Γιώργου Ασιήκαλλη ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΡ.1359/2000 και 1360/2000., 18 Δεκεμβρίου, 2001 Γιώργου Ασιήκαλλη ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΡ.1359/2000 και 1360/2000., 18 Δεκεμβρίου, 2001

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

< FONT FACE="Arial,Arial">ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΡ.

< FONT FACE="Arial,Arial">1359/2000 και 1360/2000.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

< FONT FACE="Arial,Arial">ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1359/2000.

Mεταξύ:

Γιώργου Ασιήκαλλη

Αιτητή

και

Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου,

Καθ’ ων η αίτηση.

____________________

< FONT FACE="Arial,Arial">ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1360/2000.

Mεταξύ:

Ιωάννη Σιεκέρσαββα,

Αιτητή

και

Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου,

Καθ’ ων η αίτηση.

____________________

 

 

 

18 Δεκεμβρίου, 2001.

Για τον αιτητή στην 1359/2000: Αλ. Κουντουρή (κα.) για Τ. Παπαδόπουλο.

Για τον αιτητή στην 1360/2000: Α. Ευσταθίου (κα.).

Για τους καθ’ ων η αίτηση: Γ. Κακογιάννης.

___________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Οι πιο πάνω προσφυγές έχουν συνεκδικαστεί. Στρέφονται κατά της απόφασης της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (η Α.Η.Κ.) ημερ. 22.6.2000 (η προσβαλλόμενη απόφαση) με την οποία ο Ιωάννης Λέφας (το Ε.Μ.) προάχθηκε στη θέση Ανώτερου Βοηθού Διευθυντή Προσωπικού (Παραγωγικότητα, Επιμόρφωση, Εκπαίδευση και Ευημερία), Κλίμακα Α14½ (η επίδικη θέση).

Η διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης.

Στις 22.6.2000 η Α.Η.Κ. κυκλοφόρησε γνωστοποίηση κενής θέσης σε σχέση με την επίδικη θέση. Για την επίδικη θέση αποτάθηκαν για προαγωγή οι δύο αιτητές, το Ε.Μ. και 17 άλλοι υποψήφιοι. ’Ολες οι αιτήσεις εξετάστηκαν από την Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής για Προαγωγές του Επιστημονικού Προσωπικού (η Επιτροπή Επιλογής) στη συνεδρία της ημερ. 7.7.2000. Καθώς φαίνεται από το σχετικό πρακτικό η Επιτροπή Επιλογής μελέτησε με μεγάλη προσοχή και αξιολόγησε τα υπηρεσιακά στοιχεία του κάθε υποψηφίου, τους προσωπικούς τους φακέλους, την πείρα, την αξία, την ικανότητα του κάθε υποψηφίου, την αρχαιότητα τους στην Αρχή, τα προσόντα του κάθε υποψηφίου σε συσχετισμό με τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης και την επίδοση κάθε υποψηφίου στην υπηρεσία όπως αυτά αναφέρονται εκτενέστερα στον Κανονισμό 23(2) των Περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (’Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986 (Κ.Δ.Π. 291/86). Μελέτησε επίσης και έλαβε δεόντως υπόψη της τις εμπιστευτικές εκθέσεις/φύλλα αξιολόγησης των υποψηφίων στο σύνολό τους.

Περαιτέρω έλαβε δεόντως υπόψη της, τις συστάσεις και απόψεις των Προϊσταμένων Διευθυντών των υποψηφίων.

Ο Πρόεδρος και τα Μέλη της Επιτροπής Επιλογής κ.κ. Γ. Πετούσης, Κ. Καζέλης και Α. Πανόρκος, προέβησαν στην επιλογή των επικρατέστερων υποψηφίων σε σύγκριση με τους υπόλοιπους υποψηφίους και επέλεξαν τους τρεις πιο κάτω που αναφέρονται με αλφαβητική σειρά, για προαγωγή στην επίδικη θέση:

Λέφα Ιωάννη (Ε.Μ.)

Πετρούδη Γ. Ανδρέα

Σάρδο Α. Παναγιώτη

Τα Μέλη της Επιτροπής Επιλογής κ.κ. Α. Πατσαλής και Σ. Σάββα, διαφώνησαν με την επιλογή του Προέδρου και των πιο πάνω 3 Μελών της Επιτροπής αναφορικά με τους υποψηφίους Λέφα Ιωάννη (Ε.Μ.) και Σάρδο Α. Παναγιώτη. Πρότειναν τους Χρίστου Κ. Αντώνιο και Σιερκέσαββα Ιωάννη (αιτητή στην Προσφυγή 1360/2000). Υποστηρίζοντας τη θέση τους οι κ.κ. Α. Πατσαλής και Σ. Σάββα επεσήμαναν ότι, με βάση τα ενώπιον τους στοιχεία ο Χρίστου Κ. Αντώνιος και ο Σιερκέσαββας Ιωάννης υπερτερούν έναντι των Λέφα Ιωάννη (Ε.Μ.) και Σάρδου Α. Παναγιώτη σε αρχαιότητα στην υπηρεσία.

Στη συνέχεια το θέμα της πλήρωσης της επίδικης θέσης εξετάστηκε από τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή της Α.Η.Κ. για Θέματα Προσωπικού (η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή) στη συνεδρία της ημερ. 18.7.2000.

Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή μελέτησε την πιο πάνω εισήγηση της Μεικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής και μελέτησε και εξέτασε όλα τα στοιχεία που αφορούν τους υποψηφίους. Ασχολήθηκε με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων. ’Ελαβε υπόψη τα υπηρεσιακά τους στοιχεία, το περιεχόμενο των προσωπικών τους φακέλων, την πείρα, την αξία, την ικανότητα, την αρχαιότητα κάθε υποψηφίου στην Αρχή, τα προσόντα τους, όπως φαίνονται στους σχετικούς υπηρεσιακούς τους φακέλους, σε συσχετισμό με τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, καθώς επίσης την επίδοση κάθε υποψηφίου στην υπηρεσία, όπως αυτά αναφέρονται εκτενέστερα στον Κανονισμό 23(2) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1996. Αξιολόγησε, επίσης, και έλαβε δεόντως υπόψη της τις εμπιστευτικές εκθέσεις/φύλλα αξιολόγησης των υποψηφίων στο σύνολό τους. ’Ελαβε, επίσης, δεόντως υπόψη τις συστάσεις και απόψεις των προϊσταμένων Διευθυντών των υποψηφίων, όπως αυτές είναι καταγραμμένες στα πρακτικά της συνεδρίασης της Επιτροπής Επιλογής, καθώς επίσης, την Εισήγηση της εν λόγω Επιτροπής Επιλογής ημερ. 11 Ιουλίου 2000.

Τέλος έλαβε υπόψη τις συστάσεις του Αρχιμηχανικού και Γενικού Διευθυντή της Α.Η.Κ. (ο Γενικός Διευθυντής). Τις παραθέτω:

Συστάσεις και απόψεις του Διευθυντή.

«Γνωρίζω προσωπικά όλους τους υποψηφίους που έχουν αποταθεί για τη θέση του Ανώτερου Βοηθού Διευθυντή Προσωπικού (Παραγωγικότητα, Επιμόρφωση & Ευημερία), Κλίμακα Α14½, στην Υπηρεσία Προσωπικού, Κεντρικά Γραφεία, και έχω άμεση γνώση των ικανοτήτων, των δυνατοτήτων και της προσφοράς τους στην Αρχή.

Αφού διεξήγαγα τη δική μου ενδελεχή έρευνα με βάση όλα τα ενώπιον μου στοιχεία, κρίνω ότι όλοι οι υποψήφιοι διαθέτουν τα απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας και πληρούν τις προϋποθέσεις καταλληλότητας της υπό πλήρωση θέσης.

Μελέτησα προσεκτικά τους προσωπικούς φακέλους και τις υπηρεσιακές εκθέσεις όλων των υποψηφίων και πήρα πληροφορίες από τους άμεσα προϊσταμένους και αξιολογούντες λειτουργούς των υποψηφίων.

Με βάση τα στοιχεία αυτά και εκτιμώντας τις ανάγκες της υπηρεσίας, την προσφορά των υποψηφίων στην εργασία, τις γνώσεις και εμπειρίες τους, τις ικανότητες και τις ιδιότητες που χρειάζονται για να εκτελέσουν επιτυχώς τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης, την καταλληλότητα των υποψηφίων σ’ αυτήν, καθώς και τα παραδεδεγμένα κριτήρια προαγωγής στο συνολό τους, όπως αυτά καθορίζονται στον Κανονισμό 23(2) των περί ΑΗΚ (’Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986, συστήνω για προαγωγή τον 84043 Λέφα Ιωάννη.

Καταλήγοντας στην πιο πάνω σύστασή μου, παρατηρώ ότι όσον αφορά τους υποψήφιους 83959 Χρίστου Κ. Αντώνιο και 86169 Παπαναστασίου Ιάκωβο, οι οποίοι προηγούνται σε αρχαιότητα στην Αρχή έναντι του συστηθέντα 84043 Λέφα Ιωάννη, τους έχω ήδη συστήσει για προαγωγή στις θέσεις Βοηθού Διευθυντή Μεταφοράς/Διανομής (Προγραμματισμός, Αγορές & Προμήθειες), Κλίμακα Α14½, στον Ηλεκτροπαραγωγό Σταθμό Δεκέλειας, με βάση τη Γνωστοποίηση Κενών Θέσεων Αρ. 20/2000, Θέσεις 1 και 4, αντίστοιχα, κατά τη διάρκεια της παρούσας συνεδρίας.

Δεν αγνοώ επίσης την υπεροχή σε αρχαιότητα των 89356 Πετρούδη Γ. Ανδρέα και 84031 Σιερκέσαββα Ιωάννη έναντι του 84043 Λέφα Ιωάννη.

Συγκρινόμενος ο 84043 Λέφας Ιωάννης με τους 89356 Πετρούδη Γ. Ανδρέα και 84031 Σιερκέσαββα Ιωάννη, παρατηρώ ότι ως προς τα προσόντα, κατέχουν όλοι τους τα προβλεπόμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας.

Ως προς τη γενική αξία, η συνολική εικόνα που πηγάζει μέσα από τις υπηρεσιακές τους εκθέσεις, θέτει τον 84031 Σιερκέσαββα Ιωάννη και τον 84043 Λέφα Ιωάννη στην ίδια περίπου θέση, με κάποιαν ελαφρώς καλύτερη βαθμολογία για τον 84031 Λέφα Ιωάννη κατά τα τελευταία δύο έτη, ήτοι 1999 και 1998.

Συγκρίνοντας τον 84043 Λέφα Ιωάννη με τον 89356 Πετρούδη Γ. Ανδρέα, παρατηρώ ότι ο 89356 Πετρούδης Γ. Ανδρέας υστερεί στο κριτήριο αξία, όπως πηγάζει μέσα από τις υπηρεσιακές τους εκθέσεις στο σύνολό τους.

’Εναντι των υπολοίπων υποψηφίων που ακολουθούν σε αρχαιότητα, ο συστηθείς υπερέχει σε αρχαιότητα και δεν υστερεί ή είναι περίπου ισοδύναμος ή υπερέχει σε αξία.»

Μετά την αποχώρηση του Γενικού Διευθυντή η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή προχώρησε στη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων.

Μελέτησε και αξιολόγησε όλα τα ενώπιον της στοιχεία και δεδομένα, που αφορούν τους υποψηφίους, όπως παρουσιάζονται στις αιτήσεις τους και στα επισυνημμένα σ’ αυτές έγγραφα, στις υπηρεσιακές τους εκθέσεις και στους προσωπικούς τους φακέλους, δηλαδή την πείρα, αξία, ικανότητα, αρχαιότητα, προσόντα και επίδοση. ’Ελαβε δεόντως υπόψη τις συστάσεις και απόψεις του Διευθυντή με τις οποίες συμφώνησε και τις υιοθέτησε. ’Εκρινε και επέλεξε τον Λέφα Ιωάννη (Ε.Μ.) ως τον πιο κατάλληλο υποψήφιο σε σύγκριση με τους υπόλοιπους υποψήφιους και αποφάσισε ομόφωνα να συστήσει στην Α.Η.Κ. την προαγωγή του στην επίδικη θέση.

Το τελευταίο στάδιο της διαδικασίας έλαβεν χώραν στις 22.6.2000 στη συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.Η.Κ.. Ενώπιον του Συμβουλίου κλήθηκε ο Γενικός Διευθυντής. Ο τελευταίος υιοθέτησε τις συστάσεις και απόψεις του και επανέλαβε τα όσα ήδη εξέφρασε ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής (έχουν παρατεθεί στις σελ. 4-5, πιο πάνω). Μετά την αποχώρηση του Γενικού Διευθυντή τα Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.Η.Κ. προέβησαν στην γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων.

Ασχολήθηκαν με την εξέταση των υπηρεσιακών στοιχείων του κάθε υποψηφίου, των προσωπικών τους φακέλων, της πείρας, της αξίας, της ικανότητας, της αρχαιότητας τους στην Αρχή, των προσόντων του κάθε υποψηφίου όπως φαίνονται στους σχετικούς υπηρεσιακούς τους φακέλους, σε συσχετισμό με τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, καθώς επίσης, της επίδοσης κάθε υποψηφίου στην υπηρεσία, όπως αυτά αναφέρονται εκτενέστερα στον Κανονισμό 23(2) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (’Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986.

’Ελαβαν υπόψη τους τις συστάσεις και απόψεις των προϊσταμένων Διευθυντών των υποψηφίων, όπως αυτές είναι καταγραμμένες στα πρακτικά της συνεδρίας της Επιτροπής Επιλογής ημερ. 7 Ιουλίου 2000, καθώς επίσης, την Εισήγηση της εν λόγω Επιτροπής Επιλογής με ημερομηνία 11 Ιουλίου 2000. Ερεύνησαν όλα τα πιο πάνω με τη δέουσα προσοχή για τον κάθε υποψήφιο ξεχωριστά. Επιπρόσθετα έλαβαν υπόψη τις ομόφωνες συστάσεις και εισηγήσεις των Μελών της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής για Θέματα Προσωπικού.

’Ακουσαν επίσης και έλαβαν δεόντως υπόψη τους τις συστάσεις και τα σχετικά αιτιολογικά που πρόβαλε ο Διευθυντής, ο οποίος πρότεινε για προαγωγή στην πιο πάνω θέση τον Λέφα Ιωάννη (Ε.Μ.). Μελέτησαν προσεκτικά και αξιολόγησαν τις εμπιστευτικές εκθέσεις/φύλλα αξιολόγησης των υποψηφίων στο σύνολό τους. Προχώρησαν στη δική τους ενδελεχή έρευνα, αξιολόγηση και σύγκριση όλων των υποψηφίων, με βάση όλα τα πιο πάνω ενώπιον τους στοιχεία και δεδομένα που αφορούν τους υποψηφίους και με βάση τα παραδεδεγμένα κριτήρια προαγωγής στο σύνολό τους, ήτοι, την πείρα, την αξία, την ικανότητα, την αρχαιότητα τους στην Αρχή, τα προσόντα τους, όπως παρουσιάζονται στις υπηρεσιακές τους εκθέσεις και τους προσωπικούς τους φακέλους και την επίδοση τους στην υπηρεσία.

Το Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου κ. Κ. Μελανίδης εισηγήθηκε τροπολογία της εισήγησης της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και πρότεινε για προαγωγή τον Τάσο Ν. Ρούσο, αντί του Λέφα Ιωάννη, λόγω καλύτερης βαθμολογίας και προσόντων.

Η τροπολογία του κ. Μελανίδη δεν υποστηρίχθηκε από κανένα Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής και δεν τέθηκε σε ψηφοφορία.

Κατόπιν τούτου, ο Πρόεδρος έθεσε σε ψηφοφορία την εισήγηση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής και τη σύσταση του Διευθυντή με τις οποίες προτείνεται η προαγωγή του 84043 Λέφα Ιωάννη, στην επίδικη θέση.

Αφού έλαβαν δεόντως υπόψη τους τις ομόφωνες συστάσεις και εισηγήσεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής για Θέματα Προσωπικού, όπως επίσης τις συστάσεις και απόψεις του Διευθυντή και έχοντας ως γνώμονα την υποχρέωση τους να επιλέξουν τον καταλληλότερο υποψήφιο, τα Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής αποφάσισαν με επτά ψήφους υπέρ και μια ψήφο εναντίον (του κ. Κώστα Μελανίδη), να προσφέρουν προαγωγή στον 84043 Λέφα Ιωάννη (Ε.Μ.), ως τον πιο κατάλληλο υποψήφιο σε σύγκριση με τους υπόλοιπους, στην επίδικη θέση.

 

Οι λόγοι ακύρωσης.

(Α) Προσφυγή 1359/2000.

Η κυρία Κουντουρή, εκ μέρους του αιτητή υπέβαλε ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή πάσχει εξόφθαλμα και συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων. ’Ηταν, επομένως, παράνομη και δεν επιτρέπεται να προσμετρήσει στην αξία του Ε.Μ..

Ο ισχυρισμός περί σύγκρουσης με τα στοιχεία των φακέλων είχε σαν έρεισμα τις ετήσιες αξιολογήσεις των τελευταίων 10 ετών (1990-1999). Στη διάρκεια της πιο πάνω περιόδου ο αιτητής είχε βαθμολογηθεί με 41 «Α» και 47 «Β+». Το Ε.Μ. είχε βαθμολογηθεί με 25 «Α», 61 «Β+» και 2 «Β». Σημειώνεται ότι το σημείο «Α» αντιστοιχεί με το «εξαιρετικά» το «Β+» με το «πολύ ικανοποιητικά» και το «Β» με το «ικανοποιητικά».

’Εχει νομολογηθεί ότι η βαρύτητα μιας σύστασης εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο συνάδει προς τα στοιχεία του φακέλου και ότι οι συστάσεις διατηρούν την εγκυρότητα τους όταν δεν αντιμάχονται προς τα στοιχεία των φακέλων (Στυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 387, 399, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1524/27.2.97, Ρούσος ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2064/21.7.99 και Δημοκρατία κ.α. ν. Αγγελή κ.α., Α.Ε. 1974-75/31.3.99).

Το διορίζον όργανο, σύμφωνα με τη νομολογία, όχι μόνο μπορεί αλλά πρέπει να παραγνωρίζει τις συστάσεις στην έκταση που είναι ασύμφωνες με τα στοιχεία του φακέλου (Τριανταφυλλίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 429, 454).

Η ασυμφωνία της σύστασης με το περιεχόμενο των φακέλων εξασθενεί την βαρύτητα της (Βλ. Στυλιανού και Βασιλείου, πιο πάνω).

 

 

Το μέρος της σύστασης με το οποίο ο Γενικός Διευθυντής έχει επιχειρήσει σύγκριση του αιτητή με το Ε.Μ. έχει ως εξής:

«’Εναντι των υπόλοιπων υποψηφίων που ακολουθούν σε αρχαιότητα, ο συστηθείς υπερέχει σε αρχαιότητα και δεν υστερεί ή είναι περίπου ισοδύναμος ή υπερέχει σε αξία.» (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

’Εχω παραθέσει την βαθμολογία των δύο υποψηφίων. Διαπιστώνω ότι το υπογραμμισμένο μέρος της σύστασης δεν συμφωνεί με τα στοιχεία των φακέλων. Το Ε.Μ. δεν υπερέχει σε αξία ούτε είναι περίπου ισοδύναμος με τον αιτητή. Η μεγάλη διαφορά στα σημεία «Α» κάθε άλλο παρά αναδεικνύει τους δύο υποψηφίους ισοδύναμους. Η σύσταση του Γενικού Διευθυντή αποτελούσε ένα από τους τρεις παράγοντες που λήφθηκαν υπόψη κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Η ασυμφωνία της σύστασης με τα στοιχεία του φακέλου καθιστά τη σύσταση τρωτή και οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

(Β) Προσφυγή 1360/2000.

Η κα. Ευσταθίου, εκ μέρους του αιτητή, επικέντρωσε την επιχειρηματολογία της στη σύσταση του Διευθυντή. ’Εκαμε αναφορά στις τελευταίες 5 παραγράφους της (έχουν παρατεθεί στη σελ. 5, πιο πάνω). Αναφέρθηκε στην υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα και στη βαθμολογία του. Υπέδειξε ότι με βάση το σύνολο της βαθμολογίας ο αιτητής υπερέχει. Υπέβαλε ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της σταδιοδρομίας των υποψηφίων και «επομένως η αναφορά του Διευθυντή σε ελαφρά υπεροχή του Ε.Μ. είναι πεπλανημένη». Εφόσον σε προσόντα και αξία οι δύο υποψήφιοι φαίρονται ως περίπου ίσοι «έπρεπε να προσδοθεί η νομολογιακά πλέον καθιερωμένη βαρύτητα που πρέπει να προσδίδεται στο κριτήριο της αρχαιότητας».

Τέλος η κα. Ευσταθίου υπέβαλε ότι η σύσταση του Διευθυντή περιλαμβάνει αντιφατικές προτάσεις σε σχέση με την αξία της αρχαιότητας, οι οποίες αναιρούν η μια την άλλη. Συγκεκριμένα κατά τη διαδικασία σύγκρισης του ενδιαφερόμενου μέρους με τον αιτητή, ενώ δηλώνει ότι «δεν αγνοεί» την υπεροχή του σε αρχαιότητα, όπως προχωρεί η διαδικασία, την αγνοεί και συγκρίνοντας το ενδιαφερόμενο μέρος με άλλους υποψηφίους που ακολουθούν σε αρχαιότητα προσδίδει σ’ αυτή την δέουσα αξία. Επομένως η σύσταση είναι αναιτιολόγητη.

Προτού προχωρήσω στην εξέταση των λόγων ακύρωσης που έχει προβάλει η κα. Ευσταθίου θα πρέπει να επισημάνω ότι το διαπιστωθέν – στην προσφυγή 1359/2000 – τρωτό της σύστασης του Διευθυντή είναι ικανό να οδηγήσει και στην επιτυχία της προσφυγής 1360/2000 ανεξάρτητα από τους λόγους ακύρωσης που έχει προβάλει η κα. Ευσταθίου. Οι λόγοι είναι οι εξής:

Το όλο περιεχόμενο της επίδικης σύστασης είναι τέτοιο που δεν μπορεί να διαχωρισθεί και τύχει ξεχωριστής θεώρησης σε σχέση με τον κάθε ένα από τους δύο αιτητές.

Παρά την πιο πάνω επισήμανση μου θα προχωρήσω να εξετάσω και τους λόγους ακύρωσης που έχουν προβληθεί στην Προσφυγή 1359/2000.

Από το ενώπιον μου υλικό διαπιστώνω ότι οι δύο υποψήφιοι κατέχουν περίπου τα ίδια προσόντα. Σε σχέση με την αρχαιότητα ο αιτητής προηγείται κατά 6 μήνες. Αναφορικά με την αξία διαπιστώνω τα εξής:

Κατά τα τελευταία 10 έτη (1990-1999) ο αιτητής είχε βαθμολογηθεί με 28 Α, 56 Β+ και 4 Β. Το Ε.Μ. έχει βαθμολογηθεί με 25 Α, 61 Β+ και 2 Β.

Παρά την υπεροχή του αιτητή – οριακή έστω – με βάση το σύνολο της σταδιοδρομίας των δύο υποψηφίων, ο Γενικός Διευθυντής έκαμε ειδική αναφορά στην «ελαφρώς καλύτερη βαθμολογία» του Ε.Μ. «κατά τα τελευταία δύο έτη». Σημειώνεται ότι κατά τα τελευταία δύο έτη το Ε.Μ. έχει βαθμολογηθεί με 11 Α ενώ ο αιτητής με 9 Α. Σημειώνεται επίσης ότι κατά την προηγηθείσα περίοδο (1990-1997) το Ε.Μ. έχει βαθμολογηθεί με 14 Α και ο αιτητής με 19 Α.

Η νομολογία υπαγορεύει όπως λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της σταδιοδρομίας των υποψηφίων με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία έτη.

Ο Γενικός Διευθυντής επεσήμανε ότι ο αιτητής και ο υποψήφιος Πετρούδης υπερέχουν σε αρχαιότητα του Ε.Μ.. Σε σχέση όμως με τον Πετρούδη επεσήμανε, επίσης, ότι «υστερεί στο κριτήριο αξία όπως πηγάζει μέσα από τις υπηρεσιακές εκθέσεις στο σύνολο τους». Επομένως βάσιμα μπορεί να υποτεθεί ότι ο λόγος της προτίμησης του Ε.Μ. έναντι του Πετρούδη παρά την αρχαιότητα του τελευταίου ήταν ότι «υστερεί στο κριτήριο αξία, όπως πηγάζει μέσα από τις υπηρεσιακές εκθέσεις στο σύνολο τους».

Παρά την υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα και παρά το ότι αυτός δεν «υστερεί σε αξία όπως πηγάζει μέσα από τις υπηρεσιακές εκθέσεις στο σύνολο τους» αλλά υπερέχει – οριακά έστω – ο Γενικός Διευθυντής προτίμησε το Ε.Μ. δίδοντας έμφαση στην «ελαφρώς καλύτερη βαθμολογία του Ε.Μ.» κατά τα τελευταία δύο έτη. Ενεργώντας με αυτό τον τρόπο δεν έλαβε υπόψη την «αξία όπως πηγάζει μέσα από τις υπηρεσιακές εκθέσεις στο σύνολό τους», όπως έκαμε στην περίπτωση του Πετρούδη. Υιοθέτησε επομένως διαφορετικό μέτρο κρίσεως σε σχέση με τους υποψηφίους. Αυτή η προσέγγιση του Γενικού Διευθυντή οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης γιατί παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης των υποψηφίων (βλ. Λόγο ακύρωσης 14 – Βλ. και HjiSavva and Another v. Republic (1967) 3 C.L.R. 155 και Savva v. Republic (1980) 3 C.L.R. 675 – Βλ. επίσης Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Τρίτη έκδοση, παραγ. 402: «Η αρχή της ισότητας προβλέπεται ρητώς στο Σύνταγμα. Επιβάλλει στην διοίκηση, σε πολύ εντονότερο βαθμό παρά στον έχοντα πολύ μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεως νομοθέτη, ίση μεταχείριση όμοιων περιπτώσεων, όπως άλλωστε και την διάφορη μεταχείρηση διάφορων περιπτώσεων. Η αρχή της ισότητας δεσμεύει την διοίκηση τόσο κατά την άσκηση της κανονιστικής της αρμοδιότητας, όσο και κατά την έκδοση ατομικών διοικητικών πράξεων. ’Ετσι η διοίκηση δεν μπορεί να κρίνει με διαφορετικά κριτήρια δύο αιτήσεις που υποβλήθηκαν ταυτόχρονα και βασίζονται στα ίδια πραγματικά περιστατικά».

Περαιτέρω η υιοθέτηση διαφορετικών μέτρων κρίσεως των υποψηφίων ισοδυναμεί με υποβολή προτάσεων οι οποίες αναιρούν η μια την άλλη. Σε τέτοια περίπτωση η πράξη καθίσταται αναιτιολόγητη (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 186-187: «Καθιστά αναιτιολόγητον την πράξιν αιτιολογία αόριστος καθιστώσα αδύνατον τον δικαστικόν αυτής έλεγχον .... η περιλαμβάνουσα αντιφατικάς προτάσεις αναιρούσας αλλήλας.»)

Υπάρχει και άλλο μέρος της σύστασης του Γενικού Διευθυντή το οποίο επιβεβαιώνει ότι δεν έχει χρησιμοποιηθεί ίσο ή ενιαίο μέτρο κρίσεως και το οποίο καθιστά την πράξη αναιτιολόγητη. Στην περίπτωση του αιτητή στην Προσφυγή 1359/2000 που υπερείχε σε αξία του Ε.Μ. μέτρησε η αρχαιότητα του τελευταίου. Στην περίπτωση του αιτητή στην Προσφυγή 1360/2000 η αρχαιότητα του δεν μέτρησε. Αυτή η προσέγγιση συνιστά και λόγο ακύρωσης στην Προσφυγή 1359/2000.

Για τους πιο πάνω λόγους οι δύο προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της.

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο