Μιλλώσιας Γεώργιος και Άλλοι ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (2001) 4 ΑΑΔ 402

(2001) 4 ΑΑΔ 402

[*402]25 Μαΐου, 2001

[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(Υπόθεση Αρ. 311/1999)

1. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΙΛΛΩΣΙΑΣ,

2. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛ,

Αιτητές,

ν.

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΙΤΗΡΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 646/1999)

ΣΑΒΒΑΣ ΣΚΑΝΝΑΒΗ,

Αιτητής,

ν.

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΙΤΗΡΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ης η αίτηση.

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 311/1999, 646/1999)

 

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Επιτροπή Σιτηρών Κύπρου ― Προαγωγές ― Προσόντα ― Το τεκμήριο κατοχής απαιτούμενου προσόντος, εφόσον αυτό απαιτείτο και στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης που κατείχε ήδη ο υποψήφιος.

Σχέδια Υπηρεσίας ― Προσόντα ― Διαζευκτικός καθορισμός απαιτούμενων ακαδημαϊκών προσόντων στο σχέδιο υπηρεσίας ― Η εξίσωση των διαζευκτικώς προνοουμένων προσόντων αφορά το νομοθέτη όχι το Δικαστήριο ― Η διαφοροποίηση από το διορίζον όργανο μεταξύ [*403]των διαζευκτικώς προνοουμένων προσόντων, τα οποία ετίθεντο από το σχέδιο υπηρεσίας σε ίση μοίρα, κρίθηκε πεπλανημένη.

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Επιτροπή Σιτηρών Κύπρου ― Προαγωγές ― Πείρα ― Πείρα που κτήθηκε σε αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέσης ― Η λήψη υπόψη της πείρας αυτής σε αντιδιαστολή προς την πείρα άλλου υποψηφίου που υπηρετούσε σε διαφορετική θέση φαίνεται να δικαιολογείται και να διαφοροποιείται η περίπτωση από την ανεπίτρεπτη απόδοση σημασίας στο είδος των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον υποψήφιο στο πλαίσιο της ίδιας θέσης με άλλον.

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Επιτροπή Σιτηρών Κύπρου ― Προαγωγές ― Σύσταση του Προϊσταμένου ― Παραγνώριση ― Όροι νομιμότητας ― Δεν επληρούντο στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Κακή σύνθεση ― Μη συμμετοχή μέλους σε κάποιες από τις συνεδριάσεις που αφορούσαν το προς απόφαση ζήτημα ― Δεν συνιστούσε κακή σύνθεση ― Περιστάσεις.

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Επιτροπή Σιτηρών Κύπρου ― Προαγωγές ― Προσόντα ― Εύλογα επιτρεπτός αποκλεισμός υποψηφίου ως μη προσοντούχου ― Εγκύκλιος του Υπουργείου Οικονομικών που δείκνυε προς την αντίθετη κατεύθυνση δεν δέσμευε το διορίζον όργανο ούτε και το Δικαστήριο.

Οι αιτητές προσέβαλαν την επιλογή των ενδιαφερομένων μερών για τη θέση Λογιστικού Λειτουργού Ι.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Οι δυο αιτητές στην υπόθ. αρ. 311/99 υποστήριξαν ότι τα Ε.Μ. δεν κατέχουν το απαιτούμενο από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας προσόν της καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας.  Ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να πετύχει.  Τεκμαίρεται ότι κατείχαν τέτοιο προσόν, εφόσον υπηρέτησαν προηγουμένως στη θέση του Λογιστικού Λειτουργού ΙΙ, της οποίας το σχέδιο υπηρεσίας είχε ως προαπαιτούμενο ακριβώς το ίδιο προσόν. 

2.  Η υποψηφιότητα των Ε.Μ. για τη θέση στηρίχθηκε στην παράγρ. 1(α) του σχεδίου υπηρεσίας και εκείνη των αιτητών στη διαζευκτική πρόνοια 1(β)(Ι) και (ΙΙ).  Αυτό που έχει σημασία είναι ότι όλοι είχαν τα προαπαιτούμενα και με βάση αυτά κατέστησαν προσοντούχοι.  Το πανεπιστημιακό δίπλωμα ήταν το εφόδιο για τη διεκ[*404]δίκηση της θέσης από μέρους των Ε.Μ.  Το προσόν αυτό τέθηκε σε ίση μοίρα με τα προσόντα της διαζευκτικής διάταξης.  Αυτή η εξισωτική μεταχείριση του προσόντος αυτού με τα στοιχεία της παραγρ. (β), η τοποθέτηση τους δηλαδή σε ίση μοίρα είναι θέμα που αφορά το νομοθέτη.  Το αποτέλεσμα είναι ότι, όπως έχει το σχέδιο υπηρεσίας, το πανεπιστημιακό προσόν δεν είναι πρόσθετο προσόν ούτε δίνει οποιοδήποτε προβάδισμα.

     Στην προκείμενη όμως περίπτωση, φαίνεται ότι στην πράξη δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στα ακαδημαϊκά προσόντα και συγκεκριμένα στο πτυχίο των Ε.Μ., και επέδρασε στη λήψη της επίδικης απόφασης. 

     Με βάση ό,τι προεκτέθηκε, έχει θεμελιωθεί η ύπαρξη πλάνης αναφορικά με το χαρακτήρα και την εμβέλεια των προαπαιτουμένων από το σχέδιο υπηρεσίας, που είχε ρόλο στη διαμόρφωση της τελικής απόφασης.  Αν μη τι άλλο αιωρείται βάσιμη υποψία ότι η Επιτροπή πλανήθηκε στο θέμα αυτό, στοιχείο που, πάλιν, οδηγεί στο αυτό αποτέλεσμα: την ακυρότητα της απόφασης.

3.  Η λήψη υπόψη πείρας που κτήθηκε σε αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση, η οποία είναι συναφής με την εκτέλεση των καθηκόντων της τελευταίας, φαίνεται να δικαιολογείται.  Διαχωρίζεται η περίπτωση, στην οποία η νομολογία προσφέρει αρκετά παραδείγματα, της ανάθεσης στα πλαίσια της ίδιας θέσης διαφορετικών καθηκόντων με επακόλουθο να ευνοείται υπάλληλος λόγω της φύσης των καθηκόντων που εκτέλεσε.  Αυτή η επιχειρηματολογία δεν μπορεί να ανατρέψει το κύρος της επίδικης απόφασης.

4.  Κατά πάγια νομολογία, η υπεροχή σε ένα από τα νομοθετημένα κριτήρια επιλογής μπορεί να αποτελέσει καλό λόγο απόκλισης από τη σύσταση.  Η αξία, όπως απεικονίζεται στις υπηρεσιακές εκθέσεις, είναι τέτοιο κριτήριο.  Σημασία έχει η γενική εικόνα που προκύπτει από τη βαθμολογία και όχι οι επί μέρους αριθμητικές μικροδιαφορές.  Αυτή η γενική εικόνα της βαθμολογίας εμφανίζει αιτητές και Ε.Μ. ως περίπου ισοδύναμους.  Δεν είναι κατανοητό πώς η οριακή διαφορά στις εκθέσεις, αν μπορεί να ονομαστεί έτσι, για μια περίοδο 6 ετών έκλινε την πλάστιγγα χωρίς να μετρήσει η διαφορά 7 χρόνων σε αρχαιότητα του Αν. Μιχαήλ.  Η παρέκκλιση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη.  Ο λόγος αυτός ακύρωσης πετυχαίνει. 

5.  Ο εκ των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου κ. Πέτρος Βραχίμης έλαβε μέρος μόνο στην τελική συνεδρίαση της 26/1/99.  Δεν συμμετείχε στις συνεδριάσεις ημερ. 4/12/98 και 11/12/98, που προηγή[*405]θηκαν.  Η κρίσιμη όμως συνεδρίαση, κατά την οποία άρχισε και ολοκληρώθηκε η συζήτηση για την εξέταση του θέματος, ήταν η τελευταία.  Οι δύο προηγούμενες μπορεί να χαρακτηριστούν και τυπικές για να τροχοδρομηθεί η διαδικασία επανεξέτασης.  Δεν υφίσταται κατά συνέπεια ζήτημα κακής σύνθεσης.

6.  Είναι εκτός πραγματικότητας η εισήγηση ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς διερεύνηση και ότι εμφιλοχώρησε από την αιτία αυτή πλάνη στην όλη διαδικασία.  Φυσικά κατά την επανεξέταση απλώς σημειώθηκε έναντι του ονόματος του αιτητή στην υπόθ. αρ. 646/99 η ένδειξη ΟΧΙ ότι, δηλαδή, δεν κατέχει τα προσόντα.  Προηγήθηκε όμως έρευνα που κάλυψε όλες τις πτυχές του θέματος.

     Υπάρχει όμως μια διαζευκτική ουσιαστική τοποθέτηση που πρέπει να εξετασθεί: ότι το σχέδιο υπηρεσίας δεν ερμηνεύθηκε σωστά από την Επιτροπή ενόψει και της αναγνώρισης της ισοτιμίας από το Υπουργείο Οικονομικών.  Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορεί να γίνει δεκτό εν όψει του ότι η κτήση του ισάξιου προσόντος της παραγ. 1 (β)(II) προϋποθέτει επιτυχία σε εξετάσεις, με οποιονδήποτε ερμηνευτικό κανόνα και αν κοιταχθεί η παράγραφος.

     Δεν χωρεί επέμβαση στην ερμηνεία που έδωσε εδώ η Επιτροπή που έχει και την πρωταρχική ευθύνη ερμηνείας.  Το ελάχιστο που μπορεί να λεχθεί υπέρ της ερμηνευτικής άποψης της Επιτροπής είναι ότι αυτή είναι λογικά δυνατή.

7.  Η ερμηνευτική εγκύκλιος που υφίστατο εν προκειμένω δεν δεσμεύει το Δικαστήριο.  Το ίδιο δικαίωμα να αποκλίνει από την ερμηνεία της εγκυκλίου είχε και το όργανο, εδώ η Επιτροπή, που είχε την αρμοδιότητα να προβεί σε προαγωγές.

8.  Η προσφυγή αρ. 646/99 απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή. Πετυχαίνει όμως η άλλη προσφυγή αρ. 311/99.  Η επίδικη πράξη ακυρώνεται.  Με έξοδα υπέρ των αιτητών.

Διαταγή ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Δημοκρατία v. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 422,

Δημοκρατία v. Υψαρίδη κ.ά. (Αρ.2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347,

Ακκελίδου κ.ά. v. Μιχαήλ κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 278,

[*406]

Γεωργιάδης v. Α.Η.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 249,

Δημοκρατία v. Σταύρου (1993) 3 Α.Α.Δ. 71,

Κέντα v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 485,

Savva a.o. v. P.S.C. (1988) 3 C.L.R. 102,

Χρίστου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3345,

Δημοκρατία v. S. Kyriacou Euromarket Ltd (2000) 3 Α.Α.Δ. 692,

Κυριάκου v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2001) 4 Α.Α.Δ. 189,

Παπαλουκά κ.ά. v. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1989) 3 Α.Α.Δ. 2425.

Προσφυγές.

Συνεκδικασθείσες προσφυγές των αιτητών κατά της απόφασης της Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου με την οποία προήγαγε, μετά από επανεξέταση, τα Ενδιαφερόμενα Μέρη - Σταύρο Κοντού και Σπύρο Μιλτιάδους στη θέση Λογιστικού Λειτουργού Ι. Στις προαγωγές αυτές δόθηκε αναδρομική δύναμη από 1/9/97.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές στην Προσφυγή Αρ. 311/99.

Σ. Ανδρέου, για τον Αιτητή στην Προσφυγή Αρ. 646/99.

Γ. Τριανταφυλλίδης, για την Καθ’ ής η αίτηση και στις δύο Προσφυγές.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Οι προσφυγές αυτές κρίθηκαν συνεκδικαστέες.  Αφορούν την ίδια διοικητική πράξη.  Προσβάλλουν την απόφαση της Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (καθής η αίτηση) με την οποία προήγαγε, μετά από επανεξέταση, τα Ενδιαφερόμενα Μέρη (Ε.Μ.) Σταύρο Κοντού και Σπύρο Μιλτιάδους στη θέση Λογιστικού Λειτουργού Ι. Στις προαγωγές δόθηκε αναδρομική δύναμη από 1/9/97.

Η Επιτροπή, όπως θα αποκαλώ στο εξής την καθής, συνήλθε σε δυο-τρεις περιπτώσεις, μετά την έκδοση της ακυρωτικής δικαστικής απόφασης, για σκοπούς επανάκρισης της υπόθεσης.  Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στις 26/1/99.  Τα πρακτικά που τηρήθηκαν [*407]επισυνάφθηκαν στη δικογραφία ως παραρτήματα.  Προκύπτει από αυτά ότι η Επιτροπή θεώρησε τα Ε.Μ. ως τους πιο κατάλληλους, αφού έλαβε υπόψη τους παράγοντες που καταγράφονται. Ας σημειωθεί ότι παραγνώρισε τη σύσταση του Διευθυντή για προαγωγή του αιτητή Αναστάσιου Μιχαήλ και του υποψηφίου Μιχαήλ Μιχαήλ, ο οποίος δεν προσέφυγε.  Η δικαιολογία που έδωσε για την ενέργεια της αυτή θα εξεταστεί αργότερα. 

Προσφυγή αρ. 311/99

Οι δυο αιτητές (Γεώργιος Μιλλώσιας και Αναστάσιος Μιχαήλ) βασικά εξέθεσαν και ανέπτυξαν 4 λόγους ακύρωσης.  Ο πρώτος είναι ότι τα Ε.Μ. δεν κατέχουν το απαιτούμενο από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας προσόν της καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας.  Ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να πετύχει. Τεκμαίρεται ότι κατείχαν τέτοιο προσόν, εφόσον υπηρέτησαν προηγουμένως στη θέση του Λογιστικού Λειτουργού ΙΙ, της οποίας το σχέδιο υπηρεσίας είχε ως προαπαιτούμενο ακριβώς το ίδιο προσόν.  Τούτο επισύναψε ο δικηγόρος της καθής στην αγόρευση του. Αναφορικά με την ύπαρξη τεκμηρίου εκπορευόμενου από προηγούμενη όμοια διάταξη παραπέμπω στις αποφάσεις Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 422 και Δημοκρατία ν. Υψαρίδη κ.ά. (Αρ.2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347.

Χρειάζεται εδώ, προτού πραγματευθώ τον επόμενο λόγο, μια κρίσιμη παρένθεση, αναφορικά με τα στοιχεία των φακέλων, που εμφανίζουν την υπηρεσιακή εικόνα. Αναντίρρητα, οι δύο αυτοί αιτητές υπερέχουν συντριπτικά σε αρχαιότητα απέναντι στους προαχθέντες:  Ο Αν. Μιχαήλ 7 χρόνια και 3 χρόνια ο άλλος. Στην αξία, όπως εξάγεται από τους φακέλους, υπάρχει ισοβαθμία περίπου με τις παρακάτω διευκρινίσεις.  Είχε ληφθεί υπόψη ιδιαίτερα η κατάσταση των 6 τελευταίων χρόνων.  Οι προαχθένες είναι ελαφρά καλύτεροι με 42Ε.  Ο Γ. Μιλλώσιας πήρε 39Ε και ο άλλος 37Ε.  Την ίδια διαπίστωση, για ελαφρά υπεροχή των προαχθέντων, έκαμε και η Επιτροπή.

Πέραν τούτου, ότι δηλαδή αγνοήθηκε η αρχαιότητα τους, οι αιτητές έθεσαν θέμα σχετικό με τα προσόντα.  Θα δώσω το υπόβαθρο.  Σύμφωνα με τη παράγραφο 1(α) του σχεδίου υπηρεσίας μπορεί να είναι υποψήφιος ο κάτοχος πανεπιστημιακού διπλώματος ή ισότιμου προσόντος σε οποιοδήποτε από τα κατονομαζόμενα θέματα.  Οι προαχθένες είχαν τέτοιο προσόν και με βάση αυτό θεωρήθηκαν υποψήφιοι.  Οι αιτητές κατέστησαν υποψήφιοι με βάση την παράγραφο 1(β)(I) και (ΙΙ), σύμφωνα με την οποία αρκεί ο υποψήφιος να είναι απόφοιτος σχολής Μέσης Εκπαίδευσης και να έχει 10ετή υπηρεσία [*408]σε οργανική θέση στην Επιτροπή Σιτηρών, από την οποία συγκεκριμένη χρονική υπηρεσία σε συγκεκριμένη κλίμακα. Περαιτέρω απαιτείται “Επιτυχία στις εξετάσεις της Ανώτερης Λογιστικής του Εμπορικού Επιμελητηρίου Λονδίνου ή άλλη εξέταση την οποία ήθελε κρίνει ως ισότιμη ο Υπουργός Οικονομικών.”

Η θεώρηση της Επιτροπής αναφορικά με τα προσόντα φαίνεται στην επίδικη απόφαση:

“Οι δύο πιο πάνω υποψήφιοι κατέχουν Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ο μεν πρώτος Πτυχίο Οικονομικών της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών Αθηνών, ο δεύτερος Πτυχίο Οικονομικών της Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης επομένως έχουν υπέρτερα ακαδημαϊκά προσόντα από τους άλλους υποψήφιους, έστω και αν αυτά δεν αποτελούν πλεονέκτημα με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας.”

Οι αιτητές εισηγήθηκαν ότι η παραπάνω εκτίμηση, σύμφωνα με την οποία τα Ε.Μ. έχουν υπέρτερα ακαδημαϊκά προσόντα, είναι πλανεμένη.  Τα Ε.Μ. κατέστησαν προσοντούχοι με βάση αυτό το δίπλωμα.  Δεν μπορούσε επομένως να κριθεί ότι τα Ε.Μ. υπερείχαν σε ακαδημαϊκά προσόντα.

Είναι γεγονός ότι η υποψηφιότητα των Ε.Μ. για τη θέση στηρίχθηκε στην παράγρ. 1(α) του σχεδίου υπηρεσίας και εκείνη των αιτητών στη διαζευκτική πρόνοια 1(β) (Ι) και (ΙΙ).  Αυτό που έχει σημασία είναι ότι όλοι είχαν τα προαπαιτούμενα και με βάση αυτά κατέστησαν προσοντούχοι.  Το πανεπιστημιακό δίπλωμα ήταν το εφόδιο για τη διεκδίκηση της θέσης απο μέρους των Ε.Μ.  Το προσόν αυτό τέθηκε σε ίση μοίρα με τα προσόντα της διαζευκτικής διάταξης.  Αυτή η εξισωτική μεταχείριση του προσόντος αυτού με τα στοιχεία της παραγρ. (β), η τοποθέτηση τους δηλαδή σε ίση μοίρα είναι θέμα που αφορά το νομοθέτη.  Το δικαστήριο, παρά τις προσωπικές απόψεις που μπορεί να διατηρεί αναφορικά με τη σκοπιμότητα της ισοτιμίας αυτής, δεν το αφορά.  Είναι έργο, επαναλαμβάνω, που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του νομοθέτη. Το αποτέλεσμα είναι ότι, όπως έχει το σχέδιο υπηρεσίας, το πανεπιστημιακό προσόν δεν είναι πρόσθετο προσόν ούτε δίνει οποιοδήποτε προβάδισμα.

Στην προκείμενη περίπτωση, παρά τη διευκρίνηση της Επιτροπής, φαίνεται ότι στην πράξη δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στα ακαδημαϊκά προσόντα και συγκεκριμένα το πτυχίο των Ε.Μ., και επέδρασε στη λήψη της επίδικης απόφασης.  Δεν έχει άλλο νόημα, πι[*409]στεύω, η αναφορά σε “υπέρτερα ακαδημαϊκά προσόντα”. Εκεί όμως που είναι ξεκάθαρο ότι το πανεπιστημιακό ξαναμέτρησε κατά κάποιο τρόπο προς όφελος των κατόχων του είναι η παρακάτω αναφορά της Επιτροπής στην απόφαση της η οποία συνδέεται απευθείας με το συζητούμενο θέμα:

“Ο μόνος άλλος υποψήφιος ο οποίος διορίστηκε και εργάζεται σαν Λογιστικός Λειτουργός είναι ο Αναστάσιος Μιχαήλ ο οποίος όμως υστερεί σε ακαδημαϊκά προσόντα και στις αξιολογήσεις των υπηρεσιακών εκθέσεων.”

Κατά τη γνώμη μου, με βάση ό,τι προεκτέθηκε, έχει θεμελιωθεί η ύπαρξη πλάνης αναφορικά με το χαρακτήρα και την εμβέλεια των προαπαιτουμένων από το σχέδιο υπηρεσίας, που είχε ρόλο στη διαμόρφωση της τελικής απόφασης.  Αν μη τι άλλο αιωρείται βάσιμη υποψία ότι η Επιτροπή πλανήθηκε στο θέμα αυτό, στοιχείο που, πάλιν, οδηγεί στο αυτό αποτέλεσμα: την ακυρότητα της απόφασης.

Η πείρα των υποψηφίων εξετάστηκε υπό το πρίσμα των εμπειριών που απέκτησαν στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση.  Τα Ε.Μ. ήταν Λογιστικοί Λειτουργοί ΙΙ, όπως και ο αιτητής Αν. Μιχαήλ.  Ο Γ. Μιλλώσιας υπηρετούσε σαν Αποθηκάριος.  Η Επιτροπή θεώρησε την πείρα στη θέση εκείνη “πολύ πιο συναφή” προς τα καθήκοντα της επίδικης λόγω, προφανώς, της ταυτότητας του αντικειμένου.  Ο δικηγόρος των αιτητών υπέβαλε πως αυτή η μεταχείριση συνιστά “θυματοποίηση”.  Το επιχείρημα δεν μπορεί παρά να αφορά μόνο τον Γ. Μιλλώσια.  Ο άλλος ήταν Λογιστικός Λειτουργός.  Φαίνεται πως δεν αποκλείστηκε η πείρα του από αυτή τη σκοπιά.  Υπερκεράσθηκε όμως η υποψηφιότητα του από “τα υπέρτερα προσόντα” των Ε.Μ. και τα δεδομένα που αφορούν την αξία, όπως έκρινε η Επιτροπή.

Η λήψη υπόψη πείρας που κτήθηκε σε αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση, η οποία είναι συναφής με την εκτέλεση των καθηκόντων της τελευταίας, φαίνεται να δικαιολογείται, και να ευρίσκει έρεισμα στην απόφαση στην Ακκελίδου κ.ά. ν. Μιχαήλ κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 278Διαχωρίζω την περίπτωση, στην οποία η νομολογία προσφέρει αρκετά παραδείγματα, της ανάθεσης στα πλαίσια της ίδιας θέσης διαφορετικών καθηκόντων με επακόλουθο να ευνοείται υπάλληλος λόγω της φύσης των καθηκόντων που εκτέλεσε:  βλ. Γεωργιάδης ν. Α.Η.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 249.  Αυτή η επιχειρηματολογία δεν μπορεί να ανατρέψει το κύρος της επίδικης απόφασης.

Η απόκλιση από τη σύσταση του Διευθυντή

[*410]

Θα υπομνήσω ότι η σύσταση του Διευθυντή υπέρ του Αν. Μιχαήλ δεν εισακούστηκε.  Με την ακόλουθη αιτιολογία:

“Το Διοικητικό Συμβούλιο δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη του το γεγονός ότι οι υποψήφιοι Αναστάσιος Μιχαήλ και Μιχαήλ Μιχαήλ έχουν συστηθεί για προαγωγή από το Διευθυντή.  Από τη σύσταση φαίνεται ότι ο Διευθυντής σύστησε τους συστηθέντες όχι επειδή είναι πιο ικανοί αλλά λόγω της αρχαιότητας τους έναντι των άλλων υποψηφίων.  Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε ότι εφόσον η σύσταση βασίστηκε πάνω στο θέμα της αρχαιότητας και όχι στην αξία και ικανότητα των υποψηφίων να μην την ακολουθήσει.”

Κατά την πάγια νομολογία μας, η υπεροχή σε ένα από τα νομοθετημένα κριτήρια επιλογής μπορεί να αποτελέσει καλό λόγο απόκλισης από τη σύσταση (βλ. Δημοκρατία ν. Σταύρου (1993) 3 Α.Α.Δ. 71).  Η αξία, όπως απεικονίζεται στις υπηρεσιακές εκθέσεις, είναι τέτοιο κριτήριο.  Έχω ήδη αναφερθεί στη βαθμολογία.  Θα αναφερθώ ακόμη στο νομολογιακό κανόνα ότι σημασία έχει η γενική εικόνα που προκύπτει από τη βαθμολογία και όχι οι επί μέρους αριθμητικές μικροδιαφορές (βλ. Κέντα ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 485).  Αυτή λοιπόν η γενική εικόνα της βαθμολογίας εμφανίζει αιτητές και Ε.Μ. ως περίπου ισοδύναμους.  Άλλωστε, όπως υπέδειξα, τη διαπίστωση αυτή έκαμε και η Επιτροπή.  Δεν κατανοώ πώς η οριακή διαφορά στις εκθέσεις, αν μπορεί να ονομαστεί έτσι, για μια περίοδο 6 ετών έκλινε την πλάστιγγα χωρίς να μετρήσει η διαφορά 7 χρόνων σε αρχαιότητα του Αν. Μιχαήλ.  Βρίσκω ότι η παρέκκλιση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη.  Ο λόγος αυτός ακύρωσης πετυχαίνει.  Αφορά φυσικά μόνο τον Αν. Μιχαήλ. Υπάρχουν και κάποιοι άλλοι δευτερεύοντες, θα έλεγα, λόγοι ακύρωσης, που δεν βλέπω το λόγο να εξετάσω.

Προσφυγή αρ. 646/99

Σε αυτή την προσφυγή, με εξαίρεση το λόγο ακύρωσης για κακή σύνθεση της Επιτροπής, οι υπόλοιποι λόγοι αφορούν τα ευρήματα της Επιτροπής ότι ο αιτητής δεν κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας.

Είναι γεγονός ότι ο εκ των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου κ. Πέτρος Βραχίμης έλαβε μέρος μόνο στην τελική συνεδρίαση της 26/1/99. Δε συμμετείχε στις συνεδριάσεις ημερ. 4/12/98 και 11/12/98, που προηγήθηκαν. Η κρίσιμη όμως συνεδρίαση, κατά την [*411]οποία άρχισε και ολοκληρώθηκε η συζήτηση για την εξέταση του θέματος, ήταν η τελευταία.  Οι δύο προηγούμενες μπορεί να χαρακτηριστούν και τυπικές για να τροχοδρομηθεί η διαδικασία επανεξέτασης:  βλ. Savva and Another v. P.S.C. (1988) 3 C.L.R. 102 και Χρίστου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 A.A.Δ. 3345.  Δεν υφίσταται ζήτημα κακής σύνθεσης.

Ο αιτητής είναι κάτοχος του προσόντος Associate of the Institute of Financial Accountants (I.F.A.) Λονδίνου. Το προσόν αυτό δε θεωρήθηκε ισότιμο με το προβλεπόμενο από την παραγ. 1(β) (ΙΙ) του σχεδίου υπηρεσίας.  Αυτός ήταν και ο λόγος αποκλεισμού της υποψηφιότητας του.  Η Επιτροπή έκρινε, με βάση την άποψη του Εσωτερικού Ελεγκτή της, ότι το παραπάνω πιστοποιητικό δεν αποκτήθηκε ύστερα από “επιτυχία στις εξετάσεις”, όπως διαλαμβάνει ο σχετικός όρος.

Ένα από τα βασικά επιχειρήματα του αιτητή είναι ότι η Επιτροπή δεν έκαμε καλή έρευνα με επακόλουθο να καταλήξει σε πλανεμένη κρίση.  Ο δικηγόρος του αιτητή αναφέρθηκε σε αριθμό εγγράφων για να υποστηρίξει ότι η έρευνα ήταν ανύπαρκτη και να δείξει το λανθασμένο της κρίσης της Επιτροπής. Τα επισύναψε μάλιστα στην αγόρευση του. Δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στην Εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομικών με αρ. 1035, ημερ. 21/1/94, που αναγνώρισε ισοτιμία του προσόντος της παραγρ. 1 (β) (ΙΙ) του σχεδίου υπηρεσίας με τα κατονομαζόμενα στην εγκύκλιο λογιστικά διπλώματα, μεταξύ των οποίων είναι και το πιστοποιητικό Associate of the Institute of Financial Accountants, London, το οποίο κατείχε ο αιτητής. Ας σημειωθεί ότι το ίδιο το εκπαιδευτικό ίδρυμα, που παραχώρησε το δίπλωμα, σε επιστολή του ημερ. 27/6/97 προς το Διευθυντή της Επιτροπής εξηγεί ότι ένα Associate Member πρέπει either to pass our examinations or hold professional or academic qualifications to gain exemption.

Άλλο έγγραφο στο οποίο επίσης δόθηκε έμφαση από τον αιτητή ήταν η επιστολή του Υπουργείου Οικονομικών προς τον ίδιο ημερ. 5/9/97 που τον πληροφορούσε ότι τόσο ο Γενικός Ελεγκτής όσο και ο Γενικός Λογιστής:

“...συμφωνούν ότι δεν πρέπει να γίνεται οποιαδήποτε διαφοροποίηση στην, ήδη, αναγνωρισμένη ισοτιμία του πιο πάνω προσόντος με την Ανώτερη Εξέταση στη Λογιστική του Εμπορικού Επιμελητηρίου του Λονδίνου, ανάλογα με το κατά πόσο το προσόν αυτό αποκτήθηκε μετά από εξετάσεις ή υπό κάποιες άλλες προϋποθέσεις ή όρους.  (Η Εγκύκλιος της Υπηρεσίας μας με αρ. [*412]1074 και ημερ. 3/3/1995 είναι σχετική).”

Όλα τα έγγραφα και στοιχεία που προσκόμισε ο αιτητής, πλην της παραπάνω επιστολής, ήταν ενώπιον της Επιτροπής κατά τις συνεδριάσεις ημερ. 15/7/97 και 24/7/97, όταν εξέταζε το θέμα πλήρωσης των θέσεων Λογιστικού Λειτουργού Ι.  Περαιτέρω, είχε πολυσέλιδη έκθεση ημερ. 8/7/97 από τον Εσωτερικό Ελεγκτή της Επιτροπής στην οποία μετά από παρουσίαση και ανάλυση των δεδομένων καταλήγει ότι και ο αιτητής ηταν μεταξύ των τριών υποψηφίων που απέκτησαν το πιστοποιητικό IFA χωρίς εξετάσεις, αλλά με βάση τον κανονισμό του Ιδρύματος που εξαιρεί όσους “κατέχουν ισοδύναμη πείρα”.  Το εύρημα ότι ο αιτητής απέκτησε το πιστοποιητικό χωρίς εξετάσεις δεν αμφισβητείται.

Είναι με αυτά και άλλα στοιχεία που λήφθηκε η απόφαση ότι ο αιτητής έπρεπε να αποκλεισθεί.  Ιδού η σχετική απόφαση:

“Το Δ.Σ. με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιο του ειδικότερα τα προσόντα των υποψηφίων, την αλληλογραφία που προηγήθηκε κατά τη διερεύνηση του θέματος, την εγκύκλιο του Υπουργού Οικονομικών (Αρ. εγκυκλίου 1035 ημερομηνία 21/1/1994) αποφάσισε ότι οι υποψήφιοι για την πλήρωση της θέσης κ.κ. Πολεμίτης Χριστάκης και Σκανναβής Σάββας (αιτητής) δεν πληρούν τα απαιτούμενα προσόντα για τη θέση του Λογιστικού Λειτουργού Ι επειδή απόκτησαν το πιστοποιητικό “Membership of the Institute of Financial Accountants” χωρίς εξετάσεις, σε αντίθεση με το Σχέδιο Υπηρεσίας που απαιτεί επιτυχία στις εξετάσεις.”

Έτσι, είναι εκτός πραγματικότητας η εισήγηση ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς διερεύνηση και ότι εμφιλοχώρησε από την αιτία αυτή πλάνη στην όλη διαδικασία.  Φυσικά κατά την επανεξέταση απλώς σημειώθηκε έναντι του ονόματος του αιτητή η ένδειξη ΟΧΙ ότι, δηλαδή, δεν κατέχει τα προσόντα.  Προηγήθηκε όμως έρευνα που κάλυψε όλες τις πτυχές του θέματος.

Υπάρχει όμως μια διαζευκτική ουσιαστική τοποθέτηση που πρέπει να εξετασθεί: ότι το σχέδιο υπηρεσίας δεν ερμηνεύθηκε σωστά από την Επιτροπή ενόψει και της αναγνώρισης της ισοτιμίας από το Υπουργείο Οικονομικών.  Δε θα συμφωνήσω.  Η κτήση του ισάξιου προσόντος της παραγ. 1(β)(II) προϋποθέτει επιτυχία σε εξετάσεις. Με οποιονδήποτε ερμηνευτικό κανόνα και αν κοιταχθεί η παράγραφος, η οποία προβλέπει:

“(II) Επιτυχία στις εξετάσεις της Ανώτερης Λογιστικής του [*413]Εμπορικού Επιμελητηρίου του Λονδίνου ή σε οποιαδήποτε άλλη εξέταση την οποία ήθελε εγκρίνει ως ισότιμη ο Υπουργός Οικονομικών.”

Δε χωρεί πιστεύω επέμβαση στην ερμηνεία που έδωσε εδώ η Επιτροπή που έχει και την πρωταρχική ευθύνη ερμηνείας.  Το ελάχιστο που μπορεί να λεχθεί υπέρ της ερμηνευτικής άποψης της Επιτροπής είναι ότι αυτή είναι λογικά δυνατή. Η ερμηνευτική εγκύκλιος δε δεσμεύει το Δικαστήριο:  βλ.  Kυπριακή Δημοκρατία ν. S. Kyriacou Euromarket Ltd (2000) 3 Α.Α.Δ. 692 και Κυριάκου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2001) 4 Α.Α.Δ. 189.

Στο σύγγραμμα του Α. Χ. Γέροντα “Οι εγκύκλιοι” (1993) στη σελ. 71-72, αναφέρονται τα εξής:

“Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας απορρίπτει το δεσμευτικό χαρακτήρα της ερμηνευτικής εγκυκλίου, όσον αφορά στην έννομη σχέση διοίκησης και πολίτη. Το δικαστήριο μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να αποκλίνει από τη διοικητική ερμηνεία, πιστοποιώντας έτσι τη θέση ότι η ερμηνεία των νόμων ανήκει στη δικαστική εξουσία. Η δικαστική ερμηνεία υπερισχύει, ακόμη και όταν η ενσωματωμένη στην εγκύκλιο διοικητική ερμηνεία έχει ευμενή αποτελέσματα για τον πολίτη.”

Το ίδιο δικαίωμα να αποκλίνει από την ερμηνεία είχε και το όργανο, εδώ η Επιτροπή, που είχε την αρμοδιότητα να προβεί σε προαγωγές.

Η υπόθεση Παπαλουκά κ.ά. ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1989) 3 Α.Α.Δ. 2425, που παρέθεσε ο δικηγόρος του αιτητή, δε βλέπω κατά ποίον τρόπο υποστηρίζει τη θέση του.  Ναι μεν επρόκειτο για το ίδιο σχέδιο υπηρεσίας, αλλά το ζήτημα από τη σκοπιά που τίθεται τώρα δε συζητήθηκε.  Φαίνεται ότι με την προσκόμιση κάποιας όμοιας εγκυκλίου έγινε αποδεκτό πως υπάρχει ισοτιμία (σελ. 2429 της πιο πάνω απόφασης):

“Το θέμα διαλευκάνθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία με την παρουσίαση της γνωστοποίησης που περιέχεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης της 21/10/88 σύμφωνα με την οποία το “Certificate of Membership of the Institute of Administrative Accountants” (βλέπε (iii) (19) του σχεδίου υπηρεσίας) κηρύχθηκε από τον Υπουργό Οικονομικών ως ισοδύναμο με το προσόν το οποίο απαιτεί το σχέδιο υπηρεσίας, και τη διασαφήνιση που περιέχεται στο Τεκμήριο 14 ότι το Institute of Administrative [*414]Accountants μετονομάστηκε σε Institute of Financial Accountants Limited.  Το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε συνεπώς τα απαιτούμενα προσόντα για προαγωγή στη θέση που θα πληρωνόταν, και η έρευνα της Επιτροπής δεν πάσχει στο σημείο αυτό.”

Η υπόθεση δε δημιούργησε δεδικασμένο ούτε αποτελεί δεσμευτικό προηγούμενο.  Δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις.  Για τους λόγους που εξέθεσα η προσφυγή αυτή (Σάββα Σκανναβή) απορρίπτεται.  Με έξοδα εναντίον του αιτητή.  Πετυχαίνει όμως η άλλη προσφυγή αρ. 311/99, για τους δύο λόγους που εξήγησα.  Η επίδικη πράξη ακυρώνεται.  Με έξοδα υπέρ των αιτητών.

Διαταγή ως ανωτέρω.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο