Μαρίας Ιωάννου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α., Υπόθεση Αρ. 1032/2000, 19 Οκτωβρίου 2001 Μαρίας Ιωάννου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α., Υπόθεση Αρ. 1032/2000, 19 Οκτωβρίου 2001

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 1032/2000

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Μαρίας Ιωάννου

Αιτήτριας

και

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

1. Υπουργού Εσωτερικών

2. Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως

Καθ΄ων η Αίτηση

--------------

19 Οκτωβρίου 2001

Για την Αιτήτρια: κα Λυκούργου για Α. Τριανταφυλλίδης και Υιοί.

Για τους Καθ΄ων η Αίτηση: κ. Καλλίγερος, δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

----------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η Αιτήτρια κα Ιωάννου ζητά την ακύρωση απόφασης με την οποία απορρίφθηκε ένσταση της αναφορικά με τον επηρεασμό κτήματος της από το Τοπικό Σχέδιο Πόλης Χρυσοχούς. Το Σχέδιο είχε γνωστοποιηθεί στην Επίσημη Εφημερίδα στις 3.2.1995 και με αυτό το κτήμα της κας Ιωάννου, στο οποίο από το 1992 είχε ανεγερθεί οικοδομή αποτελούμενη από 17 διαμερίσματα, επηρεάζετο κατά 30 πόδια από την προτιθέμενη κατασκευή δρόμου πλάτους 35 ποδιών. Η κα Ιωάννου κινητοποιήθηκε, απευθυνόμενη με ένσταση προς τον Υπουργό Εσωτερικών και με επιστολή προς το Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως του Υπουργείου Εσωτερικών. Ο Διευθυντής παρέπεμψε το θέμα στο Επαρχιακό Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως με οδηγίες να μεριμνήσει ώστε ο επηρεασμός του κτήματος να γινόταν ισομερής με άλλο επηρεαζόμενο κτήμα σύμφωνα με την πρόθεση των μελετητών του Τοπικού Σχεδίου, όπως κοινοποιήθηκε και στην κα Ιωάννου, στη συνέχεια όμως ζήτησε από το Επαρχιακό Τμήμα να μην επιληφθεί μέχρις ότου επανεξετασθεί το όλο θέμα όδευσης του εν λόγω δρόμου κατά την οριστικοποίηση του Τοπικού Σχεδίου με την εξέταση των ενστάσεων. Αυτό γνωστοποιήθηκε και στην κα Ιωάννου, η οποία ζητούσε επίμονα να πληροφορηθεί τον τελικό επηρεασμό του κτήματός της. Ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως πληροφόρησε ακόλουθα το Επαρχιακό Τμήμα ότι, μετά από διερεύνηση των διάφορων πιθανών λύσεων οδικής ρύθμισης του εν λόγω χώρου, η υφιστάμενη πρόνοια του Τοπικού Σχεδίου εκρίθη ως η πιο ενδεδειγμένη και αυτή θα έπρεπε να λαμβάνει υπ΄όψη το Τμήμα για σκοπούς υπόδειξης στους ιδιοκτήτες των πολεοδομικών δεσμεύσεων. Κατόπιν τούτου, το Επαρχιακό Τμήμα πληροφόρησε την κα Ιωάννου με επιστολή ημερομηνίας 15.3.1999 ότι ο τελικός επηρεασμός του κτήματος της ήταν ο προβλεπόμενος στο Τοπικό Σχέδιο, οπότε η κα Ιωάννου καταχώρισε την προσφυγή 689/99, την οποία όμως απέσυρε στις 15.3.2001, απέστειλε δε στις 17.6.1999 επιστολή στον Υπουργό Εσωτερικών με την οποία, αφού παραθέτει το ιστορικό του πράγματος καταλήγοντας στην επιστολή του Επαρχιακού Τμήματος της 15.3.1999, πληροφορούσε τον Υπουργό Εσωτερικών ότι δεν έφερε ένσταση στη διάνοιξη του δρόμου αλλά τον παρακαλούσε να μεριμνήσει ώστε ο επηρεασμός του κτήματος της να ήταν ισομερής. Είχε εν τω μεταξύ μεσολαβήσει στις 16.2.2000 απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία εγκρίθησαν εισηγήσεις του Υπουργού Εσωτερικών για τροποποιήσεις και οριστικοποίηση του Τοπικού Σχεδίου, που δεν αφορούσαν όμως το θέμα της κας Ιωάννου. Η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 3.3.2000 και κοινοποιήθηκε στην κα Ιωάννου με επιστολή ημερομηνίας 5.7.2000 στην οποία αναφέρετο ότι το Υπουργικό Συμβούλιο, αφού μελέτησε τις ενστάσεις, αποφάσισε να μην αποδεχθεί την ένσταση της κας Ιωάννου και να προβεί σε περιορισμένης έκτασης τροποποιήσεις του Τοπικού Σχεδίου.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Δημοκρατία εγείρει προδικαστική ένσταση λέγοντας ουσιαστικά ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη εφ΄όσον η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου δεν προσεβλήθη εντός 75 ημερών από της δημοσίευσης της στην Επίσημη Εφημερίδα στις 3.3.2000 παρά μόνο στις 2.8.2000 που καταχωρήθηκε η προσφυγή. Η ευπαίδευτη συνήγορος για την κα Ιωάννου απαντά λέγοντας ότι, αν και δεν αμφισβητείται η εκτελεστότητα της απόφασης από τις 3.3.2000 που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα, η προθεσμία των 75 ημερών για καταχώριση προσφυγής δεν άρχιζε στις 3.3.2000 αλλά στις 5.7.2000 που η κα Ιωάννου έλαβε γνώση της απόρριψης της ένστασης της, ώστε η προσφυγή να ήταν εμπρόθεσμη. Η γνωστοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα, λέγει, δεν παρείχε επαρκή γνώση της απόφασης στην κα Ιωάννου, κυρίως εφ΄όσον σε αυτή δεν αναφέρετο ονομαστικά η κα Ιωάννου ως επηρεαζόμενη από την απόφαση. Επαρκή γνώση της απόφασης παρείχε στην κα Ιωάννου, καταλήγει η κα Λυκούργου, μόνο η επιστολή της 5.7.2000, παραπέμποντας προς στήριξη της θέσης της στην απόφαση που δόθηκε στην υπόθεση Ηρακλείδης κ.α. ν. Δημοκρατίας, 1600/97, 3.12.1999. Η κα Λυκούργου παρατηρεί περαιτέρω ότι η προηγούμενη προσφυγή της κας Ιωάννου 689/99 απεσύρθη στις 5.3.2001 διότι έγινε αποδεκτή από την κα Ιωάννου προδικαστική ένσταση της Δημοκρατίας στην προσφυγή εκείνη ότι η προσβληθείσα με αυτή απόφαση στερείτο εκτελεστότητας και ότι μόνη εκτελεστή διοικητική πράξη ήταν η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Αυτό βέβαια λέγεται στα πλαίσια του εγειρόμενου θέματος και όχι ως θέτον θέμα παραπλάνησης της κας Ιωάννου ώστε να αποσύρει την προσφυγή 689/99, ούτε βέβαια κατά την απόσυρση της προσφυγής 689/99 ανελήφθη οποιαδήποτε δέσμευση από τη Δημοκρατία ως προς το παραδεκτό της παρούσας προσφυγής η οποία ήδη είχε καταχωρηθεί πριν την 1.3.2001 που απεσύρθη η προσφυγή 689/99. Επί της ουσίας της εισήγησης της κας Λυκούργου, και ο κ. Καλλίγερος παραπέμπει στη νομολογία υποβάλλοντας ότι αυτή υποστηρίζει τη θέση του ότι δεν απαιτείτο περαιτέρω γνωστοποίηση στην κα Ιωάννου, πέραν της δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα, για να αρχίσει η προθεσμία των 75 ημερών.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απευθύνθηκε στα εγειρόμενα θέματα από νωρίς. Στην υπόθεση Pissas v. EAC (No. 1) (1966) 3 CLR 634 ο Τριανταφυλλίδης, Δ. (ως ήτο τότε), είχε να εξετάσει κατά πόσο η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα γνωστοποίησης και διατάγματος απαλλοτρίωσης συνιστούσε την αφετηρία της περιόδου των 75 ημερών του Άρθρου 146.3. Είχε δε την άποψη ότι, αντίθετα με τα επικρατούντα στην Ελλάδα ως εκ του εκεί ισχύοντος νόμου, έτσι ήταν, λέγοντας στη σ. 637, με αναφορά στο Άρθρο 146.3:

"In view of the wording of such paragraph, I am of the opinion that, once there has been publication of an act, time begins to run, for the purposes of the said paragraph, from such publication, irrespective of when the act or decision in question came to the knowledge of the person concerned."

 

 

Τι βαρύνει λοιπόν είναι η αναφορά στο Άρθρο 146.3 στο ότι ο χρόνος των 75 ημερών αρχίζει από τη δημοσίευση, έστω και αν ο Αιτητής δεν διαβάζει τη δημοσίευση και δεν πληροφορείται για την απόφαση παρά μόνο εκ των υστέρων και μετά την πάροδο των 75 ημερών. Ο Τριανταφυλλίδης, Δ., όμως, συνέχισε να αναφέρει ότι τούτο είναι υπό την προϋπόθεση ότι "there has been proper publication" (σ. 637), η άποψη του ήταν δε ότι (σ. 638):

"In deciding the issue whether there has been proper publication for the purposes of Article 146(3), I take the view that this is not the same as the issue of whether or not there has been proper publication of the Notice and Order of acquisition for the purposes of the Compulsory Acquisition of Property Law, 1962, (Law 15/62) - and I am leaving the latter issue open in this Decision.

Publication for the purpose of setting in motion the time within which a recourse may be filed has to be such publication as would state in full and clearly the contents of the act of decision concerned. This principle has been adopted in Greece (see Conclusions from the Jurisprudence of the Greek Council of State, 1929-1959, p. 251) and is, in my opinion, equally applicable in Cyprus because the relevant Greek and Cyprus provisions are, in this respect, in pari materia, and such principle is a widely accepted principle of Administrative Law in relation to computing the time within which a recourse, such as the present one, may be made, after publication."

 

 

Υπό τις συνθήκες της ενώπιον του υπόθεσης, θεώρησε ότι η δημοσίευση δεν ήταν η δέουσα καθ΄όσον το όνομα του Αιτητή ως ιδιοκτήτη δεν αναφέρετο σε αυτή ούτε του είχε δοθεί προηγουμένως οποιαδήποτε ένδειξη για την πρόθεση της Δημοκρατίας να απαλλοτριώσει το κτήμα του ή του είχε γίνει οποιαδήποτε σχετική πρόταση που να τον έκανε να αναμένει τη δημοσίευση της απαλλοτρίωσης. Κατέληξε δε (σ. 639) λέγοντας:

"In reaching the above conclusion, I must make it clear that I cannot accept the view that once there has been publication of an Order in the official Gazette, in conformity with the provisions of a particular enactment, then, necessarily, that amounts also to sufficient publication for the purposes of Article 146(3); there may be such publication as would comply with all that is laid down in a particular enactment for the purposes of the inherent validity of an Order and, yet, it may not amount to publication which gives to the person affected by the act or decision concerned a full and clear picture of the contents of such Order, as envisaged by a provision in the nature of Article 146(3)."

 

 

Στην υπόθεση Bakkaliaou v. Municipality of Famagusta (1969) 3 CLR 19 η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου είχε την ευκαιρία να ασχοληθεί με το θέμα. Επρόκειτο και πάλι για δημοσίευση διατάγματος απαλλοτρίωσης. Ο Πρόεδρος Βασιλειάδης, δίδοντας την απόφαση, έθεσε τη γενική αρχή ως εξής στη σ. 25:

"The provision setting down a period of time within which an administrative decision can be challenged by a recourse under Article 146, is obviously intended to give on the one hand the opportunity to the citizen affected by the decision to exercise his right of challenging its validity, and on the other hand to give finality, in the public interest, to the position created by administrative decisions. This matter was considered by the Supreme Constitutional Court in February 1961, in John Moran and The Republic (1 R.S.C.C. p.10)."

 

 

Εκρίθη δε ότι η δημοσίευση δεν ήταν η δέουσα, δεδομένου ότι η ιδιοκτήτρια, όταν πληροφορήθηκε από το Δήμο για την πρόθεση του να απαλλοτριώσει το κτήμα της, είχε κάνει πρόταση διευθέτησης και ανέμενε απάντηση, αντί της οποίας έγινε η δημοσίευση του διατάγματος της απαλλοτρίωσης, που δεν είχε λόγο να αναμένει. Όπως το έθεσε εμφαντικά και ερρωμένα ο Πρόεδρος Βασιλειάδης στις σελίδες 25-26:

"It was the citizen's legal right to own her property; it was her constitutional right to challenge any decision for expropriation; it was her constitutional right to expect a reply from the public authority to her proposal in a matter as vital as property rights; and it is not, in our opinion, a proper application of the provisions in Article 146.3 to tell her now that her recourse has, in the circumstances of this case, been prescribed."

 

Ο Πρόεδρος Βασιλειάδης προχώρησε να κάνει αναφορά στην υπόθεση Pissas v. EAC (No. 1) (1966) 3 CLR 634, για να καταλήξει στις σελίδες 26-27 ως εξής:

"In the present case, the publication is not attacked as defective in itself. It is challenged as lacking "sufficiency" (for the purposes of Article 146.3) in the circumstances in which it was made; it is attacked as a step taken in the course of an expropriation, in respect of which the authority concerned chose to take the proper administrative action (contemplated by practice in such cases) of approaching personally and directly the owner of the property before taking other steps in furtherance of the decision to acquire the property. Having taken that course, and having led the owner into it, - counsel argued - the public authority could not abandon the owner there and take a different course (that of compulsory acquisition by official publication) without informing her of the change; and without replying to the owner's letter that her proposal was not acceptable and that it was, therefore, intended to take statutory action for compulsory acquisition.

Such change of course having in fact resulted, or having at least contributed to the expropriated owner's actual ignorance of the true position and the consequential loss of her rights, leads us without hesitation, to the conclusion that, in the circumstances, the publication of the acquisition order was not sufficient for the purpose of setting into motion the provisions of Article 146.3; and that the period of 75 days provided therein, did not begin to run until the true position came to the knowledge of the Appellant by the service upon her on June 8, 1966, of the notice of the proceedings for determination of the compensation, as in the Pissas case (supra)."

 

 

Η υπόθεση Bakkaliaou παίρνει την αρχή της υπόθεσης Pissas πιο πέρα αφού δείχνει ότι η επάρκεια της δημοσίευσης δεν κρίνεται μόνο ως προς το περιεχόμενο της αλλά και ως προς την ίδια την προσδοκία της δημοσίευσης.

Η υπόθεση Ηρακλείδης, στην οποία με παρέπεμψε η κα Λυκούργου, ακολουθεί στο σκεπτικό των υποθέσεων αυτών, η δε απόφαση του αδελφού μου Νικολαΐδη, Δ., περιέχει και μια γενικώτερη παρατήρηση ως προς το επιθυμητό της απ΄ευθείας πληροφόρησης που συνάδει τόσο προς τις κοινωνικές πραγματικότητες όσο και προς τις αρχές της χρηστής διοίκησης.

Δεν θεωρώ ότι η απόφαση του αδελφού μου Αρτέμη, Δ., στην υπόθεση Χριστοφίδου ν. Δημοκρατίας, 1057/94, 2.6.1998, στην οποία με παρέπεμψε ο κ. Καλλίγερος, αντιστρατεύεται τις πιο πάνω πάγιες προσεγγίσεις της νομολογίας. Στην υπόθεση εκείνη το θέμα εξετάσθηκε αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο στη γενικότητα του και δεν υπήρχε αναφορά σε δεδομένα που να αναιρούσαν την εκ πρώτης όψεως επάρκεια της δημοσίευσης ή να ήγειραν καν θέμα εξέτασης της επάρκειας της.

Στην ενώπιον μου υπόθεση, η κα Ιωάννου είχε σύννομα υποβάλει ένσταση κατά του Τοπικού Σχεδίου από το 1995. Ακολούθησε εκτενής αλληλογραφία της με τη διοίκηση, η αρχικά εκφρασθείσα άποψη της οποίας επί της ουσίας, που διαβιβάσθηκε στην κα Ιωάννου, ήταν ότι συστήνετο η διαφοροποίηση του Τοπικού Σχεδίου ώστε ο επηρεασμός του κτήματος της να γινόταν ισομερώς. Της γνωστοποιήθηκε ακολούθως ότι το θέμα θα επανεξετάζετο οριστικά κατά την εξέταση των ενστάσεων προς οριστικοποίηση του Τοπικού Σχεδίου. Ύστερα της γνωστοποιήθηκε ότι ο προβλεπόμενος επηρεασμός του κτήματος της ήταν ο τελικός, οπότε καταχώρησε την προσφυγή 689/99, την οποία μάλιστα τελικά απέσυρε λόγω προδικαστικής ένστασης της ίδιας της διοίκησης ότι η προσβληθείσα απόφαση εστερείτο εκτελεστότητας, δεδομένου ότι μόνη εκτελεστή απόφαση συνιστά η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου επί των ενστάσεων. Η κα Ιωάννου εύλογα μπορούσε να αναμένει, όπως και στην υπόθεση Bakkaliaou, ότι η διοίκηση θα την πληροφορούσε για την τύχη της ένστασης της και δεν θα περιορίζετο στη δημοσίευση της οριστικοποίησης του Τοπικού Σχεδίου. Εξ άλλου, η διοίκηση, αντιλαμβανόμενη την υποχρέωση της αυτή, τελικά πληροφόρησε την κα Ιωάννου με την επιστολή της 5.7.2000. Αυτό όμως θα μπορούσε κάλλιστα να το είχε κάνει από πριν πέντε μήνες που ελήφθη η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και όχι μετά που πέρασαν 75 ημέρες από τη δημοσίευση της. Πέραν τούτου όμως, θεωρώ ότι και η ίδια η δημοσίευση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου δεν συσχετίζεται επαρκώς προς την κα Ιωάννου, εφ΄όσον αναφέρεται απλώς στις τροποποιήσεις που επήλθαν στο Τοπικό Σχέδιο για τις οποίες παραπέμπει στο Επαρχιακό Γραφείο του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και στα γραφεία του Δήμου Πόλης Χρυσοχούς όπου τηρούνται αντίγραφα, και δεν αναφέρεται καν σε απόρριψη οποιωνδήποτε ενστάσεων. Για όλους αυτούς τους λόγους, θεωρώ ότι η δημοσίευση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου δεν ήταν δεόντως επαρκής για σκοπούς έναρξης της περιόδου των 75 ημερών του Άρθρου 146.3, και ότι η εν λόγω περίοδος άρχισε με την πληροφόρηση της κας Ιωάννου με την επιστολή της 5.7.2000. Αυτό οδηγεί σε αποτυχία την προδικαστική ένσταση και καθιστά την προσφυγή παραδεκτή ως εμπρόθεσμη.

Προχωρώ λοιπόν να εξετάσω την ουσία της. Ως προς τούτο, η κα Λυκούργου εισηγείται κατ΄αρχή ότι η απόφαση παραβιάζει την αρχή της ισότητας καθ΄όσον απολήγει σε ανισομερή επηρεασμό του κτήματος της κας Ιωάννου το οποίο παραχωρεί 30 πόδια για το δρόμο έναντι 5 που παραχωρεί το γειτονικό της κτήμα. Όμως, αν και η διοίκηση οφείλει βέβαια να επιδιώκει τον ισομερή επηρεασμό των πολιτών στους σχεδιασμούς της, εν τούτοις η ύπαρξη ανισομερούς επηρεασμού αυτή καθ΄αυτή δεν απολήγει σε παραβίαση της αρχής της ισότητας. Το εύλογο ή όχι του ανισομερούς επηρεασμού εξαρτάται από όλα τα δεδομένα που η διοίκηση είχε υπ΄όψη της, αναγόμενο στη διαπίστωση δέουσας έρευνας και απουσίας πλάνης στη λήψη της απόφασης. Η κα Λυκούργου δεν εισηγείται ευθέως κάτι τέτοιο, αλλά εισηγείται ότι ο ανισομερής σχεδιασμός του δρόμου επεδίωκε να εξυπηρετήσει όχι τις επιδιώξεις του Τοπικού Σχεδίου όπως αναφέρονται στους σκοπούς του που προνοούνται στο άρθρο 11(1) αλλά αποκλειστικά τα συμφέροντα του ιδιοκτήτη του γειτονικού κτήματος, και έτσι έγινε καθ΄υπέρβαση εξουσίας.

Δεν συμφωνώ με την εισήγηση αυτή. Όπως προκύπτει από το φάκελο, ο σχεδιασμός του εν λόγω δρόμου αποσκοπούσε στην αποσυμφόρηση της κυκλοφορίας του πυκνοκατοικημένου πυρήνα στο Προδρόμι και όχι η οποιαδήποτε εξυπηρέτηση του ιδιοκτήτη του γειτονικού κτήματος. Οι εναλλακτικές λύσεις που υπεβλήθησαν από το Επαρχιακό Τμήμα στο Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως μελετήθησαν και απορρίφθησαν και η πρόνοια του Τοπικού Σχεδίου για τον εν λόγω δρόμο εκρίθη η πιο ενδεδειγμένη. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην επιστολή του Διευθυντή προς το Επαρχιακό Τμήμα ημερομηνίας 3.3.1999, όπου αναφέρεται ευθέως ότι, όπως διαπίστωσε και το Επαρχιακό τμήμα, οι εναλλακτικές λύσεις υστερούσαν αφού δεν συμπλήρωναν την περιμετρική κυκλοφορία με δευτερεύοντες ή τοπικούς δρόμους και μετάφεραν άσκοπα κυκλοφορία τοπικής σημασίας σε δρόμους πρωταρχικής σημασίας. Το Δικαστήριο δεν μπορεί δε να υπεισέλθει στην ουσιαστική κρίση της διοίκησης. Εξ άλλου, όπως παρατηρείται και σε επιστολή του Επαρχιακού Τμήματος προς το Γενικό Εισαγγελέα ημερομηνίας 20.10.2000, κατά τους σχεδιασμούς δρόμων και οδικών δικτύων είναι αδύνατο να επηρεάζονται όλα τα κτήματα ισομερώς. Πέραν τούτου όμως, παρατηρείται ότι το γειτονικό κτήμα επηρεάσθηκε συνολικά σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι το κτήμα της κας Ιωάννου αφού επηρεάζεται και από τον εν λόγω δρόμο και από άλλο που διέρχεται μέσα από αυτό. Δεν θεωρώ ότι τεκμηριώνεται ο ισχυρισμός της κας Ιωάννου ότι ο σχεδιασμός του δρόμου είχε ως αλλότριο σκοπό της αποκλειστική εξυπηρέτηση του ιδιοκτήτη του γειτονικού κτήματος.

Αβάσιμη θεωρώ και την τελευταία εισήγηση της κας Λυκούργου ότι η αιτιολογία της απόφασης ήταν παράνομη. Η εισήγηση εξειδικεύεται με αναφορά στην αρχική οδηγία του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως προς το Επαρχιακό Τμήμα όπως μεριμνήσει ώστε ο επηρεασμός του κτήματος της κας Ιωάννου γίνει ισομερώς, ως καταδεικνύουσα αναγνώριση ότι ο υφιστάμενος επηρεασμός δεν ήταν ισομερής και άνιση τελικά μεταχείριση της κας Ιωάννου, και με αναφορά στην άποψη του Επαρχιακού Τμήματος ότι ο εν λόγω δρόμος δεν είχε τα εχέγγυα υλοποίησης αφού στην άδεια οικοδομής που εδόθη στον ιδιοκτήτη του γειτονικού κτήματος δεν ετέθη όρος για παραχώρηση του επηρεαζόμενου από το δρόμο μέρους. Ως προς το πρώτο θέμα, δεν τίθεται βέβαια ζήτημα αντιφατικής συμπεριφοράς της διοίκησης, ούτε αμφισβητείται ότι ο επηρεασμός του κτήματος της κας Ιωάννου από τον εν λόγω δρόμο ήταν ανισομερής ως προς το γειτονικό κτήμα, τούτο όμως έχει ήδη τύχει απάντησης. Ως προς το δεύτερο θέμα, όπως παρατήρησε ο Διευθυντής στην επιστολή του ημερομηνίας 3.3.1999 προς το Επαρχιακό Τμήμα, έστω και αν δεν ετέθη όρος στην εν λόγω άδεια οικοδομής για παραχώρηση του επηρεαζόμενου μέρους, τούτο θα μπορούσε να εξασφαλισθεί με άλλους τρόπους, περιλαμβανομένης της απαλλοτρίωσης.

Υπάρχει δε και κάτι άλλο. Στην άδεια οικοδομής της κας Ιωάννου ετέθη όρος για παραχώρηση του επηρεαζόμενου μέρους, τον οποίο προφανώς και απεδέχθη και μάλιστα η ίδια λέγει ότι τα διαμερίσματα της εκτίσθησαν σύμφωνα με την άδεια οικοδομής. Ανεξάρτητα από όλα τα πιο πάνω, τούτο ενδεχόμενα να τη στερούσε εννόμου συμφέροντος καθ΄όσον θα είχε αποδεχθεί τον ίδιο τον όρο του τοπικού Σχεδίου που με την ένσταση της επεδίωξε να ανατρέψει. Δεν εξετάζω όμως το θέμα περαιτέρω.

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η Αιτήτρια θα καταβάλει τα έξοδα της Δημοκρατίας.

 

 

Δ. Χατζηχαμπής

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΚΧ"Π

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο