Κυπρούλας Μακρή ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 951/99, 27 Νοεμβρίου 2001 Κυπρούλας Μακρή ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 951/99, 27 Νοεμβρίου 2001

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 951/99

ΕΝΩΠΙΟΝ: Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Δ.

 

Αναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος.

ΜΕΤΑΞΥ:

Κυπρούλας Μακρή, από τη Λευκωσία,

Αιτήτριας

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας,

Καθ’ων η αίτηση

-----------------------------

27 Νοεμβρίου 2001

Για την Αιτήτρια: κ. Αντ. Δράκος.

Για τους Καθ’ων η αίτηση: κα Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.

Για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1, Σάββα Νικολαΐδη: κ. Α.Σ. Αγγελίδης.

Για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2, Γρηγόρη Χόπλαρο: κ. Ι. Τυπογράφος.

-----------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια προσβάλλει την ορθότητα της απόφασης της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (που πιο κάτω θα αποκαλείται ως Ε.Ε.Υ.), με την οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη Γρηγόρης Χόπλαρος και Σάββας Νικολαΐδης προάχθηκαν στη θέση του Επιθεωρητή Ειδικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης.

 

(α) Τα γεγονότα

Για τις θέσεις, που είναι Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, υποβλήθηκαν πέντε αιτήσεις. Προς τούτο συστάθηκε Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία αφού εξέτασε τα προσόντα που κατείχαν οι υποψήφιοι σε σχέση με τα απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας, έκρινε ότι η αιτήτρια δεν πληρούσε την παράγραφο 1 του Σχεδίου Υπηρεσίας που καθόριζε ότι ο υποψήφιος θα έπρεπε να κατέχει τη “μόνιμη θέση Δασκάλου ή Νηπιαγωγού στη Δημοτική, Προδημοτική ή Ειδική Εκπαίδευση”. Αφού η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη πληρούσαν τα απαιτούμενα προσόντα, υπέβαλε την έκθεση της στην Ε.Ε.Υ. Μέσα στο σχετικό κατάλογο συμπεριλαμβάνονταν τα ενδιαφερόμενα μέρη όχι όμως και η αιτήτρια. Η τελευταία υπέβαλε ένσταση και η Ε.Ε.Υ. αφού έκρινε ότι η Σχολή Κωφών στην οποία υπηρέτησε η αιτήτρια είναι δημόσια σχολή και ανήκει στην Ειδική Εκπαίδευση, αποφάσισε να συμπεριλάβει την αιτήτρια στο σχετικό κατάλογο. Στην ένσταση της η αιτήτρια υποστήριξε επίσης ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν μπορούσαν να θεωρηθούν σαν υποψήφιοι γιατί “δεν υπηρέτησαν τα τελευταία τρία χρόνια ως Διευθυντές Σχολείων” όπως απαιτούσε η σημείωση υπ’ αριθμό (3) της πρώτης παραγράφου του Σχεδίου Υπηρεσίας, ούτε σύμφωνα με τη σημείωση (3) της δεύτερης παραγράφου, γιατί “ως απεσπασμένοι τα τελευταία πέντε χρόνια, η υπηρεσία τους δεν περιελάμβανε τη διδασκαλία του θέματος της ειδικότητας σε σχολεία στη Δημοτική, Προδημοτική και Ειδική Εκπαίδευση”. Η Ε.Ε.Υ. εξέτασε τους πιο πάνω λόγους και έκρινε ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη κατείχαν τη θέση Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης από 11/9/95 και συνεπώς πληρούσαν το απαιτούμενο προσόν της σημείωσης υπ’ αρ. (3) της πρώτης παραγράφου.

Ακολούθως η Ε.Ε.Υ. αφού μελέτησε τους φακέλους των υποψηφίων και έλαβε υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής διαπίστωσε ότι και οι πέντε υποψήφιοι κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας. Ετσι προέβηκε στον καταρτισμό του τελικού καταλόγου στον οποίο περιλαμβάνονταν και οι πέντε υποψήφιοι και τους κάλεσε σε προσωπική συνέντευξη, στην οποία παρευρέθηκε ο κ. Μιχ. Σταυρίδης, Διευθυντής Δημοτικής Εκπαίδευσης. Ο τελευταίος αξιολόγησε την απόδοση της αιτήτριας και των ενδιαφερόμενων μερών εξής:

Κυπρούλα Μακρή - (Αιτήτρια) Πάρα Πολύ Καλά

Σάββας Νικολαΐδης - (Ε.Μ.) Εξαιρετικά

Γρηγόρης Χόπλαρος - (Ε.Μ.) Εξαιρετικά

Ακολούθως η Ε.Ε.Υ. προέβηκε και η ίδια σε αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων με τις πιο κάτω διαπιστώσεις:

Κυπρούλα Μακρή (Αιτήτρια)

Εχει πολύ σαφή γνώση των στόχων, των προβλημάτων και των σύγχρονων τάσεων στην Ειδική Εκπαίδευση. Διατυπώνει δομημένες απόψεις στα θέματα ένταξης των παιδιών με ειδικές ανάγκες στη Γενική Εκπαίδευση και του ρόλου του ειδικού δασκάλου στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Γνωρίζει σε πάρα πολύ ικανοποιητικό βαθμό τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης του Επιθεωρητή Ειδικών Μαθημάτων στους τομείς της διοίκησης, επιμόρφωσης και αξιολόγησης προσωπικού. Οι θέσεις που εκφράζει για την ανάγκη αναβάθμισης του όλου φάσματος της Ειδικής Εκπαίδευσης είναι τεκμηριωμένες και έχουν το στοιχείο της ωριμότητας. Χειρίζεται με άνεση και σαφήνεια το λόγο και έχει δυνατή προσωπικότητα.

Γενικός Χαρακτηρισμός: Πάρα Πολύ Καλά-.

 

Σάββας Νικολαΐδης (Ενδιαφερόμενο μέρος)

Είναι άριστος γνώστης των σύγχρονων εκπαιδευτικών τάσεων και προβληματισμών στον τομέα της ειδικής εκπαίδευσης. Οι εισηγήσεις του για αλλαγή στην υπάρχουσα δομή του συστήματος ειδικής εκπαίδευσης στην Κύπρο, όπως η δημιουργία περιφερειακών μονάδων, είναι ολοκληρωμένες και πλήρως τεκμηριωμένες. Γνωρίζει σε βάθος το ρόλο και τις ευθύνες του Επιθεωρητή Ειδικών Μαθημάτων. Επίσης οι ιδέες του αναφορικά με την αναβάθμιση όλων των παραμέτρων της ειδικής εκπαίδευσης είναι ενδιαφέρουσες και δείχνουν άτομο με άριστη κατάρτιση, ωριμότητα σκέψεως και διευθυντικές ικανότητες. Χειρίζεται τη γλώσσα με μεγάλη άνεση και σαφήνεια. Εχει δυνατή προσωπικότητα.

Γενικός Χαρακτηρισμός: Εξαιρετικά-.

 

Γρηγόρης Χόπλαρος (Ενδιαφερόμενο μέρος)

Είναι άριστα ενημερωμένος για τις νέες τάσεις στα παιδαγωγικά και τους προβληματισμούς στον τομέα της ειδικής εκπαίδευσης. Οι εισηγήσεις που κάνει για αλλαγές στην υπάρχουσα δομή του συστήματος ειδικής εκπαίδευσης στην Κύπρο διακρίνονται από βαθιά γνώση, κριτική ικανότητα και οξυδέρκεια. Εχει πλήρη και σαφή αντίληψη των ευθυνών και των καθηκόντων του Επιθεωρητή Ειδικών Μαθημάτων, καθώς και του ρόλου του στην αναβάθμιση του προσωπικού και των επιπέδων μάθησης. Γενικά, οι επισημάνσεις του σ’ ένα ευρή φάσμα θεμάτων σχετικών με την ειδική εκπαίδευση όπως ρόλος των γονέων, νομική κατοχύρωση, ίδρυση περιφερειακών μονάδων είναι σαφείς, καίριες και λογικά ιεραρχημένες. Είναι άριστος χρήστης του λόγου με πλουσιότατο λεξιλόγιο, διανθισμένο με επιστημονικούς όρους. Εχει δυνατή και χαρισματική προσωπικότητα με διοικητικές και οργανωτικές ικανότητες.

Γενικός Χαρακτηρισμός: Εξαιρετικά.”

 

Η Ε.Ε.Υ. αξιολόγησε τους υποψηφίους αναφορικά με τα κριτήρια της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας. Οσον αφορά την αξία διαπίστωσε ότι όλοι οι υποψήφιοι ήταν εξαίρετοι όπως προέκυπτε από τις υπηρεσιακές εκθέσεις. Ελαβε υπόψη την απόδοση τους στην προσωπική συνέντευξη ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης για την αξία τους και επεσήμανε ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερείχαν αισθητά των άλλων υποψηφίων. Τόνισε επίσης την υπεροχή των ενδιαφερόμενων μερών ως προς τα προσόντα διότι κατείχαν μεταπτυχιακά προσόντα, καθώς και ως προς την αρχαιότητα διότι κατείχαν θέση Διευθυντή Σχολείου που είναι ιεραρχικά ανώτερη της θέσης του Βοηθού Διευθυντή και Ανώτερου Δασκάλου, θέσεις που κατείχαν οι άλλοι υποψήφιοι. Συνεκτιμώντας και τα τρία κριτήρια έκρινε ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν επικρατέστεροι και αποφάσισε να τους επιλέξει για προαγωγή στις επίδικες θέσεις από 8/3/99.

 

(β) Οι λόγοι της προσφυγής

Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι

(1) Οι καθ’ων η αίτηση θεώρησαν την υπηρεσία με απόσπαση σαν πραγματική εκπαιδευτική υπηρεσία για σκοπούς αξιολόγησης και πείρας αντί μόνο σαν παρέχουσα το δικαίωμα υποβολής αίτησης και ότι

(2) Η αιτήτρια υπερτερούσε έναντι των ενδιαφερόμενων μερών σε αξία, προσόντα και πείρα.

Προτού προχωρήσω στην εξέταση των λόγων της προσφυγής κρίνω σκόπιμο να παραθέσω τα προσόντα και τη σταδιοδρομία τόσο της αιτήτριας όσο και των ενδιαφερόμενων μερών, αφού αυτά σχετίζονται άμεσα με την εγκυρότητα της επίδικης απόφασης.

Η αιτήτρια είναι απόφοιτος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Κύπρου και είναι κάτοχος των εξής: Certificate - Deaf Education, Model School for the Deaf, Advanced Diploma, Victoria University of Manchester (Education of Hearing - Impaired Children). Εργάστηκε στη Σχολή Κωφών ως δασκάλα από το 1965 με σύμβαση και διορίσθηκε το 1971. Υπηρετεί ως Ανώτερη Δασκάλα από τις 15/4/1980.

Το ενδιαφερόμενο μέρος Σάββας Νικολαΐδης είναι απόφοιτος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Κύπρου και κατέχει Certificate in the Education of Backward Children, Education of the Mentally Handicapped Child, BA of Education, Master of Education (Educational Psychology, Special Educational Needs) και M.A. Educational Management. Κατά τα σχολικά έτη 1993-94 και 1994-95 εργάσθηκε ως Λειτουργός Ανάπτυξης Προγραμμάτων Ειδικής Εκπαίδευσης και Συντονιστής-Σύμβουλος Ειδικής Εκπαίδευσης για τις επαρχίες Λάρνακας, Αμμοχώστου και Λεμεσού. Προάχθηκε στη θέση του Διευθυντή στις 11/9/95. Από τον προσωπικό του φάκελο διαπιστώνεται ότι από την προαγωγή του, του ανατέθηκαν καθήκοντα Διευθυντή στο Ειδικό Σχολείο Αγίου Σπυρίδωνα Λάρνακας. Κατά το σχολικό έτος 1996-97 εργαζόταν στο σχολείο αυτό με απόσπαση δύο μέρες τη βδομάδα ως Σύμβουλος Ειδικής Εκπαίδευσης. Επίσημα η μετάθεση του στο εν λόγω σχολείο έγινε στις 7/1/97. Δημιουργείται μια απορία για τη σταδιοδρομία του γιατί στο Παράρτημα Β, σελ. 9 της ένστασης, προκύπτουν διαφορετικά γεγονότα. Εκεί παρουσιάζεται ότι υπηρέτησε από 1/9/93-7/1/97 ως αποσπασμένος στην Υπηρεσία Ανάπτυξης Προγραμμάτων και από 7/1/97 στο Ειδικό Σχολείο Αγίου Σπυρίδωνα. Από το φάκελο του όμως προκύπτει ότι από την προαγωγή του στη θέση του Διευθυντή τοποθετήθηκε στο εν λόγω Σχολείο. Αυτά έχουν σημασία για τη διαπίστωση της κατοχής εκ μέρους του των προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας σημείωση υπ’ αρ. 3:

“(3) Τα τρία τουλάχιστον τελευταία έτη της εκπαιδευτικής υπηρεσίας του να ήσαν στην παρούσα ή/και στην προηγούμενη θέση Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής, Προδημοτικής ή Ειδικής Εκπαίδευσης, ή

συνολική εκπαιδευτική υπηρεσία δεκαεννέα (19) τουλάχιστον ετών, από τα οποία τουλάχιστο τα πέντε τελευταία, να περιλαμβάνουν και διδασκαλία του θέματος της ειδικότητας στη Δημοτική, Προδημοτική ή Ειδική Εκπαίδευση.”

 

Το ενδιαφερόμενο μέρος Γρηγόρης Χόπλαρος είναι επίσης απόφοιτος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Κύπρου και κατέχει Πτυχίο διετούς μετεκπαίδευσης στην ειδική αγωγή στο Τμήμα Ειδικής Εκπαίδευσης του Μαράσλειου Διδασκαλείου, Πτυχίο Παιδαγωγικών του Πανεπιστημίου Αθηνών και MA in Educational Management. Από το 1989 εργάσθηκε στην Υπηρεσία Ανάπτυξης Προγραμμάτων και ως Σύμβουλος στο Γραφείο του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης μέχρι 31/8/97. Από 1/9/97 εργάζεται στο Ειδικό Σχολείο ΠΑΚ στη Λευκωσία, αφού στις 11/9/95 προάχθηκε στη θέση του Διευθυντή Δημοτικών Σχολείων.

Οι δύο λόγοι που προβλήθηκαν για την ακύρωση της επίδικης απόφασης αναπτύχθηκαν μαζί. Η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι ασχολήθηκε με συνεχή διδασκαλία των ειδικών μαθημάτων και συνεπώς είχε έκδηλη υπεροχή στο θέμα της ειδικότητας έναντι των ενδιαφερόμενων μερών. Ανέφερε ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν αποσπασμένα στην Υπηρεσία Ανάπτυξης Προγραμμάτων και μόλις το 1997 επανήλθαν στη διδασκαλία του θέματος της ειδικότητας. Ο Νικολαΐδης εργάστηκε από 7/1/97 ως Διευθυντής στο Ειδικό Σχολείο Αγίου Σπυρίδωνα Λάρνακας και ο Χόπλαρος από 1/9/97 στο Ειδικό Σχολείο Λευκωσίας.

Είναι η θέση της αιτήτριας ότι η Ε.Ε.Υ. είχε υποχρέωση να αξιολογήσει τους υποψηφίους ως προς την αξία αφού λάμβανε υπόψη και την πείρα στη διδασκαλία του θέματος της ειδικότητας, αφού βασικό καθήκον του Επιθεωρητή Ειδικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης όπως καθορίζεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας είναι η επιθεώρηση και καθοδήγηση του διδακτικού προσωπικού σχολείων δημοτικής εκπαίδευσης. Η αιτήτρια εισηγήθηκε επίσης ότι η εκπαιδευτική υπηρεσία εκτός σχολείου δεν συνιστά ούτε εξομοιώνεται με τη “διδασκαλία του θέματος της ειδικότητας” πλην του δικαιώματος για να είναι κάποιος υποψήφιος για τη θέση και αναφέρθηκε στη Σημείωση του Σχεδίου Υπηρεσίας που καθορίζει:

“Σημ.: Για τους σκοπούς του παρόντος Σχεδίου Υπηρεσίας “διδασκαλία του θέματος της ειδικότητας” σημαίνει διδασκαλία σε δημόσια σχολεία δημοτικής, προδημοτικής ή ειδικής εκπαίδευσης και περιλαμβάνει υπηρεσία με απόσπαση σε θέματα της ειδικότητάς του στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, στην Ανάπτυξη Προγραμμάτων της συγκεκριμένης ειδικότητας ή ως Συμβούλου στο Υπουργείο Παιδείας καθώς και οποιαδήποτε απόσπαση στο Υπουργείο Παιδείας για περίοδο που να μην υπερβαίνει τα τρία χρόνια.”

 

Η αιτήτρια τόνισε ότι η Ε.Ε.Υ. θεώρησε ότι δεσμεύεται από το πιο πάνω, ενώ στην ουσία αυτό δεν εξουδετερώνει τη διακριτική της ευχέρεια να εξετάσει αν οι υποψήφιοι είχαν πείρα στη “διδασκαλία του θέματος της ειδικότητας” για την επιμέτρηση της αξίας τους. Προς τούτο παρέπεμψε στην απόφαση Μούστρα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 1546, ημερομηνίας 28/1/98, στην οποία κρίθηκε ότι η απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης Επιθεωρητή Β΄, Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης, για τριετή εκπαιδευτική υπηρεσία στη θέση Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης σημαίνει πραγματική υπηρεσία σε σχολείο δημοτικής εκπαίδευσης με την ιδιότητα του Διευθυντή, που συνεπάγεται εκτέλεση καθηκόντων και ανάληψη ευθυνών όπως αυτά τα καθήκοντα και οι ευθύνες προσδιορίζονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης του Διευθυντή Σχολείων Στοιχειώδους Εκπαίδευσης. Στην υπόθεση αυτή το Δικαστήριο έκρινε ότι η υπηρεσία του ενδιαφερόμενου μέρους στην Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ραδιοφωνίας δεν συνιστά ούτε εξομοιώνεται με την ρητά προβλεπόμενη στο Σχέδιο Υπηρεσίας εκπαιδευτική υπηρεσία στη θέση Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης.

Η αιτήτρια αναφέρθηκε και στο θέμα αξιολόγησης των ενδιαφερόμενων μερών στις υπηρεσιακές εκθέσεις και ισχυρίστηκε ότι (α) δεν τηρήθηκε η διαδικασία αξιολόγησης τους ως αποσπασμένων γιατί οι εκθέσεις συντάχθηκαν από Επιθεωρητές Ειδικών Μαθημάτων, που δεν είχαν δικαίωμα να αξιολογούν αποσπασμένους παρά μόνο διδακτικό προσωπικό και (β) αξιολογήθηκαν σε σημεία τα οποία δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα που εκτελούσαν (διδακτική ικανότητα).

Οι καθ’ων η αίτηση ισχυρίστηκαν ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη πληρούσαν τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας και παρέπεμψαν στον Κανονισμό 7(2) των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμών του 1997 (ΚΔΠ 382/97) ο οποίος καθορίζει ότι,

“Τηρουμένων των διατάξεων των οικείων σχεδίων υπηρεσίας, όταν εκπαιδευτικός λειτουργός αποσπάται για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων ή παραχωρούνται οι υπηρεσίες του σε κρατική ή άλλη υπηρεσία, η χρονική διάρκεια της απόσπασης ή της παραχώρησης λογίζεται για σκοπούς διορισμού, προαγωγής και προσαυξήσεων υπηρεσία στη θέση την οποία κατέχει οργανικά”.

 

Ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι θεώρησαν την υπηρεσία με απόσπαση σαν πραγματική υπηρεσία για σκοπούς αξιολόγησης και πείρας αντί μόνο σαν παρέχουσα το δικαίωμα για υποβολή αίτησης δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Πρώτον, σημειώνεται ότι έμμεσα δέχεται ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν τα απαιτούμενα προσόντα και σωστά κρίθηκαν ότι μπορούσαν να ήταν υποψήφιοι. Εστιάζει τον ισχυρισμό της αλλού. Οτι λήφθηκε υπόψη η αξιολόγηση και η πείρα τους κατά την υπηρεσία σε απόσπαση. Δεύτερον, όσον αφορά την αξιολόγηση ήταν λογικό να ληφθούν υπόψη οι ετήσιες εκθέσεις των τελευταίων ετών για τη διαπίστωση της απόδοσης τους και γενικά της υπηρεσίας τους κατά τα τελευταία χρόνια. Οσον αφορά την πείρα η αιτήτρια δεν παρουσίασε στοιχεία ότι λήφθηκε ειδικά υπόψη η πείρα τους στην υπηρεσία με απόσπαση. Επισημαίνεται ότι δεν λήφθηκε η υπηρεσία με απόσπαση ως στοιχείο για κατοχή των προσόντων από τα ενδιαφερόμενα μέρη παρά η υπηρεσία ως Διευθυντές.

Ο δεύτερος ισχυρισμός της αιτήτριας ότι υπερέχει των ενδιαφερόμενων μερών σε αξία, προσόντα και πείρα επίσης δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Από τις υπηρεσιακές εκθέσεις προκύπτει ότι η αιτήτρια και τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι περίπου ισοδύναμοι, με την αιτήτρια να υπερέχει ελαφρώς. Αυτό όμως καλύπτεται από την καλύτερη απόδοση των ενδιαφερόμενων μερών στην προσωπική συνέντευξη. Σχετικά με τα προσόντα οι πιο πάνω αναφορές είναι ενδεικτικές. Εν πάση περιπτώσει δεν διαπιστώνεται υπεροχή της αιτήτριας. Ως προς την αρχαιότητα υπερείχαν τα ενδιαφερόμενα μέρη τα οποία κατείχαν θέση Διευθυντή Σχολείου που είναι ιεραρχικά ανώτερη της θέσης Ανώτερου Δασκάλου που κατείχε η αιτήτρια.

Ο δικηγόρος της αιτήτριας αναφέρθηκε ότι έπασχε η αξιολόγηση των ενδιαφερόμενων μερών στις υπηρεσιακές εκθέσεις, ισχυριζόμενος ότι η σύνταξη τους ήταν αντικανονική. Το άρθρο 36Α των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων (Ν. 43(Ι)/96) καθορίζει στην παράγραφο 2 ότι,

“(2) Για τους εκπαιδευτικούς λειτουργούς που αποσπώνται πλήρως σε Υπηρεσία που ανήκει στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού ή παραχωρούνται πλήρως οι υπηρεσίες τους σε Υπηρεσίες που δεν ανήκουν στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, θα εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι διατάξεις των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Επιθεώρησις και Αξιολόγησις) Κανονισμών του 1976 ή οποιουδήποτε Κανονισμού τροποποιεί ή αντικαθιστά αυτούς τηρουμένων και των ακόλουθων:

(α) Το Ατομικό Πληροφοριακό Δελτίο υποβάλλεται μέσω του προϊστάμενου της υπηρεσίας, όπου υπηρετεί ο εκπαιδευτικός λειτουργός, στον αρμόδιο για θέματα αξιολόγησης Πρώτο Λειτουργό Εκπαίδευσης της οικείας εκπαίδευσης.

(β) Η Συνήθης Εκθεση (Τύπος Β) συντάσσεται από τον προϊστάμενο της υπηρεσίας, όπου υπηρετεί ο εκπαιδευτικός λειτουργός και υποβάλλεται στον αρμόδιο για θέματα αξιολόγησης Πρώτο Λειτουργό Εκπαίδευσης της οικείας εκπαίδευσης.

(γ) Η Ειδική Εκθεση (Τύπος Γ) συντάσσεται από ομάδα που αποτελείται από τον αρμόδιο για θέματα αξιολόγησης Πρώτο Λειτουργό Εκπαίδευσης της οικείας εκπαίδευσης, στην οποία ανήκει ο εκπαιδευτικός λειτουργός, από το Διευθυντή ή Προϊστάμενο/Προϊστάμενο Τομέα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου ή Υπεύθυνο της Υπηρεσίας ή του Γραφείου, όπου υπηρετεί ο εκπαιδευτικός λειτουργός και από τον οικείο Επιθεωρητή Α΄ ή Επιθεωρητή (αν είναι δυνατό από τον τελευταίο, όταν ο εκπαιδευτικός λειτουργός υπηρετούσε σε σχολείο).”

 

Η αιτήτρια δεν παρουσίασε στοιχεία ότι η διαδικασία αξιολόγησης έπασχε. Το ότι οι εκθέσεις συντάχθηκαν και υπογράφτηκαν από Επιθεωρητές δεν σημαίνει ότι αυτές πάσχουν. Συγκεκριμένα για την έκθεση για το ενδιαφερόμενο μέρος Χόπλαρο του έτους 1996-1997 παρατηρείται ότι η συνήθης έκθεση (Τύπος Β) συντάχθηκε από το Βάσο Μερακλή, Επιθεωρητή Δημοτικής Εκπαίδευσης που ενδεχομένως να ήταν ο προϊστάμενος της υπηρεσίας όπου υπηρετεί και υποβλήθηκε στον Πρώτο Λειτουργό Εκπαίδευσης. Η ειδική έκθεση (Τύπος Γ) συντάχθηκε από ομάδα που αποτελείτο από τον Αργυρό Κωνσταντίνου, Πρώτο Λειτουργό Εκπαίδευσης (βλ. Εκθεση Συμβουλευτικής Επιτροπής), τον Βάσο Μερακλή, Επιθεωρητή και τον Παντελή Θεοφυλάκτου, Επιθεωρητή. Ενδεχομένως να ήταν προϊστάμενοι στην Υπηρεσία όπου ήταν απεσπασμένοι. Ο ισχυρισμός του δικηγόρου της αιτήτριας ότι ο Επιθεωρητής έχει αρμοδιότητα αξιολόγησης μόνο διδακτικού προσωπικού σε σχολεία δεν αποδείχθηκε.

Η αιτήτρια ισχυρίστηκε επίσης ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη αξιολογήθηκαν σε σημεία τα οποία δεν είχαν καμιά σχέση με τα καθήκοντα που εκτελούσαν, όπως στη διδακτική ικανότητα. Συμφωνώ με τη δικηγόρο των καθ’ων η αίτηση ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη αξιολογήθηκαν για την επάρκεια της εργασίας τους και όχι για τη διδακτική τους ικανότητα. Στην παράγραφο 2 της ειδικής έκθεσης (Τύπος Γ) αναφέρεται “Επάρκεια στην Εργασία (Διδακτική Ικανότητα, Ευσυνειδησία, Αποδοτικότητα). Δεν προκύπτει από τις παρατηρήσεις ότι αξιολογήθηκαν σε άσχετα θέματα με τα καθήκοντα τους και ο ισχυρισμός της αιτήτριας κρίνεται ανεδαφικός.

Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της αιτήτριας.

 

 

Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο