Mantovanis Umber Industries Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 4 ΑΑΔ 291

(2001) 4 ΑΑΔ 291

[*291]30 Απριλίου, 2001

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

MANTOVANIS UMBER INDUSTRIES LTD,

Αιτητές,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ 

1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,  

Καθ΄ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1233/1999)

 

Πολεοδομία και Οίκηση ― Πολεοδομική άδεια ― Ιεραρχική προσφυγή κατ’ απορριπτικής απόφασης επί αιτήσεως χορήγησης πολεοδομικής άδειας ― Πλαίσιο ενέργειας της αρχής που εξετάζει την ιεραρχική προσφυγή σύμφωνα με την νομολογία ― Αναλογίες προς την εξέταση ιεραρχικής προσφυγής κατ’ αποφάσεως της Αρχής Αδειών από την Αναθεωρητική Αρχή Αδειών ― Περιστάσεις ακυρότητας της εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής στην κριθείσα περίπτωση.

Η αιτήτρια εταιρεία προσέφυγε κατά της άρνησης χορήγησης σε αυτήν πολεοδομικής άδειας προσθηκών στο εργοστάσιό της η οποία και επικυρώθηκε από την αρμόδια υπουργική επιτροπή κατόπιν ιεραρχικής προσφυγής της αιτήτριας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Είναι πολύ καλά θεμελιωμένες στη νομολογία οι αρχές που διέπουν την ιεραρχική προσφυγή.  Οι αρχές αυτές τονίστηκαν τόσο σε σειρά πρωτόδικων αποφάσεων, όσο και σε αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

      

     Δεν φαίνεται εν προκειμένω να τηρήθηκαν οι πιο πάνω κανόνες.  Από το λεκτικό της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει το αντί[*292]θετο.  Η Υπουργική Επιτροπή ενήργησε ως Εφετείο σε δικαστική διαδικασία.  Αυτό επιβεβαιώνεται από το λεκτικό της απόφασης στην οποία αναφέρεται ότι  “. . . . αποφάσισε να απορρίψει την ιεραρχική προσφυγή θεωρώντας ότι η Πολεοδομική Αρχή εφάρμοσε ορθά και μέσα στα πλαίσια της διακριτικής της εξουσίας τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής”.  Όπως προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα η Υπουργική Επιτροπή περιορίστηκε στην αναθεώρηση των λόγων της Απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής, χωρίς να εξετάσει την υπόθεση εξ υπαρχής ή να προβεί σε διεξαγωγή δική της έρευνας, ή σε διεύρυνση της έρευνας της Αρχής ως όφειλε, από τη στιγμή που είχε την ίδια πρωτογενή εξουσία.  Είναι φανερό ότι με την προσβαλλόμενη απόφασή της η Υπουργική Επιτροπή επαναλαμβάνει στην ουσία την απορριπτική απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής.  Από το λεκτικό της αποφάσεως καθώς και από το γεγονός ότι δεν προσκομίσθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου πρακτικά της συνεδριάσεως ημερομηνίας 6.7.99 κατά την οποία αποφάσισε η Υπουργική Επιτροπή να απορρίψει την ιεραρχική προσφυγή, (το Παράρτημα 8 που συνοδεύει την ένσταση και το επικαλείται ο δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση αποτελεί πρακτικά σύσκεψης που έγινε στο Γραφείο του Επάρχου Λάρνακας και ουδεμία σχέση έχει με την προσβαλλόμενη απόφαση), δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι διεξήγαγε η ίδια δική της έρευνα και αποφάσισε πρωτογενώς τα επίδικα σημεία.

2.  Ενόψει των πιο πάνω, προκύπτει  ότι στην προκείμενη περίπτωση η Υπουργική Επιτροπή κατά τη λήψη της απόφασής της ημερομηνίας 30.8.1999 παραβίασε τις καθιερωμένες από τη νομολογία αρχές που διέπουν την ιεραρχική προσφυγή.  Εσφαλμένα την εξομοίωσε με έφεση.  Εξέτασε την ορθότητα της απόφασης του ιεραρχικά υφισταμένου οργάνου αντί να προβεί η ίδια  σε εκτίμηση των εκατέρωθεν θέσεων.  Η περιεχόμενη στο κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης φράση “. . . .  αποφάσισε να απορρίψει την Ιεραρχική Προσφυγή θεωρώντας ότι η Πολεοδομική Αρχή, εφάρμοσε ορθά και μέσα στα πλαίσια της διακριτικής της  εξουσίας . . . .” δικαιώνει τα πιο πάνω συμπεράσματα και σφραγίζει την τύχη της προσβαλλόμενης απόφασης.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Tsouloftas v. Republic (1983) 3 C.L.R. 431,

Εταιρεία Αστικών Λεωφορείων Πάφου (ΑΛΕΠΑ) Λτδ v. Κυπριακής [*293]Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 837,

Αναθεωρητική Αρχή Αδειών v. Ευριπίδη κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 354.

Προσφυγή.

Προσφυγή από τους αιτητές κατά της απόρριψης της ιεραρχικής προσφυγής τους που στρεφόταν κατά της απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής να απορρίψει αίτηση των αιτητών αρ. ΛΑΡ/0190/97 για άδεια προσθήκης σε υφιστάμενη βιομηχανική μονάδα επεξεργασίας φαιοχώματος και ούμπρας στο ακίνητο τους στην περιοχή Τρούλλων.

Χ. Χριστοφίδης, για τους Αιτητές.

Χρ. Ιωσηφίδης, για τους Καθ΄ων η αίτηση.

Ουδεμία εμφάνιση για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Οι πιο πάνω αιτητές ζητούν από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:

“Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη ή απόφαση των καθ΄ων η αίτηση που περιέχεται σε επιστολή του Υπουργείου Εσωτερικών ημ. 30 Αυγούστου, 1999 με την οποία απεφάσισαν να απορρίψουν την Ιεραρχική Προσφυγή των αιτητών που στρεφόταν κατά της απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής να απορρίψει αίτηση των Αιτητών αρ. ΛΑΡ/0190/97 για άδεια προσθήκης σε υφιστάμενη βιομηχανική μονάδα επεξεργασίας φαιοχώματος και ούμπρας στο ακίνητο των στην περιοχή Τρούλλων, είναι άκυρη και χωρίς οποιαδήποτε νομική αξία και το παραληφθέν έπρεπε να είχε γίνει.”

Οι αιτητές είναι ιδιοκτήτες ακίνητης περιουσίας η οποία βρίσκεται στο χωριό Τρούλλοι και μέσα στην οποία βρίσκεται και λειτουργεί νόμιμα βιομηχανία επεξεργασίας φαιοχώματος και ούμπρας.  Η υφιστάμενη βιομηχανία είναι επίσης ιδιοκτησία των αιτητών.

Οι αιτητές είχαν κατ΄αρχήν υποβάλει αίτηση (ημερ. 31.3.97) προς την Πολεοδομική Αρχή για την έκδοση πολεοδομικής άδειας για προσθήκη στο υφιστάμενο εργοστάσιο.  Η Πολεοδομική Αρχή [*294]με γνωστοποίησή της, ημερομηνίας 18.9.98 πληροφόρησε τους αιτητές για την άρνησή της να χορηγήσει την άδεια που αυτοί ζητούσαν, αναφέροντας ταυτόχρονα και τους λόγους της άρνησης.  Οι αιτητές καταχώρησαν Ιεραρχική Προσφυγή εναντίον της πιο πάνω γνωστοποίησης ενώπιον του Υπουργείου Εσωτερικών στις 26.10.98.  Το Υπουργείο Εσωτερικών ζήτησε και έλαβε γνώση των απόψεων του Επαρχιακού Λειτουργού Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Λάρνακας, του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και του Επάρχου Λάρνακας.

Η αρμόδια υπουργική επιτροπή εξέτασε το θέμα στη συνεδρία της ημερομηνίας 6.7.99 και αποφάσισε να απορρίψει την Ιεραρχική Προσφυγή.  Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στους αιτητές μέσω του Υπουργείου Εσωτερικών με επιστολή ημερομηνίας 30.8.99.  Η απόφαση αυτή που  προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή είναι η ακόλουθη:

“Αναφέρομαι στην ταυτάριθμη επιστολή μου ημερομηνίας 23.11.99 σχετικά με την Ιεραρχική Προσφυγή που υποβάλατε εκ μέρους των πελατών σας Εταιρεία Mantovanis Umber Industries Ltd., εναντίον απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής να μη χορηγήση πολεοδομική άδεια για προσθήκη σε υφιστάμενο εργοστάσιο και σας πληροφορώ ότι η Υπουργική Επιτροπή, στην οποία έχει εκχωρηθεί η εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 31(2) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου για λήψη απόφασης σε Ιεραρχική Προσφυγή που υποβάλλεται με βάση το άρθρο 31(1) του ιδίου Νόμου, στη συνεδρία της ημερομηνίας 6.7.99 αποφάσισε να απορρίψει την Ιεραρχική Προσφυγή θεωρώντας ότι η Πολεοδομική Αρχή, εφάρμοσε ορθά και μέσα στα πλαίσια της διακριτικής της εξουσίας τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής.”

Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι  υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα η οποία συνίσταται στο ότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν προέβησαν σε έρευνα και διαπίστωση όλων των γεγονότων και περιστατικών που εγέρθηκαν με την Ιεραρχική Προσφυγή.

Είναι επίσης η θέση των αιτητών ότι αντί οι καθ΄ων η αίτηση να διερευνήσουν και διαπιστώσουν οι ίδιοι τα γεγονότα, ανέθεσαν το καθήκον αυτό στην ίδια την αρχή που εξέδωσε την απόφαση κατά της οποίας στρεφόταν η ιεραρχική προσφυγή.

Ισχυρίζονται περαιτέρω οι αιτητές ότι κατά την άσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας οι καθ΄ων η αίτηση παραβίασαν τους κα[*295]νόνες της χρηστής διοίκησης.  Ο ισχυρισμός αυτός  στηρίζεται στο γεγονός ότι η Πολεοδομική Αρχή στα πλαίσια προκαταρκτικών απόψεων της είχε απαντήσει στους αιτητές ότι θα μπορούσε να μελετήσει ευνοϊκά και να συστήσει παρέκκλιση των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής ούτως ώστε να εκδοθεί υπέρ των αιτητών πολεοδομική άδεια για να μετακινήσουν την βιομηχανική τους μονάδα στην Κόσιη, πράγμα που τελικά δεν κατέστη εφικτό λόγω της απόρριψης της αίτησης.

Προβάλλουν περαιτέρω οι αιτητές το επιχείρημα ότι οι καθ΄ων η αίτηση ενήργησαν κατά παράβαση του άρθρου 26 του Ν. 90/72 όπως τούτο εισήχθη με το Ν. 7/90.

Οι αιτητές προβάλλουν ως λόγο ακύρωσης της επίδικης απόφασης και την έλλειψη αιτιολογίας, η οποία κατά την άποψη τους συνίσταται ειδικότερα στο γεγονός ότι δεν αιτιολόγησε η αρμόδια αρχή το γιατί παραγνώρισε κατά τη λήψη της απόφασης, συγκαταθέσεις κάποιων φορέων και την περιβαλλοντική μελέτη η οποία διενεργήθηκε κατά παραγγελία των αιτητών.

Τέλος, σύμφωνα με τη θέση των αιτητών, η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει και λόγω μη τήρησης πρακτικών κατά τη διαδικασία λήψεως της, τα οποία θα καθιστούσαν δυνατό το δικαστικό της έλεγχο.

Η Πολεοδομική Αρχή είχε απορρίψει την αίτηση για τους πιο κάτω λόγους:

“Η προτεινόμενη ανάπτυξη (προσθήκη σε υφιστάμενη βιομηχανική ανάπτυξη κατηγορίας Α΄) δεν τηρεί τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παρ.(β) και (γ) της Πολιτικής 3(Α)7 της Δήλωσης Πολιτικής.  Συγκεκριμένα:

(1)   η προσθήκη θα επηρεάσει δυσμενώς  και θα παραβλάψει τις ανέσεις της περιοχής και την εύλογη χρήση της περιοχής ως συνόλου.

(2)   Η ολική κυβική χωρητικότητα των προσθηκών είναι 63% αντί όχι περισσότερο από 10% της κυβικής χωρητικότητας την οποία η οικοδομή είχε κατά την ημερομηνία χορήγηση της άδειας οικοδομής.”

Σε σχέση με τους λόγους άρνησης έκδοσης άδειας οι αιτητές ισχυρίστηκαν στην Ιεραρχική Προσφυγή τους ότι πρόκειται για [*296]επέκταση και όχι δημιουργία νέας βιομηχανικής μονάδας και ότι η Πολεοδομική Αρχή δεν ζήτησε περιβαλλοντική μελέτη για να τεκμηριώσει την άποψή της, πλην των διαβουλεύσεων που είχε σχετικά, με την Υπηρεσία Περιβάλλοντος του Υπουργείου Γεωργίας Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, οι απόψεις της οποίας κατά τους αιτητές μολονότι θετικές για την υπόθεσή τους παραγνωρίσθηκαν.  Είναι η θέση των αιτητών ότι η Πολεοδομική Αρχή έδωσε σημασία σε απόψεις της Τοπικής Αρχής (δηλ. Χωριτικής Αρχής Τρούλλων), η οποία κατά τη γνώμη τους δεν ήταν εμπειρογνώμονας και εμφορείτο από αλλότρια και ιδιοτελή κίνητρα.  Αναφορικά με το δεύτερο λόγο άρνησης, η αιτήτρια υπέβαλε ότι η Πολεοδομική Αρχή εσφαλμένα στήριξε την άρνηση της στην Πολιτική 3(Α)7 της Δήλωσης Πολιτικής για να αποφανθεί ότι η επέκταση δεν πρέπει να ξεπερνά το 10% της κυβικής χωρητικότητας του υφισταμένου εργοστασίου γιατί η χρήση δεν συγκρούεται με τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής.

Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω η Ιεραρχική Προσφυγή των αιτητών διαβιβάστηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών στην Πολεοδομική Αρχή, στο Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και στον Έπαρχο Λάρνακας με την παράκληση να υποβάλουν τις απόψεις τους.

Με την απάντησή της ημερομηνίας 23.6.1999 η Πολεοδομική Αρχή σχολίασε τους λόγους άρνησης έκδοσης της άδειας καθώς και τους λόγους της Ιεραρχικής Προσφυγής και ανέφερε ότι ανέλυσε διεξοδικά τα δεδομένα της αίτησης έλαβε υπόψη ουσιώδεις παράγοντες, είχε διαβουλεύσεις με τους αρμόδιους φορείς και αφού ακολούθησε συστηματική μεθοδολογία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ιεραρχική Προσφυγή έπρεπε να απορριφθεί.  Αυτή ήταν και η εισήγησή της προς το Υπουργείο Εσωτερικών.  Υπέρ της απόρριψης της Ιεραρχικής Προσφυγής τάχθηκε και ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως (βλ. επιστολή του ημερ. 24.2.99) καθώς και ο Έπαρχος Λάρνακας (βλ. επιστολή του ημερ. 6.4.99) ενώ λήφθηκαν σοβαρά υπόψη οι απόψεις της Χωριτικής Αρχής Τρούλλων (βλ. επιστολή κοινοτάρχη προς Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, ημερ. 7.5.97).

Αφού έλαβε γνώση των πιο πάνω απόψεων το Υπουργείο Εσωτερικών ετοίμασε σημείωμα για την Υπουργική Επιτροπή το οποίο περιλάμβανε την απορριπτική απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής, τους ισχυρισμούς των αιτητών στην Ιεραρχική Προσφυγή, τις θέσεις της Πολεοδομικής Αρχής, του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, του Επάρχου Λάρνακας και του Κοινοτι[*297]κού Συμβουλίου Τρούλλων οι οποίοι εισηγούντο απόρριψη της Ιεραρχικής Προσφυγής. Το πιο πάνω σημείωμα καταλήγοντας ανέφερε τα εξής:

“Το Υπουργείο Εσωτερικών, αφού έλαβε υπόψη τις πιο πάνω απόψεις των ενδιαφερομένων μερών, εισηγείται όπως η Υπουργική Επιτροπή απορρίψει την παρούσα Ιεραρχική Προσφυγή, σύμφωνα με τις  πρόνοιες του άρθρου 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, θεωρώντας ότι η Πολεοδομική Αρχή εφάρμοσε ορθά και μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής.”

Ακολούθησε η απόρριψη της Ιεραρχικής Προσφυγής.

Είναι πολύ καλά θεμελιωμένες στη νομολογία οι αρχές που διέπουν την ιεραρχική προσφυγή.  Οι αρχές αυτές τονίστηκαν τόσο σε σειρά πρωτόδικων αποφάσεων όσο και σε αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Στη Tsouloftas v. Republic (1983) 3 C.L.R. 431 ο νυν Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Πικής ανέφερε τα εξής, σκιαγραφώντας τις γενικές αρχές που διέπουν τον ιεραρχικό έλεγχο από την προϊστάμενη αρχή:

“A hierachical recourse is not a judicial proceeding in any sense.  It is not intended to review the correctness of the hierarchically subordinate organ’s decision by reference to the soundness of the reasoning propounded in support thereof but, to establish a second tyre in the decision-taking process, designed to eliminate mistakes as well as abuse of authority by subordinates.  Hence it is at least as feasible for the superior in hierarchy to take any decision that the subordinate body could reasonably take in the first instance.  Both organs in the hierarchy are charged with the same duty - to promote the objects of the law by the application of its provision in particular cases. Some authors suggest that the hierarchally superior organ should be allowed greater latitude and should enjoy correspondingly wider discretion because it is credited with more knowledge and experience to evaluate the needs of the service and the implications from a particular decision on the purposes of the law, in comparison to the subordinate organ. (see, Tsoutsos, Administration and the Law - 1979, pp. 63, 64).

Generally, it is competent for the body exercising powers on a hierachical recourse, to review the legality of the decision taken in [*298]the first instacne, as well as the manner in which they exercised their discretionary powers by reference to the facts of the case.  (see, Speliotopoulos, Manual of Administrative Law - 1977, Vol. 1, pp. 221 222; Stassinopoulos, Law of Administrative Action - 1951, pp. 177, 178).”

Δεν φαίνεται να τηρήθηκαν οι πιο πάνω κανόνες.  Από το λεκτικό της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει το αντίθετο.  Η Υπουργική Επιτροπή ενήργησε ως Εφετείο σε δικαστική διαδικασία.  Αυτό επιβεβαιώνεται από το λεκτικό της απόφασης στην οποία αναφέρεται ότι  “. . . . αποφάσισε να απορρίψει την ιεραρχική προσφυγή θεωρώντας ότι η Πολεοδομική Αρχή εφάρμοσε ορθά και μέσα στα πλαίσια της διακριτικής της εξουσίας τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής”.  Όπως προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα η Υπουργική Επιτροπή περιορίστηκε στην αναθεώρηση των λόγων της Απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής χωρίς να εξετάσει την υπόθεση εξ υπαρχής ή να προβεί σε διεξαγωγή δική της έρευνας, ή σε διεύρυνση της έρευνας της Αρχής ως όφειλε, από τη στιγμή που είχε την ίδια πρωτογενή εξουσία.  Είναι φανερό ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση της η Υπουργική Επιτροπή επαναλαμβάνει στην ουσία την απορριπτική απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής.  Από το λεκτικό της αποφάσεως καθώς και από το γεγονός ότι δεν προσκομίσθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου πρακτικά της συνεδριάσεως ημερομηνίας 6.7.99 κατά την οποία αποφάσισε η Υπουργική Επιτροπή να απορρίψει την ιεραρχική προσφυγή, (το Παράρτημα 8 που συνοδεύει την ένσταση και το επικαλείται ο δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση αποτελεί πρακτικά σύσκεψης που έγινε στο Γραφείο του Επάρχου Λάρνακας και καμία σχέση έχει με την προσβαλλόμενη απόφαση), δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι διεξήγαγε η ίδια δική της έρευνα και αποφάσισε πρωτογενώς τα επίδικα σημεία.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε παρόμοιας φύσης υπόθεση, Εταιρεία Αστικών Λεωφορείων Πάφου (ΑΛΕΠΑ) Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 837 αποφάνθηκε για το θέμα τα εξής:

“Η Αναθεωρητική Αρχή Αδειών κατά την εξέταση ιεραρχικής προσφυγής στρεφόμενης εναντίον απόφασης της Αρχής  Αδειών, έχει εξουσία αντικατάστασης της εκκαλούμενης απόφασης με δική της νέα απόφαση ή να επικυρώσει την προσβληθείσα απόφαση. Όμως, σε κάθε περίπτώση, η εξέταση της υπόθεσης γίνεται εξ υπαρχής. Αυτό σημαίνει πως η Αναθεωρητική Αρχή Αδειών διεξάγει δική της έρευνα και χωρίς δέσμευση από τα οποιαδήποτε συμπεράσματα ή την απόφαση της Αρχής Αδειών καταλήγει στα [*299]δικά της συμπεράσματα.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Το είδος και η έκταση της έρευνας που η Αναθεωρητική Αρχή Αδειών όφειλε να διεξαγάγει εσυναρτάτο με τα γεγονότα της υπόθεσης όπως παρουσιάζονταν και ειδικά με τους λόγους που είχε επικαλεσθεί και τους ισχυρισμούς που πρόβαλε ο προσφεύγων στην ιεραρχική προσφυγή.”

Ακολούθως η Ολομέλεια αφού παρέθεσε τους λόγους που είχαν επικαλεστεί οι εφεσείοντες για να υποστηρίξουν την ιεραρχική τους προσφυγή κατέληξε στο πιο κάτω συμπέρασμα:

“Έχοντας υπόψη, από τη μια τους λόγους οι οποίοι υποστηρίζουν την ιεραρχική προσφυγή και από την άλλη τα πρακτικά και την απόφαση της εφεσίβλητης Αρχής ημερομηνίας 18.1.96 καθώς και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, διαπιστώνουμε πως η εφεσίβλητη παρέλειψε να ερευνήσει ένα προς ένα τους ισχυρισμούς που διατυπώνει η εφεσείουσα στους λόγους της ιεραρχικής προσφυγής ενώ συνάμα φαίνεται πως παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο συνέτρεχαν κατά τον ουσιώδη χρόνο οι νόμιμες προϋποθέσεις για τη χορήγηση της άδειας οδικής χρήσης στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Πρόκειται για σοβαρές παραλείψεις οι οποίες με βάση τα όσα έχουν ήδη ειπωθεί καθιστούν νομικά τρωτή τη διοικητική απόφαση ως ληφθείσα υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα.  Η εφεσίβλητη είχε υπό τις περιστάσεις την ίδια πρωτογενή ευθύνη όπως και η Αρχή Αδειών να ερευνήσει τα γεγονότα για να καταλήξει σε συμπεράσματα.

Η εφεσίβλητη ενήργησε εν προκειμένω πεπλανημένα εξομοιώνοντας την ιεραρχική προσφυγή της εφεσείουσας με έφεση.  Αυτό συνάγεται και από τη φράση “δεν προκύπτει οτιδήποτε που να δικαιολογεί ακύρωση της απόφασης της Αρχής Αδειών” η οποία περιέχεται στην απόφαση της εφεσίβλητης χωρίς να προκύπτει ότι προηγήθηκε έρευνα από πλευράς εφεσίβλητης προς διαπίστωση των πρωτογενών γεγονότων.”

Τα πιο πάνω υιοθετήθηκαν και πάλι σε πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας, Αναθεωρητική Αρχή Αδειών ν. Ευριπίδη κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 354 όπου αναφέρθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής:

“ “Υπεδείχθη ότι από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλέπε μεταξύ άλλων Τsouloftas v. Republic (1983) 3 C.L.R. 426) είναι σαφές ότι η ιεραρχική προσφυγή δεν αποτε[*300]λεί δικαστική διαδικασία και δεν αποσκοπεί στην εξέταση της ορθότητας της απόφασης του ιεραρχικά κατώτερου οργάνου, αλλά στη δημιουργία ενός δεύτερου σκέλους στη διαδικασία λήψεως της απόφασης που αποβλέπει στην εξάλειψη λαθών από το κατώτερο όργανο.  Και τα δύο όργανα, δηλαδή και η Αρχή Αδειών και Αναθεωρητική Αρχή Αδειών, έχουν το ίδιο καθήκον, δηλαδή την προαγωγή των σκοπών του Νόμου με την εφαρμογή των προνοιών του στη συγκεκριμένη περίπτωση. Επίσης η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών εξετάζεται αυτοτελώς με βάση τα κριτήρια που θέτει ο Νόμος, την επάρκεια της έρευνας και το σκεπτικό της απόφασης.”

Προκύπτει σαφώς από τα πιο πάνω ότι και στην παρούσα περίπτωση, όπου το λεκτικό της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών είναι παρόμοιο με εκείνο στις αναφερθείσες αποφάσεις, η εφεσείουσα ενήργησε ως αν η ιεραρχική προσφυγή επενεργούσε ως, και εξομοιωνόταν με, έφεση.  Η δε καταγραφή εκ μέρους της ότι “δεν προέκυψε οτιδήποτε που να δικαιολογεί την τροποποίηση ή την ακύρωση των αποφάσεων της Αρχής Αδειών”, δεν αποτελεί αιτιολογία ούτε και καταδεικνύει ότι η Αναθεωρητική Αρχή Αδειών επελήφθη της ιεραρχικής προσφυγής μέσα στο αναγκαίο νομοθετικό πλαίσιο.”

Ενόψει των πιο πάνω, προκύπτει  ότι στην προκείμενη περίπτωση η Υπουργική Επιτροπή κατά τη λήψη της απόφασής της ημερομηνίας 30.8.1999 παραβίασε τις καθιερωμένες από τη νομολογία αρχές που διέπουν την ιεραρχική προσφυγή.  Εσφαλμένα την εξομοίωσε με έφεση.  Εξέτασε την ορθότητα της απόφασης του ιεραρχικά υφισταμένου οργάνου αντί να προβεί η ίδια  σε εκτίμηση των εκατέρωθεν θέσεων.  Η περιεχόμενη στο κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης φράση “. . . .  αποφάσισε να απορρίψει την Ιεραρχική Προσφυγή θεωρώντας ότι η Πολεοδομική Αρχή, εφάρμοσε ορθά και μέσα στα πλαίσια της διακριτικής της  εξουσίας . . . .” δικαιώνει τα πιο πάνω συμπεράσματα και σφραγίζει την τύχη της προσβαλλόμενης απόφασης.

Ενόψει αυτής της κατάληξης δεν θα εξετάσω τους υπόλοιπους λόγους ακυρότητας.

Η προσφυγή γίνεται αποδεκτή και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται, με έξοδα υπέρ των αιτητών.

Η�προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο