Κυπριακή Δημοκρατία, Μαρία Γεωργιάδου ν. (Αρ. 1) (2001) 4 ΑΑΔ 35

(2001) 4 ΑΑΔ 35

[*35]19 Ιανουαρίου, 2001

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ,

Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ (ΑΡ. 1),

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 694/1999)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Προπτυχιακής εκπαίδευσης στην οδοντιατρική, συνολικής διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους, όπως προβλέπεται στη σημείωση του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης Πρώτου Οδοντιατρικού Λειτουργού ― Ερμηνεία ― Η ερμηνεία που δόθηκε από την Ε.Δ.Υ. στη σημείωση κρίθηκε μη εύλογα επιτρεπτή στην κριθείσα περίπτωση.

Η αιτήτρια προσέβαλε την κατ’ επανεξέταση προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Πρώτου Οδοντιατρικού Λειτουργού, Οδοντιατρικές Υπηρεσίες.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Η μετεκπαίδευση της αιτήτριας δεν υπολειπόταν των εννέα μηνών που η Ε.Δ.Υ. θεώρησε ως “το ελάχιστο του χρόνου, που κατά κανόνα θεωρείται περίπου ως ακαδημαϊκό έτος (9 μήνες).

     Το ποιά όμως θα μπορούσε να θεωρηθεί η χρονική έκταση του ακαδημαϊκού έτους, αποτέλεσε μόνο μια πτυχή του ζητήματος. Η Ε.Δ.Υ. κατηύθυνε την προσοχή της  και στο κατά πόσο το ακαδημαϊκό έτος θα μπορούσε να συμπληρωθεί με αριθμό περιόδων, όταν μάλιστα τις χώριζε μεγάλη χρονική απόσταση.

[*36]           Η άποψη της Ε.Δ.Υ. ότι ενόψει της αναφερθείσας διάσπασης η μεταπτυχιακή εκπαίδευση της αιτήτριας δεν ικανοποιούσε τη σχετική πρόνοια στη Σημείωση του Σχεδίου Υπηρεσίας, θα ήταν εύλογη, ίσως ακόμα και αναπόφευκτη, αν η διάρκεια δεν μετριαζόταν με τον προσδιορισμό της ως συνολικής.  Το “συνολικής διάρκειας” στην πρόνοια δεν θα είχε αλλιώς νόημα.  Κι αυτό έχει σχέση όχι μόνο με το πώς συντίθενται από χρονικής άποψης τα επιμέρους μιας ενότητας, αλλά και το πώς αντικρύζονται τα επιμέρους από άποψη περιεχομένου της μετεκπαίδευσης.  Κατά συνέπεια δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή η άποψη πως η αιτήτρια δεν ήταν προσοντούχος.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Προσφυγή.

Προσφυγή από την αιτήτρια κατά της προαγωγής, κατόπιν επανεξέτασης, του ενδιαφερόμενου προσώπου στη θέση Πρώτου Οδοντιατρικού Λειτουργού, Οδοντιατρικές Υπηρεσίες.

Χρ. Γεωργιάδης, για την Αιτήτρια.

Ε. Παπαγεωργίου-Καρακάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Α. Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

Cur. adv. vult.

NIKOΛΑΟΥ, Δ.: Προσβάλλεται η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (στα επόμενα Ε.Δ.Υ.), ημερ. 16 Απριλίου 1999 με την οποία, κατόπιν επανεξέτασης, θεωρήθηκε και πάλι ότι η αιτήτρια δεν ήταν προσοντούχος υποψήφια, με αποτέλεσμα το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Εύη Νεοφύτου να προαχθεί ξανά στη μόνιμη (Τακτ. Προϋπ.) θέση Πρώτου Οδοντιατρικού Λειτουργού, Οδοντιατρικές Υπηρεσίες, με ισχύ από 15 Ιουλίου 1997.

Η διαδικασία για πλήρωση της θέσης άρχισε με πρόταση της αρμόδιας αρχής ημερ. 28 Μαΐου 1997.  Επρόκειτο για θέση μόνο προαγωγής.  Η Ε.Δ.Υ., σε συνεδρία ημερ. 20 Ιουνίου 1997, κατέληξε ότι η αιτήτρια δεν κατείχε όλα τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα.  Η αιτήτρια αμφισβήτησε αυτή την κατάληξη με την προσφυγή αρ. 681/97 και πέτυχε.  Με απόφαση ημερ. 8 Μαρτίου 1999 το Δικαστήριο ακύρωσε την προαγωγή του ενδιαφερόμενου προσώπου επειδή (α) η Ε.Δ.Υ. στηρίχθηκε στην επί του θέμα[*37]τος άποψη της Διευθύντριας Οδοντιατρικών Υπηρεσιών ότι μόνο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε τα προσόντα, και δεν διενήργησε έρευνα για να προβεί σε δικές της δαπιστώσεις· και (β) η κατάληξη της Ε.Δ.Υ. ότι η αιτήτρια δεν ήταν προσοντούχος βρισκόταν σε αντίθεση με προηγούμενη απόφασή της, ημερ. 12 Ιουλίου 1996, σε άλλη διαδικασία για την πλήρωση τέτοιας θέσης βάσει του ίδιου σχεδίου υπηρεσίας, και δεν αιτιολόγησε τη μεταβολή.

Πράγματι, η Ε.Δ.Υ.,  σε συνεδρία ημερ. 12 Ιουλίου 1996, είχε θεωρήσει την αιτήτρια προσοντούχο.  Το σχετικό πρακτικό δεν περιλάμβανε λεπτομέρειες στοιχείων και λόγων. Αναφερόταν μόνο πως η αιτήτρια, όπως και δύο άλλες υποψήφιες, “έχουν την απαιτούμενη τριετή υπηρεσία στη θέση Ανώτερου Οδοντιατρικού Λειτουργού και κατέχουν τα απαιτούμενα μεταπτυχιακά προσόντα, όπως αυτά περιγράφονται είτε στα απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας είτε στη διάζευξη της Σημείωσης του”.  Για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο αναφερόταν στο ίδιο πρακτικό πως  επίσης κατείχε τα προσόντα διότι είχε πέραν της δεκαετούς υπηρεσίας στη θέση Ανώτερου Οδοντιατρικού Λειτουργού από την οποία τουλάχιστο πενταετή διοικητική πείρα, και εκτίθεντο οι πηγές από τις οποίες προέκυπτε αυτό.  Στα απαιτούμενα προσόντα περιλαμβανόταν και:

“(1) Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος σ΄ οποιοδήποτε κλάδο της οδοντιατρικής και τριετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Ανώτερου Οδοντιατρικού Λειτουργού.”

Με Σημείωση όμως γινόταν πρόνοια ότι:

“Υπάλληλοι που υπηρετούσαν στις Οδοντιατρικές Υπηρεσίες κατά την ημερομηνία έγκρισης του παρόντος Σχεδίου Υπηρεσίας μπορούν να είναι υποψήφιοι έστω και αν δεν κατέχουν μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο, νοουμένου όμως ότι θα έχουν μεταπτυχιακή εκπαίδευση σε οποιοδήποτε κλάδο της οδοντιατρικής συνολικής διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους ή δεκαετή τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Ανώτερου Οδοντιατρικού Λειτουργού (Α13) από την οποία πενταετή τουλάχιστον διοικητική πείρα.”

Κατά την επανεξέταση, η Ε.Δ.Υ. απέφυγε τις πλημμέλειες τις οποίες είχε επισημάνει το Δικαστήριο.  Προέβη σε διερεύνηση των επιμέρους στοιχείων και εξήγησε γιατί αφίστατο της αρχικής κατάληξης, ημερ. 12 Ιουλίου 1996, αναφορικά με τα προσόντα της αιτήτριας.  Το ουσιώδες εν προκειμένω μέρος της τελευταίας απόφασης περιέχεται στο ακόλουθο απόσπασμα:

[*38]“Ύστερα από μελέτη όλων των ενώπιόν της σχετικών στοιχείων, η Επιτροπή σημείωσε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο η ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ Μαρία έχει μόνο δύο μετεκπαιδεύσεις, η μία διάρκειας πέντε μηνών (1.2.88-30.6.88), στο Royal Dental College στη Δανία και όχι διάρκειας έξι μηνών, όπως η ίδια αναφέρει στην επιστολή της, και η άλλη τριών μηνών (1994) στο Πανεπιστήμιο του Newcastle Upon Tyne.

................................................................................................................

Η Επιτροπή, με βάση όλα τα ενώπιόν της στοιχεία έκρινε ότι η Γεωργιάδου Μαρία δεν κατέχει το υπό του Σχεδίου Υπηρεσίας, σύμφωνα με τη Σημείωση, καθοριζόμενο προσόν της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης σε οποιοδήποτε κλάδο της Οδοντιατρικής συνολικής διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους, διότι οι δύο σειρές μαθημάτων που παρακολούθησε μέχρι τον ουσιώδη χρόνο δεν αποτελούσαν ένα ενιαίο σύνολο.  Ήταν δύο διαφορετικές σειρές μαθημάτων που έγιναν σε δύο διαφορετικές περιόδους, σε δύο διαφορετικά ιδρύματα, σε δύο διαφορετικές χώρες και δεν είχαν συνέχεια μεταξύ τους.  Επίσης, η διάρκεια της εκπαίδευσης δεν συμπληρώνει το ελάχιστο του χρόνου που κατά κανόνα θεωρείται περίπου ως ακαδημαϊκό έτος (9 μήνες), λαμβανομένου ιδιαίτερα υπόψη του γεγονότος ότι οι δύο μεταξύ τους σειρές μαθημάτων είχαν χρονική απόσταση (6 χρόνια).

Η Επιτροπή, λαμβάνοντας την πιο πάνω απόφασή της, δεν παράλειψε να σημειώσει ότι η  Επιτροπή υπό την προηγούμενη σύνθεσή της με απόφασή της στις 12.7.96 (θέμα Β(2)(7) των πρακτικών) στα πλαίσια διαδικασίας πλήρωσης άλλης ίδιας θέσης, είχε κρίνει ότι η Γεωργιάδου Μαρία κατείχε τα απαιτούμενα μεταπτυχιακά προσόντα ήταν προάξιμη υποψήφια και ωστόσο, η Επιτροπή στη σημερινή της συνεδρία και με βάση τη μελέτη των στοιχείων που αναφέρονται πιο πάνω, θεωρεί ότι η απόφαση της 12.7.96 λήφθηκε κατά τρόπο συνοπτικό, χωρίς εξειδικευμένη διερεύνηση και είχε ως αποτέλεσμα την εξαγωγή μη ορθών συμπερασμάτων.”

Παρεισέφρησε όμως λάθος σε σχέση με τα στοιχεία.  Και επιπλέον εξήχθησαν εσφαλμένα συμπεράσματα.  Η πρώτη μετεκπαίδευση της αιτήτριας ήταν διάρκειας όχι πέντε μηνών, που ανέφερε η Ε.Δ.Υ., αλλά έξι όπως είχε η ίδια υποδείξει.  Για έξι μήνες ήταν η εξ αρχής προγραμματισθείσα διάρκεια της εν λόγω μετεκπαίδευσης όπως φαίνεται από τα διάφορα έγγραφα της υποτροφίας που της [*39]δόθηκε. Και αυτό ήταν που έγινε, όπως φαίνεται από σχετικό πιστοποιητικό ημερ. 30 Ιουνίου 1988. Το περιεχόμενό του όμως η   Ε.Δ.Υ. δεν το αντίκρυσε ορθά.  Το πιστοποιητικό ανέφερε ότι η αιτήτρια παρέμεινε στο Τμήμα Περιοδοντολογίας του Royal Dental  College, Κοπεγχάγης, από 1 Φεβρουαρίου μέχρι 30 Ιουνίου 1988 αλλά και στο Τμήμα Στοματολογίας (Department of Oral Medicine and Oral Surgery) του University Hospital, Κοπεγχάγης, για άλλο ένα μήνα.  Εάν η Ε.Δ.Υ. σημείωνε και το δεύτερο, αλλά είχε αμφιβολία αναφορικά με το πού ανήκε, θα διερευνούσε και θα πληροφορείτο ότι, όπως αργότερα εξήγησε με άλλη ευκαιρία η Διευθύντρια Οδοντριατικών Υπηρεσιών, ανήκε και εκείνο στον Κλάδο της Περιοδοντολογίας. Μαζί με τη δεύτερη μετεκπαίδευση τριών μηνών κατά το 1994, η αιτήτρια είχε λοιπόν κατά τον ουσιώδη χρόνο, μετεκπαίδευση συνολικής διάρκειας εννέα μηνών.  Επομένως, η μετεκπαίδευση της αιτήτριας δεν υπολειπόταν των εννέα μηνών που η Ε.Δ.Υ. θεώρησε ως “το ελάχιστο του χρόνου που  κατά  κανόνα θεωρείται περίπου ως ακαδημαϊκό έτος (9 μήνες) .....”.  Με αυτή τη θεώρηση του “ακαδημαϊκού έτους” από μέρους της Ε.Δ.Υ. δεν είναι εν προκειμένω ανάγκη να ασχοληθώ μια και υπήρχε αριθμητική ταύτιση μεταξύ αυτού που η αιτήτρια είχε και αυτού που η Ε.Δ.Υ. καθόρισε.

Το ποιά όμως θα μπορούσε να θεωρηθεί η χρονική έκταση του ακαδημαϊκού έτους, αποτέλεσε μόνο μια πτυχή του ζητήματος.  Η Ε.Δ.Υ. κατηύθυνε την προσοχή της  και στο κατά πόσο το ακαδημαϊκό έτος θα μπορούσε να συμπληρωθεί με αριθμό περιόδων, όταν μάλιστα τις χώριζε μεγάλη χρονική απόσταση( και επίσης κατηύθυνε την προσοχή της στο κατά πόσο δεν θα έπρεπε εν πάση περιπτώσει να αποτελούν “ένα ενιαίο σύνολο”, ενώ εν προκειμένω η μετεκπαίδευση αφορούσε “δύο διαφορετικές σειρές μαθημάτων που έγιναν σε δύο διαφορετικές περιόδους, σε δύο διαφορετικά ιδρύματα σε δύο διαφορετικές χώρες και δεν είχαν συνέχεια μεταξύ τους”.

Η άποψη της Ε.Δ.Υ. ότι ενόψει της αναφερθείσας διάσπασης η μεταπτυχιακή εκπαίδευση της αιτήτριας δεν ικανοποιούσε τη σχετική πρόνοια στη Σημείωση του Σχεδίου Υπηρεσίας, θα ήταν εύλογη, ίσως ακόμα και αναπόφευκτη, αν η διάρκεια δεν μετριαζόταν με τον προσδιορισμό της ως συνολικής. Το “συνολικής διάρκειας” στην πρόνοια δεν θα είχε αλλιώς νόημα.  Κι αυτό, καθώς μου φαίνεται, έχει σχέση όχι μόνο με το πώς συντίθενται από χρονικής άποψης τα επιμέρους μιας ενότητας αλλά και το πώς αντικρύζονται τα επιμέρους από άποψη περιεχομένου της μετεκπαίδευσης.  Καταλήγω λοιπόν πως δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή η άποψη πως η [*40]αιτήτρια δεν ήταν προσοντούχος.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

Η�προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο