ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 810/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Δ.Αναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος.
ΜΕΤΑΞΥ:
SIGMA RADIO T.V. LTD.,
Αιτητών
και
Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου,
Καθ’ης η αίτηση
-----------------------
27 Νοεμβρίου 2001
Για τους Αιτητές: κ. Α.Σ. Αγγελίδης.
Για την Καθ’ης η αίτηση: κ. Ν. Χαραλάμπους.
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια εταιρεία, που είναι ιδιοκτήτρια τηλεοπτικού και ραδιοφωνικού σταθμού, ζητά την ακύρωση απόφασης της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (στο εξής “η Αρχή”) με την οποία της επιβλήθηκε πρόστιμο £1000 για παράβαση των άρθρων 33(2)(ζ) και 33(2)(η) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Ν. 7(Ι)/98) και της παραγράφου Στ (3) του Παραρτήματος ΙΧ των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000).
(α) ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Η επίδικη απόφαση κοινοποιήθηκε στους αιτητές με επιστολή της καθ’ης η αίτηση ημερομηνίας 8/5/2000. Της επιβολής προστίμου είχε προηγηθεί αυτεπάγγελτη εκ μέρους της Αρχής, διερεύνηση παραβάσεων που αφορούσαν την προβολή διαφημιστικών μηνυμάτων με διακοπή εκπομπών του σταθμού σε μεγαλύτερη συχνότητα και διάρκεια κατά παράβαση των προβλεπόμενων προνοιών του Νόμου 7/98 και των Κανονισμών που προαναφέρθηκαν. Η Αρχή είχε προηγουμένως θέσει το ζήτημα των ενδεχόμενων παραβάσεων ενώπιον των αιτητών, παρέχοντας τους την ευχέρεια να λάβουν γνώση για το θέμα και να δώσουν τις δικές τους εξηγήσεις. Ανταποκρινόμενοι οι αιτητές διαβίβασαν με επιστολές τους προς την Αρχή τη δική τους εκδοχή, παραδεχόμενοι ουσιαστικά τις παραβάσεις και προβάλλοντας ως αιτιολογία το γεγονός ότι οι διαφημίσεις αποτελούσαν τη μοναδική πηγή εσόδων του σταθμού και η τήρηση των συμβατικών υποχρεώσεων του σταθμού καθιστούσε, όπως ισχυρίσθηκαν, αναπόφευκτες τις συχνές διακοπές των προγραμμάτων για την προβολή των διαφημιστικών μηνυμάτων. Οπως προκύπτει από το σχετικό πρακτικό οι πιο πάνω ισχυρισμοί δεν έγιναν αποδεκτοί από την Αρχή, η οποία αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία, έκρινε ότι υπήρξε πράγματι παραβίαση των νομοθετικών διατάξεων και Κανονισμών που επισημάνθηκαν ανωτέρω και λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι υπήρχαν ήδη προηγούμενες διοικητικές κυρώσεις για παρόμοιες παραβάσεις χωρίς να υπάρξει οποιαδήποτε συμμόρφωση, αποφάσισε την επιβολή του επίδικου προστίμου. Η απόφαση λήφθηκε στις 19/4/2000 και κοινοποιήθηκε στους αιτητές, όπως έχει αναφερθεί, με επιστολή της 8/5/2000 η οποία αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
(β) ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ
Οι αιτητές αμφισβητούν την εγκυρότητα της απόφασης της Αρχής για διάφορους λόγους που συμπεριλαμβάνουν ισχυρισμούς ότι υπάρχει
(i) Παραβίαση των άρθρων 19, 25 και 26 του Συντάγματος,
(ii) Ελλειψη αιτιολογίας,
(iii) Παραβίαση των αρχών φυσικής δικαιοσύνης,
(iv) Κακή σύνθεση της Επιτροπής.
(i)
Παραβίαση των άρθρων 19, 25 και 26 του ΣυντάγματοςΟι αιτητές αμφισβητούν το κύρος της απόφασης της Αρχής προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι η όλη διαδικασία και η επιβολή του διοικητικού προστίμου στηρίχθηκε σε αντισυνταγματικές πρόνοιες του Νόμου 7/98 και της Κ.Δ.Π. 10/2000. Υποστηρίζουν ειδικότερα ότι η αρμοδιότητα της Αρχής για την επιβολή κυρώσεων, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 3(2)(ζ) του Νόμου 7/98 βρίσκεται σε αντίθεση με το άρθρο 19 του Συντάγματος. Η σχετική εξουσία της Αρχής, όπως και οι ρυθμίσεις των άρθρων 33(2)(ζ) και 33(2)(η) του ίδιου Νόμου, με τις οποίες τίθενται περιορισμοί στην προβολή διαφημίσεων κατά τη διάρκεια τηλεοπτικών προγραμμάτων, παραβιάζει τα άρθρα 19, 26, 28 και 25 του Συντάγματος. Κατά τον ίδιο τρόπο αντισυνταγματική είναι, κατά την άποψη των αιτητών, και η πρόνοια που θεσπίσθηκε με την παράγραφο ΣΤ (3), Παράρτημα ΙΧ (Κανονισμός 50) της Κ.Δ.Π. 10/2000 στην οποία προβλέπεται χρονικός περιορισμός της διάρκειας διαφημίσεων, τηλεμπορίας ή αναγγελιών προσεχών τηλεοπτικών εκπομπών, που παρεμβάλλονται στο ενδιάμεσο προγραμμάτων.
Ο δικηγόρος της καθ’ης η αίτηση υπέδειξε ότι η απόφαση που λήφθηκε ήταν καθόλα νόμιμη και η επιβολή κυρώσεων ενέπιπτε μέσα στις προβλεπόμενες από το Νόμο 7/98 (Αρθρο 3(2)(ζ)) αρμοδιότητες της Αρχής. Υποδείχθηκε επίσης ότι δεν υπήρξε παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης γιατί η Αρχή ασκώντας αυτεπάγγελτα την εξουσία που της παρέχεται με την Κ.Δ.Π. 10/2000 (Καν. 41(2)) διερεύνησε επαρκώς το ζήτημα και αφού διαπίστωσε τις παραβάσεις των αιτητών τους γνωστοποίησε την πρόθεση της να προβεί στη λήψη μέτρων, δίνοντας τους την ευκαιρία να εκθέσουν τις απόψεις τους και να δώσουν οποιεσδήποτε διευκρινίσεις θεωρούσαν σκόπιμες προτού προβεί στην επιβολή της κύρωσης. Ο δικηγόρος της καθ’ης υπερασπίζεται τη νομιμότητα των σχετικών διατάξεων που ρυθμίζουν την προβολή των διαφημίσεων από τηλεοπτικούς σταθμούς επικαλούμενος την παράγραφο 5 του άρθρου 19 του Συντάγματος και διεθνώς καθιερωμένους κανόνες που διέπουν το ζήτημα, μεταξύ των οποίων την Οδηγία 89/552/ΕΟΚ.
Το άρθρο 19 του Συντάγματος κατοχυρώνει το δικαίωμα του λόγου και της “καθ’ οιονδήποτε τρόπο εκφράσεως”, δικαίωμα που περιλαμβάνει “την ελευθερία της γνώμης και της λήψεως και μεταδόσεως πληροφοριών και ιδεών”. Η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου όμως ρητά προβλέπει ότι τα πιο πάνω δικαιώματα μπορεί να υποβληθούν σε διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή ποινές προσδιοριζόμενες στο νόμο και αναγκαίες για την προστασία μεταξύ άλλων, της δημόσιας τάξης, των δημόσιων ηθών και των δικαιωμάτων τρίτων. Στην παράγραφο 5 ορίζεται ακόμα ότι “Ουδέν εκ των διαλαμβανομένων εις το παρόν άρθρο εμποδίζει τη Δημοκρατία να απαιτή την έκδοσιν αδείας ή λειτουργίας επιχειρήσεων ραδιοφωνικών ή κινηματογραφικών ή τηλεοράσεως”.
Με το Νόμο 7/98 καθιδρύθηκε η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου στην οποία δόθηκε η εξουσία έκδοσης τηλεοπτικών αδειών, την οποία είχε προηγουμένως με βάση το Νόμο που καταργήθηκε (29(Ι)/92) το Υπουργικό Συμβούλιο. Ο Νόμος 7/98 περιέχει διαδικαστικές διατάξεις με διευρυμένο περιεχόμενο που αφορούν στο διορισμό και σύνθεση της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου η οποία καθιδρύεται σύμφωνα με το άρθρο 3 του Νόμου, τη διαδικασία διορισμού των μελών της καθώς επίσης και τις λειτουργίες της. Οι αρμοδιότητες της Αρχής που καθορίζονται στην παράγραφο 2 το άρθρου 3, της παρέχουν μεταξύ άλλων και την εξουσία επιβολής κυρώσεων.
Το σχετικό εδάφιο έχει ως ακολούθως:
“(2) Η Αρχή έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
.................................. .....................................
(ζ) Επιβάλλει κυρώσεις, αφού ακούσει τα ενδιαφερόμενα μέρη για παράβαση -
(i) Των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόνΧ
(ii) του κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας έπειτα από αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής ΔεοντολογίαςΧ
(iii) των όρων της άδειαςΧ
(iv) εγκυκλίων οδηγιών ή συστάσεων που εκδίδονται βάσει της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου.
Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου “κύρωση” περιλαμβάνει σύσταση, προειδοποίηση, προσωρινή αναστολή λειτουργίας σταθμού για περίοδο όχι μεγαλύτερη των τριών μηνών, ανάκληση της άδειας όπως καθορίζεται στο άρθρο 25 του παρόντος Νόμου, καθώς και επιβολή διοικητικού προστίμου για κάθε ημέρα παράβασης από το σταθμό του παρόντος Νόμου ή των όρων της άδειας ως ακολούθως:
(i) Μέχρι Λ.Κ. 5.000 για παγκύπριο τηλεοπτικό σταθμό,
(ii) μέχρι Λ.Κ. 2.000 για παγκύπριο ραδιοφωνικό σταθμό,
(iii) μέχρι Λ.Κ. 1.000 για τοπικό τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό σταθμό,
(iv) μέχρι Λ.Κ. 500 για μικρό τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό.”
Στο εδάφιο (ια) εξάλλου αναφέρεται ότι η Αρχή:
“(ια) Ασκεί έλεγχο αναφορικά με την τήρηση από τους σταθμούς των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν, καθώς και των εγκυκλίων, οδηγιών ή συστάσεων που εκδίδονται από την ίδια με βάση την παράγραφο (β) του παρόντος εδαφίου.”
Τα σχετικά με τη μετάδοση διαφημίσεων και μηνυμάτων τηλεμπορίας ρυθμίζονται με το άρθρο 33 όπου μεταξύ άλλων προβλέπονται τα εξής:
“33.-(1) Ο σταθμός μεταδίδει διαφημίσεις και μηνύματα τηλεμπορίας με ή χωρίς αμοιβή, εφόσον δε συγκρούονται με τη γενική πολιτική του.
(2) Η μετάδοση διαφημίσεων και μηνυμάτων τηλεμπορίας από το σταθμό πρέπει να συνάδει ή, ανάλογα με την περίπτωση, να μην παραβιάζει τις πιο κάτω διατάξεις:
.................................. .................................................. ......
(ζ) Η μετάδοση οπτικοακουστικών έργων, όπως είναι τα κινηματογραφικά έργα μακράς διάρκειας και τα έργα που έχουν παραχθεί για την τηλεόραση (εκτός από τις σειρές αυτοτελών εκπομπών, τις εκπομπές σε συνέχειες, τις ψυχαγωγικές εκπομπές και τα ντοκιμαντέρ), μπορεί να διακόπτεται μια φορά για κάθε πλήρες χρονικό διάστημα σαράντα πέντε λεπτών, με τον όρο ότι η προγραμματισμένη διάρκειά τους υπερβαίνει τα σαράντα πέντε λεπτά. Αλλη διακοπή τους επιτρέπεται, αν η προγραμματισμένη διάρκειά τους υπερβαίνει κατά είκοσι τουλάχιστο λεπτά τη διάρκεια δύο ή περισσότερων πλήρων χρονικών διαστημάτων σαράντα πέντε λεπτών.
(η) Οταν παρεμβάλλονται διαφημίσεις ή τηλεμπορικά μηνύματα σε εκπομπές άλλες από εκείνες που προβλέπονται στην παράγραφο (στ), πρέπει να παρέχεται διάστημα είκοσι τουλάχιστο λεπτών μεταξύ δύο διαδοχικών διακοπών κατά τη διάρκεια της εκπομπής.”
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 51 του Νόμου 7(Ι)/98 εκδόθηκαν οι περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμοί του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000). Στο Παράρτημα ΙΧ των πιο πάνω Κανονισμών εκτίθεται Κώδικας ο οποίος σύμφωνα με τον Κανονισμό 50 αποτελεί μέρος των Κανονισμών και διέπει τα ζητήματα που αφορούν την προβολή διαφημίσεων, τηλεμπορικών μηνυμάτων και προγραμμάτων χορηγίας.
Στην παράγραφο ΣΤ (3) του πιο πάνω Κώδικα Διαφημίσεων του Παραρτήματος ΙΧ υπάρχει η ακόλουθη πρόνοια:
“3. Διακοπές στο ενδιάμεσο προγράμματος
Οι διακοπές στο ενδιάμεσο προγράμματος για διαφημίσεις, τηλεμπορία και αναγγελίες προσεχών τηλεοπτικών εκπομπών (trailers) δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα 3½ λεπτά.”
Είναι προφανές ότι στην παρούσα περίπτωση η Αρχή έδρασε μέσα στα πλαίσια που διαμορφώνουν οι συνταγματικές διατάξεις και κυρίως οι πρόνοιες του άρθρου 19 που προαναφέρθηκαν. Θεμελιώδης αρμοδιότητα της Αρχής είναι η άσκηση κρατικού ελέγχου στη ραδιοφωνία και τηλεόραση. Είναι, όπως ήδη επισημάνθηκε, το όργανο με το οποίο ασκείται αποκλειστικά ο έλεγχος της τήρησης εκ μέρους των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών, των διατάξεων των Νόμων και Κανονισμών που εκτέθηκαν πιο πάνω. Ο έλεγχος αυτός περιλαμβάνει τη διενέργεια ερευνών και εξετάσεων παραπόνων και παραβάσεων όπως καθορίζεται
ρητά στον Κανονισμό 41(1) και (2) της Κ.Δ.Π. 10/2000. Ο έλεγχος μπορεί να διενεργηθεί αυτεπάγγελτα σύμφωνα με την παράγραφο (2) του Κανονισμού 41 στην οποία προβλέπεται ότι:“(2) Η Αρχή έχει εξουσία να εξετάζει αυτεπάγγελτα και ανεξάρτητα από παράπονα του κοινού παραβάσεις από οποιοδήποτε σταθμό, αν υποπέσει στην αντίληψή της ότι δυνατό να μην έχουν τηρηθεί οι πρόνοιες του Νόμου και των Κανονισμών.”
Στην παρούσα περίπτωση η Αρχή προέβηκε σε αυτεπάγγελτη διερεύνηση παραβάσεων του τηλεοπτικού σταθμού SIGMA και διαπιστώνοντας συγκεκριμένες παραβάσεις ενημέρωσε γι’ αυτές τους υπεύθυνους του σταθμού και αφού έλαβε τις απόψεις τους, προχώρησε στην επιβολή των διοικητικών κυρώσεων ασκώντας τις εξουσίες που της παρέχονται με βάση το άρθρο 3(2)(ζ) του Νόμου 7/98.
Ο ισχυρισμός των αιτητών ότι η πιο πάνω πρόνοια είναι αντισυνταγματική δεν ευσταθεί. Οπως ήδη επισημάνθηκε η Αρχή λειτουργεί με γνώμονα την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος (βλ. και άρθρα 3(2)(α) και 14(1) του Νόμου 7/98 σχετικά με τη χορήγηση αδειών ίδρυσης, εγκατάστασης και λειτουργίας σταθμών). Συνακόλουθα ο έλεγχος που ασκείται μπορεί να έχει και κατασταλτική μορφή όταν η Αρχή επιβάλλει κυρώσεις σε ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς για παραβάσεις των προνοιών που επισημάνθηκαν πιο πάνω. Στη δυνατότητα επιβολής των κυρώσεων που καθορίζονται στο άρθρο 3(2)(ζ) του Νόμου 7/98 (βλ. ανωτέρω) φαίνεται η πρακτική σημασία της ύπαρξης και λειτουργίας της Αρχής, η οποία στην περίπτωση αυτή ασκεί οιονεί δικαστική αρμοδιότητα. Το θέμα της επιβολής χρηματικής ποινής ως διοικητικού μέτρου απασχόλησε την Ολομέλεια του Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Demand Ship Co. Ltd. (1994) 3 ΑΑΔ 460. Εγινε στην περίπτωση εκείνη εκτενής αναφορά στη νομολογία του Ελληνικού Συμβουλίου Επικρατείας και του Γαλλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου και κρίθηκε ότι η χρηματική ποινή ως διοικητικό μέτρο δεν παραβιάζει το Σύνταγμα. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό του τρόπου αντιμετώπισης του ζητήματος από το Δικαστήριο (βλ. σελ. 475-479).
“Το Ελληνικό Συμβούλιο Επικρατείας, σε μια σειρά υποθέσεών του, αποφάσισε ότι η χρηματική ποινή ως διοικητικό μέτρο δεν είναι αντίθετη με το Σύνταγμα.
Η επιβολή χρηματικής κύρωσης με τη μορφή χρηματικής ποινής από Λιμενική Αρχή θεωρήθηκε ως εκτελεστή διοικητική πράξη (Απόφαση Συμβουλίου Επικρατείας 671/55 (Ολομέλειας)).
Στην Απόφαση 1829/87 το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάσισε ότι η επιβολή “της διοικητικής ποινής του προστίμου και μάλιστα ανεξαρτήτως της τυχόν ποινικής ευθύνης των παραβατών, η οποία διαπιστούται υπό των ποινικών δικαστηρίων, ουδόλως συνιστά ρύθμιση ενέχουσα παράβαση της κατά το άρθρο 26 του Συντάγματος αρχής της διακρίσεως των εξουσιών ή αντιβαίνουσα στα άρθρα 7 και 8 του Συντάγματος, δεδομένου ότι απόκειται στην ευχέρεια του νομοθέτου να ρυθμίζει τη συναλλακτική δραστηριότητα με την πρόβλεψη διοικητικής παρεμβάσεως.”
.................................. .................................................. ..........
“Το Γαλλικό Συνταγματικό Δικαστήριο (Conseil Constitutionel), στην Απόφαση 88-248 DC, της 17ης Ιανουαρίου, 1989 - (βλ. Debbasch (Ch) “Les Grands Arrets du Droit de l’ Audiovisuel”, Paris, Sirey 1991, σελ. 319-336) - αποφάσισε ότι οι πρόνοιες του Νόμου περί Ελέγχου της Ραδιοφωνίας - Τηλεόρασης (Κρατικής και Ιδιωτικής), με τις οποίες δίδεται εξουσία στο Ανώτερο Συμβούλιο Οπτικοακουστικών Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, να επιβάλλει:
(α) με βάση το Αρθρο 42-1, τις ακόλουθες ποινές:-
αναστολή της άδειας λειτουργίας ή αναστολή ενός μέρους των προγραμμάτων του σταθμού, αλλά όχι περισσότερο από ένα μήνα και μετά από όχλησηΧ
- μείωση της διάρκειας της άδειας λειτουργίας, αλλά όχι περισσότερο από ένα χρόνοΧ
- εάν η παράλειψη δεν αποτελεί ποινική παράβαση, χρηματική ποινή, συνδυασμένη ενδεχομένως με αναστολή της άδειας λειτουργίας ή με αναστολή μέρους των προγραμμάτωνΧ
- ανάκληση της άδειας λειτουργίαςΧ και
(β) με βάση το Αρθρο 42-2, χρηματική ποινή που δεν μπορεί να υπερβεί το 3% του κύκλου εργασιών (αφορολόγητου) του αδειούχου, υπολογιζόμενου σε μια περίοδο 12 μηνών, δεν είναι αντίθετες με την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, όπως διακηρύχθηκε με το Αρθρο 16 της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789.
.................................. .................................................. .......
Το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών αποφάσισε ότι η επιβολή χρηματικής ποινής από διοικητικό όργανο, όχι, όμως, οποιασδήποτε ποινής η οποία θα προσβάλλει την ελευθερία του ατόμου, δεν είναι αντίθετη με την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, ούτε με την αρχή του due process of law - (βλ. Basu’s, (ανωτέρω), σελ. 56Χ
Oceanic Steam Nav. Co. v. Stranahan, 53 Law Ed., U.S. 211-214, σελ. 1013).Στην Κυπριακή νομολογία, στην υπόθεση
Kantara Shipping Limited v. Republic (Director of Inland Revenue) (1971) 3 C.L.R. 176, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάσισε ότι το Αρθρο 8(1) του περί Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1962, (Αρ. 31/62), δεν είναι αντίθετο με το Αρθρο 12 του Συντάγματος και η επιβολή της πρόσθετης επιβάρυνσης δεν αποτελεί ποινή στην έννοια του Αρθρου 12.3 του Συντάγματος.”
Πολλοί και διάφοροι λόγοι επιβάλλουν την ανάγκη ελέγχου των διαφημιστικών μηνυμάτων που προβάλλονται από τα ιδιωτικά κανάλια. Εξειδίκευση της έννοιας του δημόσιου συμφέροντος στην περίπτωση αυτή καταλήγει στην ανάγκη προστασίας της ποιότητας των προγραμμάτων και ακόμη στην
ανάγκη αποτροπής του ενδεχόμενου κινδύνου της ελεύθερης έκφρασης και επικοινωνίας μέσω των τηλεοπτικών σταθμών, δικαιώματα που καθορίζονται μεν συνταγματικά, αλλά είναι δυνατό να τεθούν σε κίνδυνο συρρίκνωσης κάτω από το βάρος οικονομικών πιέσεων που θα οδηγούσαν στην ανεξέλεγκτη προβολή διαφημίσεων. Η προστασία των καταναλωτών από πιθανή εξαπάτηση μέσω διαφημίσεων και η διαφύλαξη ίσων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των διαφημιστών είναι παράγοντες που δικαιολογούν την επιβολή περιορισμών στην παρουσίαση και χρονική διάρκεια των διαφημιστικών μηνυμάτων. Οι πιο πάνω επισημάνσεις αποτελούν δικαιολογητικούς παράγοντες κάποιων θεμιτών περιορισμών στην ελεύθερη παροχή ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών. Ανάλογη είναι και η στάση του Δ.Ε.Κ. (European Court of Justice) το οποίο στην απόφαση του στην υπόθεση C-52/79, Marc J.V.C. Debauve et al., απόφαση 18/3/1980, Συλλογή Νομολ. 1980, 833, (Procureur du Roi v. Debauve (1980) E.C.R. 833), έκρινε ότι το κάθε κράτος-μέλος μπορεί να ρυθμίζει ελεύθερα, με κανόνες του εσωτερικού του δικαίου, τη μετάδοση τηλεοπτικών διαφημίσεων στο εσωτερικό του, αρκεί να μην καταλήγει σε διακρίσεις για λόγους ιθαγένειας. Οπως πολύ ορθά επισημάνθηκε από τον ευπαίδευτο δικηγόρο της Αρχής, το θέμα των περιορισμών της μετάδοσης των εμπορικών διαφημίσεων ρυθμίζει στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ενωσης η Οδηγία 89/552/ΕΟΚ η οποία περιέχει ένα ελάχιστο αριθμό ρυθμίσεων. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν στην προκείμενη περίπτωση τα άρθρα 11, 18 και 19 στα οποία προβλέπονται τα εξής:“
Αρθρο 111. Τα διαφημιστικά μηνύματα και τα μηνύματα τηλεαγοράς παρεμβάλλονται μεταξύ των εκπομπών. Με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που ορίζονται στις παραγράφους 2 έως 5, τα διαφημιστικά μηνύματα και τα μηνύματα τηλεαγοράς μπορούν επίσης να παρεμβάλλονται και κατά τη διάρκεια των εκπομπών, έτσι ώστε να μην θίγεται η αρτιότητα και η αξία της εκπομπής, λαμβανομένων υπόψη των φυσικών διακοπών του προγράμματος καθώς και της διάρκειας και της φύσης του, και εφ’ όσον δεν θίγονται τα δικαιώματα των δικαιούχων.
2. Στις εκπομπές που αποτελούνται από αυτόνομα μέρη ή στις αθλητικές εκπομπές και στα γεγονότα και θεάματα ανάλογης διάρθρωσης που περιλαμβάνουν διαλείμματα, τα διαφημιστικά μηνύματα και τα μηνύματα τηλεαγοράς παρεμβάλλονται μόνο μεταξύ των μερών ή στα διαλείμματα.
3. Η μετάδοση οπτικοακουστικών έργων όπως τα κινηματογραφικά έργα μακράς διαρκείας και τα έργα που έχουν γυριστεί για την τηλεόραση (εκτός των σειρών αυτοτελών εκπομπών, των σήριαλ, των ψυχαγωγικών εκπομπών και των ντοκυμανταίρ) μπορεί να διακόπτεται μια φορά για κάθε χρονικό διάστημα 45 λεπτών, υπό τον όρο ότι η προγραμματισμένη διάρκειά τους υπερβαίνει τα 45 λεπτά. Αλλη μια διακοπή επιτρέπεται εάν η προγραμματισμένη διάρκειά τους υπερβαίνει κατά 20 τουλάχιστον λεπτά τη διάρκεια δύο ή περισσότερων πλήρων χρονικών διαστημάτων 45 λεπτών.
4.
Οταν προγράμματα άλλα από εκείνα από την παράγραφο 2 διακόπτονται από διαφημιστικά μηνύματα ή μηνύματα τηλεαγοράς, θα πρέπει να παρέρχεται διάστημα 20 τουλάχιστον λεπτών.5. Στις μεταδόσεις θρησκευτικών τελετών δεν πρέπει να παρεμβάλλονται διαφημιστικά μηνύματα και μηνύματα τηλεαγοράς. Τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων, τα προγράμματα επικαίρων, τα ντοκυμανταίρ, οι εκπομπές θρησκευτικού περιεχομένου και οι παιδικές εκπομπές, με προγραμματισμένη διάρκεια κάτω των 30 λεπτών, δεν πρέπει να διακόπτονται από διαφημιστικά μηνύματα ή μηνύματα τηλεαγοράς. Οταν έχουν προγραμματισμένη διάρκεια 30 λεπτά, εφαρμόζονται οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων.
Αρθρο 18
1. Ο χρόνος μετάδοσης που αφιερώνεται στις διαφημίσεις δεν πρέπει να υπερβαίνει το 15% του καθημερινού χρόνου μετάδοσης. Ωστόσο, το ποσοστό αυτό μπορεί να φθάνει το 20% όταν πρόκειται για διαφημίσεις όπως οι άμεσες προσφορές στο κοινό με σκοπό την πώληση, την αγορά ή την ενοικίαση προϊόντων ή την παροχή υπηρεσιών, υπό τον όρο ότι το σύνολο των διαφημιστικών μηνυμάτων δεν υπερβαίνει το 15%.
2. Ο χρόνος μετάδοσης που αφιερώνεται στα διαφημιστικά μηνύματα μέσα σε δεδομένο διάστημα μιας ώρας δεν πρέπει να υπερβαίνει το 20%.
3.
Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, οι μορφές διαφήμισης όπως οι άμεσες προσφορές στο κοινό με σκοπό την πώληση, την αγορά ή την ενοικίαση προϊόντων, ή την παροχή υπηρεσιών, δεν πρέπει να υπερβαίνουν τη μια ώρα την ημέρα.
Αρθρο 19
Τα κράτη-μέλη μπορούν να προβλέπουν αυστηρότερους κανόνες από εκείνους του άρθρου 18 για τον χρόνο μετάδοσης και τις λεπτομέρειες της τηλεοπτικής μετάδοσης από τους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους, ούτως ώστε να συμβιβάζεται η ζήτηση για τηλεοπτικές διαφημίσεις με τα συμφέροντα του κοινού, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη:
α) τον ενημερωτικό, εκπαιδευτικό, πολιτιστικό και ψυχαγωγικό ρόλο της τηλεόρασης,
β) τη διασφάλιση του πλουραλισμού στην πληροφόρηση και στα μέσα ενημέρωσης.”
Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Demand Ship Co. Ltd. (ανωτέρω) το Δικαστήριο προέβη στην ακόλουθη επισήμανση (σελ. 479):
“Αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας είναι η νομιμότητα της προσβαλλόμενης εκτελεστής διοικητικής απόφασης. Εξετάζεται, παρεμπιπτόντως, η συνταγματικότητα του μέρους του νόμου που επηρεάζει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης. Το Δικαστήριο δεν επεκτείνεται στην έρευνα της γενικής αντισυνταγματικότητας. Μόνο, αν η διάταξη νόμου, με βάση την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη, είναι, πέραν κάθε λογικής αμφιβολίας, αντίθετη και ασύμφωνη με συνταγματική διάταξη, παραμερίζεται και δεν εφαρμόζεται και η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη ακυρώνεται - (βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Αντρέα Κ. Χ” Ιωάννου και Αλλων (1994) 3 Α.Α.Δ. 401.)”
Αποτελεί καλά θεμελιωμένη νομολογιακή αρχή πως όταν εγείρεται θέμα συνταγματικότητας το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους του αιτητή που πρέπει να πείσει το Δικαστήριο ότι οι σχετικές πρόνοιες είναι αντισυνταγματικές. (Βλ. ΠΑΣΥΔΥ ν. ΔΗΜΑΡΧΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ [1978] 3 C.L.R. 117). Στην προκείμενη περίπτωση οι αιτητές απέτυχαν να ανατρέψουν το τεκμήριο της συνταγματικότητας των διατάξεων πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.
Υπό το φως των πιο πάνω επισημάνσεων, προκύπτει ότι νομότυπα η Αρχή, ασκώντας τις εξουσίες που της παρέχουν οι σχετικές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις, προχώρησε στην επιβολή ποινής προστίμου σε βάρος των αιτητών. Επρόκειτο για διοικητική ποινή που αφορούσε εταιρεία η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν συμμορφώθηκε προς τη διοικητική νομοθεσία που ρυθμίζει τα θέματα της προβολής διαφημίσεων. Η επιβολή της κύρωσης έγινε
για λόγους δημόσιου συμφέροντος.Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω καθίσταται πρόδηλο το γεγονός ότι στην παρούσα περίπτωση η Αρχή ενήργησε στα πλαίσια της νομιμότητας στηριζόμενη σε νομοθετικές διατάξεις και Κανονισμούς απόλυτα εναρμονισμένους με το Σύνταγμα και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Οι ισχυρισμοί των αιτητών περί αντισυνταγματικότητας των σχετικών νομοθετικών και κανονιστικών προνοιών απορρίπτονται.
(ii)
Ελλειψη αιτιολογίαςΟι αιτητές ισχυρίζονται ότι η σχετική απόφαση πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας αφού δεν διευκρινίζεται σε αυτή ποιά είναι τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη προτού η Αρχή καταλήξει σε συμπέρασμα ότι παρατηρήθηκε παραβίαση των άρθρων 33(2)(η) και 33(2)(5) του Νόμου 7/98, όπως επίσης και της παραγράφου ΣΤ (3) του Παραρτήματος ΙΧ της Κ.Δ.Π. 10/2000. Η καθ’ης η αίτηση παραπέμπει στο σχετικό πρακτικό της συνεδρίας που οδήγησε στη λήψη της απόφασης (Παράρτημα Α΄ της ένστασης). Υποδεικνύονται εκεί οι ισχυριζόμενες παραβάσεις με αναφορά στην ημερομηνία, την ώρα και την εκπομπή στην οποία σημειώθηκαν. Πρόκειται για 29 παραβάσεις οι οποίες έγιναν μεταξύ 14 και 20/2/2000 και αφορούσαν διακοπή προγραμμάτων για προβολή διαφημίσεων κατά παράβαση των προβλεπόμενων στο άρθρο 33(2)(ζ) και (η) του Νόμου 7/98 και προβολή διαφημίσεων ολικής διάρκειας πέραν των 3½ λεπτών κατά τη διακοπή στο ενδιάμεσο προγραμμάτων, γεγονός που συνιστούσε παραβίαση της παραγράφου ΣΤ (3) του Παραρτήματος ΙΧ της Κ.Δ.Π. 10/2000. Πλήρεις λεπτομέρειες των πιο πάνω παραβάσεων κοινοποιήθηκαν στους αιτητές πριν την επιβολή της κύρωσης και δεν αμφισβητήθηκαν. Οι αιτητές παρουσίασαν τις δικές τους απόψεις που εξετάστηκαν από την Αρχή πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης. Το πρακτικό της συνεδρίασης κατά την οποία λήφθηκε η απόφαση (19/4/2000) μαζί με όλα τα στοιχεία που συνέθεταν επαρκή αιτιολογία της, στάληκαν μάλιστα στον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου των αιτητών. Απλή ανάγνωση του Παραρτήματος Α της ένστασης εξαφανίζει κάθε αμφιβολία για ύπαρξη επαρκούς αιτιολογίας. Ο σχετικός ισχυρισμός των αιτητών δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός και απορρίπτεται.
(iii) Παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης
Προβλήθηκε τέλος, ο ισχυρισμός ότι η Αρχή ενεργώντας στην προκείμενη περίπτωση ως “κατήγορος και δικαστής” παραβίασε τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης. Ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος. Υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο Νόμο (Αρθρο 3(2)(ζ)του Ν. 7/98) και στον Κανονισμό 41(2) της Κ.Δ.Π. 10/2000 με την οποία παρέχεται η εξουσία προς την Αρχή για τη διερεύνηση παραβάσεων και την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση διαπίστωσης της ύπαρξης τους. Η θεμελίωση των συναφών εξουσιών αναλύθηκε εκτενώς πιο πάνω. Εδώ αρκεί να σημειωθεί ότι τηρήθηκε ο κανόνας της προηγούμενης ακρόασης των ενδιαφερομένων, με την εκ μέρους της αρχής κοινοποίηση προς τους αιτητές των διερευνώμενων παραβάσεων και τη λήψη των απόψεων τους πριν την επιβολή της κύρωσης. Το ίδιο θέμα τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 90/2000 και 321/2000 1. Πληροφοριακής και Πολιτιστικής Εταιρείας “Ο ΛΟΓΟΣ” ΟΕ, 2. Τηλεοπτικός Σταθμός “Ο ΛΟΓΟΣ” ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, ημερομηνίας 24/7/2001 όπου ο αδελφός Δικαστής Καλλής τόνισε τα εξής (σελ. 19-21 της απόφασης):
“Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των αιτητών υπέβαλαν ότι η Αρχή ενήργησε και εσυνέχισε να ενεργεί ως δικαστής σε υπόθεση στην οποία είχε εκ πρώτης όψεως σχηματίσει ήδη άποψη εναντίον των αιτητών ως κατήγορος.
.................................. .................................................< /P>
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αρχής υπέβαλε ότι η αυτεπάγγελτη εξουσία της Αρχής για εξέταση παραβάσεων του Νόμου και των Κανονισμών αν υποπέσουν στην αντίληψη της τέτοιες παραβάσεις προϋποθέτει μια προκαταρκτική διερεύνηση γεγονότων και συναγωγή εκ πρώτης όψεως συμπερασμάτων για πιθανή παράβαση του Νόμου ή των Κανονισμών.
Συμφωνώ με την πιο πάνω θέση και την υιοθετώ. Περαιτέρω: Είναι σαφές από το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής της Αρχής ημερ. 20.9.99 ότι η τελευταία δεν είχε προβεί σε οποιαδήποτε εκ πρώτης όψεως διαπίστωση. Δεν είχε καταλήξει σε οποιαδήποτε απόφαση έστω εκ πρώτης όψεως. Ανέφερε ότι διερευνά «την εκ πρώτης όψεως παράβαση». Σε τέτοια περίπτωση δεν εγείρεται καθόλου θέμα παράβασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.
Στο δικό μας σύστημα δικαίου ακόμη και η εκ πρώτης όψεως κατάληξη δεν εγείρει αφ’ εαυτής θέμα παράβασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Κλασσικό παράδειγμα αποτελεί η χορήγηση προσωρινών διαταγμάτων μετά από μονομερή αίτηση. Παρόλο ότι θα μπορούσε να λεχθεί ότι η χορήγηση τους συνιστά εκ πρώτης όψεως κατάληξη για την ικανοποίηση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για τη χορήγηση τους εν τούτοις στη διαδικασία οριστικοποίησης τους που ακολουθεί δεν έχει τεθεί ποτέ θέμα παράβασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.
Τέλος, είναι πρόδηλο από την όλη διαδικασία που ακολούθησε την πιο πάνω επιστολή ημερ. 20.9.99 ότι στη συνέχεια η Αρχή διευκρίνισε επαρκώς ότι σκοπός της διαδικασίας ήταν η διερεύνηση συγκεκριμένων παραβάσεων του Νόμου. Η έκταση και ο τρόπος της έρευνας και η ευκαιρία που δόθηκε στους αιτητές να προβάλουν τις απόψεις και θέσεις τους οδηγούν, χωρίς αμφιβολία, στην άρση οποιασδήποτε υποψίας ότι η Αρχή εσυνέχισε να ενεργεί ως Δικαστής σε υπόθεση στην οποία είχε σχηματίσει ήδη άποψη.”
Επικροτώ και υιοθετώ τα πιο πάνω και καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί, όπως επίσης δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι η Αρχή ακολούθησε διαδικασία αντίθετη προς τους Κανονισμούς 42(3)(4)(5) της Κ.Δ.Π. 10/2000. Οπως ήδη επισημάνθηκε, η Αρχή διερεύνησε τις παραβάσεις λαμβάνοντας υπόψη όλα τα στοιχεία που δόθηκαν από το σταθμό, η δε διαδικασία ενώπιον της έγινε σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό 42(6) και (8
). Οι αιτητές απέτυχαν να αποδείξουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έπασχε νομικά.
(iv)
Κακή σύνθεση της ΕπιτροπήςΗ προσφυγή δεν αναφέρει ως συγκεκριμένο λόγο την κακή σύνθεση της Επιτροπής που προέβηκε στη λήψη της επίδικης απόφασης. Ομως ένας τέτοιος λόγος θα μπορούσε να συμπεριληφθεί στο γενικό λόγο 5 που προνοεί ότι, “Η απόφαση είναι αποτέλεσμα νομοθετικά προβλεπόμενης δυσμενούς διάκρισης και/ή πάσχει από προπαρασκευαστικές πράξεις που δεν είναι νόμιμες”.
Στη γραπτή αγόρευση των αιτητών προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι “Παράλληλα το πρακτικό με το οποίο λήφθηκε η απόφαση των καθ’ ων ημερ. 30.6.99 ως απλή διοικητική πράξη δεν καταγράφει γιατί δεν ήσαν παρόντα όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, εις τρόπον ώστε να μην είναι δυνατόν να διαπιστωθεί η νόμιμη σύνθεση και λειτουργία του οργάνου, η ύπαρξη νόμιμης πρόσκλησης όλων των μελών κ.λ.π.” Ακολούθως παρατίθεται ένα μεγάλο απόσπασμα από την απόφαση A.J. Pericleous (Services) Ltd. v. Δημοκρατίας (για την οποία δεν παρατίθενται οι σχετικές λεπτομέρειες της αναφοράς της που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στον εύκολο εντοπισμό της).
Από μια προσεκτική εξέταση του περιεχομένου του φακέλου δεν έχω εντοπίσει το πιο πάνω αναφερόμενο έγγραφο με την πιο πάνω ημερομηνία. Αυτό που υπάρχει είναι η αναφορά στο πρακτικό της συνεδρίας της 19/4/2000. Εκεί καταγράφεται η λήψη της επίδικης απόφασης. Αναφέρεται η παρουσία του Προέδρου και των πέντε μελών της Αρχής. Στο Νόμο 7/98, άρθρο 4(1) ορίζεται η σύνθεση της Αρχής.
“4.-(1) Η Αρχή απαρτίζεται από τον πρόεδρο, τον αντιπρόεδρο και πέντε μέλη, που διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο.”
Στο άρθρο 7(5) ορίζεται ότι,
“(5) Τέσσερα μέλη παριστάμενα στη συνεδρία συνιστούν απαρτία. Οι αποφάσεις της Αρχής λαμβάνονται κατά πλειοψηφία. Σε περίπτωση ισοψηφίας ο προεδρεύων της συνεδρίασης έχει δεύτερη ή νικώσα ψήφο.”
Παραμένει συνεπώς τελείως αόριστη και ατεκμηρίωτη η εισήγηση για παράτυπη σύνθεση της Επιτροπής που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση. Ο σχετικός λόγος απορρίπτεται.
Εχω σημειώσει στη γραπτή αγόρευση των αιτητών μια αόριστη αναφορά που περιέχεται σε 15 γραμμές που προβάλλει ισχυρισμό για άνιση μεταχείριση των αιτητών σε σχέση με το Ρ.Ι.Κ. κατά παράβαση του άρθρου 28 του Συντάγματος. Ο ισχυρισμός που δεν έχει προβληθεί σαν λόγος ακυρότητας είναι επιπρόσθετα τόσο αόριστος και ατεκμηρίωτος που δεν παρέχει περιθώρια εξέτασης του.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των αιτητών.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο