Κυριάκου Λοΐζος ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2001) 4 ΑΑΔ 189

(2001) 4 ΑΑΔ 189

[*189]23 Μαρτίου, 2001

[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΛΟΪΖΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

Αιτητής,

ν.

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ης η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 958/1999)

 

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Προαγωγές ― Συμβουλευτική Υπεπιτροπή της Αρχής για θέματα προσωπικού ― Σύνθεση ― Καν. 19 των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986 (Κ.Δ.Π. 291/86) και Κανόνας 6 του Δεύτερου Πίνακα του Μέρους ΙΙ ― Κακή η σύνθεση της Υπεπιτροπής στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Διοικητικό Δίκαιο ― Ερμηνευτικές εγκύκλιοι της διοίκησης ― Δεν δεσμεύουν τα δικαστήρια ― Νομική φύση της εγκυκλίου και διακρίσεις.

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων με βάση το Άρθρο 8Α του περί Αναπτύξεως Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 171 ― Ερμηνεία ― Παραβίαση της διάταξης στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις και συνέπειες.

Ο αιτητής προσέβαλε την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους σε Ανώτερο Περιφερειακό Μηχανικό (Προγραμματισμός, Οργάνωση και Μέθοδοι).

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Στην υπό κρίση υπόθεση δεν υφίσταται εγκύκλιος κανονιστικού περιεχομένου.  Η εγκύκλιος για την οποία πρόκειται δεν θέτει κανόνες δικαίου.

[*190]         Οι ερμηνευτικές εγκύκλιοι των δημοσίων αρχών δεν δεσμεύουν τα δικαστήρια.  Η αυθεντική ερμηνεία των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων δεν ανήκει σ’ αυτές.  Eίναι έργο των δικαστηρίων.  Ο Διευθυντής Προσωπικού ως φορέας δικαιώματος να παρίσταται στις συνεδριάσεις συλλογικού οργάνου δεν μπορεί, εφόσον ο νόμος δεν το προβλέπει, να το μεταβιβάσει σ’ άλλο.

     Η εξουσία για αναπλήρωση αξιωματούχου της Αρχής από άλλο όργανο δεν εξουσιοδοτείται.  Η δε εγκύκλιος στην περίπτωση αυτή δεν μεταβάλλει την κατάσταση ούτε πετυχαίνει εκείνο που ο νόμος δεν αναφέρει με ρητή πρόνοιά του.

     Από την εξέταση του πρακτικού είναι σαφές ότι ο κ. Πετούσης αποσύρθηκε, αλλά το έπραξε, αφού προηγήθηκε η ουσιαστική συζήτηση του θέματος των συστάσεων κατά τη διάρκεια της οποίας ήταν παρών.  Αυτός είναι λόγος ακύρωσης της επίδικης πράξης, όπως βεβαιώνει η πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου των τελευταίων χρόνων.

     Η απουσία του διευθυντή, που θα μπορούσε νόμιμα να παραστεί, για να έχουμε νόμιμη συγκρότηση του οργάνου, για συνέδριο στο εξωτερικό, οπωσδήποτε δε συνιστά αντικειμενική αδυναμία με την έννοια που ο όρος αυτός έχει χρησιμοποιηθεί από τη νομολογία για να δικαιολογήσει την αντικατάσταση ενός αξιωματούχου από άλλο.  Το κώλυμα εδώ δεν ήταν ουσιαστικής μορφής.

     Η ένσταση κακής σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι έγκυρη. Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα είναι ότι η επίδικη πράξη ακυρώνεται.

2.  Είναι εμφανής η πρόθεση του νομοθέτη στο Άρθρο 8Α του περί Αναπτύξεως Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 171, ότι η ανάθεση της αρμοδιότητας σε άλλο αξιωματούχο ή υπάλληλο της Αρχής  (εδώ το Διευθυντή Προσωπικού) είναι νόμιμη μόνο εφόσον μεταβιβάζεται από κοινού σε επιτροπή από μέλος ή μέλη της (Αρχής) και τον αξιωματούχο ή υπάλληλο.  Διαπιστώνεται επομένως παράβαση νόμου.

     Η προκήρυξη θέσεων συνδέεται άμεσα με τη νομιμότητα της διαδικασίας στην αφετηρία της.  Θα είναι επικίνδυνο να προκηρύσσονται θέσεις (ακόμα και για προαγωγή) από αναρμόδια όργανα, όπως στην πραγματικότητα έγινε εδώ.  Δεν μπορεί παρά οι πράξεις τους να είναι άκυρες.  Αν, παρεμπιπτόντως, ο αιτητής κρίθηκε ως υποψήφιος δεν έχει τόση σημασία.  Δεν μπορεί η παρανομία να γίνει ανεκτή γιατί δε ζημιώνεται απευθείας ο αιτητής.  Το δημόσιο [*191]συμφέρον είναι πολύ ευρύτερη έννοια. 

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Κασιουλής κ.ά. v. Δήμου Γεροσκήπου (1999) 4 Α.Α.Δ. 1,

Avgerinos Nikitas Ltd κ.ά. v. Δήμου Λεμεσού (1993) 4 Α.Α.Δ. 315,

Σοφοκλέους v. Δήμου Λάρνακας κ.ά. (1996) 4(Δ) Α.Α.Δ. 2353,

Χ”Παυλή v. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1865,

Ευγενίου v. Δήμου Γεροσκήπου (1998) 4 Α.Α.Δ. 55,

Lazarou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 82,

Κυπριακή Δημοκρατία v. S. Kyriacou Euromarket Ltd (2000) 3 Α.Α.Δ. 692,

Ζήνωνος κ.ά. v. Δημοκρατίας (2001) 4 Α.Α.Δ. 21,

Πετρίδης κ.ά. v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 321/98 κ.ά., ημερ. 17.3.1999,

Κοφτερός κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 171.

Προσφυγή.

Προσφυγή από τον αιτητή κατά της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Ανώτερου Περιφερειακού Μηχανικού (Προγραμματισμός, Οργάνωση και Μέθοδοι), Γραφείο Περιφέρειας Αμμοχώστου - Λάρνακας.

Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.

Γ. Κακογιάννης, για την Καθ’ ης η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Ο αιτητής προσβάλλει την προαγωγή του συναδέλφου του κ. Γεώργιου Χ”Γιάννη - και ενδιαφερόμενου προσώπου στην προσφυγή - στη θέση Ανώτερου Περιφερειακού Μηχανι[*192]κού (Προγραμματισμός, Οργάνωση και Μέθοδοι).  Η θέση υπάγεται στο Γραφείο Περιφέρειας Αμμοχώστου - Λάρνακας της Αρχής.  Η απόφαση, που λήφθηκε στις 13/7/99, γνωστοποιήθηκε στον αιτητή στις 16/7/99.

Η απόφαση βάλλεται από πολλές πλευρές.  Ο δικηγόρος του αιτητή έθεσε πρώτα θέμα κακής σύνθεσης ή συγκρότησης της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής για θέματα προσωπικού (Σ.Υ.).  Το όργανο αυτό έχει ουσιαστική συμμετοχή στην προαγωγική διαδικασία.  Σύστησε τον ενδιαφερόμενο ως τον πιο κατάλληλο:  βλέπε πρακτικά της συνεδρίασης της Σ.Υ. ημερ. 10/6/99, το οποίο είναι παράρτημα 5 στην ένσταση.  Ας σημειωθεί ότι κατά την εναρκτήρια φάση της διαδικασίας η Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής εισηγήθηκε για προαγωγή 3 από τους υποψήφιους, μεταξύ των οποίων ήταν και τα διάδικα μέρη.

Αφορμή για την προβολή του ισχυρισμού αυτού έδωσε η παρουσία του κ. Γ. Πετούση, Ανώτερου Βοηθού Διευθυντή Προσωπικού στην παραπάνω συνεδρία της Σ.Υ.  Η συγκρότηση της καθορίζεται από τον Καν. 19(1) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986 (Κ.Δ.Π. 291/86).  Ο Καν. 19(6) ορίζει ότι η διαδικασία της Σ.Υ. γίνεται “συμφώνως των εν τω Μέρει ΙΙ του Δευτέρου Πίνακος Κανόνων”.

Ενδιαφέρει ο Κανόνας 6.  Προνοεί ότι:

“(1)  Εις οιανδήποτε συνεδρίαν της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, θα δύνανται να παρίστανται (αλλ’ ουχί ως μέλη της Υπεπιτροπής) ο Διευθυντής, και τοιούτοι άλλοι υπάλληλοι κατέχοντες θέσεις επί κλίμακος 15 και άνω, ως τα Μέλη της Υπεπιτροπής ή ο Διευθυντής ήθελον κρίνει ότι η παρουσία των είναι υπό τας περιστάσεις χρήσιμος ή επιθυμητή, εκτός εάν τα Μέλη της Υπεπιτροπής είναι της γνώμης ότι λόγω της φύσεως του υπό συζήτησιν θέματος δέον όπως η συνεδρία της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής διεξαχθή ή συνεχισθή, ως η περίπτωσις, άνευ της παρουσίας πάντων των ως άνω προσώπων ή τινών εξ αυτών.

(2)  Τα μέλη της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής θα δύνανται να ακούουν τας απόψεις του Διευθυντού και άλλων προϊσταμένων τμημάτων ή υπηρεσιών της Αρχής κατά την απόλυτον κρίσιν των και να δίδουν εις τας τοιαύτας απόψεις οίαν βαρύτητα ήθελον κρίνει πρέπον.”

Είναι αμοιβαία αποδεκτό ότι ο υπάλληλος αυτός δεν κατείχε θέ[*193]ση με κλίμακα “15 και άνω”.  Προσθέτω ότι το γεγονός διαπιστώνεται και αντικειμενικά από τα σχετικά δεδομένα.  Είχε την κατώτερη κλίμακα Α14 1/2. Ο δικηγόρος του αιτητή υποστήριξε ότι η παρουσία του κ. Πετούση ήταν παράνομη.  Και η επίδικη πράξη κατ’ ακολουθίαν ακυρωτέα γιατί φέρει το στίγμα της παρανομίας αυτής. Ο κ. Κωνσταντίνου εξέτασε και το ενδεχόμενο ο παραπάνω αξιωματούχος να είχε προσκληθεί νόμιμα, σύμφωνα με τον Κανόνα 6(2), για να εκφέρει τις απόψεις του. Έπρεπε όμως, σύμφωνα με την εισήγηση του,  σε μια τέτοια περίπτωση, αφού εξέφραζε τη γνώμη του, να αποχωρήσει πριν αρχίσει η συζήτηση του θέματος.

Το πρακτικό όμως (παράρτημα 5), σύμφωνα με την εισήγηση, δεν υποστηρίζει μια τέτοια υπόθεση, όπως επιχείρησε να εισηγηθεί η Αρχή.  Δε φαίνεται να είχε κληθεί για να εκτελέσει ένα τέτοιο καθήκον. Εκείνο που προκύπτει από το πρακτικό είναι ότι ο κ. Πετούσης αποχώρησε πριν από τη λήψη της απόφασης, αφού όμως είχε ολοκληρωθεί, στη διάρκεια της παρουσίας του, η συζήτηση για το θέμα.  Για ενίσχυση της άποψης του, δηλαδή, για την ανάγκη να αποσύρονται έγκαιρα υπηρεσιακοί παράγοντες, διαφυλάσσοντας έτσι τη νομιμότητα της σύνθεσης ενός συλλογικού οργάνου, ο συνήγορος αναφέρθηκε στην Κασιουλής & Άλλος ν. Δήμου Γεροσκήπου (1999) 4 Α.Α.Δ. 1.  Επίσης στις Avgerinos Nikitas Ltd κ.ά. v. Δήμου Λεμεσού (1993) 4 Α.Α.Δ. 315, Σοφοκλέους ν. Δήμου Λάρνακας & Άλλου (1996) 4(Δ) Α.Α.Δ. 2353, Χ”Παυλή ν. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτομικής Βιομηχανίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1865, Ευγενίου ν. Δήμου Γεροσκήπου (1998) 4 Α.Α.Δ. 55.

Η αντίκρουση των επιχειρημάτων αυτών έχει ως βάση την εγκύκλιο PER 2/18/98 (τεκμ. Β στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου της Αρχής), που επιτρέπει την αναπλήρωση του Διευθυντή Προσωπικού από τον Ανώτερο Βοηθό Διευθυντή Προσωπικού, όπως συνέβηκε εδώ.  Είναι η εισήγηση της Αρχής ότι νόμιμα πραγματοποιήθηκε η αναπλήρωση με βάση τις διατάξεις της εγκυκλίου, εφόσον ο Διευθυντής, όπως λέγει ο συνήγορος της Αρχής στην αγόρευση του, είχε “αντικειμενική αδυναμία” να παραστεί. Ήταν, δηλαδή, στο εξωτερικό για να συμμετάσχει σε συνέδριο διεθνούς οργανισμού.  Για το τυπικό αυτό κώλυμα, όπως αναφέρει στη συνέχεια, δεν έπρεπε να ακυρωθεί η συνεδρίαση μια και “ουδεμία επίδραση είχε η παρουσία του κ. Πετούση στη λήψη της επίδικης απόφασης”.  Ο δικηγόρος της Αρχής με παρέπεμψε στην υπόθεση Lazarou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 82.

Παρατηρώ ότι στην υπό κρίση υπόθεση δεν έχουμε εγκύκλιο κανονιστικού περιεχομένου.  Η εν λόγω εγκύκλιος δε θέτει κανόνες [*194]δικαίου. Όπως υποδείξαμε στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. S. Κyriacou Euromarket Ltd (2000) 3 Α.Α.Δ. 692.

“Ελλείπει η νομοθετική ή άλλης μορφής εξουσιοδότηση που δυνατό να της απέδιδε τέτοιο χαρακτήρα.”

Οι ερμηνευτικές εγκύκλιοι των δημοσίων αρχών δε δεσμεύουν τα δικαστήρια. Η αυθεντική ερμηνεία των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων δεν ανήκει σ’ αυτές.  Eίναι έργο των δικαστηρίων.  Ο Διευθυντής Προσωπικού ως φορέας δικαιώματος να παρίσταται στις συνεδριάσεις συλλογικού οργάνου δεν μπορεί, εφόσον ο νόμος δεν το προβλέπει, να το μεταβιβάσει σ’ άλλο.  Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμη η παραπομπή στο σύγγραμμα του Στ. Ι. Δεληκωστόπουλου “Διοικητικόν Δίκαιον”, Τεύχος Α (1972) στις σελ. 193-194:

“Ο κανών δικαίου όταν αναθέτη εις ωρισμένην αρχήν ή όργανον αρμοδιότητα τινά, όταν εξοπλίζη δηλονότι αυτήν με ωρισμένην εξουσίαν πράττει τούτο πάντοτε ουχί χάριν της αρχής ή του οργάνου, αλλ’ εν όψει γενικωτέρων συμφερόντων, αποβλέπων εις την καλλιτέραν εκπλήρωσιν της διοικητικής λειτουργίας..............

.................................................................................................................

Η αρχή του αμεταβιβάστου της αρμοδιότητος δεν τίθεται εκποδών ουδέ τροποποιείται και εάν έτι το όργανον, προς ό μεταβιβάζεται η αρμοδιότης, είναι ο ιεραρχικώς προϊστάμενος ή υφιστάμενος του έχοντος την αρμοδιότητα και μεταβιβάζοντος αυτήν οργάνου.”

Είναι αξιοπαρατήρητο, επιστρέφοντας στις διατάξεις του Κανόνα 6(1), ότι η εξουσία για αναπλήρωση αξιωματούχου της Αρχής από άλλο όργανο δεν εξουσιοδοτείται.  Η δε εγκύκλιος στην περίπτωση αυτή δεν μεταβάλλει την κατάσταση ούτε πετυχαίνει εκείνο που ο νόμος δεν αναφέρει με ρητή πρόνοια του.

Από την εξέταση του πρακτικού είναι σαφές ότι ο κ. Πετούσης αποσύρθηκε, αλλά το έπραξε, αφού προηγήθηκε η ουσιαστική συζήτηση του θέματος των συστάσεων κατά τη διάρκεια της οποίας ήταν παρών.  Αυτός είναι λόγος ακύρωσης της επίδικης πράξης, όπως βεβαιώνει η πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου των τελευταίων χρόνων.  Μια πρόσφατη απόφαση δόθηκε στη Ζήνωνος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 4 Α.Α.Δ. 21 στην οποία γίνεται αναφορά και σε άλλη νομολογία πάνω στο ίδιο θέμα.

Η απουσία του διευθυντή, που θα μπορούσε νόμιμα να παρα[*195]στεί, για να έχουμε νόμιμη συγκρότηση του οργάνου, για συνέδριο στο εξωτερικό, οπωσδήποτε δε συνιστά αντικειμενική αδυναμία με την έννοια που ο όρος αυτός έχει χρησιμοποιηθεί από τη νομολογία για να δικαιολογήσει την αντικατάσταση ενός αξιωματούχου από άλλο.  Το κώλυμα εδώ δεν ήταν ουσιαστικής μορφής.

Η ένσταση κακής σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι έγκυρη.  Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα είναι ότι η επίδικη πράξη ακυρώνεται.

Η επόμενη εισήγηση του αιτητή αφορά τη νομιμότητα της προκήρυξης της θέσης, η οποία έγινε στις 28/4/99, από το Διευθυντή Προσωπικού.  Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής είχε, με προγενέστερη απόφαση του, μεταβιβάσει σ’ αυτόν τη σχετική του αρμοδιότητα κατ’ επίκληση των διατάξεων του άρθρ. 8Α του περί Αναπτύξεως Ηλεκτρισμού  Νόμου, Κεφ. 171, όπως τροποποιήθηκε.  Η σχετική πρόταση του δικηγόρου του αιτητή είναι ότι η πράξη αυτή ήταν παράνομη και συνεπώς άκυρη. Δεν έγινε έγκυρη μεταβίβαση αρμοδιότητας.

Το άρθρο 8Α δεν εξουσιοδοτεί τη μεταβίβαση της εξουσίας προκήρυξης θέσης στο Διευθυντή Προσωπικού μόνο.  Η εξουσία μπορούσε να παραχωρηθεί, με βάση την παραπάνω διάταξη, σε Επιτροπή της Αρχής από μέλος ή μέλη της, μαζί με το Διευθυντή.  Αν ο νομοθέτης, συνεχίζει η εισήγηση, ήθελε να μεταβιβάσει την αρμοδιότητα χωριστά σε αξιωματούχο ή υπάλληλο της Αρχής θα δήλωνε καθαρά τη βούληση του, όπως έπραξε για την περίπτωση του Γενικού Διευθυντή ή του Αναπληρωτή του.

Το άρθρο 8Α προνεί ότι:

“8Α.  Η Αρχή μπορεί, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζει, να μεταβιβάζει την άσκηση οποιωνδήποτε από τις αρμοδιότητες ή τις διοικητικές εξουσίες της δυνάμει του παρόντος ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου σε οποιοδήποτε από τα μέλη της ή στο Γενικό Διευθυντή ή στον Αναπληρωτή του ή σε επιτροπή από μέλος ή μέλη της και το Γενικό Διευθυντή ή άλλους αξιωματούχους ή υπαλλήλους της Αρχής.”

Η άλλη σχετική πρόνοια είναι ο Καν. 13 της Κ.Δ.Π. 291/86 που απονέμει την αρμοδιότητα προκήρυξης των θέσεων στην Αρχή.  Με το άρθρ. 8Α του νόμου είναι πλέον επιτρεπτή η μεταβίβαση στα καθοριζόμενα σ’ αυτήν όργανα.

[*196]Η Αρχή υπέβαλε ότι η μεταβίβαση της εξουσίας στο Διευθυντή Προσωπικού μόνο έγινε νομότυπα και όπως υπαγορεύουν οι γενικές αρχές, που εξάγονται από τη νομολογία· ότι η εξουσιοδότηση ήταν γενική χωρίς να περιορίζεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. και ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής δεν άσκησε αυτή την εξουσία για όσο χρόνο διάρκεσε η εξουσιοδότηση.  Πρόσθετα ή διαζευκτικά υποβλήθηκε ότι και παρατυπία να υπήρξε, αυτή δεν είχε αρνητικές επιπτώσεις για τον αιτητή.

Γιαυτό το μέρος της εισήγησης αναζητήθηκε στήριγμα στην απόφαση του Καλλή Δ. στην Πετρίδης κ.ά. ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Συν. Υποθ. Αρ. 321/98 κ.ά., ημερ. 17.3.99.  Το κύριο θέμα ήταν κατά πόσο η προκήρυξη θέσης, που έγινε πάλιν από το Διευθυντή Προσωπικού, ήταν σύννομη.  Κρίθηκε πως δεν ήταν.  Αντέβαινε στις διατάξεις του άρθρ. 8Α.  Δικηγόρος του ενός από τους αιτητές ήταν πάλιν ο κ. Κωνσταντίνου που πρόβαλε, φαίνεται, την ίδια εισήγηση.  Τονίστηκε στην απόφαση ότι:

“...............η επιχειρηματολογία που έχει παρατεθεί εκ μέρους των αιτητών είναι έγκυρη.  Προσθέτω ότι το κείμενο του σχετικού άρθρου είναι απλό και καθαρό.  Είναι επιδεκτικό μόνο μιας ερμηνείας. Εκείνης που εισηγούνται οι αιτητές. Η χρήση του συνδέσμου “και” μετά την πρόταση “σε επιτροπή από μέλος ή μέλη της” φανερώνει με τρόπο έκδηλο την πρόθεση του Νομοθέτη.”

Συμφωνώ με την απόφαση.  Είναι εμφανής η πρόθεση του νομοθέτη ότι η ανάθεση της αρμοδιότητας σε άλλο αξιωματούχο ή υπάλληλο της Αρχής (εδώ το Διευθυντή Προσωπικού) είναι νόμιμη μόνο εφόσον μεταβιβάζεται από κοινού σε επιτροπή από μέλος ή μέλη της (Αρχής) και τον αξιωματούχο ή υπάλληλο.  Διαπιστώνεται επομένως παράβαση νόμου.

Παρόλο που στην Πετρίδης κ.ά., ανωτέρω, διαπιστώθηκε παρατυπία, εντούτοις αποφασίστηκε ότι δεν ήταν ουσιώδης, αφού εξετάστηκε και η υποψηφιότητα του αιτητή. Το δικαστήριο θεώρησε, υπό το πρίσμα της νομολογίας που αναφέρει, ότι η προκήρυξη των θέσεων δεν έγινε από το παράνομα συγκροτημένο Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής, οπόταν οι προαγωγές θα ήταν άκυρες, αλλά από το Διευθυντή Προσωπικού.  Και κατέληξε ότι:

“Η μη εμπλοκή του παράνομα συγκροτημένου Δ.Σ. της Α.Η.Κ. στη διαδικασία προκήρυξης της θέσης αποτελεί παράγοντα ο οποίος διακρίνει την παρούσα υπόθεση από τις πιο πάνω υποθέσεις στις οποίες έχουν αναφερθεί οι αιτητές περιλαμβανομέ[*197]νης και της Ναύτη (πιο πάνω).”

Σεβαστή η άποψη.  Στο σημείο όμως αυτό δε θα ακολουθήσω την απόφαση.  Έχω τη γνώμη ότι δε χωρεί η διάκριση που έγινε. Η προκήρυξη θέσεων συνδέεται άμεσα με τη νομιμότητα της διαδικασίας στην αφετηρία της. Υπάρχει ακόμη ένας λόγος.  Θα είναι επικίνδυνο να προκηρύσσονται θέσεις (ακόμα και για προαγωγή) από αναρμόδια όργανα, όπως στην πραγματικότητα έγινε εδώ. Δεν μπορεί παρά οι πράξεις τους να είναι άκυρες. Αν, παρεμπιπτόντως, ο αιτητής κρίθηκε ως υποψήφιος δεν έχει τόση σημασία.  Δεν μπορεί η παρανομία να γίνει ανεκτή γιατί δε ζημιώνεται απευθείας ο αιτητής.  Το δημόσιο συμφέρον είναι πολύ ευρύτερη έννοια. Ένα τελευταίο παράδειγμα παρατυπίας στην προκήρυξη θέσεων (Γενικών Διευθυντών Υπουργείων) που οδήγησε σε ακύρωση το διορισμό τους αποτελεί η Κοφτερός κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 171.  Στην υπόθεση εκείνη οι εφεσείοντες θεωρήθηκαν υποψήφιοι, αλλά το γεγονός αυτό δεν έπεισε την πλειοψηφία ότι ο τύπος (η προκήρυξη θέσης) δεν ήταν ουσιώδης.

Βρίσκω ότι σε αυτή την υπόθεση ο Διευθυντής Προσωπικού ενήργησε αναρμόδια.  Ακυρώνω, επομένως, την επίδικη πράξη και γιαυτό το λόγο.  Δε θα χρειασθεί η εξέταση των ισχυρισμών του αιτητή αναφορικά με τη νομιμότητα της σύστασης του Διευθυντή.  Τα έξοδα επιδικάζονται σε βάρος της Αρχής.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο