Πέτρου Δήμητρα Μανώλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 4 ΑΑΔ 537

(2001) 4 ΑΑΔ 537

[*537]12 Ιουλίου, 2001

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΑΝΩΛΗ ΠΕΤΡΟΥ,

Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1641/1999)

 

Φορολογία ― Φορολογία εισοδήματος ― Επιβολή φορολογίας μετά από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Η προθεσμία του Άρθρου 21(3) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978 (Ν.4/78, ως τροποποιήθηκε) ― Ερμηνεία ― Η προθεσμία ξεκινά από την εκάστοτε έκδοση ακυρωτικής δικαστικής απόφασης.

Φορολογία ― Φορολογία εισοδήματος ― Υπογραφή της πράξης βεβαίωσης της φορολογίας ― Άρθρο 46 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου αρ. 4/78 ― Ερμηνεία και περιστάσεις της μη παραβίασής του στην κριθείσα περίπτωση.

Φορολογία ― Φορολογία εισοδήματος ― Η επίδειξη δόλου ή εσκεμμένης παράλειψης εκ μέρους του φορολογουμένου ― Συνέπειες ― Περιστάσεις της εν γένει ελλιπούς υποβολής στοιχείων από το φορολογούμενο στην κριθείσα περίπτωση.

Φορολογία ― Φορολογία εισοδήματος ― Κεφαλαιουχικές εκπτώσεις ― Προϋποθέσεις παραχώρησής τους ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε νόμιμη η μη παραχώρηση εκπτώσεων στην κριθείσα περίπτωση.

Φορολογία ― Φορολογία εισοδήματος ― Φορολογία καταστρεπτικής ή απαγορευτικής φύσης ― Περιστάσεις υπό τις οποίες η επίδικη φορολόγηση δεν κρίθηκε καταστρεπτική.

[*538]Η αιτήτρια επεδίωξε την ακύρωση των φορολογιών φόρου εισοδήματος (και συναφών) που της επιβλήθηκαν για τα έτη 1984-1991.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Είναι η θέση της αιτήτριας ότι ο καθ’ ου η αίτηση έπρεπε να επανεξετάσει το θέμα των φορολογιών μέσα σε 6 μήνες από την ημερομηνία που εκδόθηκε η πρώτη ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου και πιο συγκεκριμένα μέχρι τις 12/6/97 σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 21(3) του Νόμου 4/78.

     Η εισήγηση της αιτήτριας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.  Η χρονική προθεσμία των 6 μηνών άρχιζε από τις 18/2/99 όταν εκδόθηκε η δικαστική απόφαση στη δεύτερη προσφυγή της αιτήτριας με αριθμό 538/98.  Η ερμηνεία που δίνεται από την αιτήτρια ότι σε περιπτώσεις διαδοχικών ακυρωτικών αποφάσεων η προθεσμία των 6 μηνών αρχίζει από την έκδοση της πρώτης ακυρωτικής απόφασης, δεν συνάδει με τις πρόνοιες της σχετικής νομοθετικής πρόνοιας. Αντίθετα οι πρόνοιες υποδεικνύουν ότι ο Έφορος έχει εξουσία, οποτεδήποτε ακυρώνεται η απόφασή του, μέσα σε έξι μήνες από την ακύρωσή της να προβαίνει σε νέα βεβαίωση φόρου.  Στην παρούσα περίπτωση η απόφαση εκδόθηκε στις 18/2/99 και η νέα βεβαίωση θα έπρεπε να είχε γίνει μέχρι τις 18/8/99.  Η νέα βεβαίωση έγινε στις 15/7/99, δηλαδή σε διάστημα λιγότερο από 6 μήνες.

2.  Η αιτήτρια εισηγήθηκε ότι οι επίδικες ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας είναι άκυρες γιατί υπογράφτηκαν από πρόσωπο που φέρεται και παρουσιάζεται ως Έφορος Φόρου Εισοδήματος και/ή Διευθυντής του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων, χωρίς να είναι ούτε Έφορος ούτε Διευθυντής.

     Το Άρθρο 46 του Νόμου προνοεί ότι η φορολογία θα είναι έγκυρη αν φέρει την υπογραφή του Εφόρου/Διευθυντή ή άλλου εξουσιοδοτημένου αξιωματούχου. Στην παρούσα περίπτωση η επίδικη επιστολή καθορισμού των φορολογικών υποχρεώσεων της αιτήτριας είναι υπογραμμένη από τον Φ. Αλεξάνδρου, που φέρεται ότι υπογράφει για τον Έφορο Φόρου Εισοδήματος.  Από το περιεχόμενο των διαφόρων εγγράφων του Τμήματος που έχουν παρουσιασθεί φαίνεται ότι ο πιο πάνω είναι Έφορος Φόρου Εισοδήματος.  Η πιο πάνω ιδιότητα του υπογράφοντος καθιστά την επίδικη φορολογία έγκυρη.

3.  Τα στοιχεία στην παρούσα υπόθεση σε συσχετισμό με την παράλει[*539]ψη της αιτήτριας να τηρεί και να υποβάλλει κανονικά λογιστικά βιβλία (ο φορολογικός φάκελος της αιτήτριας ανοίχθηκε για πρώτη φορά το Δεκέμβριο του 1991 μετά από ενέργειες του καθ’ου η αίτηση), εύλογα οδήγησαν τον Έφορο στο συμπέρασμα ότι η αιτήτρια ήταν ένοχη εσκεμμένης παράλειψης ή δόλου που είχε ως αποτέλεσμα την επέκταση του ορίου φορολόγησης σε 12 χρόνια.

4.  Για τα φορολογικά έτη 1985-1989 υποβλήθηκε εκ μέρους της αιτήτριας ότι αυτή υπέβαλε λεπτομερή κατάσταση που παρουσίαζε όλες τις εισπράξεις της από την εκμετάλλευση των αντικειμένων τα οποία ενοικίαζε και ότι η απόφαση του καθ’ ου η αίτηση να την απορρίψει ήταν λανθασμένη.  Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι ο υπολογισμός ο οποίος έγινε από τον καθ’ου η αίτηση πάσχει λόγω πλάνης αφού βασίστηκε σε στοιχεία που διαφέρουν κατά πολύ από τα στοιχεία του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού.

     Η πιο πάνω εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.  Στη συνάντηση της αιτήτριας, των λογιστών της και υπευθύνων του καθ’ου η αίτηση στις 28/11/94, η αιτήτρια και οι λογιστές της παραδέχθηκαν ότι δεν τηρούνταν κανονικά λογιστικά βιβλία και αποδείξεις για ετοιμασία εξελεγμένων λογαριασμών.  Η κατάσταση που αφορούσε τα χρόνια 1985-1989 ετοιμάσθηκε από τους λογιστές-ελεγκτές της και υποβλήθηκε στις 16/10/1995, δηλαδή μετά την πάροδο ένδεκα χρόνων από το 1985.  Ο καθ’ου η αίτηση υπέβαλε ότι ήταν εύλογο να αμφισβητηθεί η ορθότητα της κατάστασης που υποβλήθηκε αν ληφθεί υπόψη ότι ο φορολογικός φάκελος της αιτήτριας ανοίχθηκε το 1991 μετά από ενέργειες του καθ’ου η αίτηση και ότι οι πρώτες δηλώσεις εισοδήματος της αιτήτριας υποβλήθηκαν τον Οκτώβριο του 1992.  Κάτω από τις περιστάσεις και σύμφωνα με τους λόγους που δόθηκαν από τον καθ’ου η αίτηση, η μη αποδοχή της κατάστασης που υπέβαλε η αιτήτρια κρίνεται ότι ήταν εύλογα επιτρεπτή.

5.  Αναφορικά με την εισήγηση ότι τα στοιχεία πάνω στα οποία βασίστηκε ο καθ’ου η αίτηση διαφέρουν από εκείνα του ΚΟΤ, ο καθ’ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι τα στοιχεία προέρχονται από τις ετήσιες εκθέσεις του ΚΟΤ.  Μπορεί τα ποσοστά πληρότητας που χρησιμοποιήθηκαν για τις ενοικιάσεις των κρεβατιών/ομπρέλλων να είναι ψηλότερα από εκείνα των εκθέσεων του ΚΟΤ, όμως δόθηκε η εξήγηση ότι τούτο οφείλεται στο ότι λήφθηκαν υπόψη (i) οι διαθέσιμες κλίνες σε ξενοδοχεία 1-5 αστέρων και σε οργανωμένα διαμερίσματα, (ii) ο μέσος όρος πληρότητας των πιο πάνω όπως φαίνεται στα στοιχεία του ΚΟΤ και (iii) ο μέσος όρος πληρότητας των δύο καλύτερων μηνών κάθε χρόνου με βάση ότι τα ποσοστά πληρότη[*540]τας για τα κρεβατάκια και ομπρέλες ήταν 100%.

     Παρόμοια μεθόδευση που έχει χρησιμοποιηθεί από τον καθ’ου η αίτηση έτυχε επιδοκιμασίας στην υπόθεση Σπανού ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 329/96, ημερ. 17/6/98.

6.  Οι ενέργειες του καθ’ου η αίτηση μέσα στα πλαίσια της παράλειψης της αιτήτριας να παρουσιάσει τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία ήταν δικαιολογημένες και η φορολογία που επιβλήθηκε ήταν εύλογα επιτρεπτή.

7.  Εχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι κεφαλαιουχικές εκπτώσεις δεν μπορούν να παραχωρηθούν σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 51 του Νόμου, όταν δεν παρουσιάζονται από τον φορολογούμενο εξελεγμένοι λογαριασμοί που δείχνουν την πραγματική εικόνα των δραστηριοτήτων του φορολογούμενου.

     Η εισήγηση ότι ο καθ’ου η αίτηση ενήργησε με αντιφατικό τρόπο γιατί παραχώρησε κεφαλαιουχικές εκπτώσεις για τα διαμερίσματα για το 1991 δεν υποστηρίζεται από τα γεγονότα. Οι εκπτώσεις είχαν παραχωρηθεί για το 1990 γιατί η αιτήτρια δεν είχε άλλα εισοδήματα το 1990.  Οι κεφαλαιουχικές εκπτώσεις που της παραχωρήθηκαν για τα χρόνια που είχε και άλλα εισοδήματα βασίστηκαν στην έκδοση φορολογίας μετά από ένσταση που είχε ως σκοπό την είσπραξη της φορολογίας που δεν είχε αμφισβητηθεί.

8.  Η αιτήτρια υπέβαλε ότι η φορολόγησή της με ποσό πέραν των £60.000 είναι καταστρεπτικής φύσης αφού το ποσό είναι εξαιρετικά υπερβολικό και πολλαπλάσιο των εισοδημάτων της.  Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιασθεί που αναφέρονται στα εισοδήματα της αιτήτριας, ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.  Η επιβληθείσα φορολογία σε σχέση με τα εισοδήματα της αιτήτριας και τη σχετική απόφαση του καθ’ου η αίτηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι καταστρεπτικής ή απαγορευτικής φύσης.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Σπανού v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 329/96, ημερ. 17.6.1998,

Rainbow v. Republic (1984) 3 C.L.R. 846,

Θεόδωρος Χριστοφή και Σία Λτδ v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 427.

[*541]Προσφυγή.

Προσφυγή από την αιτήτρια με την οποία προσβάλλεται το κύρος της απόφασης του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος με την οποία επιβλήθηκαν στην αιτήτρια φορολογίες φόρου εισοδήματος για τα έτη 1984-1989 και 1991, έκτακτης εισφοράς για τις τριμηνίες των ίδιων ετών και έκτακτης αμυντικής εισφοράς για τις εξαμηνίες των ετών 1986-1989 και 1991.

Χ”Σέργης, για την Αιτήτρια.

Λαζάρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται το κύρος της απόφασης του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (που πιο κάτω θα αποκαλείται ως ο “καθ’ου η αίτηση”), με την οποία επιβλήθηκαν στην αιτήτρια φορολογίες φόρου εισοδήματος για τα έτη 1984-1989 και 1991, έκτακτης εισφοράς για τις τριμηνίες των ίδιων ετών και έκτακτης αμυντικής εισφοράς για τις εξαμηνίες των ετών 1986-1989 και 1991.

(α) Τα γεγονότα

Τα εισοδήματα της αιτήτριας κατά τον ουσιώδη χρόνο της παρούσας διαδικασίας προέρχονταν από

  (i) Ενοικιάσεις κρεβατιών/ομπρέλλων της θάλασσας,

 (ii) Ενοίκια διαμερισμάτων,

(iii) Πωλήσεις ειδών σουβενίρ σε κατάστημα στην Αγία Νάπα.

Η αιτήτρια δεν υπέβαλε φορολογικές δηλώσεις εισοδήματος για το 1984 αλλά για τα επόμενα χρόνια ως ακολούθως:

    Φορολογικό έτος Ημερομηνία υποβολής δήλωσης

              1984                                15/1/1992

              1985                                  8/10/92

              1986                                        ”

              1987                                        ”

              1988                                        ”

              1989                                        ”

              1991                                        ”

[*542]Η αιτήτρια δεν υπέβαλε δηλώσεις Έκτακτης Εισφοράς για τις επίδικες τριμηνίες, όπως επίσης και δηλώσεις Έκτακτης Εισφοράς για την Άμυνα για τις επίδικες εξαμηνίες και ο καθ’ου η αίτηση προέβηκε στον καθορισμό των σχετικών φορολογιών.

Οι επίδικες φορολογίες ακυρώθηκαν δύο φορές από το Ανώτατο Δικαστήριο.  Με την απόφαση στην προσφυγή 488/96, που εκδόθηκε στις 12/12/96, κρίθηκε ότι οι ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας που στάληκαν στην αιτήτρια δεν είχαν την υπογραφή του Διευθυντή ή εξουσιοδοτημένου αξιωματούχου αφού στάληκαν ανυπόγραφες από το νέο Διευθυντή, μετά τη διαγραφή του ονόματος του αφυπηρετήσαντος. Στη συνέχεια στάληκαν ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας οι οποίες επίσης ακυρώθηκαν με την απόφαση στην προσφυγή 538/98 που εκδόθηκε στις 18/2/99, αφού κρίθηκε ότι οι επίδικες φορολογίες δεν είχαν την έντυπη ή ιδιόχειρη υπογραφή του Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων, όπως απαιτεί το άρθρο 46 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978 (Ν. 4/78), όπως έχει τροποποιηθεί.

Στις 15/7/99 ο καθ’ου η αίτηση, μετά την τελευταία ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου, έστειλε στην αιτήτρια νέες αρχικές Φορολογίες Φόρου Εισοδήματος (για τα έτη 1984-1989 και 1991) και Έκτακτης Εισφοράς για την Άμυνα (για τις εξαμηνίες Α/86 - Β/89 και Α/91 - Β/91).  Μετά την υποβολή ένστασης εκ μέρους της αιτήτριας ότι οι φορολογίες ήταν υπερβολικές και αυθαίρετες, οι ισχυρισμοί της αιτήτριας εξετάσθηκαν σε συνάντηση μεταξύ του συζύγου και των ελεγκτών-συμβούλων της αιτήτριας και υπευθύνων του καθ’ου η αίτηση.  Κατά τη διάρκεια της πιο πάνω συνάντησης η αιτήτρια και οι Ελεγκτές της παραδέχθηκαν ότι δεν τηρούνταν κανονικά λογιστικά βιβλία και αποδείξεις εισπράξεων και πληρωμών για την ετοιμασία εξελεγμένων λογαριασμών.  Παρά την πιο πάνω δήλωση ο καθ’ου η αίτηση ζήτησε από την αιτήτρια την ετοιμασία κατάστασης εσόδων από την ενοικίαση των κρεβατιών - ομπρέλλων.  Η αιτήτρια υπέβαλε μια κατάσταση που όμως δεν έγινε αποδεκτή για συγκεκριμένους λόγους, όπως π.χ. γιατί στο στέλεχος των εισιτηρίων δεν αναφερόταν το έτος, στα στελέχη των εισιτηρίων παρουσιάζονταν αλλοιώσεις, η τιμή που αναγραφόταν ήταν η ίδια από το 1985 και τα έξοδα που είχαν παρουσιασθεί δεν είχαν τεκμηριωθεί με αποδεικτικά στοιχεία.

Ο καθ’ου η αίτηση μετά από εξέταση των στοιχείων που είχε ενώπιον του και βασιζόμενος στις πρόνοιες του άρθρου 23(2) του Νόμου, απέστειλε στις 20/10/99 τις Τελικές Ειδοποιήσεις Επιβολής Φορολογίας. Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια αμφισβητεί την [*543]ορθότητα των πιο πάνω φορολογιών για τους πιο κάτω δύο κυρίως λόγους:

(i) Η απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 21(3) του Νόμου, και

(ii)   Η απόφαση παραβιάζει τους κανόνες χρηστής διοίκησης και ίσης μεταχείρισης.

(β)  Οι λόγοι έφεσης

(1)  Η απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του άρθρου 21(3) του  Νόμου

Είναι η θέση της αιτήτριας ότι ο καθ’ ου η αίτηση έπρεπε να επανεξετάσει το θέμα των φορολογιών μέσα σε 6 μήνες από την ημερομηνία που εκδόθηκε η πρώτη ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου και πιο συγκεκριμένα μέχρι τις 12/6/97 σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 21(3) του Νόμου.

Το άρθρο 21(3) προνοεί ότι,

“Εάν, συνεπεία αποφάσεως ληφθείσης επί ασκηθείσης προσφυγής, παρίσταται ανάγκη όπως γίνη νέα βεβαίωσις του φόρου ίνα εφαρμοσθή η απόφασις του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή προς συμμόρφωσιν προς τας οδηγίας αυτού, η τοιαύτη νέα βεβαίωσις της φορολογίας δύναται να διενεργηθή εντός έξ μηνών από της ημερομηνίας καθ’ην εξεδόθη η τοιαύτη απόφασις.”

Η εισήγηση της αιτήτριας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.  Η χρονική προθεσμία των 6 μηνών άρχιζε από τις 18/2/99 όταν εκδόθηκε η δικαστική απόφαση στη δεύτερη προσφυγή της αιτήτριας με αριθμό 538/98.  Η ερμηνεία που δίνεται από την αιτήτρια ότι σε περιπτώσεις διαδοχικών ακυρωτικών αποφάσεων η προθεσμία των 6 μηνών αρχίζει από την έκδοση της πρώτης ακυρωτικής απόφασης, δεν συνάδει με τις πρόνοιες της σχετικής νομοθετικής πρόνοιας.  Αντίθετα οι πιο πάνω πρόνοιες υποδεικνύουν ότι ο Έφορος έχει εξουσία, οποτεδήποτε ακυρώνεται η απόφαση του, μέσα σε έξι μήνες από την ακύρωση της να προβαίνει σε νέα βεβαίωση φόρου. Στην παρούσα περίπτωση η απόφαση εκδόθηκε στις 18/2/99 και η νέα βεβαίωση θα έπρεπε να είχε γίνει μέχρι τις 18/8/99.  Η νέα βεβαίωση έγινε στις 15/7/99, δηλαδή σε διάστημα λιγότερο από 6 μήνες.  Η εισήγηση της αιτήτριας απορρίπτεται.

[*544](2) Παραβίαση αρχών χρηστής διοίκησης

Για την παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης έχουν προβληθεί διάφοροι λόγοι που θα εξετασθούν πιο κάτω αναλυτικά.

(i) Ελλείπει η υπογραφή του Εφόρου

Η αιτήτρια εισηγήθηκε ότι οι επίδικες ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας είναι άκυρες γιατί υπογράφτηκαν από πρόσωπο που φέρεται και παρουσιάζεται ως Έφορος Φόρου Εισοδήματος και/ή Διευθυντής του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων, χωρίς να είναι ούτε Έφορος ούτε Διευθυντής.

Το άρθρο 46 του Νόμου προνοεί ότι η φορολογία θα είναι έγκυρη αν φέρει την υπογραφή του Εφόρου/Διευθυντή ή άλλου εξουσιοδοτημένου αξιωματούχου. Στην παρούσα περίπτωση η επίδικη επιστολή καθορισμού των φορολογικών υποχρεώσεων της αιτήτριας είναι υπογραμμένη από τον Φ. Αλεξάνδρου, που φέρεται ότι υπογράφει για τον Έφορο Φόρου Εισοδήματος.  Από το περιεχόμενο των διαφόρων εγγράφων του Τμήματος που έχουν παρουσιασθεί φαίνεται ότι ο πιο πάνω είναι Έφορος Φόρου Εισοδήματος.  Η πιο πάνω ιδιότητα του υπογράφοντος καθιστά την επίδικη φορολογία έγκυρη.

(ii) Η φορολογία του 1984 είναι παράνομη

Η αιτήτρια εισηγήθηκε ότι η φορολογία για το 1984 είναι παράνομη γιατί λήφθηκε κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 23(1) αφού η φορολογία επιβλήθηκε αρχικά το 1992, δηλαδή μετά την πάροδο των έξι χρόνων από τη λήξη του φορολογικού έτους 1984.  Εφόσον δε η αιτήτρια σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 30(2) του Νόμου δεν ήταν υπόχρεη να διατηρεί βιβλία και αρχεία για περίοδο πέραν των 7 χρόνων, η σχετική φορολογία που της επιβλήθηκε το 1992 είναι άκυρη.

Ο καθ’ου η αίτηση αμφισβητεί την ορθότητα της πιο πάνω εισήγησης και ισχυρίζεται ότι η σχετική φορολογία επιβλήθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 23(2) του Νόμου που επεκτείνει τη χρονική διάρκεια των 7 χρόνων σε 12 χρόνια όταν η συμπεριφορά του φορολογούμενου ισοδυναμεί με δόλο ή εσκεμμένη παράλειψη.

Ο καθ’ου η αίτηση υποστήριξε την πιο πάνω απόφαση του πάνω σε συγκεκριμένα δείγματα συμπεριφοράς της αιτήτριας που κατά την άποψη του υπεδείκνυαν ότι η συμπεριφορά της περιείχε δόλο ή εσκεμμένη παράλειψη. Ειδικότερα σε έγγραφες δηλώσεις της η αιτήτρια παραδέχθηκε ότι εργαζόταν από το καλοκαίρι του 1984, ότι με άλλες ενυπόγραφες επιστολές της παραδέχθηκε ότι εξασκούσε το [*545]επάγγελμα τοποθέτησης αντικειμένων στην παραλία και ότι είχε εξασφαλίσει άδεια για την εκμετάλλευση 50 κρεβατιών και 50 ομπρέλλων της θάλασσας για το 1984.

Τα πιο πάνω στοιχεία σε συσχετισμό με την παράλειψη της να τηρά και να υποβάλλει κανονικά λογιστικά βιβλία (ο φορολογικός φάκελος της αιτήτριας ανοίχθηκε για πρώτη φορά το Δεκέμβριο του 1991 μετά από ενέργειες του καθ’ου η αίτηση), εύλογα οδήγησαν τον Έφορο στο συμπέρασμα ότι η αιτήτρια ήταν ένοχη εσκεμμένης παράλειψης ή δόλου που είχε ως αποτέλεσμα την επέκταση του ορίου φορολόγησης σε 12 χρόνια.

(iii) Φορολογικά έτη 1985-1989

Για τα φορολογικά έτη 1985-1989 υποβλήθηκε εκ μέρους της αιτήτριας ότι αυτή υπέβαλε λεπτομερή κατάσταση που παρουσίαζε όλες τις εισπράξεις της από την εκμετάλλευση των αντικειμένων τα οποία ενοικίαζε και ότι η απόφαση του καθ’ ου η αίτηση να την απορρίψει ήταν λανθασμένη.  Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι ο υπολογισμός ο οποίος έγινε από τον καθ’ου η αίτηση πάσχει λόγω πλάνης αφού βασίστηκε σε στοιχεία που διαφέρουν κατά πολύ από τα στοιχεία του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού.

Η πιο πάνω εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.  Στη συνάντηση της αιτήτριας, των λογιστών της και υπευθύνων του καθ’ου η αίτηση στις 28/11/94, η αιτήτρια και οι λογιστές της παραδέχθηκαν ότι δεν τηρούνταν κανονικά λογιστικά βιβλία και αποδείξεις για ετοιμασία εξελεγμένων λογαριασμών. Όπως σωστά υποδεικνύεται από τον ευπαίδευτο συνήγορο του καθ’ου η αίτηση, “η κατάσταση που αφορούσε τα χρόνια 1985-1989 ετοιμάσθηκε από τους λογιστές-ελεγκτές της και υποβλήθηκε στις 16/10/1995, δηλαδή μετά την πάροδο ένδεκα χρόνων από το 1985”.  Ο καθ’ου η αίτηση υπέβαλε ότι ήταν εύλογο να αμφισβητηθεί η ορθότητα της κατάστασης που υποβλήθηκε αν ληφθεί υπόψη ότι ο φορολογικός φάκελος της αιτήτριας ανοίχθηκε το 1991 μετά από ενέργειες του καθ’ου η αίτηση και ότι οι πρώτες δηλώσεις εισοδήματος της αιτήτριας υποβλήθηκαν τον Οκτώβριο του 1992.  Κάτω από τις περιστάσεις και σύμφωνα με τους λόγους που δόθηκαν από τον καθ’ου η αίτηση, η μη αποδοχή της κατάστασης που υπέβαλε η αιτήτρια κρίνεται ότι ήταν εύλογα επιτρεπτή.

Αναφορικά με την εισήγηση ότι τα στοιχεία πάνω στα οποία βασίστηκε ο καθ’ου η αίτηση διαφέρουν από εκείνα του ΚΟΤ, ο καθ’ ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι τα στοιχεία προέρχονται από τις ετήσιες εκθέσεις του ΚΟΤ.  Μπορεί τα ποσοστά πληρότητας που χρησι[*546]μοποιήθηκαν για τις ενοικιάσεις των κρεβατιών/ομπρέλλων να είναι ψηλότερα από εκείνα των εκθέσεων του ΚΟΤ, όμως δόθηκε η εξήγηση ότι τούτο οφείλεται στο ότι λήφθηκαν υπόψη (i) οι διαθέσιμες κλίνες σε ξενοδοχεία 1-5 αστέρων και σε οργανωμένα διαμερίσματα, (ii) ο μέσος όρος πληρότητας των πιο πάνω όπως φαίνεται στα στοιχεία του ΚΟΤ και (iii) ο μέσος όρος πληρότητας των δύο καλύτερων μηνών κάθε χρόνου με βάση ότι τα ποσοστά πληρότητας για τα κρεβατάκια και ομπρέλες ήταν 100%.

Παρόμοια μεθόδευση που έχει χρησιμοποιηθεί από τον καθ’ου η αίτηση έτυχε επιδοκιμασίας στην υπόθεση Σπανού ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 329/96, ημερ. 17/6/98, όπου αναφέρθηκε ότι,

“Ο Έφορος δεν ενέκρινε τους λογαριασμούς που υποβλήθηκαν από τους λογιστές του αιτητή και προχώρησε να κάμει δική του έρευνα για να διαπιστώσει τα αληθή εισοδήματα του.  Η έρευνα αυτή, που ήταν εμπεριστατωμένη, αποδεικνύει ταυτόχρονα τους λειτουργούς του φορολογικού τμήματος πλήρως ενήμερους του είδους αυτού της τουριστικής αγοράς.  Έγινε σύγκριση των εισοδημάτων ταυτόσημων επιχειρήσεων σε παρόμοιες τουριστικές παραλίες και μελετήθηκε η κατά μήνα πληρότητα των παραλιών και καταλυμάτων.  Τα αποτελέσματα της έρευνας έδωσαν και τη βάση της προσβαλλόμενης απόφασης του Εφόρου.”

(3) Εισόδημα £7.000 από ενοίκια

Η αιτήτρια είχε ενοικιάσει εγγράφως τα διαμερίσματα της στην Αγία Νάπα για το 1991 στην εταιρεία Koutsou Estates Ltd.  Είναι η θέση της αιτήτριας ότι λόγω της κρίσης που προέκυψε από τον πόλεμο στον Κόλπο, η ενοικιάστρια εταιρεία ακύρωσε το συμβόλαιο ενοικίασης των διαμερισμάτων και η αιτήτρια απώλεσε το εισόδημα το οποίο ανέμενε από τα ενοίκια.  Με βάση τα πιο πάνω η επιβολή φορολογίας ύψους £7.000 δεν ήταν ούτε εύλογα ούτε νομικά επιτρεπτή.

Η προσέγγιση του καθ’ου η αίτηση στο θέμα εμφανίζεται στην επιστολή του ημερομηνίας 11/4/96 στην οποία τονίζεται ότι άνκαι της είχε ζητήσει να παρουσιάσει αποδεικτικά στοιχεία προς υποστήριξη του εισοδήματος της από ενοίκια, η αιτήτρια παρέλειψε να συμμορφωθεί. Η παράλειψη της αιτήτριας έδωσε την ευχέρεια στον καθ’ου η αίτηση να προχωρήσει στον καθορισμό του εισοδήματος της αφού έλαβε υπόψη (α) τον αριθμό των διαμερισμάτων, (β) το ύψος του ενοικίου των ίδιων διαμερισμάτων για το 1990 που είχαν ενοικιαστεί στην ίδια εταιρεία για £10.500 και (γ) την κρίση του Κόλπου που είχε μειώσει την πληρότητα των ξενοδοχείων στις πε[*547]ριοχές κατά 14%.

Οι ενέργειες του καθ’ου η αίτηση μέσα στα πλαίσια της παράλειψης της αιτήτριας να παρουσιάσει τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία ήταν δικαιολογημένες και η φορολογία που επιβλήθηκε ήταν εύλογα επιτρεπτή.

(4) Κεφαλαιουχικές εκπτώσεις διαμερισμάτων για τα χρόνια 1985-1989 και 1991

Η αιτήτρια υπέβαλε ότι ο καθ’ου η αίτηση άσκησε την κρίση του με ανεπίτρεπτα αντιφατικό τρόπο, αφού ενώ επέτρεψε για το 1990 κεφαλαιουχική έκπτωση από το φορολογητέο εισόδημα της, αρνήθηκε να πράξει το ίδιο για τα χρόνια 1985-1989 και 1991 ενώ ίσχυε η ίδια κατάσταση πραγμάτων, χωρίς να δοθεί οποιαδήποτε εξήγηση.

Είναι η θέση του καθ’ου η αίτηση ότι δεν προχώρησε στην παραχώριση κεφαλαιουχικών εκπτώσεων για τα χρόνια 1985-1989 και 1991 ενεργώντας σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 48 του Νόμου, γιατί για τα χρόνια 1985-1989 εκτός από τα ενοίκια η αιτήτρια είχε εισοδήματα από την ενοικίαση των κρεβατιών και ομπρέλλων, ενώ για το 1991 είχε εισοδήματα από τη διαχείριση διαμερισμάτων και καταστήματος πώλησης ειδών σουβενίρ, χωρίς να υποβάλει προς τούτο εξελεγμένους λογαριασμούς.

Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι κεφαλαιουχικές εκπτώσεις δεν μπορούν να παραχωρηθούν σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 51 του Νόμου, όταν δεν παρουσιάζονται από τον φορολογούμενο εξελεγμένοι λογαριασμοί που δείχνουν την πραγματική εικόνα των δραστηριοτήτων του φορολογούμενου. (Ίδε Rainbow v. Republic (1984) 3 C.L.R. 846, Θεόδωρος Χριστοφή και Σία Λτδ ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 427).

Η εισήγηση ότι ο καθ’ ου η αίτηση ενήργησε με αντιφατικό τρόπο γιατί παραχώρησε κεφαλαιουχικές εκπτώσεις για τα διαμερίσματα για το 1991 δεν υποστηρίζεται από τα γεγονότα. Οι εκπτώσεις είχαν παραχωρηθεί για το 1990 γιατί η αιτήτρια δεν είχε άλλα εισοδήματα το 1990.  Οι κεφαλαιουχικές εκπτώσεις που της παραχωρήθηκαν για τα χρόνια που είχε και άλλα εισοδήματα βασίστηκαν στην έκδοση φορολογίας μετά από ένσταση που είχε ως σκοπό την είσπραξη της φορολογίας που δεν είχε αμφισβητηθεί.

(5) Οι φορολογίες είναι καταστρεπτικής φύσης

Η αιτήτρια υπέβαλε ότι η φορολόγηση της με ποσό πέραν των £60.000 είναι καταστρεπτικής φύσης αφού το ποσό είναι εξαιρετι[*548]κά υπερβολικό και πολλαπλάσιο των εισοδημάτων της.  Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιασθεί που αναφέρονται στα εισοδήματα της αιτήτριας, ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.  Η επιβληθείσα φορολογία σε σχέση με τα εισοδήματα της αιτήτριας και τη σχετική απόφαση του καθ’ου η αίτηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι καταστρεπτικής ή απαγορευτικής φύσης.

Η προσφυγή απορρίπτεται με £400 έξοδα σε βάρος της αιτήτριας.

Η�προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο