Τάσσος Τρουλλίδης Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 4 ΑΑΔ 258

(2001) 4 ΑΑΔ 258

[*258]11 Απριλίου, 2001

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΤΑΣΣΟΣ ΤΡΟΥΛΛΙΔΗΣ ΛΤΔ,

Αιτητές,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ),

ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΕΛΩΝΕΙΟΥ,

Καθ΄ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1099/2000)

 

Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Καταναλώσεως ― Ο περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμος του 1998 (Ν.11(Ι)/98) (ο οποίος παραπέμπει στο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Συμφωνίας της Συνιστώσης Σύνδεσιν μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας) ― Προτιμησιακός συντελεστής εισαγωγικών δασμών επί προϊόντων προερχομένων από την Ευρωπαϊκή Ένωση ― Το πιστοποιητικό κίνησης EUR.1 και η διαδικασία επαλήθευσής του ― Άρθρο 24 του Νόμου ― Ερμηνεία ― Κατά πόσο η επαλήθευση δύναται να διενεργείται σε χρόνο μεταγενέστερο της τελώνισης των προϊόντων.

Διοικητικό Δίκαιο ― Αρχή της χρηστής διοίκησης ― Παραβίασή της σε περίπτωση μεσολάβησης μακρού χρόνου από την έκδοση ευμενούς διοικητικής απόφασης μέχρι την ανάκλησή της ― Περιστάσεις της ανάκλησης στην κριθείσα περίπτωση.

[Πέραν των ανωτέρω τίτλων η απόφαση του Δικαστηρίου διαβάζεται ως σύνολο]

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Framespex Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 7.

[*259]Προσφυγή.

Προσφυγή από την αιτήτρια εταιρεία για ακύρωση της απόφασης με την οποία της επιβλήθηκε εισαγωγικός δασμός και φόρος προστιθέμενης αξίας σε σχέση με εισαχθέντα εμπορεύματα.

Χ. Αρτέμης, για τους Αιτητές.

Λ. Χριστοδουλίδου-Ζανέτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ΄ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η Αιτήτρια εταιρεία ζητά την ακύρωση απόφασης με την οποία της επιβλήθηκε εισαγωγικός δασμός και φόρος προστιθέμενης αξίας σε σχέση με εισαχθέντα εμπορεύματα.  Η εταιρεία είχε υποβάλει στις 6.10.1998 διασάφηση εισαγωγής η οποία περιλάμβανε 50 τηλεοράσεις, ζητώντας όπως αυτές τύχουν προτιμησιακής μεταχείρισης ως εμπορεύματα καταγώμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση δυνάμει πιστοποιητικού κίνησης EUR.1 εκδοθέντος από τις Τελωνειακές Αρχές του Βελγίου και σύμφωνα με τις πρόνοιες του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Συμφωνίας της Συνιστώσης Σύνδεσιν μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Ε.Ε. της Δημοκρατίας αρ. 1404, 30.11.1977). Το αίτημα έγινε αποδεκτό και οι τηλεοράσεις επιβαρύνθησαν κατά συνέπεια με προτιμησιακό συντελεστή 0% δυνάμει του άρθρου 4(1)(2) του περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1998 (Ν. 11(Ι)/98) που παραπέμπει στο Πρωτόκολλο.  Στη συνέχεια όμως το Τελωνείο είχε αμφιβολίες κατά πόσο οι τηλεοράσεις πληρούσαν τις πρόνοιες των κανόνων καταγωγής του Πρωτοκόλλου και η υπόθεση διερευνήθηκε από το Αρχιτελωνείο σε αναφορά με το άρθρο 24 του Πρωτοκόλλου.  Στις 6.4.2000 οι Βελγικές Αρχές πληροφόρησαν το Αρχιτελωνείο ότι η προέλευση των τηλεοράσεων από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα δεν μπόρεσε να εξακριβωθεί λόγω έλλειψης δικαιολογητικών αποδεικτικών εγγράφων.  Κατόπιν τούτου, το Τελωνείο απέστειλε την ακόλουθη επιστολή στην εταιρεία στις 14.6.2000:

Σημείωμα Απαίτησης αρ. 61/2000

Επιθυμώ να σας πληροφορήσω ότι οφείλετε στο Τελωνείο συνολικό ποσό £2.314,00 (δύο χιλιάδες τριακόσιες δεκατέσσερεις λίρες) σαν εισαγωγικό δασμό (£1.642,00) και Φ.Π.Α. (£672,00) το οποίο καλείσθε να καταβάλετε μέσα σε 7 ημέρες από την ημερομηνία λήψης της παρούσας επιστολής.

Η οφειλή σας αυτή προκύπτει από τα γεγονότα και την νομο[*260]θεσία όπως εκτίθενται πιο κάτω:

Την 5η Οκτωβρίου 1998 καταθέσετε στο τελωνείο διασάφηση εισαγωγής με αρ. Β705 για τελωνισμό 50 τηλεοράσεων μάρκας SONY τις οποίες εισαγάγατε από  την εταιρεία S. and I. Traders Ltd Αγγλίας με το τιμολόγιο αρ. 99 ημερομηνίας 21.9.1998.  Στη δήλωση σας αναφέρατε ότι οι τηλεοράσεις αυτές εκαλύπτοντο από το πιστοποιητικό κίνησης EUR 1 αρ. Ε2204171 και απαιτήσετε την καταβολή προτιμησιακών συντελεστών δασμού σαν εμπορεύματα που κατάγονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Από διερεύνηση που ακολούθησε, οι Τελωνειακές Αρχές του Βελγίου, μας επληροφόρησαν γραπτώς ότι από έρευνα που έκαναν δεν κατέστει δυνατό να επιβεβαιωθεί η καταγωγή των εμπορευμάτων αυτών και ως εκ τούτου το πιο πάνω πιστοποιητικό κίνησης, θεωρείται άκυρο.

Με βάση τα πιο πάνω το πιστοποιητικό κίνησης EUR 1 με αρ. Ε2204171 θεωρείται εξ΄υπαρχής άκυρο και μη ικανό να δημιουργήσει έννομα αποτελέσματα και ως εκ τούτου σύμφωνα με τον 2ο πίνακα των Περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεων Νόμο αρ. 11(Ι)/98 οι τηλεοράσεις επιβαρύνοντο με γενικό συντελεστή δασμού 14% και όχι με προτιμησιακό συντελεστή 0% που εδήλωσαν.

Το οφειλόμενο ποσό προκύπτει από τους πιο κάτω υπολογισμούς:

Αξία τηλεοράσεων           £ 11.731,00 Χ 14% = Οφειλόμενος εισαγ.                                    Δασμός £1.642,00

Αξία τηλεοράσεων £ 13.373,00 Χ 8% = Φ.Π.Α. £1.610,00

Μείον Φ.Π.Α. που επληρώθηκε με τη διασάφηση Β705 (£938,00)

Οφειλόμενο ποσό Φ.Π.Α. £672,00”

Ακολούθησε η προσφυγή.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την εταιρεία προβάλλει ως λόγο ακύρωσης την πλάνη και παράβαση νόμου.  Συγκεκριμένα, εισηγείται ότι η διαδικασία επαλήθευσης που προνοείται στο άρθρο 24 πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 24(2), να αποφασίζεται πριν από την παράδοση των εμπορευμάτων και όχι μετά όπως έγινε στην περίπτωση, παραπέμποντας ιδιαίτερα στα προβλεπόμενα το άρθρο 24(2).  Το άρ[*261]θρο 24 έχει ως εξής:

“1. Μεταγενεστέρα επαλήθευσις πιστοποιητικών κινήσεως EUR. 1 και εντύπων EUR. 2 θα διενεργήται δειγματοληπτικώς ή οσάκις αι τελωνειακαί αρχαί του εισάγοντος Κράτους έχουν εύλογον αμφιβολίαν ως προς την αυθεντικότητα του εγγράφου ή την ορθότητα της πληροφορίας περί της αληθούς προελεύσεως των υπό αναφοράν εμπορευμάτων.

2. Επί τω τέλει εφαρμογής της παραγράφου 1, αι τελωνειακαί αρχαί του εισάγοντος Κράτους θα επιστρέφουν το πιστοποιητικόν κινήσεως EUR. 1 ή το έντυπον EUR. 2 ή φωτοαντίγραφον αυτών εις τας τελωνειακάς αρχάς του εξάγοντος Κράτους παρέχουσαι, οσάκις ενδείκνυται, τους τυπικούς ή ουσιαστικούς λόγους διά την έρευναν.  Το τιμολόγιον, εάν έχει υποβληθεί, ή αντίγραφον τούτου θα επισυνάπτεται επί του εντύπου EUR. 2 και αι τελωνειακαί αρχαί θα διαβιβάζουν οιανδήποτε πληροφορίαν ήτις έχει ληφθή αναφέρουσαι ότι τα στοιχεία τα εμφαινόμενα επί του πιστοποιητικού ή εντύπου είναι ανακριβή.

Εάν αι τελωνειακαί αρχαί του εισάγοντος κράτους αποφασίσουν να αναστείλουν την εφαρμογήν του Τίτλου Ι της Συμφωνίας εν αναμονή των αποτελεσμάτων της επαληθεύσεως, αύται θα προτείνουν την παράδοσιν των εμπορευμάτων εις τον εισαγωγέα υφ΄α προληπτικά μέτρα ήθελον κρίνει αναγκαία.

3. Αι τελωνειακαί αρχαί του εισάγοντος Κράτους θα πληροφορώνται περί των αποτελεσμάτων της επαληθεύσεως το ταχύτερον δυνατόν.  Τα αποτελέσματα ταύτα δέον όπως είναι τοιαύτα ούτως ώστε να καθιστούν δυνατήν την απόφασιν κατά πόσον το αμφισβητούμενον πιστοποιητικόν κινήσεως EUR.1 ή έντυπον EUR. 2 αναφέρεται εις τα πραγματικώς εξαχθέντα εμπορεύματα, ως και κατά πόσον τα εμπορεύματα ταύτα δύνανται εν τη πραγματικότητι να τύχουν της προτιμησιακής μεταχειρήσεως.

4. Εάν αι τοιαύτοι διαφοραί δεν δύνανται να διακανονισθούν μεταξύ των τελωνειακών αρχών του εισάγοντος Κράτους και εκείνων του εξάγοντος Κράτους, ή εάν εγείρουν θέμα ως προς την ερμηνείαν του παρόντος Πρωτοκόλλου, αύται θα παραπέμπωνται εις την Επιτροπήν Τελωνειακής Συνεργασίας.

5. Εις άπασας τας περιπτώσεις ο διακανονισμός των μεταξύ του εισαγωγέως και των τελωνειακών αρχών του εισάγοντος Κράτους διαφορών θα διενεργήται κατά την νομοθεσίαν του ει[*262]σάγοντος Κράτους.”

Η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία, εισηγούμενη ότι το άρθρο 24 παρέχει ευχέρεια για επαλήθευση μεταγενέστερα της εισαγωγής και τέλωνισης, παραπέμπει στην υπόθεση Framespex Ltd ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 7, ως ανάλογη προς την προκειμένη επί των γεγονότων.  Ο κ. Αρτέμης απάντησε τούτο λέγοντας ότι στην εν λόγω υπόθεση δεν είχε εγερθεί το τώρα εγειρόμενο θέμα ερμηνείας του άρθρου 24.  Τούτο είναι ορθό εφ΄όσον τα μόνα θέματα που εξέτασε η Ολομέλεια ήσαν η ισχυριζόμενη έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, ήταν δε μάλιστα με βάση την απόφαση αυτή της Ολομέλειας που ο κ. Αρτέμης εγκατέλειψε στην αγόρευση του τους αρχικούς ισχυρισμούς στην προσφυγή για έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Παράλληλα όμως είναι γεγονός ότι η Ολομέλεια εξέλαβε ως δεδομένο ότι το άρθρο 24 είχε εφαρμογή και μετά την εισαγωγή και τελώνιση, εφ΄όσον εκεί η διαδικασία επαλήθευσης έγινε μετά από την εισαγωγή και τελώνιση.  Παρά ταύτα, εφ΄όσον το θέμα δεν ηγέρθη, δεν μπορεί να εκληφθεί ως αποφασισθέν.

Ερμηνεύοντας το άρθρο 24, παρατηρώ βέβαια ότι τούτο αναφέρεται, στο εδάφιο 2, σε “μεταγενεστέρα” επαλήθευση.  Το “μεταγενεστέρα” όμως δεν φαίνεται να εννοεί μεταγενεστέρα της εισαγωγής και τελώνισης αλλά της έκδοσης του πιστοποιητικού κινήσεως ΕUR 1.  Τούτο προκύπτει από την όλη αναφορά που γίνεται στα προηγούμενα άρθρα που διέπουν την έκδοση και χρήση του πιστοποιητικού και δη τα άρθρα 6, 7, 8, 10, 11 και 12.  Το πιστοποιητικό συνιστά απόδειξη ως προς την προέλευση προϊόντων από την Ε.Ε. ή την Κύπρο (άρθρο 6), ρυθμίζεται δε λεπτομερώς η διαδικασία έκδοσης (άρθρα 7, 8 και 10) και χρήσης του (άρθρα 11 και 12).  Η διάσταση αυτή, που αφορά το τελεσίδικο του πιστοποιητικού και την αποκλειστική ευθύνη της εκδίδουσας τούτο χώρας ως προς την έκδοση και επαλήθευση του, τονίσθηκε στη Framespex, ανωτέρω.  Όπως το έθεσε ο Γαβριηλίδης, Δ., ο οποίος έδωσε την απόφαση, στη σελίδα 13:

“H ύπαρξη, η εγκυρότητα και η αυθεντικότητα του πιστοποιητικού κινήσεως από τη χώρα εξαγωγής αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή διεκδίκηση από μέρους του εισαγωγές προτιμησιακής μεταχείρισης.  Το πιστοποιητικό κινήσεως συνιστά το μοναδικό αποδεικτικό πάνω στο οποίο μπορούν να στηριχθούν οι αρχές της χώρας εισαγωγής και να παράσχουν προτιμησιακή μεταχείριση.  Η απόσυρση του αποδεικτικού αυτού από τη χώρα εξαγωγής, ως αποτέλεσμα της διαδικασίας επαλήθευσης, δεν μπορεί παρά να έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια την απόρριψη από τις αρχές της χώρας εισαγωγής, οποιασδήποτε διεκδίκησης [*263]για προτιμησιακή μεταχείριση των εισαγόμενων εμπορευμάτων.  Ούτε και όφειλε ο Διευθυντής να στραφεί προς την εφεσείουσα με σκοπό την εξασφάλιση πρόσθετων αποδεικτικών στοιχείων.  Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο, την ευθύνη για την έκδοση του πιστοποιητικού κινήσεως φέρει ο εξαγωγέας, με αποτέλεσμα οι δικές του ενέργειες ή παραλείψεις, τόσο αρχικά όσο και κατά την επαλήθευση, να αντανακλούν άμεσα επί του εισαγωγέα και να τον δεσμεύουν.”

Ως εκ της θεμελιακής και οριστικής σημασίας του πιστοποιητικού, το άρθρο 24 επιδιώκει να ρυθμίσει τα της μεταγενέστερης της εκδόσεως του διαδικασίας επαλήθευσης από την ίδια την εκδίδουσα χώρα της πειστικότητας ή ορθότητας του μέσω δειγματολογικού ελέγχου ή αν ήθελαν προκύψει αμφιβολίες ως προς την αυθεντικότητα ή ορθότητα του.  Η αναφορά στο άρθρο 24 λοιπόν για “μεταγενεστέρα” επαλήθευση δεν μπορεί να εκληφθεί ως αναφορά σε επαλήθευση μεταγενέστερη της εισαγωγής και τελώνισης αλλά της έκδοσης του πιστοποιητικού.  Τούτο φαίνεται να ήταν και η αντίληψη της Ολομέλειας στη Framespex, ανωτέρω, όπως αποκαλύπτει το πιο κάτω απόσπασμα από τη σελίδα 12:

“Οι Βρετανικές Αρχές απάντησαν ότι, δεδομένου ότι ο εξαγωγέας απέτυχε να παράσχει επαρκείς αποδείξεις περί του αντιθέτου, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα εμπορεύματα δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις για εξαγωγή με καθεστώς προτιμησιακού δασμού και κακώς είχαν εκδώσει το πιστοποιητικό κινήσεως, το οποίο και δεν θα εξέδιδαν αν η έρευνα διεξαγόταν, όχι εκ των υστέρων, για σκοπούς επαλήθευσης, αλλά εκ των προτέρων, κατά το χρόνο, δηλαδή, που ο εξαγωγέας ζήτησε την έκδοση του πιστοποιητικού κινήσεως.”

Η κατάληξη αυτή αφήνει βέβαια ανοικτό το ενδεχόμενο η επαλήθευση να μπορεί να γίνει και μεταγενέστερα της εισαγωγής και τελώνισης.  Τείνω όμως να συμφωνήσω με τον κ. Αρτέμη ότι η διαδικασία επαλήθευσης μπορεί να γίνει μόνο πριν από την εισαγωγή και τελώνιση.  Κατ΄αρχή, εφ΄όσον το πιστοποιητικό συνιστά αναντίλεκτη εκ μέρους του εισάγοντος κράτους απόδειξη της προέλευσης των προϊόντων, η εισαγωγή και τελώνιση τους βάσει αυτού είναι ακόλουθο να καθίσταται και οριστική.  Κλίνει δε πιστεύω την πλάστιγγα η αναφορά στο άρθρο 24.2, στην οποία με παρέπεμψε και ο κ. Αρτέμης, ότι “Εάν αι τελωνειακαί αρχαί του εισάγοντος κράτους αποφασίσουν να αναστείλουν την εφαρμογήν του Τίτλου Ι της Συμφωνίας εν αναμονή των αποτελεσμάτων της επαληθεύσεως, αύται θα προτείνουν την παράδοσιν των εμπορευμάτων εις τον εισα[*264]γωγέα υφ΄α προληπτικά μέτρα ήθελον κρίνει αναγκαία”. Ο τίτλος 1 (άρθρα 1-5) αναφέρεται στον καθορισμό της προέλευσης των προϊόντων από την Κοινότητα ή την Κύπρο, επί τη βάσει της οποίας και εκδίδεται το πιστοποιητικό, σύμφωνα με το άρθρο 6, ως απόδειξη της τοιαύτης προέλευσης.  Η ενδεχόμενη αναστολή του Τίτλου 1 εξυπακούει την άρνηση εισαγωγής και τελώνισης των προϊόντων, και έτσι και της ενέργειας του πιστοποιητικού, ώστε να ενεργοποιηθεί η διαδικασία επαλήθευσης από το εκδίδον κράτος, εν αναμονή των αποτελεσμάτων της οποίας και απεφασίσθη η εν λόγω αναστολή του Τίτλου 1. Εξ άλλου, η περαιτέρω αναφορά σε πρόταση παράδοσης των εμπορευμάτων στον εισαγωγέα υπό τα προληπτικά μέτρα που ήθελαν κριθεί αναγκαία, επίσης δεικνύει ότι η απόφαση για ενεργοποίηση της διαδικασίας επαλήθευσης λαμβάνεται προ της εισαγωγής και τελώνισης και ότι εν τοιαύτη περιπτώσει και μόνο η παράδοση γίνεται υπό όρους.  Αλλά και στο άρθρο 24.3 γίνεται αναφορά στα αποτελέσματα της επαλήθευσης ως καταδεικνύοντα “... κατά πόσον τα εμπορεύματα ταύτα δύνανται εν τη πραγματικότητι να τύχουν της προτιμησιακής μεταχειρίσεως”.  Το άρθρο 24 στο σύνολο του λοιπόν εξυπακούει, κατά την άποψη μου, την ενεργοποίηση της διαδικασίας επαλήθευσης πριν από την εισαγωγή και τελώνιση, εκτός αν η εισαγωγή και τελώνιση γίνει προ της επαλήθευσης ακριβώς εν αναμονή των αποτελεσμάτων της και υπό προς τούτο σχετικούς όρους.  Τούτο είναι και δίκαιο προς τον εισαγωγέα, ο οποίος έτσι θα γνωρίζει ότι η εισαγωγή και τελώνιση είναι υπό όρους και θα προγραμματίσει ανάλογα τη θέση του αν θα δεχθεί την εισαγωγή και τελώνιση υπό τους τιθέμενους όρους ή αν θα αναμένει τα αποτελέσματα της επαλήθευσης.

Υπάρχει και μια άλλη διάσταση του πράγματος που θα μπορούσε να αναφερθεί.  Στη Framespex η δυνατότητα επαναπροσδιορισμού του δασμού προέκυπτε από το γεγονός ότι το αποτέλεσμα της επαλήθευσης ήταν η σαφής τοποθέτηση του εξάγοντος κράτους ότι τα εμπορεύματα δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις για εξαγωγή με καθεστώς προτιμησιακού δασμού και ότι κακώς είχε εκδοθεί το πιστοποιητικό. Τονίζεται στην απόφαση ότι εφ΄όσον το πιστοποιητικό είναι “το μοναδικό αποδεικτικό” για προτιμησιακή μεταχείριση, η απόσυρση του από το εξάγον κράτος κατόπιν επαλήθευσης “δεν μπορεί παρά να έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια την απόρριψη, από τις αρχές της χώρας εισαγωγής, οποιασδήποτε διεκδίκησης για προτιμησιακή μεταχείριση των εισαγόμενων εμπορευμάτων” (ανωτέρω). Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, τέτοια απόσυρση δεν υπήρξε. Το μόνο που αναφέρεται στην επιστολή των Βελγικών αρχών είναι ότι η προέλευση των εμπορευμάτων από την Ευρωπαϊκή Ένωση “δεν μπόρεσε να εξακριβωθεί” (n’ a pas pu etre etablie”) λόγω έλλειψης [*265]αποδεικτικών. Είναι αμφίβολο αν τούτο συνιστά σαφή τοποθέτηση, και εν πάση περιπτώσει δεν εμπεριέχει απόσυρση του πιστοποιητικού. 

Αν και δεν χρειάζεται να επεκταθώ στους άλλους λόγους ακύρωσης που συζητούνται στις αγορεύσεις, θα ήθελα να αναφέρω ότι, ανεξάρτητα από το αν υπήρχε ή όχι δυνατότητα ανάκλησης - όπως ουσιαστικά έγινε - της αρχικής διοικητικής πράξης με την οποία η εισαγωγή και τελώνιση έγινε με συντελεστή 0% (και εφ΄όσον η επαλήθευση θα ήταν δυνατή μετά από την εισαγωγή και τελώνιση), εν πάση περιπτώσει υπήρξε παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης.  Από την εισαγωγή και τελώνιση των εμπορευμάτων μέχρι της προσβαλλόμενης απόφασης παρήλθαν σχεδόν δύο χρόνια κατά τα οποία η εταιρεία δεν γνώριζε ότι είχε προκύψει οποιοδήποτε πρόβλημα και, όπως αναφέρεται στα μη αμφισβητούμενα γεγονότα της προσφυγής, είχε πωλήσει τις τηλεοράσεις σε τιμή που καθορίσθηκε με βάση τον επιβληθέντα προτιμησιακό συντελεστή 0%. Εκ των υστέρων και μετά από σχεδόν δύο χρόνια της ζητήθηκε να πληρώσει επί πλέον φόρο £2,314, ανατρέποντας άρδην τις εύλογες προσδοκίες της με βάση τις οποίες είχε ενεργήσει μέχρι τότε και προκαλώντας της, αν τούτο επιτρέπετο, ανάλογη ζημιά για την οποία όχι μόνο δεν ευθύνετο, εφ΄όσον δεν υπάρχει μαρτυρία ότι εμπλέκετο σε οποιαδήποτε ανακρίβεια του πιστοποιητικού, η έκδοση του οποίου μάλιστα είναι αποκλειστική ευθύνη του εξαγωγέα σύμφωνα με το άρθρο 10, αλλά και την οποία δεν θα μπορούσε πλέον να ανατρέψει εφ΄όσον είχε ήδη πωλήσει τις τηλεοράσεις.  Στο δικό μου μυαλό, αν επιτρέπετο στη διοίκηση να προβεί σε ανάκληση υπό τοιαύτες συνθήκες, θα ισοδυναμούσε με παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης.

Η προσφυγή λοιπόν επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

Η Δημοκρατία θα καταβάλει τα έξοδα της εταιρείας.

Η�προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο