνταγματικές διατάξεις έχει επιβεβαιωθεί νομολογιακά σε σειρά αποφάσεων. Στην υπόθεση Χρίστου ν. Δημοκρατίας (1980) 3 CLR 437 τονίστηκε ότι η έλλειψη αμεροληψίας πρέπει να αποδεικνύεται με επαρκή βεβαιότητα, είτε από τα γεγονότα που περιέχονται στα σχετικά διοικητικά έγγραφα, είτε από ασφαλή συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από την ύπαρξη τέτοιων γεγονότων.

Η απόφαση Χρίστου ακολουθήθηκε στην υπόθεση Σωτηριάδου ν. Δημοκρατίας (1983) 3 CLR 921, 946. Στην υπόθεση Κοντεμενιώτης ν. Ρ.Ι.Κ. (1982) 3 CLR 1027, αποφασίστηκε ότι η τεταμένη σχέση μεταξύ ενός ιεραρχικά ανώτερου και κατώτερου υπαλλήλου, που βασίζεται σε αξιολόγηση ή κρίση για την απόδοση του τελευταίου που δεν είναι αρεστή, δεν θεμελιώνει προκατάληψη. (Ιδε επίσης Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας [1991] 4 ΑΑΔ 426, Δημητριάδη ν. ΑΤΗΚ, Αίτηση 716/91 της 17/7/92, Κουνούνης και άλλοι ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Αίτηση 535/91 και 667/91 της 30/9/96 και Ακάμα ν. Δημοκρατίας, Αίτηση 353/92 της 28/6/96).

Η προβολή ισχυρισμού για την ύπαρξη μεροληψίας και προκατάληψης είναι ένα αρκετά σοβαρό θέμα και προϋποθέτει και την ανάλογη μαρτυρία για την απόδειξη του. Ο αιτητής έχει το βάρος να αποδείξει την ύπαρξη μεροληψίας και προκατάληψης. Στην παρούσα περίπτωση ο αιτητής δεν έχει τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του με αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία από τους φακέλους που θα αποδείκνυαν την ύπαρξη προκατάληψης. Η επιτυχής έκβαση προσφυγών που είχε καταχωρήσει εναντίον της ΕΔΥ δεν μπορεί να τεκμηριώσει ισχυρισμό για προκατάληψη. Εξίσου μετέωρη παρέμεινε και η εισήγηση του ότι η προκατάληψη πιθανό να οφείλεται στο θρήσκευμα του.

 

 

 

 

 

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα σε βάρος των καθ’ων η αίτηση.

 

 

 

 

 

 

Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο