Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου και Άλλη, Αντέννα T.V. Λτδ ν. (Αρ. 2) (2001) 4 ΑΑΔ 565

(2001) 4 ΑΑΔ 565

[*565]20 Ιουλίου, 2001

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚA ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤAΓΜΑΤΟΣ

ΑΝΤΕΝΝΑ Τ.V. ΛΤΔ,

Αιτητές,

ν.

1.    ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΚΑΙ/ Ή

2.    ΕΙΔΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ

   ΚΥΠΡΟΥ (ΑΡ. 2),

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1352/2000)

 

Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές Αρχές ― Δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης ― Η απαίτηση ακρόασης του πειθαρχικώς διωκομένου όχι μόνο αναφορικά με την ενοχή του αλλά και ως προς την ποινή που πρόκειται να του επιβληθεί.

Διοικητικό Δίκαιο ― Το αξίωμα της αναδρομικής ισχύος των κανόνων διαδικαστικής ή δικονομικής φύσης ― Εφαρμόζεται και στις πειθαρχικές διαδικασίες, λόγω της διαφοροποίησής τους από τις ποινικές υποθέσεις.

Ραδιοφωνικοί και Τηλεοπτικοί Σταθμοί ― Οι περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμοί του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000) ― Αναδρομική εφαρμογή τους λόγω της φύσης τους ― Περιστάσεις της παράλειψης εφαρμογής των Κανονισμών στην κριθείσα περίπτωση ― Συνέπειες.

Οι αιτητές προσέβαλαν την σε βάρος τους επιβολή προστίμου Λ.Κ.1000 για κατ’ ισχυρισμόν παράβαση εκ μέρους τους του Άρθρου 26(2) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Ν.7(Ι)/98).

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

[*566]1.      Το επιχείρημα των αιτητών ότι έχει παραβιαστεί το δικαίωμα ακρόασής τους ευσταθεί.

Η ανάγκη παροχής του δικαιώματος ακρόασης σε άτομα που αντιμετωπίζουν πειθαρχική δίκη, όχι μόνο αναφορικά με την ενοχή τους, αλλά και ως προς την ποινή που πρόκειται να τους επιβληθεί, έχει τονιστεί από τη νομολογία.

2.  Η προσβαλλόμενη πράξη θα πρέπει όμως να ακυρωθεί και για ένα ακόμα λόγο.  Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα η Αρχή αποφάσισε να μην εφαρμόσει τις πρόνοιες των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000, Κ.Δ.Π. 10/2000.  Κατά την υποβολή του παράπονου οι Κανονισμοί δεν ίσχυαν, αφού τέθηκαν σε ισχύ από 28.1.2000. Ίσχυαν όμως την 9.2.2000, κατά την οποία η Αρχή αποφάσισε όπως η υπόθεση παραπεμφθεί σε ακρόαση.  Μετά τη ψήφιση των πιο πάνω Κανονισμών, η Αρχή όφειλε εφαρμόζοντάς τους να ορίσει ερευνώντα λειτουργό ο οποίος, σύμφωνα με τον Κανονισμό 42 θα έπρεπε να υποβάλει αιτιολογημένο πόρισμα. 

Η Κ.Δ.Π. 10/2000, ως διαδικαστικής ή δικονομικής φύσης, έχει αναδρομική ισχύ. 

Η τελική εκτελεστή διοικητική πράξη πρέπει να είναι σύμφωνη προς τους τύπους και τη διαδικασία την οποία θεσπίζει ο κατά την τελείωση της πράξης ισχύον νόμος. 

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Kyprianou v. Public Service Commission (1973) 3 C.L.R. 206,

Fisentzides v. Republic (1971) 3 C.L.R. 80,

Morsis v. Republic, 4 R.S.C.C. 133,

Ιωνά v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 23/2000, ημερ. 30.1.2001,

Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 323,

Constantinou v. CY.T.A. (1980) 3 C.L.R. 243,

Θεοδωρίδης v. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου (1989) 3 Α.Α.Δ. 1457,

[*567]Georghiades v. Republic (1969) 3 C.L.R. 396.

Προσφυγή.

Προσφυγή από τους αιτητές κατά της απόφασης ημερ. 13.9.2000 με την οποία οι καθ’ ων η αίτηση τους επέβαλαν πρόστιμο ύψους £1.000, για κατ’ ισχυρισμόν παράβαση του Άρθρου 26(2) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου, του 1998, Ν.7(Ι)/98.

Α. Κωνσταντίνου, για τους Αιτητές.

Ν. Χαραλάμπους, για τους Καθ΄ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

NIKOΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Οι αιτητές, που είναι εγγεγραμμένη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, είναι ιδιοκτήτες τηλεοπτικού και ραδιοφωνικού σταθμού.  Στις 13.9.2000, οι καθ’ ων η αίτηση τους επέβαλαν πρόστιμο ύψους £1.000, για κατ’ ισχυρισμόν παράβαση του άρθρου 26(2) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου, του 1998, Ν.7(Ι)/98.  Το πρόστιμο επιβλήθηκε ύστερα από παράπονο για παράβαση της αρχής της αντικειμενικότητας. Με την παρούσα προσφυγή αξιώνεται ακύρωση της πιο πάνω απόφασης.

Της επιβολής προστίμου είχε προηγηθεί επιστολή των καθ’ ων η αίτηση (στο εξής «η Αρχή») ημερ. 27.8.1999, με την οποία πληροφορούσαν τους αιτητές για την υποβολή καταγγελίας και εναντίον τους, από τον τότε πρέσβη της Κύπρου στην Αίγυπτο Χαρ. Καψό, για πιθανή παράβαση των άρθρων 26(1)(ε) και 26(2) του Νόμου 7(Ι)/98

Οι αιτητές στις 30.8.1999 απέρριψαν τις καταγγελίες, τονίζοντας ότι το ρηθέν άτομο είχε, χωρίς αποτέλεσμα, προσκληθεί επανειλημμένα από τους ίδιους για να δώσει τη δική του εκδοχή.  Είχαν επίσης ανταποκριθεί σε επιστολή του για παράδοση αντιγράφων συγκεκριμένων εκπομπών των δελτίων ειδήσεων. 

Η Αρχή με επιστολή της ημερ. 3.2.2000 κάλεσε τους αιτητές να παραστούν κατά την ακρόαση της υπόθεσης εναντίον τους που θα πραγματοποιόταν στις 9.2.1999. Στις 17.2.2000 οι αιτητές απάντησαν ότι δεν θα παρίσταντο στην ακρόαση της υπόθεσης, επαναλαμβάνοντας ότι είχαν δώσει, χωρίς αποτέλεσμα, κάθε ευκαιρία στον κ. Καψό.

[*568]Μετά την ερήμην των αιτητών ακρόαση, η Αρχή με επιστολή ημερ. 2.10.2000, τους πληροφόρησε ότι στις 13.9.2000 κατέληξε ότι, τόσο οι αιτητές, όσο και άλλοι τηλεοπτικοί και ραδιοφωνικοί σταθμοί, είχαν παραβεί το άρθρο 26(2) και ειδικότερα την αρχή της αντικειμενικότητας και γι’ αυτό τους επέβαλε διοικητικό πρόστιμο ύψους £1.000.  Καταγγελία του ίδιου παραπονουμένου για κατ’ ισχυρισμόν εκ μέρους των αιτητών παράβαση του άρθρου 26(1)(ε) του Νόμου περί παραβίασης του σεβασμού της προσωπικότητας, της υπόληψης και του ιδιωτικού βίου του ατόμου, καθώς και ισχυρισμός ότι δεν του είχε δοθεί η δυνατότητα απάντησης, απορρίφθηκε. Τονίστηκε αντίθετα ότι του προσφέρθηκε εύλογη ευκαιρία να ακουστεί. Η Αρχή επέβαλε την πιο πάνω ποινή στους αιτητές, χωρίς να τους καλέσει να ακουστούν προς μετριασμό της ποινής. 

Οι αιτητές ισχυρίζονται μεταξύ άλλων ότι οι καθ’ ων η αίτηση εσφαλμένα και κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης δεν τους κάλεσαν πριν την επιβολή της ποινής να εκθέσουν τις απόψεις τους προς μετριασμό της ποινής.  Οι καθ’ ων η αίτηση υπέβαλαν ότι οι αιτητές άσκησαν το δικαίωμά τους να ακουστούν, θέτοντας ενώπιον της Αρχής όλα τα στοιχεία και γεγονότα που έκριναν ότι θα βοηθούσαν την υπόθεσή τους. Άνκαι οι καθ’ ων η αίτηση παραδέχονται ότι με βάση νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθιερώθηκε ως αρχή στο πειθαρχικό δίκαιο να ακούεται ο ενδιαφερόμενος και πριν την επιβολή της πειθαρχικής ποινής, υποστηρίζουν ότι όπου ο νομοθέτης θέλησε να τηρείται μια τέτοια διαδικασία, το καθόρισε ρητά.

Το επιχείρημα των αιτητών ότι έχει παραβιαστεί το δικαίωμα ακρόασής τους ευσταθεί. Στην υπόθεση Kyprianou v. Public Service Commission (1973) 3 C.L.R. 206, 223, 224, αποφασίστηκε ότι  η παράλειψη της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας να ακούσει τον αιτητή, κατά τη διάρκεια εκδίκασης πειθαρχικής εναντίον του διαδικασίας, προς επιμέτρηση της ποινής, της στέρησε της ουσιώδους ευκαιρίας να γνωρίσει τη θέση του πειθαρχικά διωκόμενου, μετά που βρέθηκε ένοχος για τα συγκεκριμένα πειθαρχικά αδικήματα (βλέπε επίσης Fisentzides v. Republic (1971) 3 C.L.R. 80).  H επιβολή της ποινής ακυρώθηκε, ως απόφαση που λήφθηκε διά της άσκησης με λανθασμένο τρόπο της σχετικής διακριτικής εξουσίας.

Η ανάγκη παροχής του δικαιώματος ακρόασης σε άτομα που αντιμετωπίζουν πειθαρχική δίκη, όχι μόνο αναφορικά με την ενοχή τους, αλλά και ως προς την ποινή που πρόκειται να τους επιβληθεί, τονίστηκε και στην υπόθεση Morsis v. Republic, 4 R.S.C.C. 133, 137, 138 και Fisentzides v. Republic (1971) 3 C.L.R. 80, 85.

[*569]

Θα πρέπει να σημειώσω ότι η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την υπόθεση Ιωνά ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 23/2000, ημερ. 30.1.2001, όπου το Δικαστήριο κατέληξε ότι μη κλήση του πειθαρχικώς διωκόμενου πριν την επιβολή ποινής, δεν έβλαψε καθ’ οιονδήποτε τρόπο τα  δικαιώματά του, αφού του επιβλήθηκε η χαμηλότερη προβλεπόμενη ποινή, η ποινή της επίπληξης.  Εξάλλου θα πρέπει να σημειωθεί ότι το θέμα δεν είχε εγερθεί στην περίπτωση εκείνη και οι παρατηρήσεις του Δικαστηρίου ήταν αναφορά εν παρόδω (obiter).

Η προσβαλλόμενη πράξη θα πρέπει όμως να ακυρωθεί και για ένα ακόμα λόγο.  Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα η Αρχή αποφάσισε να μην εφαρμόσει τις πρόνοιες των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000, Κ.Δ.Π. 10/2000.  Κατά την υποβολή του παράπονου οι Κανονισμοί δεν ίσχυαν, αφού τέθηκαν σε ισχύ από 28.1.2000. Ίσχυαν όμως την  9.2.2000, κατά την οποία η Αρχή αποφάσισε όπως η υπόθεση παραπεμφθεί σε ακρόαση.  Μετά τη ψήφιση των πιο πάνω Κανονισμών, η Αρχή όφειλε εφαρμόζοντάς τους να ορίσει ερευνώντα λειτουργό ο οποίος, σύμφωνα με τον Κανονισμό 42 θα έπρεπε να υποβάλει αιτιολογημένο πόρισμα. 

Η Κ.Δ.Π. 10/2000, ως διαδικαστικής ή δικονομικής φύσης, έχει αναδρομική ισχύ (Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 323, 337 και Constantinou v. C.Y.T.A. (1980) 3 C.L.R. 243,  255). 

Στην υπόθεση Θεοδωρίδης ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου (1989) 3 Α.Α.Δ. 1457, 1467, τονίστηκε ότι η νομική θέση ότι η αρχή nullum delictum sine lege που περιέχεται στο Άρθρο 12.1 του Συντάγματος δεν εφαρμόζεται στην πειθαρχική διαδικασία εδράζεται στην εγγενώς διαφορετική φύση του ποινικού αδικήματος από το πειθαρχικό (Georghiades v. Republic (1969) 3 C.L.R. 396).

Σύμφωνα με το σύγγραμμα του Μ. Στασινόπουλου, Το Δικαίωμα της Υπερασπίσεως ενώπιον των Διοικητικών Αρχών, 1974, σελ. 189, 190, εφαρμοστέες εκάστοτε είναι οι περί τύπων και διαδικασίας διατάξεις που βρίσκονται εν ισχύϊ κατά την ημερομηνία κατά την οποία τελειούται η διοικητική πράξη και όχι αυτές που ισχύουν κατά την ημερομηνία κατά την οποία ζητήθηκε από τον ενδιαφερόμενο η έκδοσή της, ούτε εκείνες που ισχύουν κατά την έναρξη της διαδικασίας ή της τυχόν προβλεπόμενης σύνθετης διοικητικής ενέργειας. Ούτε έστω οι ισχύουσες κατά τι χρονικό σημείο που βρίσκε[*570]ται στο μέσο της διαδρομής της διοικητικής αυτής διαδικασίας.  Η τελική εκτελεστή διοικητική πράξη πρέπει να είναι σύμφωνη προς τους τύπους και τη διαδικασία την οποία θεσπίζει ο κατά την τελείωση της πράξης ισχύον νόμος. Στο ίδιο σύγγραμμα τονίζεται ότι οι διέποντες το δικαίωμα της υπεράσπισης ή ακρόασης κανόνες είναι κανόνες διαδικαστικοί και ακολουθώντας τον πιο πάνω κανόνα ως προς την ισχύ των νόμων των θεσπιζόντων τύπους και διαδικασία στην παραγωγή των δοιηκητικών πράξεων, δεχόμαστε ότι ο νόμος που τυχόν θεσπίζει το δικαίωμα της ακρόασης ή δικαιώματα υπεράσπισης γενικώς, έχει, κατά ένα τρόπο, ισχύν επίσης ιδιορρύθμως αναδρομική.  Εφαρμόζεται δηλαδή όχι μόνο στις διαδικασίες που κινούνται μετά την έναρξη της ισχύος του, αλλά και στις διαδικασίες που έχουν ήδη κινηθεί  πριν από αυτή, αλλά κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του, δεν έχουν ακόμα τερματιστεί. 

Εν όψει των πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται, με έξοδα εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η�προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο