Ξενίδης Ξενής και Άλλος ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (2001) 4 ΑΑΔ 856

(2001) 4 ΑΑΔ 856

[*856]24 Σεπτεμβρίου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(Υπόθεση Αρ. 1595/1999)

ΞΕΝΗΣ ΞΕΝΙΔΗΣ,

Αιτητής,

ν.

ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ων η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 208/2000)

ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΗ,

Αιτητής,

ν.

ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ων η αίτηση.

(Υποθέσεις Αρ. 1595/1999, 208/2000)

 

Έννομο Συμφέρον ― Υπαλλήλου που αφυπηρέτησε οικειοθελώς να συνεχίσει την προώθηση προσφυγής κατά προαγωγής που διενεργήθηκε προ της αφυπηρέτησης.

Διοικητική Πράξη ― Παραίτηση από δικαίωμα προσβολής διοικητικής πράξης ή/και αποδοχή της πράξης ― Προϋποθέσεις ― Δεν στοιχειοθετήθηκε ούτε παραίτηση ούτε αποδοχή στην κριθείσα περίπτωση προαγωγών στην Α.ΤΗ.Κ.

Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Κριτή[*857]ρια ― Περιστάσεις εφαρμογής τους στην κριθείσα περίπτωση ― Ειδικά η σύσταση του Γενικού Διευθυντή ― Οι προαγωγές ακυρώθηκαν μερικώς.

Οι αιτητές προσέφυγαν κατά της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών σε Υποδιευθυντές Τεχνικού Προσωπικού.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, εν μέρει ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Είναι νομολογημένο πως για να τίθεται θέμα παραίτησης από δικαίωμα ή αποδοχής πράξης που να εξαλείφει το έννομο συμφέρον για άσκηση προσφυγής, πρέπει αυτές να είναι ελεύθερες και ανεπιφύλακτες.  Εφόσον  προτείνονται δε ως συναγόμενες από τη συμπεριφορά και δεν είναι ρητές, να προκύπτουν από αυτή κατά τρόπο που δεν αφήνει αμφιβολίες.

Δεν μπορεί να αποδοθεί στον αιτητή εν προκειμένω παραίτηση ή αποδοχή της φύσης που εισηγούνται οι καθ΄ων η αίτηση.  Τα στοιχεία δεν δείχνουν προς τέτοια κατεύθυνση, μάλιστα με τη βεβαιότητα που απαιτείται. Η ευδόκιμη αφυπηρέτηση, έστω εκουσία, όπως ήταν, δεν σήμαινε και απεμπόληση των ευρύτερων συμφερόντων του αιτητή από την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και το επανάνοιγμα της προοπτικής αναδρομικής προαγωγής του.  Κατά συνέπεια ο αιτητής νομιμοποιείται στην προώθηση της προσφυγής.

2.  Οι προαγωγές στην Αρχή γίνονται με κριτήριο την επίδοση, απόδοση και την εν γένει ουσιαστική καταλληλότητα και πραγματικά δεν υφίσταται βάση στα παράπονα σε σχέση με την επιλογή των  Μ. Καρλεττίδη και Α. Ριρή.  Είναι, βέβαια, νεότεροι των αιτητών και η αρχαιότητα μπορεί να συνυπολογιστεί ως στοιχείο της ουσιαστικής καταλληλότητας.  Αναδεικνύεται όμως σταθερή υπεροχή τους σε σχέση με την επίδοση και απόδοσή τους όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις βαθμολογίες τους στις υπηρεσιακές εκθέσεις. Προκύπτει πρόσδοση σημασίας στην υπέρτερη αξία τους όπως αυτή διαπιστώνεται διαχρονικά και δεν μπορεί να καταλογιστεί σφάλμα στην επιλογή τους ιδίως όταν συνυπολογιστεί πως οι κενές θέσεις βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία.

3.  Δεν ισχύουν τα ίδια στην περίπτωση του ενδιαφερομένου προσώπου Μ. Κωνσταντίνου.  Είναι αρχαιότερος από τον Κ. Γιαννή αλλά δεν μπορεί να είναι ασυνεπής προς το σύνολο της προσέγγισης η σημασία αυτού του στοιχείου.  Άλλωστε ο Ξ. Ξενίδης είναι κατά πολύ αρχαιότερός του.  Βάσιμη παρίσταται και η εισήγηση πως τα ακα[*858]δημαϊκά προσόντα των αιτητών ήταν υπέρτερα από τα δικά του.

Ο Γενικός Διευθυντής ήταν πράγματι πληθωρικός κατά την περιγραφή των ατομικών χαρακτηριστικών και ικανοτήτων του Μ. Κωνσταντίνου.  Τον κατατάσσει στην πρώτη από τις τρεις κατηγορίες των υποψηφίων ως καταφανώς υπερέχοντα.

Εν τούτοις, ενώ πράγματι φαίνεται πως και ο Μ. Κωνσταντίνου είναι αξιόλογος λειτουργός, οι βαθμολογίες του δεν αναδεικνύουν την υπεροχή στην οποία αναφέρθηκε ο Γενικός Διευθυντής.

4.  Οι προσφυγές επιτυγχάνουν εν μέρει.  Οι προαγωγές των Μ. Καρλεττίδη και  Α. Ριρή επικυρώνονται.  Η προαγωγή του Μ. Κωνσταντίνου ακυρώνεται.  Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

Διαταγή ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Καζάνου v. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (2001) 3 Α.Α.Δ. 293,

Καλός v. Δημοκρατίας (1985) 3 C.L.R. 135,

Παπαγιώργης v. Α.Η.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 563,

Πατσαλοσαββή-Λεοντίου v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 70,

Χριστοδούλου v. Α.ΤΗ.Κ., Υπόθ  Αρ. 1042/97, ημερ. 19.11.1999,

Γρηγορίου v. Δήμου Λευκωσίας (Αρ.1) (1991) 4 Α.Α.Δ. 3005,

Δήμος Λευκωσίας v. Γρηγορίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 191,

Παπακώστα v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 936/97, ημερ. 30.6.1998,

Πέτρου κ.ά. v. Α.ΤΗ.Κ. (1997) 4(Ε) Α.Α.Δ. 3271,

Γεωργίου κ.ά. v. Α.ΤΗ.Κ. (1997) 4(Ε) Α.Α.Δ. 3240,

Κωνσταντίνου κ.ά. v. A.TH.K. (1997) 4(Ε) Α.Α.Δ. 3279,

Demetriou a.o. v. Republic (1984) 3 C.L.R. 432,

Ξενίδης v. Α.ΤΗ.Κ., Υπόθ. Αρ. 1289/99, ημερ. 24.4.2001,

[*859]

Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου v. Δαμιανού (2001) 3 Α.Α.Δ. 247.

Προσφυγές.

Συνεκδικαζόμενες προσφυγές των αιτητών κατά της προαγωγής τριών ενδιαφερομένων μερών στη θέση Υποδιευθυντή Τεχνικού Προσωπικού στην Α.ΤΗ.Κ.

Α. Ευσταθίου, για τον Αιτητή στην Υπ. Αρ. 1595/99.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή στην Υπ. Αρ. 208/00.

Κ. Χ”Ιωάννου, για τους Καθ΄ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, ημερομηνίας 23.11.99, τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Μ. Καρλεττίδης, Μ. Κωνσταντίνου και Α. Ριρής προάχθηκαν στη θέση  Υποδιευθυντή Τεχνικού Προσωπικού. Οι αιτητές ήταν προσοντούχοι υποψήφιοι και προσβάλλουν τις προαγωγές. Οι προσφυγές συνεκδικάστηκαν.

Οι καθ΄ων η αίτηση εισηγούνται πως ο αιτητής Ξ. Ξενίδης απώλεσε το έννομο συμφέρον του και προτείνουν την απόρριψη της προσφυγής του ως απαράδεκτης.  Αυτό θα είναι το πρώτο θέμα που θα εξετάσω.  Η εισήγηση έχει στη βάση της το γεγονός ότι ο αιτητής οικειοθελώς αφυπηρέτησε στις 28.2.01, εκκρεμούσας δηλαδή της προσφυγής του, αφού έτυχε του ευεργετήματος της ευδόκιμης αφυπηρέτησης.  Της αποζημίωσης δηλαδή που προβλέπεται για την περίπτωση.  Παραπέμπουν συναφώς στην αίτηση του αιτητή, με την αποδοχή της οποίας διακόπηκε ο δεσμός του με την υπηρεσία:

“Ο υπογεγραμμένος Ξενής Ξενίδης (1758) με την παρούσα μου υποβάλλω την ανέκκλητη απόφασή μου ν΄αφυπηρετήσω πρόωρα, από την 28.2.2001, από την υπηρεσία της Αρχής νοουμένου ότι θα τύχω του ευεργετήματος της ευδόκιμης περατώσεως της σταδιοδρομίας μου, που προνοείται στους Περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικούς Κανονισμούς.  Το ποσό το οποίο συμφωνώ ότι θα μου χορηγηθεί ως αποζημίωση για την ευδόκιμη αφυπηρέτησή μου, πέραν των νομίμων απολαβών και συνταξιοδοτικών μου ωφελημάτων, θα είναι και πρέπει να είναι Λ.Κ. £50.000, που είναι χαμηλότερο από το προβλεπόμενο [*860]στον Κανονισμό 21(1) (στ) των εν λόγω Κανονισμών.

Επίσης, δηλώνω ανέκκλητα ότι παραιτούμαι από κάθε δικαίωμα να προσφύγω στο Ανώτατο Δικαστήριο με αίτηση ακυρώσεως για ακύρωση από το Δικαστήριο της απόφασης της Αρχής για καταβολή του ποσού που θα μου χορηγηθεί ως αποζημίωση για την ευδόκιμη αφυπηρέτησή μου.”

Επικαλούνται το πιο κάτω απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 263, υπογραμμίζοντας το τελευταίο εδάφιο, σε σχέση με τη δυνατότητα προσβολής μετάθεσης.

“Παρεπεσούσα έξοδος του υπαλλήλου εκ της υπηρεσίας δεν στερεί τον υπάλληλο της νομιμοποιήσεως προς προσβολή πράξεως αφορώσης εις την υπηρεσιακήν του κατάστασιν, εφ΄όσον διατηρεί έννομο προς τούτο συμφέρον. Ούτω νομιμοποιείται υπάλληλος απομακρυνθείς της υπηρεσίας, προς προσβολήν παραλείψεως από προαγωγής, οσάκις η υποχρέωσις προς διενέργειαν της προαγωγής υφίστατο παρά τη Διοικήσει, προ της λύσεως της υπαλληλικής σχέσεως, ή προς ακύρωσιν πράξεως μειούσης τας αποδοχάς αυτού, εφ΄όσον συνεπεία της παραλείψεως εκείνης θα λαμβάνη μειωμένην σύνταξιν. Δεν διατηρεί όμως έννομον συμφέρον υπάλληλος εξελθών της υπηρεσίας λόγω παραιτήσεως προς προσβολήν πράξεων μεταθέσεων συναδέλφων του κατά παράλειψιν του ιδίου.”

Επίσης, την απόφαση της Ολομέλειας στην Ανδρέα Καζάνου ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (2001) 3 Α.Α.Δ. 293. Ο υπάλληλος είχε διεκδικήσει αναβάθμιση σε ανώτερη θέση και κρίθηκε πως η άρνηση ήταν νόμιμη αφού δεν είχε τα απαιτούμενα προσόντα. Και εκεί ο υπάλληλος είχε οικειοθελώς αποχωρήσει πρόωρα από την υπηρεσία ως ευδοκίμως αφυπηρετήσας και προστέθηκε η παρατήρηση πως “αφού έτυχε του ευεργετήματος της πρόωρης αφυπηρέτησης επανήλθε για να διεκδικήσει και την προαγωγή του”.  Αυτά, κατά τους καθ΄ων η αίτηση, αποτελούν αρνητικά σχόλια με σημασία.

Δεν ισχυρίζονται οι καθ΄ων η αίτηση πως το σημαντικό είναι η αφυπηρέτηση η ίδια. Διακρίνουν την περίπτωση από εκείνη της αναγκαστικής αφυπηρέτησης. Δεν θεωρούν δηλαδή πως η με τέτοιο τρόπο διακοπή του δεσμού με την υπηρεσία εξαφανίζει το έννομο συμφέρον για ακύρωση προαγωγής την οποία νομίμως διεκδικεί και ο ίδιος αναδρομικά.  Κρίσιμο, στο πλαίσιο της εισήγησής τους, είναι το οικειοθελές της παραίτησης.  Αυτή, όπως υποστηρίζουν, [*861]επάγεται παραίτηση όχι από μερικά αλλά από όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου.  Με την εξαίρεση εκείνων που “αποκρυσταλλώνονται και ενεργοποιούνται μόνο κατά τη λύση της υπαλληλικής ιδιότητάς του δηλαδή τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα”. Εκτός εάν, όπως επεξηγούν, ο υπάλληλος τα επιφυλάξει.  Πράγμα το οποίο δεν έκαμε εδώ ο αιτητής.  Οι καθ΄ων η αίτηση βλέπουν και περαιτέρω πρόβλημα, ως εξής:

“Πρόσθετα όμως ο αιτητής αποζημιώθηκε με το ποσόν των ΛΚ.50.000 που ο ίδιος συμφώνησε να λάβει. Η αποζημίωση αυτή δίδεται για να τον αποζημιώσει για την απώλεια των εκ της υπηρεσίας ωφελημάτων που θα είχε αν συνέχιζε την καριέρα του στην Αρχή (που περιλαμβάνει μισθούς, προσαυξήσεις, προαγωγές κλπ).  Αφού λοιπόν ο αιτητής αποζημιώθη, διακόπηκε και το έννομο συμφέρον του να προσβάλει τις προαγωγές των συναδέλφων του.

Η ευδόκιμος αφυπηρέτηση από την υπηρεσία της Αρχής επέρχεται κατόπιν αμοιβαίας συμφωνίας Αρχής και υπαλλήλου καν.10Α και η αποκρυστάλλωση των πραγματικών δεδομένων με βάση τα οποία γίνεται αυτή η συμφωνία γίνεται με την υποβολή της ανέκκλητης δήλωσης (παρ. Ψ) και την αποδοχή της από την Αρχή.

Ενδεχόμενα η Αρχή να μην συμφωνούσε αν ο αιτητής διευκρίνιζε ότι διατηρεί το δικαίωμα να προσβάλλει προαγωγές συναδέλφων του (είτε τους έχει ήδη προσβάλει είτε όχι) διότι αυτό ενδεχόμενα θα συνεπάγετο πρόσθετο έξοδο από το συμφωνηθέν ποσό των ΛΚ50.000 και τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα του αιτητή με το μισθό και βαθμό που αφυπηρετούσε.  Συνιστά δηλαδή η συνέχιση της προσφυγής και του εννόμου συμφέροντος, παραβίαση και της αρχής της καλής πίστης.”

Ο αιτητής εισηγείται πως και παραίτηση από το δικαίωμα προαγωγής ή προσφυγής να υπήρχε, αυτή θα ήταν ανίσχυρη αφού αυτά τα δικαιώματα είναι δημόσια, συναρτημένα προς το δημόσιο συμφέρον.  Και, περαιτέρω, ότι η αίτησή του για πρόωρη αφυπηρέτηση και η αποδοχή της αποζημίωσης δεν συνδέεται με την προσδοκία που είχε για αναδρομική προαγωγή.  Παραπέμπει στην απόφαση του Λώρη Δ. στην Καλός ν. Δημοκρατίας (1985) 3 C.L.R. 135 και στην απόφαση της Ολομέλειας στις Παπαγιώργης ν. Α.Η.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 563 και Πατσαλοσαββή-Λεοντίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 70.  Επίσης, σε σχέση με την τελευταία παράγραφο της αί[*862]τησής του για πρόωρη αφυπηρέτηση, στην απόφαση του Νικήτα Δ. στην Χριστοδούλου ν. Α.ΤΗ.Κ., Υπόθ. Αρ. 1042/97, ημερομηνίας 19.11.99 πως “το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο δεν είναι παραιτητό”. Και, για το ίδιο θέμα, στην απόφαση του Στυλιανίδη Δ. στη Γρηγορίου ν. Δήμου Λευκωσίας (Αρ. 1) (1991) 4 Α.Α.Δ. 3005 η οποία, πρέπει να σημειωθεί, ανετράπη κατ΄έφεση πάνω σε διαφορετική βάση. (Βλ. Δήμος Λευκωσίας ν. Γρηγορίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 191).  Κατά τα λοιπά επισημαίνουν πως εδώ ο αιτητής δεν άσκησε την προσφυγή του “απομακρυνθείς της υπηρεσίας” αλλά πολύ πριν από την απομάκρυνσή του, με προσδοκία την αναδρομική προαγωγή και, σε αυτή τη βάση, αναδιαμόρφωση των δικαιωμάτων του σε μισθούς, σύνταξη αλλά και αποζημίωση.  Στοιχείο διαφοροποιητικό και της υπόθεσης Καζάνος (ανωτέρω), πέρα από το ότι η παρατήρηση της Ολομέλειας που αναφέρθηκε ήταν “παρεμπίπτουσα”. Εκεί ο υπάλληλος επανήλθε για να διεκδικήσει προαγωγή αφού είχε αφυπηρετήσει.

Εναρκτήρια πρέπει να είναι η αποδοχή πως αυτή καθ’ εαυτήν η αφυπηρέτηση δεν επηρεάζει το έννομο συμφέρον για προώθηση  προσφυγής ως η παρούσα.  Και, συνεπώς, το απόσπασμα από τα Πορίσματα που επικαλέστηκαν οι καθ΄ων η αίτηση, δεν προωθεί ούτως η άλλως τη θέση τους. Ζητούμενο είναι αν η κατάσταση διαφοροποιείται στην περίπτωση πρόωρης οικειοθελούς αφυπηρέτησης, όταν μάλιστα εισπράχθηκε γι΄αυτό συμφωνηθείσα αποζημίωση.  Αλλά και ως προς αυτό οι εισηγήσεις των καθ΄ων η αίτηση δεν συναρτώνται προς την ίδια τη διακοπή του υπαλληλικού δεσμού, έστω οικειοθελούς, αλλά στις περιστάσεις κάτω από τις οποίες αυτός έγινε.  Εξ ού και τα επιχειρήματά τους διαμορφώνονται κατ΄επίκληση της παράλειψης του αιτητή να επιφυλάξει τα δικαιώματά του για προώθηση της προσφυγής. Αυτό είναι που απολήγει να είναι το καθοριστικό, στο πλαίσιο της εισήγησής τους, κατά σύνδεση και προς τη δυνατότητα που θα είχε σε τέτοια περίπτωση η αρχή να μή δεχτεί την ευδόκιμη αφυπηρέτησή του.

Είναι νομολογημένο πως για να τίθεται θέμα παραίτησης από δικαίωμα ή αποδοχής πράξης που να εξαλείφει το έννομο συμφέρον για άσκηση προσφυγής, πρέπει αυτές να είναι ελεύθερες και ανεπιφύλακτες.  Εφόσον προτείνονται δε ως συναγόμενες από τη συμπεριφορά και δεν είναι ρητές, να προκύπτουν από αυτή κατά τρόπο που δεν αφίνει αμφιβολίες.  Η υπόθεση Παπακώστα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 936/97, ημερομηνίας 30.6.98 που επικαλέστηκαν επιπρόσθετα οι καθ΄ων η αίτηση είναι σχετική.  Επίσης οι υποθέσεις Πέτρου και Άλλων ν. Α.ΤΗ.Κ. (1997) 4(Ε) Α.Α.Δ. 3271, Γεωργίου κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ. (1997) 4(Ε) Α.Α.Δ. 3240 και Κωνστα[*863]ντίνου κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ. (1997) 4(Ε) Α.Α.Δ. 3279, οι οποίες μάλιστα αφορούσαν στη δυνατότητα διεκδίκησης ψηλότερης αποζημίωσης από υπαλλήλους που υπέβαλαν αίτηση για ευδόκιμη αφυπηρέτηση, όπως ο αιτητής στην παρούσα υπόθεση.  Μόνο που εδώ δεν συζητούμε αυτή τη δυνατότητα, δηλαδή της προσβολής της καθορισθείσας αποζημίωσης ως κατ΄ισχυρισμόν χαμηλότερης από την πράγματι οφειλόμενη.  Η παρούσα προσφυγή ανατρέχει στο παρελθόν και ενδεχόμενη επιτυχία της θα έχει επιπτώσεις ανεξάρτητες από το ύψος της αποζημίωσης.  Οπότε, δεν εξυπηρετεί η συζήτηση της υπόθεσης με αναφορά μόνο σε αυτή.  Ούτε η εξέταση του συσχετισμού που βλέπουν οι καθ΄ων η αίτηση, ενόψει της πρωτόδικης απόφασης στη Demetriou and Another v. Republic (1984) 3 C.L.R. 432, σε σχέση με τη φύση της αποζημίωσης, από φορολογικής άποψης. Όπως σημειώνεται από το Νικήτα Δ. στην Χριστοδούλου (ανωτέρω) “η εν λόγω αποζημίωση δεν επηρεάζει, ούτε συναρτάται, με τις άλλες νόμιμες απολαβές και την απονομή σύνταξης στον υπάλληλο”.  Όπως ακριβώς προκύπτει και από την ίδια την αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής.  Αυτή αναφέρεται, όπως είδαμε, σε αποζημίωση “πέραν των νομίμων απολαβών και συνταξιοδοτικών μου ωφελημάτων”.

Όταν ο αιτητής υπέβαλε την αίτησή του για ευδόκιμη αφυπηρέτηση εκκρεμούσε η παρούσα προσφυγή.  Εν γνώσει, βεβαίως, και των καθ’ ων η αίτηση.  Δεν έγινε αναφορά σ΄αυτή και δεν διακρίνω εξ αντικειμένου σύνδεσή της με την αξιοποίηση του σχεδίου το οποίο προσφερόταν για όλους τους υπαλλήλους, για ευδόκιμη αφυπηρέτηση.  Δεν είναι η θέση των καθ΄ων η αίτηση πως ενδεχόμενη αναδρομική προαγωγή του θα τον απέκλειε από το σχέδιο, ως εκ της θέσεως που ενδεχομένως θα κατελάμβανε.  Δεν μπορώ να αποδώσω στον αιτητή παραίτηση ή αποδοχή της φύσης που εισηγούνται οι καθ΄ων η αίτηση.  Τα στοιχεία δεν δείχνουν προς τέτοια κατεύθυνση, μάλιστα με τη βεβαιότητα που απαιτείται.  Δεν θεωρώ ότι η ευδόκιμη αφυπηρέτηση, έστω εκουσία, όπως ήταν, σήμαινε και απεμπόληση των ευρύτερων συμφερόντων του αιτητή από την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και το επανάνοιγμα της προοπτικής αναδρομικής προαγωγής του.  Καταλήγω ότι ο αιτητής νομιμοποιείται στην προώθηση της προσφυγής.

Το Συμβούλιο Προσωπικού και ο Γενικός Διευθυντής σύστησαν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Το Διοικητικό Συμβούλιο σημείωσε όσα, κατά τη γνώμη του, χαρακτήριζαν τους υποψηφίους και, με αναφορά στο σύνολο των δεδομένων, κατέληξε και το ίδιο πως πράγματι αυτά υπερείχαν.  Οι αιτητές θεωρούν πως όλες οι κρίσεις ήταν αναιτιολόγητες ή, στο βαθμό που εξάγεται αιτιολογία, πως αυ[*864]τή συγκρούεται προς τα στοιχεία των φακέλων.  Δεν ήταν, βέβαια, τόσο συνοπτικές οι αγορεύσεις αλλά αυτή είναι η ουσία τους, όπως την κατανοώ.  Και η κάθε πλευρά τονίζει όσα στοιχεία από τους φακέλους φαίνονται να ενισχύουν το ένα ή το άλλο από τα επί μέρους που θίγουν στο πιο πάνω πλαίσιο.  Ο αιτητής Ξ. Ξενίδης τη μεγάλη αρχαιότητά του έναντι όλων των ενδιαφερομένων προσώπων για να αντιπαραβάλουν οι καθ΄ων η αίτηση τη χαμηλότερη συγκριτικά βαθμολογία του στις υπηρεσιακές εκθέσεις, παραπέμποντας στην υπόθεση Ξενίδης ν. Α.ΤΗ.Κ., Υπ. Αρ. 1289/99, ημερομηνίας 24.4.01 στην οποία όμοιοι ισχυρισμοί του, για προηγούμενη προαγωγή άλλων στις ίδιες θέσεις, απορρίφθηκαν.  Και στην απόφαση της Ολομέλειας στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Δαμιανού (2001) 3 Α.Α.Δ. 247 στην οποία επικροτήθηκε τρόπος αιτιολόγησης παρόμοιος με τον παρόντα.  Το ίδιο και ο αιτητής Κ. Γιαννή σε σχέση με τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Μ. Καρλεττίδη και Ριρή έναντι των οποίων υστερεί σε βαθμολογία αλλά και πάλιν για να επικαλεστεί τη βαθμολογία του (και τα ακαδημαϊκά του προσόντα) στην περίπτωση του Μ. Κωνσταντίνου, ο οποίος είναι αρχαιότερός του.

Έχω ελέγξει όλα τα δεδομένα και, βέβαια, τις βαθμολογίες σε συνδυασμό με τον κατάλογο που ετοίμασε το Συμβούλιο Προσωπικού στον οποίο περιλήφθηκαν όλοι οι υποψήφιοι “κατά σειρά υπεροχής” με βάση το μέσο όρο της βαθμολογίας τους κατά τα τελευταία χρόνια.  Δεν νομίζω πως πρέπει να εμπλακώ σε λεπτομέρειες.  Οι προαγωγές στην Αρχή γίνονται με κριτήριο την επίδοση, απόδοση και την εν γένει ουσιαστική καταλληλότητα και πραγματικά δεν μπορώ να διακρίνω βάση στα παράπονα σε σχέση με την επιλογή των Μ. Καρλεττίδη και Α. Ριρή.  Είναι, βέβαια, νεότεροι των αιτητών και η αρχαιότητα μπορεί να συνυπολογιστεί ως στοιχείο της ουσιαστικής καταλληλότητας.  Αναδεικνύεται όμως σταθερή υπεροχή τους σε σχέση με την επίδοση και απόδοσή τους όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις βαθμολογίες τους στις υπηρεσιακές εκθέσεις. Προκύπτει πρόσδοση σημασίας στην υπέρτερη αξία τους όπως αυτή διαπιστώνεται διαχρονικά και δεν μπορεί να καταλογιστεί σφάλμα στην επιλογή τους ιδίως όταν συνυπολογίσουμε πως οι κενές θέσεις βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία.  Αλλά και σε σχέση με τα ιδιαίτερα ατομικά χαρακτηριστικά και ικανότητές τους που εξήρε ο Γενικός Διευθυντής  ή τη συνοπτική αποτίμηση της ποιότητας τους στο τέλος από το Διοικητικό Συμβούλιο, δεν διακρίνω αναντιστοιχία προς τη συγκριτική βαθμολογία τους ούτε προς τα ιδιαίτερα σχόλια που τη συνοδεύουν.  Δείχνουν ήδη διαμορφωμένη έκτοτε την υπεροχή τους στους κρίσιμους τομείς που εξειδικεύονται και δεν νομίζω πως δικαιολογείται στην περίπτωσή τους η εισήγηση πως, με τις προτάσεις που έγιναν, αναπλάστηκε η εικόνα κα[*865]τά παραγνώριση ή παράκαμψη των στοιχείων των φακέλων.

Για τον Α. Ριρή αναφέρονται τα ακόλουθα:

“Eίναι ένας εξαίρετος και αξιόπιστος συνεργάτης ο οποίος καθοδήγησε με τεράστια επιτυχία τη σχετικά νεοσύστατη ημιαυτόνομη μονάδα του, παρόλες τις αντίξοες συνθήκες στελέχωσης της με προσωπικό που ήταν αριθμητικά πλήρως ανεπαρκές σε σχέση με τις υπηρεσίες που διαχειρίζεται και το μέγεθος του δικτύου (με βάση διεθνή δεδομένα).  Κάτω από τέτοιες συνθήκες, τα αποτελέσματα του τμήματος του κρίνονται ως εξαιρετικά, υπερκαλύπτοντας τους αναπτυξιακούς στόχους των Κινητών Τηλεπικοινωνιακών Υπηρεσιών.  Διαθέτει εξαιρετικές ικανότητες αντίληψης και επικοινωνίας καθώς και επίσης εξαίρετες οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες, έχει δε καλλιεργήσει κλίμα συναντίληψης και συνεργασίας ανάμεσα στους συνεργάτες του.  Αντιλαμβάνεται πλήρως το ρόλο του ηγέτη της μονάδας του και ιδιαίτερα την καθοριστική του συμβολή στις επερχόμενες εξελίξεις”.

Για τον Μ. Καρλεττίδη αναφέρονται τα ακόλουθα:

“Είναι ένας εξαίρετος μηχανικός και προϊστάμενος με άρτια επαγγελματική κατάρτιση, και ένας καθόλα υποδειγματικός συνεργάτης.  Διαθέτει κριτικό μυαλό και παίρνει γρήγορα σωστές αποφάσεις.  Είναι ικανός να συντονίζει και να διεκπεραιώνει μια πληθώρα έργων και επιμέρους ενεργειών, ακόμη και πέραν των κανονικών του καθηκόντων, με απόλυτη επιτυχία και αξιοζήλευτα αποτελέσματα.  Διακρίνεται για τη διορατικότητα, την πρωτοβουλία και την αξιοπιστία του. Πρόκειται αναμφίβολα για ένα καθόλα εξαίρετο και πολύ αξιόλογο στέλεχος της υπηρεσίας με εξαιρετικές διοικητικές ικανότητες, στο οποίο η Αρχή μπορεί με σιγουριά να στηρίζεται για την επίτευξη των στόχων της.”

Για τον αιτητή Κ. Γιαννή αναφέρονται τα ακόλουθα:

“Είναι ένας πάρα πολύ καλός και αξιόπιστος συνεργάτης με σημαντική συμβολή στην επίτευξη των στόχων των Υπηρεσιών Δικτύου.  Εκτελεί με επιτυχία συντονιστικό ρόλο τόσο σε διατμηματικές επιτροπές, όσο και σε δραστηριότητες που απαιτούν συντονισμό μεταξύ Διευθύνσεων.  Επιδεικνύει καλές πρωτοβουλίες και διαθέτει πολύ καλές ικανότητες αντίληψης και επικοινωνίας.  Συνέχισε να εκτελεί πολύ ικανοποιητικά τα νέα του κα[*866]θήκοντα αποτελώντας ένα πολύτιμο συνεργάτη μέσα στη διεύθυνση. Διαθέτει πολύ καλές οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες. Παρόλη την ιεραρχικά δύσκολη θέση του, καταφέρνει να αντεπεξέρχεται πολύ ικανοποιητικά στις απαιτήσεις των καθηκόντων του στις επαφές του με όλους τους προϊστάμενους των τμημάτων της ΔΥΔ, ανεξάρτητα βαθμού”.

           

Για τον αιτητή Ξ. Ξενίδη τα ακόλουθα:

“Είναι ένας εξαιρετικός συνεργάτης με πολύ καλή συμβολή στην επίτευξη των αναπτυξιακών στόχων της Αρχής.  Είναι άρτια καταρτισμένος επαγγελματικά και διαθέτει άριστες ικανότητες γραπτής επικοινωνίας.  Συνεργάζεται αρμονικά και διαθέτει καλές οργανωτικές ικανότητες. Έχει πολύ ψηλά αναπτυγμένο το αίσθημα της ευθύνης το οποίο συνδυαζόμενο με τις οργανωτικές ικανότητες του τον κάνει δεκτικό στις αποφάσεις του από τους προϊσταμένους του και σεβαστό στους υφισταμένους του.  Είναι άριστος γνώστης των καθηκόντων και λειτουργιών του τομέα στον οποίο είναι τοποθετημένος.  Οργάνωσε με επιτυχία το νέο τμήμα Ανάπτυξης Δικτύων στις ΥΔΑ. Υλοποίησε το Αναπτυξιακό Πρόγραμμα πολύ ικανο-ποιητικά, βάσει των χρονοδιαγραμμάτων.”

Δεν ισχύουν τα ίδια στην περίπτωση του ενδιαφερομένου προσώπου Μ. Κωνσταντίνου.  Είναι αρχαιότερος από τον Κ. Γιαννή αλλά δεν μπορεί να είναι ασυνεπής προς το σύνολο της προσέγγισης η σημασία αυτού του στοιχείου.  Άλλωστε ο Ξ. Ξενίδης είναι κατά πολύ αρχαιότερός του. Διακρίνω βάση και στην εισήγηση πως τα ακαδημαϊκά προσόντα των αιτητών ήταν υπέρτερα από τα δικά του και σημειώνω πως ενώ το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής σημείωσε πως τα συνυπολόγισε και αυτά όπως και τα επαγγελματικά τους προσόντα, δεν προχωρεί σε οποιουσδήποτε συσχετισμούς. Ας επικεντρωθούμε όμως στις βαθμολογίες, ως το διαχρονικό δείκτη της αξίας. Ο Μ. Κωνσταντίνου με μέσο όρο 4.77 είχε συνολικά χαμηλότερη βαθμολογία από τον Κ. Γιαννή που συγκέντρωνε 4.82. Και γι΄αυτό ακριβώς το λόγο, όπως προκύπτει, το Συμβούλιο Προσωπικού έδωσε εξηγήσεις για τη συμπερίληψή του στους επικρατέστερους και τελικά στους τρεις που σύστησε.  Ενώ ήταν έβδομος στον κατάλογο (ο Κ. Γιαννής ήταν πέμπτος), προτιμήθηκε με το ακόλουθο σκεπτικό:

“Κατά τα τελευταία τρία χρόνια επέτυχε σημαντική βελτίωση στις διαδικασίες εκτέλεσης των εργασιών της Υπηρεσίας του, που είχε ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την εξοικονόμιση προ[*867]σωπικού. Επίσης, το Συμβούλιο Προσωπικού συνεκτιμώντας τη γενική υπηρεσιακή εικόνα του κάθε υποψηφίου διαπίστωσε και έκρινε ότι η πείρα του κ. Μ. Κωνσταντίνου από την ημερομηνία προσλήψεως του στην Αρχή ή ακόμα και προαγωγής του στο βαθμό του Τομεάρχη καθώς και η ευρεία πείρα του στην εποπτική και διοικητική ικανότητα λόγω του ότι διοικά τμήμα με μεγάλο αριθμό υπαλλήλων, αυξάνουν την ικανότητα να εκτελέσει καλύτερα τα καθήκοντα της θέσεως του Υποδιευθυντή (Τεχνικού Προσωπικού)”.

Εγείρονται ερωτηματικά αναφορικά με δυο επιμέρους πτυχές.  Πρώτο ως προς τον τονισμό σ΄αυτή την περίπτωση της πείρας που εμφανίζεται συναρτημένη προς τη διάρκεια της υπηρεσίας.  Στοιχείο που δεν επισημάνθηκε υπέρ των αιτητών όπου εκείνοι υπερτερούσαν σε αρχαιότητα.  Την οποία εντόνως επικαλείται ο Ξ. Ξενίδης με τον ισχυρισμό πως ήταν ο πλέον έμπειρος όλων.  Μετά, είναι η εκτίμηση αναφορικά με την εποπτική και διοικητική ικανότητα “λόγω του ότι διοικά τμήμα με μεγαλύτερο αριθμό υπαλλήλων”. Όμως ο κάθε υπάλληλος ασκεί τα καθήκοντα που του ανατίθενται και θα πρέπει να προσεχθεί μήπως έχουμε, με αντίκρυση αυτού του είδους, ό,τι ονομάζουμε ως θυματοποίηση των άλλων, στους οποίους ανατέθηκαν διαφορετικά καθήκοντα.

Ο Γενικός Διευθυντής ήταν πράγματι πληθωρικός κατά την περιγραφή των ατομικών χαρακτηριστικών και ικανοτήτων του Μ. Κωνσταντίνου.  Τον κατατάσσει στην πρώτη από τις τρεις κατηγορίες των υποψηφίων ως καταφανώς υπερέχοντα.  Και αναφέρει τα ακόλουθα:

“Αξιολογώ το Μ. Κωνσταντίνου ως εξαιρετικό υποψήφιο για τη θέση του Υποδιευθυντή, με κυριότερα χαρακτηριστικά και ικανότητες την εξαιρετική ικανότητα οργάνωσης και κατανομής εργασίας και επίβλεψης προσωπικού, την πρωτοβουλία και αποφασιστικότητα, που του επιτρέπουν αυτόνομη διεύθυνση μεγάλης μονάδας, με ευρύ και πολύπλοκο αντικείμενο και περίπλοκες δραστηριότητες και την εξαιρετική απόδοσή του, τόσο στο προσωπικό επίπεδο, κόσο και στο επίπεδο της μονάδας που επιβλέπει. Ο κ. Κωνσταντίνου έχει εξαιρετικά ευρεία τεχνική κατάρτιση που καλύπτει όλους τους τύπους κυκλωματομεταγωγής και πακετομεταγωγής του Οργανισμού και τα συστήματα διαχείρισης των αντίστοιχων δικτύων της Αρχής.  Τα αποτελέσματα των ικανοτήτων του έγιναν ιδιαίτερα εμφανή στο πρόσφατο παρελθόν, οπότε κατάφερε να βελτιώσει τις διαδικασίες λειτουργίας, συντήρησης και υποστήριξης των σταθερών τηλεπι[*868]κοινωνικών υπηρεσιών σε παγκύπρια κλίμακα, επιτυγχάνοντας σημαντική βελτίωση της ποιότητας της υπηρεσίας και της παραγωγικότητας του προσωπικού και μάλιστα με αποφασιστικότητα και καινοτομία και ομαλό τρόπο. Είναι εξαιρετικά αφοσιωμένος στον Οργανισμό, εργάζεται υπερεντατικά, αφιερώνει πολύ από τον ελεύθερο χρόνο του στην υπηρεσία και είναι υπόδειγμα στη συνεργασία του με όλους.  Είναι καθόλα ικανός να αναλάβει στον Οργανισμό τη διεύθυνση σημαντικής μονάδας.  Ο Μ. Κωνσταντίνου δεν παρουσιάζει οποιοδήποτε τομέα διευθυντικής αδυναμίας.  Κατά συνέπεια, κατατάσσω το Μ. Κωνσταντίνου στην πρώτη ομάδα των επικρατεστέρων υποψηφίων και μάλιστα στην τρίτη θέση.”

Εν τούτοις, ενώ πράγματι φαίνεται πως και ο Μ. Κωνσταντίνου είναι αξιόλογος λειτουργός, οι βαθμολογίες του δεν αναδεικνύουν τα πιο πάνω ως τα δυνατά του σημεία, έστω συγκριτικά.  Αφ΄εαυτών αλλά και σε συνδυασμό προς τις παρατηρήσεις που τον περιγράφουν.  Είδαμε τί σημειώθηκε για τους άλλους.

Για τον Μ. Κωνσταντίνου αναφέρονται τα ακόλουθα:

“Είναι ένας αξιόπιστος συνεργάτης με πολύ καλή συμβολή στην επίτευξη των στόχων βελτίωσης της τηλεπικοινωνιακής ποιότητας υπηρεσίας.  Συνεργάζεται αρμονικά, διαθέτει πολύ καλές διοικητικές ικανότητες και άρτια επαγγελματική κατάρτιση.”

Και το Διοικητικό Συμβούλιο, τελικά, αφού αναφέρει πως μελέτησε, μεταξύ άλλων και τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και την εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, σημειώνει:

“Ο υποψήφιος Μάρκος Κωνσταντίνου κρίνεται ως πολύ καλός υπάλληλος, αξιόπιστος, σοβαρός και συνεπής.  Συνεργάζεται αρμονικά και διαθέτει πολύ καλές διοικητικές ικανότητες και άρτια επαγγελματική κατάρτιση”.

Οπότε, εύλογα παραπονούνται οι αιτητές σε σχέση με το αιτιολογικό στήριγμα της επιλογής που έγινε.  Όχι μόνο ο Κ. Γιαννή που είχε ψηλότερη βαθμολογία από τον Μ. Κωνσταντίνου και που περιγράφεται από το Διοικητικό Συμβούλιο, θα έλεγα το ίδιο ευνοϊκά:

“Ο υποψήφιος Κυπριανός Γιαννής κρίνεται ως πολύ καλός υπάλληλος και αξιόπιστος που διαθέτει πολύ καλές ικανότητες αντίληψης και επικοινωνίας. Ακόμα,διαθέτει πολύ καλές οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες, ενώ η συμβολή του στην επίτευξη των [*869]στόχων της Υπηρεσίας του κρίνεται ως σημαντική.”

Αλλά και ο Ξ. Ξενίδης που είχε χαμηλότερο μέσο όρο βαθμολογίας από τον Μ. Κωνσταντίνου (4.73) και περιγράφηκε λιγότερο ευνοϊκά από το Διοικητικό Συμβούλιο ως

“καλός υπάλληλος, άρτια καταρτισμένος, συνεργάσιμος, με καλές οργανωτικές ικανότητες και με αναπτυγμένο αίσθημα ευθύνης”.

Αυτό, ενόψει των θεμελιακών κατά τη γνώμη μου ερωτημάτων που προκύπτουν σε σχέση με την αιτιολόγηση της συμβουλής του Συμβουλίου Προσωπικού και τις εισηγήσεις του Γενικού Διευθυντή.  Τις οποίες, όπως σημειώνει στο τέλος το Διοικητικό Συμβούλιο, έλαβε υπόψη κατά την επιλογή.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν εν μέρει. Οι προαγωγές των Μ. Καρλεττίδη και Α. Ριρή επικυρώνονται. Η προαγωγή του Μ. Κωνσταντίνου ακυρώνεται.  Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

Διαταγή ως ανωτέρω.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο