ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 1361/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ -
Άδωνη Χατζηβασιλείου, από τη Λεμεσό
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
FONT>Καθής η αίτηση
----------------------------
Ημερομηνία:
29 Oκτωβρίου, 2001Για τον αιτητή: Α. Ευσταθίου (κα)
Για την καθής η αίτηση: Α. Βασιλειάδης, Ανώτερος Δικηγόρος της
Δημοκρατίας
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή του αυτή ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής η Ε.Δ.Υ.) με την οποία διορίστηκε το ενδιαφερόμενο μέρος Χρυσόστομος Γιάλλουρος (ε.μ.) στη μόνιμη θέση Ιατρικού Λειτουργού 1ης τάξης (Πλαστικής Χειρουργικής). Έχει σημασία ότι πρόκειται για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής. Ο μόνος άλλος υποψήφιος ήταν ο αιτητής. Σε πρώτο στάδιο, η υπόθεση εξετάστηκε από Συμβουλευτική Επιτροπή (εφεξής Σ.Ε.), προεδρευόμενη από το Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας (Διευθυντής) (βλ. άρθρ. 34(3) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων). Συστήθηκαν και οι δύο, με αλφαβητική σειρά. Κατά την προφορική εξέταση, που προηγήθηκε της σύστασης από τη Σ.Ε., το ε.μ. χαρακτηρίστηκε ως “εξαίρετος”, ενώ ο αιτητής ως “πάρα πολύ καλός”.
Η παράγρ. 4 του οικείου σχεδίου υπηρεσίας καθιστά την πείρα πλεονέκτημα. Ειδικά γίνεται αναφορά σε πείρα η οποία αποκτήθηκε “είτε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη δημόσια υπηρεσία”. Στη διαδικασία ενώπιον της Ε.Δ.Υ., η απόδοση του ε.μ. ήταν πάλιν καλύτερη. Χαρακτηρίστηκε “πάρα πολύ καλός” ενώ ο ανθυποψήφιος του “σχεδόν πολύ καλός”.
Η Ε.Δ.Υ. αιτιολόγησε την απόφαση της ως εξής:
“Επιλέγοντας τον Γιάλλουρο, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτός εξασφάλισε ψηλότερη βαθμολογία από τον ανθυποψήφιο του τόσο κατά την ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση όσο και ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής και επιπλέον διαθέτει τη σύσταση του Διευθυντή.
Η Επιτροπή δεν παρέλειψε επίσης να λάβει υπόψη ότι ο Χατζηβασιλείου διαθέτει το πλεονέκτημα που προβλέπεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας, όμως αυτός, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, αξιολογήθηκε χαμηλότερα τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και από την Επιτροπή κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, δεν διαθέτει τη σύσταση του Διευθυντή και γενικά, σε μια συνεκτίμηση όλων των διαθέσιμων στοιχείων, κρίθηκε ότι υστερεί έναντι του επιλεγέντος.”
Θα πρέπει να λεχθεί στο σημείο αυτό ότι στην προφορική εξέταση από την Ε.Δ.Υ. έλαβε μέρος ο Διευθυντής και Ιατρικός Λειτουργός 1ης τάξης, με ειδικότητα στην πλαστική χειρουργική, οι οποίοι αξιολόγησαν την απόδοση των υποψηφίων με τους ίδιους χαρακτηρισμούς, που αργότερα υιοθέτησε η Ε.Δ.Υ και έχω ήδη αναφέρει. Στη συνέχεια ο διευθυντής σύστησε το ε.μ. χωρίς να δώσει οποιαδήποτε αιτιολογία.
Ας διευκρινιστεί εδώ ότι η Ε.Δ.Υ. αναγνώρισε ότι ο αιτητής είχε το πλεονέκτημα,λόγω της θητείας του στο Μακάρειο Νοσοκομείο στη Λευκωσία. Ο αιτητής πήρε το πτυχίο του της Ιατρικής από στο πανεπιστήμιο Αθηνών το 1976 και την ειδικότητα του στην πλαστική χειρουργική το 1989. Έκτοτε εργάστηκε σε διάφορα νοσοκομεία και κλινικές στο εξωτερικό και επίσης σαν ιδιώτης ιατρός στην Κύπρο. Το ε.μ. αποφοίτησε από το ίδιο πανεπιστήμιο το 1990 και απέκτησε την ειδικότητα στις 17/2/00.
Η δικηγόρος του αιτητή υπέβαλε ότι η απόφαση της Ε.Δ.Υ. είναι πεπλανημένη γιατί στηρίχθηκε στη σύσταση του διευθυντή, η οποία στερείται αιτιολογίας. Επομένως δεν μπορεί να της αποδοθεί, όπως έχει νομολογηθεί, ουσιαστική αξία. Παρέπεμψε σχετικά στο εξής απόσπασμα από την απόφαση του Νικολάου, Δ στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις αρ. 805/99 κ.α. Δώρα Γερμανού κ.α. ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερ. 22/5/01:
“Η ΕΔΥ προχώρησε σε προφορική εξέταση των κληθέντων υποψηφίων, στην παρουσία του Διευθυντή ο οποίος εξέφρασε άποψη σχετικά με την απόδοση τους και εν συνεχεία προέβη σε σύσταση. Δεν διατύπωσε αιτιολογία. Σημειώνω ότι σε διαδικασία πρώτου διορισμού και προαγωγής ο νόμος δεν απαιτεί αιτιολογία της σύστασης. Παρατήρησα στη Μιχάλη Παρέλλη κ.α. ν. Δημοκρατίας υπόθ. αρ. 1033/97 κ.α. ημερ. 30 Δεκεμβρίου 1999, ότι η σημασία σύστασης χωρίς αιτιολόγηση δεν μπορεί να υπερβαίνει κατά πολύ τη μηδενική. Διατηρώ την ίδια άποψη.”
Περαιτέρω υποστήριξε ότι το πλεονέκτημα έχει παραγνωρισθεί χωρίς να δοθεί έγκυρη ειδική αιτιολόγηση, όπως επιτάσσει η νομολογία. Πέρα από την εργασία του στο παραπάνω νοσοκομείο, η συνήγορος επεσήμανε την πλούσια επιστημονική δραστηριότητα του αιτητή, την πολυσχιδή κατάρτιση και τη συνεχή προσπάθεια επιμόρφωσης του, όπως προκύπτει από τα στοιχεία. Η καλύτερη βαθμολογία του ε.μ., στο βαθμό που υπάρχει, δεν μπορούσε να εξουδετερώσει το πλεονέκτημα. Η προφορική εξέταση εδώ ήταν, βασικά, σε αντίθεση με όσα έχει καθιερώσει η νομολογία, η μοναδική αιτία διορισμού.
Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας υπέμνησε ότι σε θέσεις αυτής της κατηγορίας δεν είναι απαραίτητη η αιτιολόγηση της σύστασης του διευθυντή. Κατά την εισήγηση του, η Ε.Δ.Υ. έδωσε την απαραίτητη ειδική αιτιολογία γιατί επιλέγηκε το ε.μ., παρόλο που δε διέθετε το πλεονέκτημα. Τέλος, υποστήριξε, ότι δεν είναι ορθή η εισήγηση ότι ο ρόλος της προφορικής εξέτασης υπήρξε καθοριστικός. Υπενθύμισε δε τον κανόνα της νομολογίας ότι σε ψηλόβαθμες θέσεις, όπως η επίδικη, αποκτά μεγαλύτερη σημασία η προφορική συνέντευξη γιατί παρέχει και την ευκαιρία για ανίχνευση της προσωπικότητας του υποψηφίου, καθώς και των ικανοτήτων του.
Ο νόμος δεν επιβάλλει αιτιολόγηση της σύστασης του διευθυντή στις περιπτώσεις που πρόκειται να πληρωθεί θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής. Ωστόσο η σημασία της συσχετίζεται με τα αντικειμενικά δεδομένα στα οποία ερείδεται. Όταν μάλιστα διαπιστωθεί ότι δεν συνάδει με τέτοια στοιχεία, η σύσταση χάνει ολότελα τη δυναμική της. Έτσι, η απλή σύσταση, χωρίς αιτιολόγηση, δεν έχει ιδιαίτερη αξία. Αυτό θα έλεγα και για την παρούσα περίπτωση ενόψει της μικρής διαφοράς στη βαθμολογία για την προφορική εξέταση. Δημιουργείται η εντύπωση πως η σύσταση δεν είχε στέρεο υπόβαθρο. Ιδιαίτερα αν αναλογισθούμε την πείρα που απέκτησε ο αιτητής (εκτός εκείνης του πλεονεκτήματος), που άσκησε την ειδικότητα από το 1989, ενώ ο διορισθείς από το 2000.
Η παραγνώριση του πλεονεκτήματος είναι δυνατή, όπου παρέχεται από το διορίζον όργανο πειστική ειδική αιτιολογία. Στην Γεωργίου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. (αρ. 2) 1822 η Ολομέλεια αποφάνθηκε ότι:
“............... απαιτείται επαρκής αιτιολόγηση της απόφασης του διοικητικού οργάνου, όταν υποψήφιος που έχει το πρόσθετο προσόν που προβλέπεται στα Σχέδια Υπηρεσίας δεν επιλέγεται για διορισμό. Είναι γεγονός ότι το διοικητικό όργανο δεν είναι υπόχρεο να διορίσει υποψήφιο που έχει το πρόσθετο προσόν, αν κρίνει ότι άλλος είναι καταλληλότερος για διορισμό αφού αξιολογήσει όλα τα υπόλοιπα στοιχεία. Η απόφαση όμως να παραγνωριστεί το πρόσθετο προσόν πρέπει να αιτιολογείται και μάλιστα επαρκώς. Η αιτιολόγηση δε αυτή δέον να εμφαίνεται στο πρακτικό της απόφασης και όχι να αφήνεται να συνάγεται από οποιοδήποτε ή το Διοικητικό Δικαστήριο.”
Η σταθερότητα και διαχρονικότητα του κανόνα προκύπτει από τα λεχθέντα σε πιο πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Α.Ε. 1512 Δέσποινα Φιλίππου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 14/1/97:
“Αφετηρία της - σχετικής αρχής - ήταν η υπόθεση Τουρπέκη ν. Δημοκρατίας (1973) 3 Α.Α.Δ. 592, η οποία - έκτοτε - έχει υιοθετηθεί από μεγάλη σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στη Χατζηγιάννη κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317 (απόφαση της Ολομέλειας) υποδεικνύεται ότι η αρχή είναι πως όταν το διορίζον όργανο αποφασίσει να επιλέξει υποψήφιο που δεν έχει το πρόσθετον προσόν, πρέπει να δώσει πειστικούς λόγους ή ειδική αιτιολογία γιαυτή του την απόφαση. Οι λόγοι δε αυτοί πρέπει να εμφαίνονται στην αιτιολογία της απόφασης της Επιτροπής. Δεν μπορεί να συναχθούν από τα πρακτικά της Επιτροπής. Στην Δημοκρατία κ.α. ν. Υψαρίδη κ.α. (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347 (απόφαση της Ολομέλειας) επισημαίνεται ότι η ειδική αιτιολόγηση σκοπεί στην εξειδίκευση των λόγων που αντισταθμίζουν το πλεονέκτημα που παρέχει το πρόσθετο προσόν για την εκτέλεση των καθηκόντων της πληρούμενης θέσης.”
Κρίθηκε στην Φιλίππου, ανωτέρω, ότι η καλύτερη απόδοση στη συνέντευξη δεν εκτοπίζει την κατοχή του πλεονεκτήματος από το διεκδικητή μιας θέσης. Μάλιστα στην υπόθεση αρ. 806/99 Ζωή Αντωνίου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 22/6/00, η βαθμολογική διαφορά της προφορικής συνέντευξης, που προβλήθηκε ως ειδική αιτιολογία, ήταν μεγάλη. Εντούτοις ο Καλλής Δ. ακύρωσε την επίδικη πράξη σημειώνοντας τα εξής:
“Υιοθετώ τα νομολογηθέντα στη Φιλίππου (πιο πάνω). Κρίνω ότι η ειδική αιτιολογία που έδωσε η Ε.Δ.Υ. - καλύτερη απόδοση στην προφορική εξέταση - δεν αποτελεί εξειδίκευση των λόγων που αντισταθμίζουν το πλεονέκτημα που παρέχει το πρόσθετο προσόν για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης (Βλ. και Σιδερά ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2540, 2543. “μέσα από τη νομολογία προβάλλει η αρχή ότι δεν δικαιολογείται η αντιστάθμιση ουσιαστική ή αισθητή έστω υπεροχή από τα αποτελέσματα της συνέντευξης”). Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση τυγχάνει αναιτιολόγητη. Η διακριτική ευχέρεια της Ε.Δ.Υ. έχει ασκηθεί με πλημμελή τρόπο. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επομένως αντίθετη προς το νόμο και καθ’ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας (Βλ. Τουρπέκη (πιο πάνω), Παγδατής ν. Δημοκρατίας (1973) 3 Α.Α.Δ. 417 και Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476).”
Εδώ, ενόψει των συνθηκών που έχω περιγράψει, είναι πιο έντονη η αίσθηση για την απουσία έγκυρης ειδικής αιτιολογίας. Η επίδικη απόφαση, για τους λόγους που εξήγησα, ακυρώνεται με βάση τις διατάξεις του άρθρ. 146.4(β) του Συντάγματος. Τα έξοδα επιδικάζονται σε βάρος της Δημοκρατίας.
Σ. Νικήτας,
Δ.
/Κασ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο