Ιάκωβου Κεραυνού ν. Αρχής Βιομηχανικής Καταρτίσεως Κύπρου, Υπόθεση αρ. 514/99, 28 Σεπτεμβρίου, 2001 Ιάκωβου Κεραυνού ν. Αρχής Βιομηχανικής Καταρτίσεως Κύπρου, Υπόθεση αρ. 514/99, 28 Σεπτεμβρίου, 2001

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

Υπόθεση αρ. 514/99

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ -

Ιάκωβου Κεραυνού από τη Λευκωσία

Αιτητή

- και -

Αρχής Βιομηχανικής Καταρτίσεως Κύπρου

Καθής η αίτηση

--------------------

Ημερομηνία: 28 Σεπτεμβρίου, 2001

Για τον αιτητή: Α. Παπαχαραλάμπους

Για την καθής η αίτηση: Μ. Σπανού-Αναστασίου

-------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η θέση Διευθυντή Ανθρώπινου Δυναμικού στην Αρχή Βιομηχανικής Καταρτίσεως Κύπρου (καθής η αίτηση ή απλώς “Αρχή”) περιλαμβάνεται στις θέσεις Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής. Τον Απρίλιο του 1998 δημιοσιοποιήθηκε κατάλληλα το γεγονός πως η θέση ήταν κενή και ζητήθηκε η υποβολή υποψηφιοτήτων. Έγιναν 23 αιτήσεις. Για διάφορους λόγους και κυρίως επειδή διαπιστώθηκε ότι αριθμός υποψηφίων δεν είχε τα προσόντα, τα οποία καθορίζει το οικείο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, κλήθηκαν σε συνέντευξη μόνο οι 14. Ο αριθμός αυτός συρρικνώθηκε περισσότερο (στους 10) γιατί ορισμένοι απέσυραν την υποψηφιότητα τους ή δεν προσήλθαν. Η συνέντευξη είχε τη μορφή προφορικής εξέτασης, με αντικείμενο τα θέματα που αναφέρουν τα πρακτικά των συνεδριάσεων ημερ. 29/9/98 και 30/9/98, παραρτήματα 10 και 11 στην ένσταση.

Το Διοικητικό Συμβούλιο της καθής η αίτηση (το Συμβούλιο) επέλεξε και διόρισε το Ενδιαφερόμενο Μέρος Γεώργιο Παναγίδη (Ε.Μ.) από 15/2/99, ο οποίος ήταν ήδη υπάλληλος της Αρχής και κατείχε τη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Ανθρώπινου Δυναμικού από το Μάρτιο του 1997. Διέθετε επίσης το πλεονέκτημα (μεταπτυχιακό δίπλωμα M.Sc. in Economics), σύμφωνα με την παράγραφο (6) του Μέρους Β του σχεδίου υπηρεσίας. Τη σχετική απόφαση προσβάλλει τώρα ο αιτητής, επίσης εσωτερικός υποψήφιος, που κατείχε την ίδια θέση, από το ίδιο χρονικό σημείο, με το διορισθέντα. Ας σημειωθεί ότι ερευνήθηκε και το θέμα κατά πόσο δίπλωμα του αιτητή (M.Sc. in Industrial Management), που απέκτησε από αμερικανικό πανεπιστήμιο, ικανοποιούσε την παραπάνω πρόνοια. Κρίθηκε ωστόσο πως αυτό δεν αναγνωριζόταν στη χώρα στην οποία κτήθηκε. Επομένως ο αιτητής δεν κατείχε το πλεονέκτημα.

Οι δύο πρώτοι λόγοι ακύρωσης έχουν σχέση με την προφορική εξέταση, που πραγματοποιήθηκε στις 29 και 30/9/98. Πρέπει να λεχθεί ότι το πρακτικό, που αφορά τις εντυπώσεις του Συμβουλίου αναφορικά με την εξέταση του κάθε υποψήφιου, έγινε 4 περίπου μήνες μετά τη διεξαγωγή της εξέτασης. Ο δικηγόρος του αιτητή υπέβαλε ότι η καθυστέρηση αυτή πλήττει την εγκυρότητα της απόφασης. Δημιουργεί ερωτηματικά για τη γνησιότητα και την ακρίβεια των εντυπώσεων που καταγράφηκαν. Ο συνήγορος παρέπεμψε και στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 A.A.Δ. 228. Είχε όντως τεθεί το ίδιο ερώτημα, αλλά δε χρειάστηκε να απαντηθεί. Παρέπεμψε περαιτέρω στην Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (1987) 3 Α.Α.Δ. 1237 και Α.Ε. 689 Εκτωρίδης ν. Δημοκρατίας ημερ. 15/3/90, στις οποίες κρίθηκε ότι το χρονικό διάστημα που διέρρευσε μέχρι την καταγραφή των εντυπώσεων επηρέασε καταλυτικά το κύρος της πράξης.

Η δικηγόρος της Αρχής πρόβαλε διάφορους λόγους για να στηρίξει την εισήγηση της ότι η καθυστέρηση που σημειώθηκε δεν μπορούσε να επηρεάσει την ακρίβεια των αποτελεσμάτων της εξέτασης, όπως καταχωρήθηκαν στο πρακτικό. Συγκεκριμένα ότι οι διάδικοι ήταν γνωστοί όντας και οι δύο υπάλληλοι της Αρχής. ότι δεν έγιναν άλλες συνεντεύξεις ούτε πληρώθηκε άλλη θέση μεταξύ των δύο χρονικών σημείων από τις συνεντεύξεις μέχρι τη σύνταξη του πρακτικού. ότι η καταγραφή του αποτελέσματος συνοδεύεται και από εξειδικευμένη αιτιολογία (και όντως είναι έτσι). Περαιτέρω υπέβαλε ότι, με βάση τα στοιχεία, το Ε.Μ. έχει το πλεονέκτημα, καλύτερες εκθέσεις και γενικά υπερτερεί του αιτητή. Τα στοιχεία δείχνουν ότι υπήρχε υλικό με βάση το οποίο η επίδικη απόφαση μπορούσε να θεωρηθεί εύλογα επιτρεπτή. Με άλλα λόγια το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης δεν ήταν, έτσι ή αλλοιώς, καθοριστικό. Η εισήγηση απολήγει στο ότι η παρατυπία ήταν επουσιώδης και σαν τέτοια δεν μπορεί να επιφέρει την ακύρωση της επίδικης απόφασης.

Η συνήγορος με παρέπεμψε στην υπόθεση Kinanis v. Educational Service Commission & another (1986) 3 C.L.R. 1705. Το παρακάτω απόσπασμα ισχυροποιεί την άποψη που προώθησε:

“As regards the remaining interested parties it is correct that the impressions of the Commission about their performance at the interviews two years earlier were recorded in the minutes of the Commission in 1982, even though they were not recorded contemporaneously in 1980, and such impressions were taken into account by the Commission in making the now sub judice promotions; but there existed other, much stronger, factors on the basis of which it was reasonably open, in any case, to the respondent Commission to choose for promotion the remaining interested parties and, thus, we have to find that the taking into account in relation to such promotions of the very belatedly recorded impressions of the Commission from the interviews has not resulted, in so far as the remaining interested parties are concerned, in any material irregularity which should now lead to the annulment of their promotions.”

Για την ολοκλήρωση του θέματος ανέφερε απλώς ότι για τη βαθμολογία του Ε.Μ. δεν υπήρξε ομοφωνία. Στο πρακτικό (παράρτημα 22) φαίνεται πώς ψήφισαν τα μέλη του Συμβουλίου (2 “Εξαίρετος”, 4 “πάρα πολύ καλός”, 5 “πολύ καλός” και 1 μέλος “λίγο πιο πάνω από πολύ καλός”). Ο αιτητής κρίθηκε “πολύ καλός” ομόφωνα.

Ως θέμα χρηστής διοίκησης, έχω τη γνώμη ότι το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης πρέπει να καταγράφεται αυθημερόν ή μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα μετά την πραγματοποίηση της εξέτασης. Αναμφίβολα στην περίπτωση που το αποτέλεσμα τέτοιας εξέτασης έχει αναδειχθεί σε σημαντικό παράγοντα, που επηρέασε την επιλογή, η υπέρμετρη καθυστέρηση αυξάνει ουσιαστικά την πιθανότητα ακύρωσης. Παρόλο που στην υπόθεση Kinanis, ανωτέρω, πέρασαν δύο χρόνια, η καθυστέρηση δε μέτρησε για ορισμένες προαγωγές γιατί κρίθηκε ότι υπήρχαν, σε σχέση με αυτές, τα άλλα δεδομένα τα οποία καθιστούσαν ουσιαστικά περιθωριακό το αποτέλεσμα της εξέτασης που υπέστησαν οι υποψήφιοι.

Στην προκείμενη περίπτωση βρίσκω ότι η προφορική εξέταση δεν είχε το δεσπόζοντα ρόλο στη λήψη της επίδικης απόφασης και επομένως η πάροδος των 4 μηνών δεν μπορεί να αναχθεί σε αυτοτελή λόγο ακύρωσης. Εξάλλου οι λεπτομέρειες της καταγραφής και αιτιολόγησης του αποτελέσματος για τον κάθε υποψήφιο χωριστά δεν υποστηρίζουν το επιχείρημα για ανακριβή αποτύπωση των εντυπώσεων. Επαναλαμβάνω, ωστόσο, την ανάγκη για εγκαιρότερη καταχώρηση των αποτελεσμάτων.

Η άλλη όψη του ιδίου θέματος είναι ότι το αποτέλεσμα της εξέτασης, όπως καταγράφηκε, είναι αόριστο. Ο δικηγόρος του αιτητή έδωσε και ένα παράδειγμα από την αξιολόγηση του αιτητή, που θεωρεί “εξόφθαλμη αοριστία”. Αντιγράφω από το πρακτικό (παράρτημα 22) που αφορά τον αιτητή:

“πολύ καλή απόδοση” επί ορισμένων θεμάτων που περιλαμβάνεται στα καθήκοντα του, οι απαντήσεις του ήταν πολύ καλές και πλήρεις. Ορισμένες ερωτήσεις δεν αναπτύχθηκαν στο βαθμό που έπρεπε, σε ορισμένες ήταν μόνο θεωρητικές και σε ορισμένες έδινε σωστές αλλά και περίπλοκες απαντήσεις ενώ άλλες απαντήσεις του δεν ήταν πλήρεις.”

Κατά την εισήγηση της Αρχής η κατάσταση, από νομολογιακή σκοπιά, είναι η ίδια που επικρατούσε στη Δημόσια Υπηρεσία πριν τη νομοθετική μεταρρύθμιση που επέφερε ο νέος υπαλληλικός κώδικας (ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος αρ. 1/90). Σύμφωνα με το άρθρ. 34(10) του νόμου αυτού, επιβάλλεται η υποχρέωση αιτιολογημένης καταγραφής των εντυπώσεων. Το μόνο που χρειαζόταν, όπως παρατηρεί η Εκτωρίδης ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, ήταν η Ε.Δ.Υ. (και φυσικά εδώ το Συμβούλιο) να:

“μεταδίδει την κρίση της αναφορικά με τη γενική εντύπωση που άφησαν οι υποψήφιοι κατά τη διάρκεια της προφορικής εξέτασης και αν υπήρχε διαφωνία μεταξύ των μερών της να καταγραφεί.”.

Δοθέντος ότι από καμιά νομοθετική ή κανονιστική διάταξη που διέπει την προαγωγή των υπαλλήλων της Αρχής απαιτείται αιτιολόγηση - και εννοούμε τον περί Αρχής Βιομηχανικής Καταρτίσεως Νόμο αρ. 21/74 και τους ομώνυμους κανονισμούς (Κ.Δ.Π. 226/77) που αφορούν τους όρους υπηρεσίας των υπαλλήλων της - η βαθμολόγηση στην περίπτωση αυτή, για τον κάθε υποψήφιο, με τη διαβάθμιση χαρακτηρισμών, που χρησιμοποιήθηκε για την απόδοση του στην εξέταση (παρα πολύ καλή, καλή κ.λ.π.), ικανοποιεί τη σχετική πρόνοια για καταγραφή εντυπώσεων. Θα μπορούσα εδώ να προσθέσω ότι η υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ιωάννας Αναστασιάδου (1995) 3 Α.Α.Δ. 119, στην οποία παρέπεμψε ο δικηγόρος του αιτητή, δεν αφορά το θέμα, αλλά την ερμηνεία του άρθρ. 33(14), που επιτάσσει εκτός από την καταγραφή των αποτελεσμάτων και την αιτιολόγηση τους. Οι παραπάνω επικρίσεις του αιτητή είναι αβάσιμες.

Το τρίτο επιχείρημα είναι ότι δεν αποτυπώθηκε η αξιολόγηση του Γενικού Διευθυντή κατά την προφορική εξέταση που έγινε κατά το ίδιο χρονικό διάστημα:

“..............παρά μόνο, όπως αναφέρεται στο παράρτημα 22 σελ. 6 δηλαδή, στα πρακτικά της συνεδρίασης του Συμβουλίου ημερ. 8/2/99 οι υποψήφιοι αξιολογήθηκαν κατ’ ομάδες και αόριστα με τις φράσεις καλή απόδοση, πολύ καλή απόδοση και πάρα πολύ καλή απόδοση”.

Αντικρούοντας την εισήγηση η κα Σπανού ανέφερε - και έχει δίκαιο - ότι η αξιολόγηση δεν έγινε ομαδικά και αόριστα. Ο Γενικός Διευθυντής αναφέρθηκε στον κάθε υποψήφιο κατατάσσοντας τον σε μία από τις 3 διαβαθμίσεις. Αξιολόγησε ως πάρα πολύ καλό το Ε.Μ. και πολύ καλό τον αιτητή. Ο Γενικός Διευθυντής δικαιούται να εκφράζει την άποψη του με βάση το άρθρ. 11(4) του νόμου χωρίς, εν πάση περιπτώσει, να έχει υποχρέωση από το νόμο να την αιτιολογήσει.

Το επόμενο επιχείρημα είναι ότι παραβιάστηκαν οι αρχές της χρηστής διοίκησης επειδή το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη του τις υπηρεσιακές εκθέσεις του 1990, ενώ οι υπηρεσιακές εκθέσεις του 1998 δεν ήταν ακόμη έτοιμες. Κατά το συνήγορο, αυτό αποτελούσε “θυματοποίηση των υποψηφίων”, γιατί το Συμβούλιο δεν μπορούσε να σχηματίσει την πραγματική εικόνα για την αξία των υποψηφίων. Ας σημειωθεί ότι ο Γενικός Διευθυντής, αναφορικά με τις εκθέσεις του 1998 ανέφερε στο Συμβούλιο, κατά την κρίσιμη συνεδρίαση του στις 8/2/99, ότι η απόδοση όλων των υποψηφίων ήταν στα ίδια επίπεδα με το 1997. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, σύμφωνα με τον Καν. 4(3) του Πίνακα της Κ.Δ.Π. 289/94, οι ετήσιες εκθέσεις υποβάλλονται μεταξύ 1 Ιανουαρίου και 31 Μαρτίου κάθε χρόνου. Δεν υπήρχε επομένως για τις εκθέσεις του 1998 οποιαδήποτε παρατυπία. Αναφορικά με την έκθεση του 1990, φαίνεται ότι ο λόγος για τον οποίο δεν συνεκτιμήθηκε ήταν γιατί είχε συνταχθεί κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων. Εκείνο όμως το οποίο είναι σημαντικό είναι ότι υπήρχαν οι εκθέσεις 1991-1997 που εμφανίζουν το Ε.Μ. να υπερέχει. Οι δε εκθέσεις του 1990 δεν μεταβάλλουν την εικόνα που διαμορφώθηκε επί σειρά ετών.

Τέλος, ο ισχυρισμός για πλάνη περί τα πράγματα που στηρίζεται, όπως ρητά αναφέρει ο συνήγορος του αιτητή, στις παραπάνω πλημμέλειες είναι ανυπόστατος. Αναφορικά με τις εκθέσεις των δύο παραπάνω ετών, που συσχετίστηκαν με τον ισχυρισμό αυτό, δε διακρίνω οτιδήποτε το επιλήψιμο και μάλιστα σε σημείο που να επηρεάζει τη νομιμότητα της απόφασης.

Στη γραπτή του απαντητική αγόρευση, ο δικηγόρος του αιτητή ήγειρε 8 σημεία, που δεν τέθηκαν στην κυρίως αγόρευση. Έδωσα την ευκαιρία να εξετασθεί, από μέρους του αιτητή, θέμα τροποποίησης των νομικών σημείων της προσφυγής, αλλά ο δικηγόρος του δεν την έκρινε αναγκαία. Κατά την άποψη του παρείχαν κάλυψη γιαυτά οι υπάρχοντες στο δικόγραφο λόγοι ακύρωσης. Παρατηρώ ότι στις γραπτές διευκρινίσεις της, η δικηγόρος της Αρχής, απάντησε τα νέα επιχειρήματα. Αυτά αφορούν την αμφισβήτηση του μεταπτυχιακού διπλώματος του αιτητή (M.Sc in Industrial Management), στο οποίο αναφέρθηκα ήδη και την κρίση του Συμβουλίου ότι δεν μπορούσε να προσμετρήσει ως πλεονέκτημα γιατί δεν προήλθε από αναγνωρισμένο ίδρυμα των Η.Π.Α. Ακολουθούν 3 χωριστά επιχειρήματα αναφορικά με τη γνωμάτευση της κας Σπανού προς το Συμβούλιο, σε σχέση με το κύρος του διπλώματος αυτού και ισχυρισμοί αναφερόμενοι στον τρόπο που είχε διεξαχθεί η ψηφοφορία. Ο τελευταίος ισχυρισμός αμφισβητεί τη νομιμότητα της σύνθεσης του Συμβουλίου κατά τους κρίσιμους χρόνους.

Έχω την άποψη ότι με την απαντητική αγόρευση η υπόθεση εκτροχιάστηκε από την πορεία που διαγράφουν οι νομικοί λόγοι που καθορίζονται στη δικογραφία. Δεν μπορεί να συσχετισθεί με τους λόγους που αναγράφονται στο δικόγραφο της αίτησης η νέα επιχειρηματολογία. Για σκοπούς εύκολης σύγκρισης παραθέτω τα νομικά σημεία ως έχουν:

“1. Η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί καθότι δεν ετηρήθη η αρχή της προαγωγής του καλύτερου.

2. Η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί καθότι στερείται αιτιολογίας και/ή δέουσας αιτιολογίας.

3. Η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη θα πρέπει να ακυρωθεί διότι δεν είναι το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας.

4. Η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί καθότι εκδόθηκε κατά πλάνη περί τα πράγματα και/ή το νόμο.

5. Η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί καθότι υπήρξαν παρατυπίες και/ή ουσιώδεις παρατυπίες και/ή πλάνη περί τα πράγματα και/ή νόμο κατά τα προπαρασκευαστικά στάδια.

6. Περαιτέρω λόγοι ακυρώσεως θα δοθούν στην γραπτή αγόρευση του αιτητή.”

Όση επιείκεια και αν επιδειχθεί στο θέμα, η γνώμη μου είναι ότι τουλάχιστον οι νέοι λόγοι μένουν ακάλυπτοι. Η ανάγκη για πιστή τήρηση των δικονομικών προνοιών και οι συνέπειες της παραβίασης τους έχουν εξηγηθεί επανειλημμένα αρχίζοντας από την υπόθεση αρ. 129/94 Σοφοκλής Ανθούση ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 11/9/95. Βλ. επίσης Α.Ε. 2314 Λεωφορεία Λευκωσίας Λίμιτεδ ν. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών ημερ. 19/2/99. Η κατά βούληση υποβολή και ανάπτυξη λόγων ακύρωσης θα οδηγούσε σε εκφυλισμό της διαδικασίας στη διοικητική δίκη, που θα γινόταν έρμαιο των εμπνεύσεων της στιγμής. Η νομολογία διδάσκει ότι η προσεκτική και ακριβής θεμελίωση των λόγων προσφυγής, αποτελεί προϋπόθεση για την ανάπτυξη και εξέταση τους από το δικαστήριο.

Θα εξετάσω όμως αυτεπάγγελτα - όπως έχω δικαίωμα λόγω της φύσεως του θέματος - τη νομιμότητα της σύνθεσης του Συμβουλίου, λόγω της παρουσίας, σε όλες τις κρίσιμες συνεδριάσεις, της κας Ελένης Παπαχριστοφόρου, η οποία αντικαθιστούσε τον Προϊστάμενο Υπηρεσίας Διοίκησης και Προσωπικού, που συνήθως τηρεί τα πρακτικά. Η δικηγόρος της Αρχής υπέβαλε ότι ήταν νόμιμη η παρουσία της για να διευκολύνει το Συμβούλιο χωρίς να έχει ενεργό συμμετοχή στη λήψη της απόφασης. Η απλή παρουσία της ως γραμματέα ή πρακτικογράφου, κατά τον τρόπο αυτό, δεν επηρεάζει τη συγκρότηση ή σύνθεση του συλλογικού οργάνου.

Η δικηγόρος του Συμβουλίου με παρέπεμψε, μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις αρ. 20/88 Παυλίνα Χ”Θεοδούλου ν. Δήμου Στροβόλου ημερ. 20/9/89, προσφ. αρ. 559/91 Νίκος Παναγιώτου ν. Υπουργού Παιδείας κ.α. ημερ. 22/10/93 και προσφ. αρ. 442/97 Ανδρέας Χρίστου ν. Αρχής Βιομηχανικής Καταρτίσεως ημερ. 25/11/99. Από την υπόθεση Παναγιώτου, ανωτέρω, επισημάνθηκε το παρακάτω απόσπασμα:

“Η παρούσα υπόθεση όμως αφορά την ειδική περίπτωση του Γραμματέα, ο οποίος έχει καθήκον να τηρεί τα πρακτικά της συνεδρίας του Διοικητικού Συμβουλίου. Συμφωνώ με τον ισχυρισμό του δικηγόρου της Αρχής ότι το καθήκον αυτό προκύπτει από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης. Πέραν τούτου, παραπέμπω στις υποθέσεις Παυλίνας Χ”Θεοδούλου ν. Δήμου Στροβόλου και Νίκου Παναγιώτου ν. Υπουργού Παιδείας, στις οποίες έγινε αναφορά πιο πάνω.”

Θα παρατηρούσα πρώτα ότι η υπόθεση Παυλίνα Χ”Θεοδούλου, ανωτέρω, διακρίνεται γιατί στην περίπτωση εκείνη το άρθρ. 51 του περί Δήμων Νόμου επιτρέπει ρητά τη συμμετοχή του γραμματέα. Στην υπόθεση Α. Χρίστου, δεν έχει συζητηθεί απευθείας το ζήτημα. Θα διαφωνήσω με την απόφαση Ν. Παναγιώτου, η οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν αποτελεί δεσμευτική νομολογία. Σημειώνω επίσης ότι η υπόθεση αποφασίστηκε το 1993. Με τη νεώτερη νομολογία έχει αποσαφηνιστεί ότι η τέτοια συμμετοχή καθιστά τη σύνθεση παράνομη και την οποιαδήποτε απόφαση που λήφθηκε ακυρωτέα.

Δε θα παραφορτώσω την απόφαση με παραπομπές σε διάφορες αποφάσεις που, ουσιαστικά, λέγουν το ίδιο πράγμα. Αρκεί μόνο να παραπέμψω στην απόφαση του Νικολαϊδη Δ, στις υποθέσεις αρ. 836/96 και 981/96 Πανίκος Δρουσιώτης κ.α. ν. Αρχής Βιομηχανικής Καταρτίσεως Κύπρου ημερ. 19/2/99, όπου αναφέρονται τα εξής:

“Η νεότερη νομολογία είναι αυστηρή ακόμα και ως προς την απλή παρουσία προσώπων ξένων προς τη νόμιμη σύνθεση του συλλογικού οργάνου (βλέπε.........................

..........................

Όπως τονίζεται, μη μέλη που παρίστανται στη συνεδρία, όπως π.χ. υπηρεσιακοί παράγοντες που κλήθηκαν για παροχή πληροφοριών, θα πρέπει να αποχωρούν πριν από την έναρξη της συζήτησης (ΣτΕ 3022/1980).

Το γεγονός ότι το παριστάμενο πρόσωπο ήταν ο γραμματέας, μέσα στα καθήκοντα του οποίου, σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας του, είναι και η παρουσία του στις συνεδρίες του Συμβουλίου για σκοπούς τήρησης των πρακτικών, δεν μεταβάλλει την κατάσταση. Κατά τη συνεδρίαση, κατά την οποία γίνεται συζήτηση μεταξύ των μελών και ψηφοφορία για τη λήψη απόφασης δεν επιτρέπεται η παρουσία προσώπων που δεν περιλαμβάνονται στη νόμιμη συγκρότηση ή των οποίων η συμμετοχή στις συνεδρίες δεν προβλέπεται ρητά (Ε. Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου Ι, 7η έκδοση (1996) σελ. 136, παραγρ. 136).”

 

Βλέπε επίσης προσφ. αρ. 282/97 κ.α. Ανδρέας Ζήνωνος κ.α. ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερ. 12/1/2001.

Κρίνω, για το λόγο αυτό, ότι είναι αναπόφευκτη η ακύρωση της επίδικης απόφασης, την οποία, διά του παρόντος, ακυρώνω, σύμφωνα με το άρθρ. 146.4(β) του Συντάγματος. Δεν επιδικάζονται έξοδα.

 

Σ. Νικήτας,

Δ.

 

/Κασ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο