Κουσελίνης Νίκος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 4 ΑΑΔ 1

(2001) 4 ΑΑΔ 1

[*1]8 Ιανουαρίου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΣΕΛΙΝΗΣ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.  ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ,

2.  ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΛΙΕΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 65/1999)

 

Αλιεία ― Άδεια αλιείας και ειδική άδεια αλιείας ― Νομοθετικό πλαίσιο χορήγησης και διακρίσεις μεταξύ των δύο ειδών αδειών ― Ο περί Αλιείας Νόμος, Κεφ. 135 (όπως τροποποιήθηκε διά του Ν.22(Ι)/94) και οι περί Αλιείας Κανονισμοί του 1990 έως 1994 (Κ.Δ.Π. 273/90 και 94/94) ― Ειδικά το πλαίσιο χορήγησης της (επαγγελματικής) άδειας αλιείας ― Ερμηνεία ― Η απόρριψη της αίτησης για χορήγηση άδειας κρίθηκε αναιτιολόγητη στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

[*2]Ο αιτητής προσέβαλε την απόρριψη της αίτησής του για παραχώρηση σε αυτόν αδείας αλιείας η οποία αποφασίστηκε από τον Διευθυντή του Τμήματος Αλιείας και επικυρώθηκε στη συνέχεια, μετά από ιεραρχική προσφυγή του αιτητή, από ειδική επιτροπή που συστάθηκε για σκοπούς εξέτασης όλων των σχετικών ιεραρχικών προσφυγών.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Μετά τις τροποποιήσεις που εισήγαγαν ο Ν. 22(Ι)/94 και η Κ.Δ.Π. 94/94 εισάχθηκε η δυνατότητα πλήρους απαγόρευσης της μη κερδοσκοπικής αλιείας ή έκδοσης ειδικής άδειας γι΄αυτή. Προέκυψαν, λοιπόν, δύο είδη αδειών:

(α)          Η άδεια αλιείας με σκοπό το κέρδος, που οι ενδιαφερόμενοι περιγράφουν και ως επαγγελματική.

(β)          Η ειδική άδεια αλιείας για σκοπούς μη κερδοσκοπικούς, που οι ενδιαφερόμενοι περιγράφουν και ως ερασιτεχνική.

2.  Στην παρούσα περίπτωση με ανακοίνωση τάχθηκε προθεσμία για την υποβολή αιτήσεων και για τα δυο είδη άδειας και ο αιτητής ανταποκρίθηκε εμπροθέσμως.  Ζήτησε “επαγγελματική άδεια” για το 1998 και με απόφαση του Διευθυντή το αίτημά του απορρίφθηκε.  Ο αιτητής άσκησε ιεραρχική προσφυγή προς τον Υπουργό και τόνισε σ΄αυτή το γεγονός ότι του είχε χορηγηθεί επαγγελματική άδεια για το 1996, ότι κατείχε σκάφος κατάλληλο που ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις της περίπτωσης και ότι, για λόγους που εξήγησε, χρειαζόταν το εισόδημα από την πώληση των ψαριών. 

3.  Δεν προωθεί τις θέσεις των καθ΄ων η αίτηση η εισήγηση πως ο αιτητής δεν έχει αποδείξει ότι είναι επαγγελματίας ψαράς και ότι έχει εισόδημα από την αλιεία.  Δεν μπορεί να τίθεται τέτοιο θέμα.  Δεν απαιτείται τέτοια προϋπόθεση από το Νόμο ή τους Κανονισμούς.  Δεν αποκλείεται κάποιος να αποταθεί για επαγγελματική άδεια για να ασχοληθεί για πρώτη φορά επαγγελματικά με την αλιεία.

4.  Τα κριτήρια που τέθηκαν, κατ΄επίκληση των οποίων απορρίφθηκε η αίτηση και η ιεραρχική προσφυγή, είναι συγκριτικά. Όπως και το δεσπόζον του Κανονισμού 6(ι)(γ) προς το οποίο είναι συναρτημένα.

Δεν είχε απορριφθεί η αίτηση του αιτητή για να δοθεί προτεραιότητα σε άλλους.  Υπήρχε περιθώριο για τη χορήγησή της χωρίς να επη[*3]ρεαστεί άλλος υπέρ του οποίου λειτουργούσαν όλα ή κάποια από τα κριτήρια. Ήταν, όμως, περισσότεροι από 500 οι αιτητές και αυτό κατά την εισήγηση των καθ΄ων η αίτηση, έφερνε στο προσκήνιο τα κριτήρια.  Αυτό είναι ορθό αλλά μόνο στην έκταση που τα κριτήρια θα προσμετρούσαν για τον καθορισμό προτεραιότητας όπως είναι ο δηλωμένος σκοπός τους. Δεν ήταν τα κριτήρια είδος προϋποθέσεων, η μη ανταπόκριση στις οποίες απέκλειε τη χορήγηση άδειας αλιείας όταν παρεχόταν δυνατότητα έκδοσής της χωρίς επηρεασμό άλλου στον οποίο θα έπρεπε να δοθεί προτεραιότητα.  Στην περίπτωση αυτή, ήταν εξωγενή, κατά πλάνη περί το νόμο  τους προσδόθηκε η σημασία που εξειδικεύθηκε και, σε τελική ανάλυση, η προσβαλλόμενη απόφαση που λήφθηκε κατ’ επίκληση τους απολήγει αναιτιολόγητη.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Βασιλειάδης v. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 655,

Τσιερκέζου v. Λειτουργού Αλιείας κ.ά. (1997) 4(Δ) Α.Α.Δ. 2285,

Δημοκρατία v. Χρυσοστόμου κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 391,

Μεταξάς v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 754/98, ημερ. 11.8.2000.

Προσφυγή.

Προσφυγή από τον αιτητή κατά της απόρριψης της αίτησής του για απόκτηση επαγγελματικής άδειας αλιείας για το 1998.

Π. Λιβέρας, για τον Αιτητή.

Γ. Ερωτοκρίτου - Κωνσταντίνου, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η περιορισμένη σύνταξή του ως εκπαιδευτικού (θεολόγου) λόγω των λίγων σχετικά ετών υπηρεσίας του και οι οικονομικές του ανάγκες που περιλάμβαναν τα έξοδα σπουδών του υιού του, ώθησαν τον αιτητή, όπως αναφέρει, στην απόφαση να ασχοληθεί επαγγελματικά με την αλιεία.  Απέκτησε ξύλινο καΐκι μήκους 26 ποδών με υδραυλικό βίντζι για την ανέλκυση δικτύων και εξασφάλισε επαγγελματική άδεια αλιείας για το 1996.  Συνάντησε όμως άρνηση στη συνέχεια και αντικείμενο της παρού[*4]σας προσφυγής είναι η απόρριψη της αίτησής του, επίσης για επαγγελματική άδεια αλιείας, για το 1998.

Θα γίνουν πιο κατανοητά τα ζητήματα που εγείρονται αν παρακολουθήσουμε το νομοθετικό πλαίσιο. Ο περί Αλιείας Νόμος, Κεφ. 135, πρόβλεπε το θεσμό της άδειας μόνο σε σχέση με σκάφη που χρησιμοποιούνταν για αλιεία με σκοπό το κέρδος.  Επομένως, οι περί Αλιείας Κανονισμοί του 1990 (Κ.Δ.Π. 273/90), στην έκταση που επέβαλλαν την ανάγκη άδειας και για μή κερδοσκοπική αλιεία, κρίθηκαν ως ultra vires.  (Bλ. την απόφαση του Πική Δ., όπως ήταν τότε, στη Βασιλειάδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 655). Τροποποιήθηκαν ο Νόμος (Ν. 22(Ι)/94) και οι Κανονισμοί ( Κ.Δ.Π. 94/94) και εισάχθηκε η δυνατότητα πλήρους απαγόρευσης της μη κερδοσκοπικής αλιείας ή έκδοσης ειδικής άδειας γι’ αυτή.  Προέκυψαν, λοιπόν, δυο είδη αδειών και πρέπει να διευκρινιστεί πως η αναφορά σ΄αυτές δεν λαμβάνει υπόψη τον εντελώς πρόσφατο περί Αλιείας (Τροποποιητικό) Νόμο του 2000 (Ν.102(Ι)/00) που δεν εφαρμόζεται  στην παρούσα περίπτωση:

(α) Η “άδεια αλιείας” με σκοπό το κέρδος που οι ενδιαφερόμενοι περιγράφουν και ως επαγγελματική.  Ο Κανονισμός 6 παρέχει στο Διευθυντή της Υπηρεσίας Αλιείας, μεταξύ άλλων, και εξουσία για περιορισμό του αριθμού τους, αλλά ορίζει και ανώτατο όριο.  Για σκάφη όπως εκείνο του αιτητή, μέχρι 500 ετησίως.  Στην περίπτωση δε που οι αιτητές υπερβαίνουν τον αριθμό των αδειών που είναι δυνατό να εκδοθούν, τίθεται κριτήριο επιλογής.  Θα παρέχεται προτεραιότητα “σε εκείνους που εξασφάλισαν κατά τα τελευταία δέκα έτη το μεγαλύτερο αριθμό αδειών”.  Αυτό, όμως, εφόσον “δεν υπάρχει σοβαρός λόγος περι του αντιθέτου”.  Κριτήρια προτεραιότητας που καθορίστηκαν διοικητικά στη συνέχεια, καθορίζουν τί θα μπορούσε να συνιστά “σοβαρό λόγο περί του αντιθέτου” για παραχώρηση ή για μή παραχώρηση τέτοιας άδειας.

(β) Η “ειδική άδεια αλιείας” για “σκοπούς μή κερδοσκοπικούς” που οι ενδιαφερόμενοι περιγράφουν και ως ερασιτεχνική, σε σχέση με τις δυνατότητες τις οποίες ο Κανονισμός 19, όπως αντικαταστάθηκε από την Κ.Δ.Π. 94/94, προβλέπει περιορισμούς.

Είχα την ευκαιρία να ασχοληθώ με τις συνέπειες των νομοθετικών αλλαγών στην Τσιερκέζου ν. Λειτουργού Αλιείας κ.ά. (1997) 4(Δ) Α.Α.Δ. 2285 και οι καθ΄ων η αίτηση εισηγούνται πως και εδώ, για τον ίδιο λόγο, δεν μπορούσε παρά να είχε απορριφθεί η αίτηση του αιτητή.  Στην υπόθεση εκείνη ο αιτητής ζήτησε άδεια αλιείας (όχι ειδική) για “σκοπούς μη κερδοσκοπικούς”. Ήταν ερασιτέχνης, [*5]δεν απέβλεπε σε κέρδος και ήθελε άδεια αλιείας, επαγγελματική δηλαδή.  Έκρινα πως δεν ετίθετο καν θέμα άσκησης διακριτικής εξουσίας. Η αίτησή του έπρεπε να απορριφθεί αφού “η άδεια αλιείας” προϋποθέτει “σκοπούς κερδοσκοπικούς”.

Η μελέτη των στοιχείων δείχνει πως η παρούσα περίπτωση είναι διαφορετική.  Με ανακοίνωση τάχθηκε προθεσμία για την υποβολή αιτήσεων και για τα δυο είδη άδειας και ο αιτητής ανταποκρίθηκε εμπροθέσμως.  Ζήτησε “επαγγελματική άδεια” για το 1998 και με απόφαση του Διευθυντή το αίτημά του απορρίφθηκε.  Όπως του εξηγήθηκε με την επιστολή ημερομηνίας 15.7.98, “λαμβάνοντας υπόψη τον περιορισμένο αριθμό Αδειών Αλιείας που μπορεί να εκδοθούν κάθε χρόνο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Περί Αλιείας Νόμου και με βάση τα σχετικά κριτήρια επιλογής των αιτητών”.  Του υποδείχθηκε, επομένως, πως θα μπορούσε να αποταθεί για “ειδική άδεια αλιείας”. Ο αιτητής άσκησε ιεραρχική προσφυγή προς τον Υπουργό και τόνισε σ΄αυτή το γεγονός ότι του είχε χορηγηθεί επαγγελματική άδεια για το 1996, ότι κατείχε σκάφος κατάλληλο που ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις της περίπτωσης και ότι, για λόγους που εξήγησε, χρειαζόταν το εισόδημα από την πώληση των ψαριών.  Σημείωσε σ΄αυτό το πλαίσιο ότι “ως ερασιτέχνης ψαράς δεν έχει το δικαίωμα δια νόμου να πωλεί τα ψάρια που αλιεύει”.  Επελήφθη του θέματος, όπως και πολλών άλλων ιεραρχικών προσφυγών, ειδική επιτροπή που διορίστηκε από τον Υπουργό Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος και βρίσκεται ενώπιόν μου το πόρισμά της. Επίσης βρίσκεται ενώπιόν μου “Πληροφοριακό Δελτίο” σε σχέση με τον αιτητή στο οποίο, αφού σημειώνεται πως δεν πληροί τα κριτήρια που τέθηκαν, καταγράφονται και οι ακόλουθες παρατηρήσεις:  “Συνταξιούχος Β. Διευθυντής από το 1987.  Θέλει να ασχολείται επαγγελματικά με την αλιεία για να ενισχύσει τα οικονομικά του. Έχει γιό φοιτητή στην Αγγλία.  Θέτει και θέμα ελλιμενισμού.  Το κόστος είναι ψηλό.  Σαν ερασιτέχνης δεν μπορεί να πωλεί το ψάρι.  Κάτοικος Λευκωσίας.”

Η επιτροπή εισηγήθηκε την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής, αυτό πράγματι έγινε και στην επιστολή 7.12.98 αναφέρονται οι λόγοι:

“Σύμφωνα με τα στοιχεία της υπόθεσης και αφού σας δόθηκε η ευκαιρία να υποστηρίξετε, ενώπιον Επιτροπής, τους λόγους στους οποίους βασίζετε την προσφυγή σας, κρίθηκε ότι η αίτηση σας ορθά απορρίφθηκε από το Διευθυντή Τμήματος Αλιείας, και ότι δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος για αναθεώρηση της απόφασής αυτής δεδομένου ότι όπως φάνηκε δεν πληρείτε οποιοδή[*6]ποτε από τα κριτήρια για παραχώρηση επαγγελματικής άδειας αλιείας.”

Δεν έχουμε, λοιπόν, ενδιαφερόμενο για μη κερδοσκοπική αλιεία που ζήτησε επαγγελματική άδεια όπως στην Τσιερκέζος (ανωτέρω).  Οι καθ΄ων η αίτηση, στην αγόρευσή τους, εκλαμβάνουν πως ο αιτητής, όταν ανέφερε στην ιεραρχική προσφυγή του ότι “ως ερασιτέχνης ψαράς δεν έχει το δικαίωμα δια νόμου να πωλεί τα ψάρια που αλιεύει” δήλωνε πως ήταν ερασιτέχνης. Είναι όμως φανερό ότι απλώς ο αιτητής τόνιζε με τον τρόπο αυτό πως δεν θα τον εξυπηρετούσε η ερασιτεχνική άδεια.  Δεν θα μπορούσε σε εκείνη την περίπτωση να  πωλεί ψάρια και δεν θα είχε το εισόδημα στο οποίο απέβλεπε.

Επίσης δεν προωθεί τις θέσεις των καθ΄ων η αίτηση η εισήγηση πως ο αιτητής δεν έχει αποδείξει ότι είναι επαγγελματίας ψαράς και ότι έχει εισόδημα από την αλιεία.  Δεν μπορεί να τίθεται τέτοιο θέμα.  Δεν απαιτείται τέτοια προϋπόθεση από το Νόμο ή τους Κανονισμούς.  Δεν αποκλείεται κάποιος να αποταθεί για επαγγελματική άδεια για να ασχοληθεί για πρώτη φορά επαγγελματικά με την αλιεία.  Όπως είδαμε, ο αριθμός των επαγγελματιών αδειών που κάποιος έχει εξασφαλίσει είναι μόνο κριτήριο επιλογής.  Αυτό μας φέρνει σε ό,τι θεωρώ ως την ουσία της υπόθεσης αλλά παρεμβάλλω πως η πιο πάνω αντίληψη παραγνωρίζει και το ότι για προηγούμενο έτος είχε χορηγηθεί στον αιτητή επαγγελματική άδεια και δεν υπάρχει οτιδήποτε στο φάκελο που να δείχνει ότι δεν την αξιοποίησε, που αναφέρεται στους σοβαρούς λόγους “περί του αντιθέτου, για μή παραχώρηση άδειας αλιείας”.  Ο ίδιος ο αιτητής ανέφερε στην ιεραρχική προσφυγή του ότι, με βάση την άδεια που του είχε δοθεί, “εξασκούσε ανελλιπώς το επάγγελμα του ψαρά”.  Συναφώς, η αναφορά στο “Πληροφοριακό Δελτίο” πως “η απασχόληση του αιτητή είναι μάλλον ερασιτεχνική” δεν υποστηρίζεται από οτιδήποτε στο φάκελο.

Τα κριτήρια που τέθηκαν, κατ΄επίκληση των οποίων απορρίφθηκε η αίτηση και η ιεραρχική προσφυγή, είναι συγκριτικά. Όπως και το δεσπόζον του Κανονισμού 6(ι)(γ) προς το οποίο είναι συναρτημένα. Το λέγει ο ίδιος ο Κανονισμός 6(ι)(γ) αλλά και η εισαγωγή πριν την απαρίθμηση των κριτηρίων, στη συνέχεια. Αναφέρεται:

“Με βάση το άρθρο 6(1)(γ) των περί Αλιείας Κανονισμών του 1990 μέχρι 1994 όταν, ο αριθμός των αιτητών, υπερβαίνει τον περιορισμένο κατά έτος, αριθμό αδειών αλιείας, ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Αλιείας μπορεί να επιλέγει τους αιτητές προς τους οποίους θα χορηγούνται οι άδειες αλιείας και για το σκοπό αυτό να παρέχει προτεραιότητα, εφόσον δεν υπάρχει σοβαρός λόγος [*7]περί του αντιθέτου, σε εκείνους οι οποίοι εξασφάλισαν κατά τα τελευταία δέκα έτη, το μεγαλύτερο αριθμό, αδειών.”

Με αυτά υπόψη ζήτησα στοιχεία αναφορικά με τον αριθμό των αδειών που είχαν χορηγηθεί για το 1998 και τις απόψεις των μερών αναφορικά με το παραδεκτό της προσφυγής στην περίπτωση που αυτές υπερέβαιναν τις 500. Το ερώτημα ήταν αν, σε τέτοια περίπτωση, ήταν δυνατό να προσβάλλεται ως εκτελεστή πράξη η απόρριψη της αίτησης για χορήγηση άδειας αλιείας. Χορήγηση άδειας αλιείας και σ΄αυτόν θα σήμαινε υπέρβαση του ορίου που τέθηκε και θα ανέκυπτε ζήτημα ως προς το κατά πόσο η προσφυγή θα μπορούσε πλέον να αναφέρεται στο έγκυρο της επιλογής που έγινε οπότε θα έπρεπε να είχε προσβληθεί ως εκτελεστή πράξη η χορήγηση αδειών σε εκείνους που, κατά τη γνώμη του αιτητή, υστερούσαν  έναντι του για κάποιο λόγο, προφανώς με αναφορά στα κριτήρια που τέθηκαν.  (βλ. συναφώς την απόφαση της Ολομέλειας στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Χρυσοστόμου κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 391 και την Μεταξάς ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 754/98, ημερομηνίας 11.8.2000.)

Διαπιστώθηκε, όμως, ότι χορηγήθηκαν λιγότερες από 500 άδειες αλιείας, συγκεκριμένα 492.  Επομένως, δεν είχε απορριφθεί η αίτηση του αιτητή για να δοθεί προτεραιότητα σε άλλους.  Υπήρχε περιθώριο για τη χορήγησή της χωρίς να επηρεαστεί άλλος υπέρ του οποίου λειτουργούσαν όλα ή κάποια από τα κριτήρια. Ήταν, όμως, περισσότεροι από 500 οι αιτητές και αυτό κατά την εισήγηση των καθ΄ων η αίτηση, έφερνε στο προσκήνιο τα κριτήρια.  Αυτό είναι ορθό αλλά μόνο στην έκταση που τα κριτήρια θα προσμετρούσαν για τον καθορισμό προτεραιότητας όπως είναι ο δηλωμένος σκοπός τους. Δεν ήταν τα κριτήρια είδος προϋποθέσεων, η μη ανταπόκριση στις οποίες απέκλειε τη χορήγηση άδειας αλιείας όταν παρεχόταν δυνατότητα έκδοσής της χωρίς επηρεασμό άλλου στον οποίο θα έπρεπε να δοθεί προτεραιότητα.  Στην περίπτωση αυτή, ήταν εξωγενή, κατά πλάνη περί το νόμο τους προσδόθηκε η σημασία που εξειδικεύθηκε και, σε τελική ανάλυση, η προσβαλλόμενη απόφαση που λήφθηκε κατ’ επίκληση τους απολήγει αναιτιολόγητη.

Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

Η�προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο