Σολωμού Ιωάννης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 4 ΑΑΔ 881

(2001) 4 ΑΑΔ 881

[*881]26 Σεπτεμβρίου, 2001

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΟΛΩΜΟΥ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ (ΑΡ. 2),

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 807/2000)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Σχέδια υπηρεσίας ― Το πλεονέκτημα της μετεκπαίδευσης ― Έννοια του όρου από τη νομολογία ― Περιστάσεις της πιθανότητας πλάνης κατά την αναγνώριση του πλεονεκτήματος της μετεκπαίδευσης στην κριθείσα περίπτωση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Σχέδια υπηρεσίας ― Αρμοδιότητα της ερμηνείας και εφαρμογής τους ― Όρια επέμβασης του αναθεωρητικού δικαστηρίου.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Απόδειξη ― Κατά πόσο μπορούν να ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο αποδεικτικά μέσα τα οποία δεν ήσαν ενώπιον του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση οργάνου και είναι μεταγενέστερα της εν λόγω απόφασης ― Η αρχή από τη νομολογία και η εφαρμογή της στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις και συνέπειες.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Σύσταση του Προϊσταμένου ― Αιτιολογία ― Η απαίτηση της εναρμόνισης της σύστασης με τα υπηρεσιακά στοιχεία ακόμα και στις περιπτώσεις που είναι κατά νόμον αναιτιολόγητη ― Περιστάσεις της σύγκρουσης της σύστασης προς τα υπηρεσιακά δεδομένα των φακέλων στην κριθείσα περίπτωση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Το κριτήριο της πείρας και η συναρμογή του με την αρχαιότητα και την αξία ― Η βαρύτητα των επιπρόσθετων μη προβλεπόμενων ακαδημαϊκών προσόντων ― Ο [*882]ρόλος της προφορικής συνέντευξης κατά την πλήρωση θέσεων υψηλά στην ιεραρχία.

Ο αιτητής προσέβαλε την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους στην πρώτου διορισμού και προαγωγής θέση Διευθυντή Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Η επίμαχη παράγραφος του Σχεδίου Υπηρεσίας προβλέπει για κατοχή «μεταπτυχιακού διπλώματος ή τίτλου ή μετεκπαίδευσης εις θέματα δημοσιογραφίας κλπ.». Είναι κοινώς παραδεκτό ότι το Ε.Μ. δεν κατέχει «μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο».  Τυγχάνει λοιπόν εξεταστέο κατά πόσο ικανοποιεί την πρόνοια για μετεκπαίδευση.

      

     Ο επίμαχος όρος - «μετεκπαίδευση» - σημαίνει συμπληρωματική εκπαίδευση πέραν από την κανονική σε εκπαιδευτικό επίπεδο ψηλότερο από το επίπεδο της κανονικής εκπαίδευσης.

     Στην παρούσα υπόθεση η Ε.Δ.Υ., αφού σημείωσε, ανάμεσα σ’ άλλα, ότι το Ε.Μ. παρακολούθησε επιμόρφωση στη δημοσιογραφία διάρκειας εννέα μηνών σε κρατικό εκπαιδευτικό ίδρυμα ανωτάτου επιπέδου στον κλάδο δημοσιογραφίας έκρινε ότι - το Ε.Μ. - ικανοποιεί τη σχετική πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας.

     Έχει νομολογηθεί ότι η ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας ανάγεται στις εξουσίες του διορίζοντος σώματος - εδώ της Ε.Δ.Υ..  Εφόσον η ερμηνεία η οποία υιοθετείται είναι εύλογη, λαμβανομένου υπόψη του σχεδίου υπηρεσίας, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει και δεν υποκαθιστά την κρίση της Ε.Δ.Υ.

2.  Στην παρούσα υπόθεση δύο από τα μέρη - ο αιτητής και το Ε.Μ. - έχουν θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου τρία έγγραφα.  Η προσαγωγή τους εγείρει το πιο κάτω ζήτημα:

     Κατά πόσο κατά την εξέταση της παρούσας προσφυγής το Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη έγγραφο το οποίο δεν βρισκόταν ενώπιον της Ε.Δ.Υ. κατά το χρόνο λήψης της επίδικης απόφασης και το οποίο φέρει ημερομηνία μεταγενέστερη της προσβαλλόμενης απόφασης.

     Η απάντηση στο ερώτημα είναι καταφατική. Δόθηκε στην απόφαση της Ολομέλειας στην Κωνσταντινίδου ν. Συμβουλίου Αμπελουργι[*883]κών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228, 234. Έρεισμα της απόφασης στην τελευταία αυτή απόφαση ήταν οι αρχές που διέπουν την κάμψη του τεκμηρίου της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων.

     Το Δικαστήριο δεν μπορεί να αναζητήσει και προσδιορίσει πρωτογενώς τη σημασία των τριών εγγράφων. Αυτό είναι έργο της Ε.Δ.Υ.

     Ενόψει του περιεχομένου του εγγράφου που έχει παρουσιάσει ο αιτητής θεωρώ ότι ο τελευταίος έχει κατορθώσει να καταστήσει πιθανή την πλάνη ήτοι έχει δημιουργήσει αμφιβολίες περί της ορθότητας της διαπιστώσεως της Ε.Δ.Υ. ότι το Ε.Μ. έχει φοιτήσει σε «κρατικό εκπαιδευτικό ίδρυμα ανωτάτου επιπέδου».  

     Σε σχέση με την πιθανότητα της πλάνης και τις επιπτώσεις της επί της εγκυρότητας της προσβαλλόμενης απόφασης χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ. στην Παπαϊωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1991) 3 Α.Α.Δ. 713, 723, 724, 725.

     Ποιά η πορεία που ακολουθεί το δικαστήριο στις περιπτώσεις που ο διάδικος κατορθώνει - όπως είναι εδώ η περίπτωση - να καταστήσει πιθανή την πλάνη; Αυτή προδιαγράφεται στη σελ. 305 του συγγράμματος του Στασινόπουλου, «Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων» (1951).

     Η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί. Εναπόκειται στο αρμόδιο διοικητικό όργανο να διερευνήσει και διευκρινίσει περαιτέρω τα πραγματικά περιστατικά και να τα εφαρμόσει στο σχετικό νομικό πλαίσιο.

3.  Ο αιτητής έχει προβάλει ακόμη ένα λόγο ακύρωσης. Έχει υποστηρίξει ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή ήταν τρωτή και άκυρη και συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων.

     Η επίδικη θέση είναι Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής.  Σύμφωνα με το Άρθρο 34(9) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου 1990 (Ν. 1/90) οι συστάσεις του Διευθυντή δεν χρειάζεται να είναι αιτιολογημένες.  Ωστόσο, έστω και αν ο νόμος δεν απαιτεί αιτιολογία, οι συστάσεις πρέπει να εναρμονίζονται με τα στοιχεία των φακέλων άλλως δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη.  Διατηρούν την εγκυρότητα τους όταν δεν αντιμάχονται προς τα στοιχεία των φακέλων.

4.  Ο αιτητής έχει διατελέσει προϊστάμενος σε περισσότερους κλάδους [*884]από το Ε.Μ.. Αυτή η διαπίστωση σε συνάρτηση με την αρχαιότητά του οδηγεί στην περαιτέρω διαπίστωση ότι ο αιτητής έχει εκτενέστερη πείρα από το Ε.Μ.. Έχοντας υπόψη την οριακή υπεροχή του αιτητή σε αξία αναφορικά με το σύνολο της σταδιοδρομίας των δύο υποψηφίων και την υπεροχή του αιτητή στο στοιχείο της πείρας η οποία προσθέτει στο στοιχείο της αξίας, προκύπτει ότι ο αιτητής υπερέχει σε αξία.

5.  Ένα άλλο στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη, σε σχέση με το περιεχόμενο των φακέλων είναι τα προσόντα των υποψηφίων.  Κατά τον κρίσιμο χρόνο θεωρήθηκε ότι το Ε.Μ. διαθέτει το προσόν πλεονέκτημα.  Το Ε.Μ. κατέχει το προσόν Maitrice στη Γαλλική Φιλολογία το οποίο, όμως, δεν απαιτείται από τα σχέδια υπηρεσίας ούτε έχει κριθεί από την Ε.Δ.Υ. ότι είναι συναφές με τα καθήκοντα της θέσης.  Σε τέτοια περίπτωση έχει μειωμένη ή οριακή αξία.

6.  Τέλος πρέπει να ληφθεί υπόψη και το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης στη διάρκεια της οποίας ήταν παρών και ο Διευθυντής και έχει αξιολογήσει τον αιτητή ως «πάρα πολύ καλό» και το Ε.Μ. ως «εξαίρετη».

     Η νομολογία έχει αναγνωρίσει ότι μπορεί να αποδίδεται αυξημένη βαρύτητα στο αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης όταν πρόκειται για θέση ψηλά στην ιεραρχία – όπως η επίδικη θέση. 

7.  Σε σχέση με την αρχαιότητα του αιτητή είναι θεμελιωμένο από τη νομολογία ότι σε ψηλόβαθμες θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής η αρχαιότητα δεν είναι ουσιαστικής σημασίας.  

8.  Στην παρούσα υπόθεση οι διοικητικοί φάκελοι φέρουν τον αιτητή να υπερέχει σε αξία.  Η υπεροχή προκύπτει από την οριακή υπεροχή σε αξία λαμβανομένου υπόψη του συνόλου της σταδιοδρομίας των δύο υποψηφίων και από την εκτενέστερη και ευρύτερη πείρα του η οποία προσθέτει στο στοιχείο της αξίας.

     Από την άλλη το Ε.Μ. κατέχει προσόν με οριακή βαρύτητα και έχει αξιολογηθεί από το Διευθυντή με ψηλότερη βαθμολογία στην προφορική εξέταση.  Τέλος ο αιτητής υπερέχει αισθητά σε αρχαιότητα.

9.  Ενόψει της υπεροχής του αιτητή στο στοιχείο της αξίας η σύσταση του Διευθυντή δεν συνάδει προς τα στοιχεία του φακέλου.  Η υπεροχή του Ε.Μ. στην προφορική εξέταση – αξιολογήθηκε ως «εξαίρετη» και ο αιτητής ως «πάρα πολύ καλός» - η οποία αποτελεί το προϊόν της υποκειμενικής κρίσης του Διευθυντή, καθώς και η κα[*885]τοχή του οριακής σημασίας προσόντος του Ε.Μ. στη Γαλλική φιλολογία δεν αποτελούν παράγοντες ικανούς να αντισταθμίσουν τον παράγοντα της αξίας και της πείρας.  Έπειτα είναι και ο παράγων της αρχαιότητας.  

10.  Ο Διευθυντής είχε να επιλέξει ανάμεσα σε δύο εξαίρετους – σύμφωνα με τις ετήσιες αξιολογήσεις – υποψηφίους.  Ο ένας από αυτούς υπερτερούσε στο στοιχείο της αξίας και – αισθητά – σε αρχαιότητα.

     Όσο μειωμένη και αν είναι η αξία της αρχαιότητας και όσο αυξημένη και αν είναι η σημασία της προφορικής εξέτασης, σε ψηλόβαθμες θέσεις, εδώ έχουμε το αναντίλεκτο γεγονός ότι επρόκειτο για δύο εξαίρετους υπαλλήλους.  Η χωρίς αιτιολογία προτίμηση του ενός από αυτούς – αυτού που υστερεί σε αξία και αισθητά σε αρχαιότητα – με μόνο κριτήριο προφανώς το ελαφρώς καλύτερο αποτέλεσμα στην προφορική εξέταση όχι μόνο δε συνάδει με τα στοιχεία του φακέλου αλλά δεν μπορεί παρά να έχει μηδαμινή αξία.  Έπεται πως η σύσταση του Διευθυντή δεν ήταν έγκυρη και επομένως δεν μπορούσε να της δοθεί οποιαδήπτοε βαρύτητα.

11.  Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της με έξοδα.  Καμία διαταγή για τα έξοδα του ενδιαφερόμενου μέρους.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Καμία διαταγή για τα έξοδα του ενδιαφερόμενου μέρους.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Δημοκρατία v. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56,

Κοντογιώργη κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 137,

Χαραλαμπίδης v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 414,

Ζαχαριάδης v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 722,

Ηλιάδης v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 716/97, ημερ. 15.9.1998,

Papapetrou v. Republic, 2 R.S.C.C. 61,

Petsas v. Republic, 3 R.S.C.C. 72,

[*886]Κωνσταντινίδου v. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228,

HjiMichael a.o. v. Republic (1972) 3 C.L.R. 246,

Zenios v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1181,

Χριστοδουλίδου v. Ε.Δ.Υ., Υπόθ. Αρ. 619/94, ημερ. 18.4.1997,

Συμεωνίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145,

Παπαϊωάννου κ.ά. v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1991) 3 Α.Α.Δ. 713,

Photiades & Co v. Republic (1964) C.L.R. 102,

Skourides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 518,

Ρούσος v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 549,

Δημοκρατία κ.ά. v. Αγγελή κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 161,

Μεστάνας v. Ε.Δ.Υ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 213,

Χατζηχάννας v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 316,

Σταυρινίδης v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 145,

Ρ.Ι.Κ. v. Κωνσταντινίδη (1997) 3 Α.Α.Δ. 338,

Μαυρομμάτη v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 662,

Πούρος v. Χ”Στεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374,

Σιακά v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 468,

Μουρτζή v. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 1091,

Πετρίδης v. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 850,

Δημοκρατία v. Πετρίδη (1991) 3 Α.Α.Δ. 731,

Χατζηλουκά v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 643,

Δημοκρατία v. Μιχαηλίδη κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 756,

[*887]Πολυδώρου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 542.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερ. 10.5.2000 με την οποία η Ανδρούλλα Λανίτη, το Ενδιαφερόμενο Μέρος, έχει προαχθεί στη θέση Διευθυντή Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών, Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών.

Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.

Α. Βασιλειάδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Μ. Τριανταφυλλίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (η Ε.Δ.Υ.) ημερ. 10.5.2000 (η προσβαλλόμενη απόφαση) με την οποία η Ανδρούλλα Λανίτη (το Ε.Μ.) έχει προαχθεί στη θέση Διευθυντή Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών, Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών (η επίδικη θέση).

Η επίδικη θέση είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής.   Τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας ακαδημαϊκά προσόντα είναι τα εξής:

«Πανεπιστημιακόν δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμον προσόν εις κατάλληλον θέμα π.χ. Δημοσιογραφία, Δημόσιαι Σχέσεις, Διεθνείς Σχέσεις, Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, Νομικά (περιλαμβανομένου του Barrister-at-Law), Ιστορία, Πολιτικαί, Οικονομικαί, Κοινωνικαί ή Κλασσικαί Επιστήμαι, Γλώσσαι κλπ.»

Σύμφωνα με την παραγ. 3(6) του σχεδίου υπηρεσίας «μεταπτυχιακόν δίπλωμα ή τίτλος ή μετεκπαίδευσις εις θέματα δημοσιογραφίας, μέσων μαζικής επικοινωνίας, δημοσίων σχέσεων ή δημόσιας διοίκησης, θα θεωρηθούν ως πλεονέκτημα».

Η επίδικη θέση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 4.2.2000.  Υποβλήθηκαν 6 αιτήσεις.  Η Ε.Δ.Υ. κατά τη συνεδρία της ημερ. 6.4.2000 αποφάσισε να καλέσει σε προφορική συνέντευξη τον αιτητή και το Ε.Μ. καθώς και ένα άλλο υπο[*888]ψήφιο.  Οι τρεις αυτοί υποψήφιοι κρίθηκαν ως προσοντούχοι.  Κατά την ίδια συνεδρία η Ε.Δ.Υ. ασχολήθηκε και με την κατοχή από μέρους των υποψηφίων του πλεονεκτήματος του μεταπτυχιακού διπλώματος ή τίτλου ή μετεκπαίδευσης σε θέματα δημοσιογραφίας, μέσων μαζικής επικιονωνίας, δημοσίων σχέσεων ή δημόσιας διοίκησης (βλ. την πιο πάνω παρα. 3(6) του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης).  Έκρινε ότι το πλεονέκτημα διαθέτουν όσοι κατέχουν μεταπτυχιακό τίτλο ή δίπλωμα σε κάποιο από τα πιο πάνω θέματα.  Σ’ ότι αφορά ειδικά τη μετεκπαίδευση και λόγω αφενός του διευθυντικού επιπέδου της θέσης και αφετέρου του πολυσύνθετου και πολυσχιδούς ρόλου της θέσης, η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι μια τέτοια μετεκπαίδευση πρέπει να προέρχεται από αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα, να είναι διάρκειας τουλάχιστον ενός ακαδημαϊκού έτους, συμπαγούς χαρακτήρα και σαφώς προσανατολισμένη προς την επίτευξη συγκεκριμένου στόχου στα θέματα που ορίζει η σχετική παράγραφος του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης.

Με βάση τα πιο πάνω, η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι το πλεονέκτημα διαθέτει ο αιτητής, ο οποίος κατέχει τίτλο Master in Public Sector Management του CIIM.

Στη συνέχεια η Ε.Δ.Υ. ασχολήθηκε με τα προσόντα του Ε.Μ..  Σημείωσε ότι το Ε.Μ. παρακολούθησε μέρος μεταπτυχιακού προγράμματος Μ.Α. in International Relations, το οποίο  όμως – όπως προκύπτει από τα ενώπιόν της στοιχεία – δεν ολοκλήρωσε. Σημείωσε, επίσης, ότι το Ε.Μ. έτυχε εκπαίδευσης στο Κέντρο Κατάρτισης και Επιμόρφωσης Δημοσιογράφων και Στελεχών Τύπου, στο Παρίσι.  Δεδομένου – συνεχίζει το πρακτικό της Ε.Δ.Υ. – «ότι δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία προκειμένου η Επιτροπή να κρίνει κατά πόσον η εκπαίδευση αυτή μπορεί να θεωρηθεί ότι προσδίδει, με βάση την ερμηνεία που η Επιτροπή έχει αποφασίσει, το πλεονέκτημα στην εν λόγω υποψήφια, η Επιτροπή αποφασίζει να ζητηθούν από αυτήν περαιτέρω στοιχεία και πληροφορίες».

Για τον πιο πάνω λόγο η Ε.Δ.Υ. με επιστολή της ημερ. 18.4.2000 ζήτησε από το Ε.Μ. να αποστείλει το συντομώτερο δυνατό οποιαδήποτε στοιχεία κατέχει τα οποία δέον να είναι λεπτομερή και αναλυτικά σ’ ότι αφορά το επίπεδο, το περιεχόμενο και τη μορφή της εκπαίδευσης που έτυχε στο κέντρο κατάρτισης και επιμόρφωσης Δημοσιογράφων και Στελεχών Τύπου στο Παρίσι.

Το Ε.Μ. ανταποκρίθηκε με επιστολή του ημερ. 27.4.2000.  Επεσύναψε βεβαίωση του Πολιτιστικού Συμβούλου της Γαλλικής Πρεσβείας στην Κύπρο, ημερ. 26.4.2000, σύμφωνα με την οποία:

[*889]«1)   Η Σχολή Δημοσιογραφίας CFJP (Κέντρο Κατάρτισης και Επιμόρφωσης των Δημοσιογράφων και Στελεχών του Τύπου) του Παρισιού, είναι ένα Κρατικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα ανωτάτου επιπέδου στον κλάδο της δημοσιογραφίας.

 2)  Στη Σχολή αυτή δύνανται να εγγραφούν οι κάτοχοι του Πανεπιστημιακού Κρατικού Διπλώματος (Προπτυχιακό) DEUG (Δίπλωμα Γενικών Πανεπιστημιακών Σπουδών) για την απόκτηση του Διπλώματος στη δημοσιογραφία.

 3)  Οι κάτοχοι του Πανεπιστημιακού Κρατικού Διπλώματος LICENCE (Πτυχίο) δύνανται να εγγραφούν για να παρακολουθήσουν το πρόγραμμα επιμόρφωσης (perfectionnement) για την απόκτηση του μεταπτυχιακού πιστοποιητικού.

Η Κυρία Ανδρούλλα Γεωργιάδου-Λανίτη, κάτοχος το 1978 του μεταπτυχιακού Διπλώματος MAITRISE (Master) επελέγη και ως υπότροφος της Γαλλικής Κυβέρνησης παρακολούθησε το μεταπτυχιακό πρόγραμμα επιμόρφωσης στη δημοσιογραφία διάρκειας 9 μηνών μετά το πέρας του οποίου της απενεμήθη το σχετικό πιστοποιητικό.»

Περαιτέρω με επιστολή ημερ. 5.5.2000 το Ε.Μ. επεσύναψε επιστολή/βεβαίωση της πιο πάνω Σχολής ημερ. 4.5.2000 στο οποίο παρέχονται οι πιο κάτω λεπτομέρειες «του προγράμματος επιμορφωτικών μαθημάτων» που  παρακολούθησε  το Ε.Μ. το 1978-79:

«Κέντρο Κατάρτισης και Επιμόρφωσης

Δημοσιογράφων και Στελεχών Τύπου.

Παρίσι 4/5/2000

Υπόψη κας Ανδρούλλας Γεωργιάδου

Αγαπητή κα Γεωργιάδου,

Σε συνέχεια της τηλεφωνικής σας επικοινωνίας παραθέτω πιο κάτω τις λεπτομέρειες του προγράμματος επιμορφωτικών μαθημάτων που έχετε παρακολουθήσει το 1978-79.

Αντικείμενο της μετεκπαίδευσης:  Απόκτηση πρακτικής γνώσης της δημοσιογραφίας (γραπτού και οπτικοακουστικού τύπου) και γνωριμία με τις γαλλικές υπηρεσίες δημοσίων πληροφοριών.

Όροι εισδοχής στη Σχολή:  Πανεπιστημιακό πτυχίο και επαγγελ[*890]ματική πείρα δύο ετών στη δημοσιογραφία, πραγματικά κίνητρα για επιμόρφωση, πολύ καλή γνώση της γαλλικής γλώσσας, ανάληψη από τους υποψηφίους των εξόδων για τα δίδακτρα και τη διαμονή στη Γαλλία.

Περιεχόμενο επιμορφωτικών μαθημάτων:

-    Ενότητα ‘Γνωρίζω τον τύπο’ μια βδομάδα

-    Πρακτική εξάσκηση στη δημοσιογραφία με τους πρωτοετείς φοιτητές της Σχολής κάθε Δευτέρα, ολόκληρη τη μέρα και κάθε Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη και Παρασκευή, μισή μέρα.

-    Εντατική επιμόρφωση στα οπτικοακουστικά μέσα ενημέρωσης, ένα μήνα.

-    Σεμινάριο για προβληματισμό στη διεθνή πληροφόρηση (διεθνείς ειδήσεις), κάθε Παρασκευή πρωί.

-    Γνωριμία με τον τρόπο λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις Βρυξέλλες, μια βδομάδα.

-    Καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους:  έρευνα για την πληροφόρηση στη Γαλλία (η πολιτική της πληροφόρησης και οι Υπηρεσίες Τύπου των διαφόρων Υπουργείων).

-    Πρακτική εξάσκηση στα μέσα ενημέρωσης:   

Κρατικός τηλεοπτικός σταθμός Antenne 2, μια βδομάδα

Περιοδικό Le Point, τρεις μέρες

Περιοδικό Le Figaro Magazine, μια βδομάδα

Εφημερίδα La Charente Libre, μια βδομάδα

Περιοδικό La Vie, μια βδομάδα

Επίσκεψη και γνωριμία με τον τρόπο λειτουργίας της Σύνταξης Ειδήσεων της εφημερίδας Le Matin.”

Κατά τη συνεδρία της ημερ. 10.5.2000 η Ε.Δ.Υ. συνέχισε την εξέταση του θέματος της κατοχής του προσόντος πλεονέκτημα από το Ε.Μ..  Ενώπιον της τέθηκαν οι πιο πάνω δύο βεβαιώσεις.

Ενόψει του περιεχομένου των δύο βεβαιώσεων η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι η εκπαίδευση που το Ε.Μ. έτυχε ικανοποιεί την προδιαγραφή που έθεσε στη συνεδρία της ημερομηνίας 6.4.2000 «σ’ ότι αφορά την κατοχή του πλεονεκτήματος, αφού προέρχεται από αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα, είναι διαρκείας ενός ακαδημαϊκού έτους, συμπαγούς χαρακτήρα και σαφώς προσανατολισμένη προς την επίτευξη συγκεκριμένου στόχου σε θέμα που ορίζει το Σχέδιο Υπηρεσίας και ειδικά στη δημοσιογραφία». Ως εκ τούτου, η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι το Ε.Μ. διαθέτει το πλεονέκτημα.

Στη συνέχεια προσήλθε στην – ίδια – συνεδρία ο Γενικός Διευ[*891]θυντής, Υπουργείο Εσωτερικών, κ. Κυριάκος Τριανταφυλλίδης (ο Γενικός Διευθυντής). Ενημερώθηκε για τις αποφάσεις της Επιτροπής αναφορικά με το πλεονέκτημα και στη διάθεση του βρίσκονταν και οι Προσωπικοί Φάκελοι και οι Φάκελοι των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων.

Ακολούθως η διαδικασία ενώπιον της Ε.Δ.Υ. έλαβε την εξής μορφή:

Η Ε.Δ.Υ. δέχθηκε σε προφορική εξέταση τον αιτητή και το Ε.Μ. στην παρουσία του Γενικού Διευθυντή.   Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης ο Γενικός Διευθυντής αξιολόγησε  την απόδοση των υποψηφίων σ’  αυτήν ως εξής:

1.  Ε.Μ.:   Εξαίρετη

2.  Αιτητής:  Πάρα πολύ καλός.

Μετά την αξιολόγηση ο Γενικός Διευθυντής σύστησε για προαγωγή το Ε.Μ. και αποχώρησε από τη συνεδρία.

Στη συνέχεια η Επιτροπή, υπό το φως και των σχετικών κρίσεων του Γενικού Διευθυντή, προέβη στην αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων, η οποία έχει ως εξής:

Ε.Μ.:  Εξαίρετη

Αιτητής:  Πολύ καλός +.

Ακολούθησε η γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων.  Καθώς φαίνεται από το σχετικό πρακτικό:

Η Ε.Δ.Υ. έλαβε δεόντως υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των δύο υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή. Έλαβε, επίσης, υπόψη τις Εμπιστευτικές/Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων στο σύνολό τους, όπως αυτές έγιναν τελικά δεκτές από την ίδια, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια.  Τέλος έλαβε υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων καθώς και την αρχαιότητα τους.

Αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της στοιχεία η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι η Ανδρούλλα Λανίτη (Ε.Μ.) υπερέχει γενικά του άλλου υποψη[*892]φίου και την επέλεξε ως πιο κατάλληλη για διορισμό στη μόνιμη θέση Διευθυντή Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών.

Επιλέγοντας τη Λανίτη (Ε.Μ.) η Ε.Δ.Υ. δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι αυτή έπεται σε αρχαιότητα του αιτητή στην παρούσα τους θέση κατά έξι περίπου έτη.  Έκρινε όμως ότι η αρχαιότητα – παρόλο που συνεκτιμάται με τα υπόλοιπα στοιχεία – δεν μπορεί να έχει καθοριστική σημασία για μια διευθυντική θέση, όπως είναι η υπό πλήρωση, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι η επιλεγείσα υπερέχει γενικά.  Συγκεκριμένα αυτή –

-      αξιολογήθηκε σε ψηλότερο επίπεδο για την ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση, ως «Εξαίρετη», ενώ ο αιτητής ως «Πολύ καλός+»,

-      έχει εξαίρετες Υπηρεσιακές Εκθέσεις τα τελευταία έτη στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, όπως και ο αιτητής,

-      διαθέτει και αυτή το πλεονέκτημα,

-      υπερτερεί σε προσόντα (πέραν αυτών που λογίζονται ως πλεονέκτημα) και,

-      περιπλέον, έχει την υπέρ της σύσταση του Γενικού Διευθυντή, στοιχείο που προσθέτει στην αξία. 

Οι λόγοι ακύρωσης.

Ο κ. Κωνσταντίνου, εκ μέρους του αιτητή, υπέβαλε ότι η κρίση της Ε.Δ.Υ. περί της κατοχής του προσόντος πλεονέκτημα από το Ε.Μ. πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας. Ήταν η θέση του πως δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι η εκπαίδευση στην εν λόγω Σχολή ήταν ανωτέρου επιπέδου από το πρώτο Πανεπιστημιακό Δίπλωμα του Ε.Μ..  Δεν προκύπτει επίσης ότι η εν λόγω Σχολή ήταν κατά την περίοδο φοίτησης του Ε.Μ., δηλαδή το 1978/1979, ανωτάτου επιπέδου δηλαδή πανεπιστημιακή.  Αυτό που προκύπτει από την πιο πάνω βεβαίωση της Γαλλικής Πρεσβείας είναι ότι σήμερα η εν λόγω Σχολή/Κέντρο είναι Κρατικό Εκπαιδευτικό ’Ιδρυμα ανωτάτου επιπέδου στον κλάδο της δημοσιογραφίας.

Ο κ. Κωνσταντίνου υπέβαλε, στη συνέχεια ότι η πιο πάνω Σχολή δεν ήταν Ανώτατη Σχολή κατά τον ουσιώδη χρόνο – 1978 μέχρι 1979.  Έγινε Ανώτατη Σχολή το 1985.  Για να στηρίξει αυτή τη θέση του παρουσίασε επιστολή της εν λόγω Σχολής, ημερ. 22.1.2001, προς κάποια κυρία Καϊμάκη (βλ. επισυνημμένο 2 στη γραπτή αγόρευση του αιτητή).  Παραθέτω το κείμενο της επιστολής:

«Συνέχεια του φαξ σας το οποίο παρελήφθη σήμερα και κατόπιν [*893]ερευνών, έχω την ευχαρίστηση να σας πληροφορήσω  ότι το ίδυμα μας, το οποίο άνοιξε το 1946, και το οποίο ανεγνωρίσθη από το κράτος στις 10 Ιουλίου 1968, έχει ταξινομηθεί μεταξύ των Ανωτάτων Γαλλικών Σχολών από τις 12 Νοεμβρίου 1985, ημερομηνία της ομολογοποίησης του διπλώματος με το Bac+4.

Με την ελπίδα ότι αυτές οι πληροφορίες θα είναι χρήσιμες στον πρώην μαθητή σας, δεχθείτε παρακαλώ, αγαπητή Κυρία, τη διαβεβαίωση των διακεκριμένων αισθημάτων μου.»

Οι καθ’ ων η αίτηση και το Ε.Μ. δεν έχουν αμφισβητήσει την αυθεντικότητα του πιο πάνω εγγράφου.  Ωστόσο το Ε.Μ. παρουσίασε δύο επιστολές.  Η πρώτη φέρει ημερ. 1.3.2001 και απευθύνεται προς την εν λόγω Σχολή από τον Μορφωτικό Σύμβουλο της Γαλλικής Πρεσβείας στην Κύπρο (βλ. Τεκ. 6 της γραπτής αγόρευσης του Ε.Μ.).  Έχει ως ακολούθως:

«Θα ήθελα να μου διευκρινίσετε το θέμα της κας Γεωργίαδου η οποία κατά το 1978-79 παρακολούθησε το πρόγραμμα μετεκπαίδευσης σας ‘Τελειοποίηση στη γραπτή και οπτικοακουαστική δημοσιογραφία’.

Η κα. Γεωργιάδου με ρωτά κατά πόσο αυτή η επιμόρφωση θεωρείται ‘ανωτάτου επιπέδου’.  Για μένα είναι ξεκάθαρο ότι ένα πρόγραμμα επιμόρφωσης για το οποίο, ως επίπεδο εισδοχής απαιτείται πανεπιστημιακό πτυχίο, είναι de facto ανώτατη επιμόρφωση.

Θα σας ήμουν ευγνώμων αν μπορούσατε να μου επιβεβαιώσετε αυτά τα αυτονόητα γραπτώς γιατί το Γαλλικό σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης δεν είναι πολύ γνωστό στην Κύπρο.»

Η δεύτερη φέρει ημερ. 15.3.2001 και είναι η απάντηση της εν λόγω Σχολής προς την πιο πάνω επιστολή του Μορφωτικού Συμβούλου (βλ. Τεκ. 7 στη γραπτή αγόρευση του Ε.Μ.).  Την παραθέτω:

«Το πρόγραμμα μετεκπαίδευσης το οποίο παρακολούθησε η κα Γεωργιάδου στο Κέντρο μας το 1978-79 προσφερόταν μόνο στους ξένους υποψηφίους οι  οποίοι ήταν κάτοχοι διπλώματος ανωτάτων σπουδών ισότιμου του πτυχίου των γαλλικών πανεπιστημίων. Ως εκ τούτου η μετεκπαίδευση αυτή ήταν ανωτάτου επιπέδου.  Εν πάση περιπτώσει αυτό το πρόγραμμα πρακτικής επιμόρφωσης στη δημοσιογραφία δεν έχει καμιά παιδαγωγική σχέ[*894]ση με τις σπουδές οι οποίες διαρκούν δύο χρόνια και οδηγούν στο δίπλωμα δημοσιογραφίας του Κέντρου Κατάρτισης Δημοσιογράφων το οποίο το 1985 έγινε ισότιμο με το BAC+4.

Ελπίζω να απάντησα στα ερωτήματά σας.  Είμαι στη διάθεσή σας για οποιεσδήποτε επιπρόσθετες πληροφορίες.»

Η επίμαχη παράγραφος του Σχεδίου Υπηρεσίας προβλέπει για κατοχή «μεταπτυχιακού διπλώματος ή τίτλου ή μετεκπαίδευσης εις θέματα δημοσιογραφίας κλπ.».  Είναι κοινώς παραδεκτό ότι το Ε.Μ. δεν κατέχει «μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο».  Τυγχάνει λοιπόν εξεταστέο κατά πόσο ικανοποιεί την πρόνοια για μετεκπαίδευση.  Ο όρος αυτός έχει ερμηνευθεί στη Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56, 61:  

             

«‘Μετεκπαίδευση’ σημαίνει συμπληρωματική εκπαίδευση πέραν από την κανονική.  Χρονικά και πραγματικά ακολουθεί τη βασική εκπαίδευση.  Ο όρος ‘μετεκπαίδευση’, στο σχέδιο υπηρεσίας, σημαίνει πρόσθετη εκπαίδευση μετά από την απόκτηση των διπλωμάτων ή πιστοποιητικών, απαραίτητων προϋποθέσεων που αναφέρονται στις παραγράφους (1) και (5).»

(Βλ. και Κοντογιώργη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 137).

Σχετική με το  θέμα που μας απασχολεί είναι και η ερμηνεία του όρου «μεταπτυχιακό προσόν».  Δόθηκε στην Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 414, 420: 

«Έχουμε τη γνώμη πως η ερμηνεία που υιοθέτησε η Ε.Δ.Υ. δεν ήταν επιτρεπτή στο δικαιοδοτικό της πλαίσιο να ερμηνεύει τα σχέδια υπηρεσίας.  Η έννοια ‘μεταπτυχιακό προσόν’, που θεωρείται ως πλεονέκτημα, υποδηλώνει μεν προσόν που αποκτάται μετά από το πανεπιστημιακό δίπλωμα, αλλά ταυτόχρονα αποδίδει σ’ αυτό και ποιοτικό περιεχόμενο. Πρέπει να ειναι δηλαδή εκπαιδευτικά ανώτερο του πρώτου κύκλου πανεπιστημιακών σπουδών.»

Η πιο πάνω ερμηνεία έχει υιοθετηθεί πολύ πρόσφατα στην Ζαχαριάδης ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 722.

Στην Ηλιάδης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 716/97, ημερ. 15.9.98 είχα την ευκαιρία να εξετάσω την ερμηνεία του όρου «μεταπτυχιακή εκπαίδευση». Έθεσα το θέμα ως εξής:

[*895]«Όπως και στην περίπτωση του όρου “μετεκπαίδευση” (βλ. Χρίστου, πιο πάνω) ο όρος “μεταπτυχιακή εκπαίδευση” σημαίνει συμπληρωματική εκπαίδευση πέραν από την κανονική η οποία χρονικά και πραγματικά ακολουθεί τη βασική εκπαίδευση. Κατά την ερμηνεία του όρου “μετεκπαίδευση” όπως και του όρου “μεταπτυχιακόν προσόν” (βλ. Χαραλαμπίδης, πιο πάνω) δεν μπορεί να αγνοηθεί το ποιοτικό περιεχόμενο και επίπεδο της εκπαίδευσης. Το επίπεδο της εκπαίδευσης διαδραματίζει καίριο ρόλο. Ομοίως και στην περίπτωση του επίδικου όρου  “μεταπτυχιακή εκπαίδευση” δεν μπορεί να αγνοηθεί το επίπεδο και ποιοτικό περιεχόμενο της εκπαίδευσης. Πρέπει να είναι συμπληρωματική εκπαίδευση πέραν από την κανονική σε επίπεδο ψηλότερο από την κανονική. Σκοπός της σχετικής πρόνοιας είναι:  να καταστήσει δυνατή την πλήρωση της θέσης από πρόσωπα που κατέχουν ψηλά ακαδημαϊκά προσόντα και όχι οποιαδήποτε προσόντα, προσόντα ανώτερου επιπέδου από εκείνα του βασικού πτυχίου. 

.............................................................................................................

Η υιοθέτηση της ερμηνείας που εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή θα οδηγούσε σε άτοπα αποτελέσματα.  Αν γίνει δεκτή αυτή η ερμηνεία τότε θα ικανοποιεί την σχετική πρόνοια και υποψήφιος ο οποίος μετά το βασικό πανεπιστημιακό δίπλωμα απέκτησε δίπλωμα από Κολλέγιο. Αποτελεί όμως αξιωματική ερμηνευτική αρχή ότι ερμηνείες που οδηγούν σε παράλογα ή άτοπα αποτελέσματα πρέπει να αποφεύγονται (Βλ. Kyriakides v. Republic(1979) 3 C.L.R. 86).»

Υιοθετώ τα νομολογηθέντα στις υποθέσεις Χρίστου, Χαραλαμπίδη και Ηλιάδη, πιο πάνω. Θεωρώ ότι ο επίμαχος όρος – «μετεκπαίδευση» - σημαίνει συμπληρωματική εκπαίδευση πέραν από την κανονική σε εκπαιδευτικό επίπεδο ψηλότερο από το επίπεδο της κανονικής εκπαίδευσης.

Στην παρούσα υπόθεση η Ε.Δ.Υ., αφού σημείωσε, ανάμεσα σ’ άλλα, ότι το Ε.Μ. παρακολούθησε επιμόρφωση στη δημοσιογραφία διάρκειας εννέα μηνών σε κρατικό εκπαιδευτικό ίδρυμα ανωτάτου επιπέδου στον κλάδο δημοσιογραφίας έκρινε ότι – το Ε.Μ. – ικανοποιεί τη σχετική πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας.

Έχει νομολογηθεί ότι η ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας ανάγεται στις εξουσίες του διορίζοντος σώματος - εδώ της Ε.Δ.Υ..   Εφόσον η ερμηνεία η οποία υιοθετείται είναι εύλογη, λαμβανομένου υπόψη του σχεδίου υπηρεσίας, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει [*896]και δεν υποκαθιστά την κρίση της Ε.Δ.Υ. (Βλ. Papapetrou v. Republic, 2 R.S.C.C. 61, Petsas v. Republic, 3 R.S.C.C. 72 και Ζαχαριάδης, πιο πάνω).

Στην παρούσα υπόθεση δύο από τα μέρη – ο αιτητής και το Ε.Μ. – έχουν θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου τα πιο πάνω τρία έγγραφα.  Η προσαγωγή τους εγείρει το πιο κάτω ζήτημα:

Κατά πόσο κατά την εξέταση της παρούσας προσφυγής το Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη έγγραφο το οποίο δεν βρισκόταν ενώπιον της Ε.Δ.Υ. κατά το χρόνο λήψης της επίδικης απόφασης και το οποίο φέρει ημερομηνία μεταγενέστερη της προσβαλλόμενης απόφασης.

Η απάντηση στο ερώτημα είναι καταφατική.  Δόθηκε στην απόφαση της Ολομέλειας στην Κωνσταντινίδου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228, 234. Έρεισμα της απόφασης στην τελευταία αυτή απόφαση ήταν οι αρχές που διέπουν την κάμψη του τεκμηρίου της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων (βλ. HjiMichael and Others v. Republic (1972) 3 C.L.R. 246, 252 και Zenios v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1181, 1183, 1184). Με έρεισμα λοιπόν τις πιο πάνω αρχές η Ολομέλεια έκρινε πως δεν μπορούσε να αγνοηθεί επιστολή του Υπουργείου Παιδείας, μεταγενέστερη της προσβαλλόμενης απόφασης στην οποία αναφερόταν ότι το Ε.Μ. δεν κατείχε το σχετικό προσόν, γιατί το περιεχόμενο της ήταν άρρηκτα συνυφασμένο με το πραγματικό καθεστώς κάτω από το οποίο λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

Η αρχή η οποία έχει υιοθετηθεί στην Κωνσταντινίδου (πιο πάνω) αναλύεται ως εξής στο σύγγραμμα του Στασινόπουλου, “Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων” (1951), σελ. 304 και 305:

“Ούτως η νομολογία δημιουργεί τεκμήριον κατά της πλάνης, ήτοι τεκμήριον υπέρ της ορθής εξακριβώσεως των πραγματικών περιστατικών...  Το τεκμήριον όμως τούτο είναι ιδιόρρυθμον, διότι κάμπτεται αφ’ ης στιγμής η χαρακτηριστική εις το συζητητικόν σύστημα δραστηριότης του διαδίκου κατορθώση να καταστήση πιθανήν την πλάνην, ήτοι να δημιουργήση παρά τω δικαστή απλώς αμφιβολίας περί της ορθότητος της διαπιστώσεως του πραγματικού εκ μέρους της Διοικήσεως.”

Στην παρούσα υπόθεση η Ε.Δ.Υ. δεν είχε ενώπιον της τα πιο πάνω τρία έγγραφα που έχουν παρουσιασθεί από τα μέρη – το ένα από τον αιτητή και τα δύο από το Ε.Μ..  Λαμβάνω υπόψη ότι η Ε.Δ.Υ. [*897]σημείωσε ότι το Ε.Μ. παρακολούθησε κατά το 1978-1979 μεταπτυχιακό πρόγραμμα σε κρατικό εκπαιδευτικό ίδρυμα ανωτάτου επιπέδου.  Επίσης λαμβάνω υπόψη ότι το έγγραφο το οποίο παρουσίασε ο αιτητής (βλ. σελ. 893, πιο πάνω) αναφέρει ότι η εν λόγω σχολή «έχει ταξινομηθεί μεταξύ των Ανωτάτων Σχολών από τις 12.11.1985».  Τέλος λαμβάνω υπόψη ότι στο έγγραφο που παρουσίασε το Ε.Μ. (βλ. σελ. 894, πιο πάνω) αναφέρεται ότι η μετεκπαίδευση της οποίας έτυχε το Ε.Μ. «ήταν ανωτάτου επιπέδου».

Πρέπει στο σημείο αυτό να υπογραμμισθεί ότι οι πιο πάνω τρεις επιστολές δεν βρίσκονταν ενώπιον της Ε.Δ.Υ. κατά το χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης.  Συνεπώς το Δικαστήριο δεν μπορεί να αναζητήσει και προσδιορίσει πρωτογενώς τη σημασία τους.  Αυτή είναι έργο της Ε.Δ.Υ. (Βλ. τις αποφάσεις της Ολομέλειας στην Χριστοδουλίδου ν. Ε.Δ.Υ., Υπόθ. Αρ. 619/94, ημερ. 18.4.97 και Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145).

Αφού έλαβα υπόψη όλα τα ανωτέρω και ιδιαίτερα το περιεχόμενο του εγγράφου που έχει παρουσιάσει ο αιτητής θεωρώ ότι ο τελευταίος έχει κατορθώσει να καταστήσει πιθανή την πλάνη ήτοι μου έχει δημιουργήσει αμφιβολίες περί της ορθότητας της διαπιστώσεως της Ε.Δ.Υ. ότι το Ε.Μ. έχει φοιτήσει σε «κρατικό εκπαιδευτικό ίδρυμα ανωτάτου επιπέδου».  

Σε σχέση με την πιθανότητα της πλάνης και τις επιπτώσεις της επί της εγκυρότητας της προσβαλλόμενης απόφασης χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ. στην Παπαϊωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1991) 3 Α.Α.Δ. 713, 723, 724, 725.

Ποιά η πορεία που ακολουθεί το δικαστήριο στις περιπτώσεις που ο διάδικος κατορθώνει - όπως είναι εδώ η περίπτωση - να καταστήσει πιθανή την πλάνη; Αυτή προδιαγράφεται στη σελ. 305 του πιο πάνω συγγράμματος του Στασινόπουλου.  Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:

“Εν τοιαύτη περιπτώσει, ο δικαστής, ευρισκόμενος εν αμφιβολία, δεν κλίνει προς το τεκμήριον, αλλά τρέπεται προς μιαν των δύο οδών:  ή δηλαδή α) διατάσσει αποδείξεις ή β) ακυροί την πράξιν, ίνα η Διοίκησις διαπιστώση τα πραγματικά περιστατικά κατά τρόπον μη καταλείποντα αμφιβολίας. Η ακύρωσις όμως δεν επέρχεται διότι τεκμαίρεται πλάνη της Διοικήσεως (τότε η πράξις θα ηκυρούτο άνευ ετέρου λόγω της πλάνης), αλλά διότι κρίνεται αναγκαίον όπως απαλλαγή η πράξις της υπονοίας της πλάνης,  χωρίς να απαγορεύηται η επανάληψις αυτής υπό το αυ[*898]τό περιεχόμενον.  Τοιαύτη επανάληψις θα εσήμαινεν ότι η Διοίκησις αποδεικνύει ήδη το μη πεπλανημένον της διαπιστώσεως των πραγματικών περιστατικών.”

Η επιλογή της πρώτης οδού δεν προσφέρεται για τους λόγους που υποδεικνύονται από την Ολομέλεια στις υποθέσεις Χριστοδουλίδου και Συμεωνίδου (Βλ. σελ. 897, πιο πάνω). Έχω επομένως επιλέξει την δεύτερη οδό. Έχω αποφασίσει να ακυρώσω την προσβαλλόμενη απόφαση. Εναπόκειται στο αρμόδιο διοικητικό όργανο να διερευνήσει και διευκρινίσει περαιτέρω τα πραγματικά περιστατικά και να τα εφαρμόσει στο σχετικό νομικό πλαίσιο (Βλ. Photiades & Co. v. Republic (1964) C.L.R. 102, Skourides ν. Republic (1967) 3 C.L.R. 518 και Στασινόπουλος, πιο πάνω, σελ. 305).

Θεωρώ σκόπιμο να σημειώσω τα εξής:  Στις αντίστοιχες αγορεύσεις τους ο αιτητής και το Ε.Μ. έχουν αποπειραθεί να ρίξουν σκιά στην αξιοπιστία των εγγράφων που έχουν παρουσιασθεί από τον αντίδικο τους.  Θεωρώ λοιπόν ότι στις περιπτώσεις – όπως η παρούσα – που τα στοιχεία που παρουσιάζει ένας υποψήφιος δεν ικανοποιούν τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας και είναι απαραίτητη η διεξαγωγή περαιτέρω έρευνας είναι επιθυμητό όπως η έρευνα διεξάγεται από το ίδιο το διορίζον σώμα μέσω του αρμοδίου κρατικού φορέα που είναι οι υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού.  Μια τέτοια πορεία είναι και αξιόπιστη και εξυπηρετεί τις ανάγκες της χρηστής διοίκησης.

Ο αιτητής έχει προβάλει ακόμη ένα λόγο ακύρωσης.  Έχει υποστηρίξει ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή ήταν τρωτή και άκυρη και συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων.

Η επίδικη θέση είναι Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής.  Σύμφωνα με το άρθρο 34(9) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου 1990 (Ν. 1/90) οι συστάσεις του Διευθυντή δεν χρειάζεται να είναι αιτιολογημένες.  Ωστόσο, έστω και αν ο νόμος δεν απαιτεί αιτιολογία, οι συστάσεις πρέπει να εναρμονίζονται με τα στοιχεία των φακέλων άλλως δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Διατηρούν την εγκυρότητα τους όταν δεν αντιμάχονται προς τα στοιχεία των φακέλων (Βλ. Ρούσος ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 549 και Δημοκρατία κ.ά. ν. Αγγελή κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 161 – Βλ. και Μεστάνας ν. Ε.Δ.Υ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 213, Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 316 και Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 145).

Τυγχάνει λοιπόν εξεταστέο κατά πόσο οι συστάσεις συμφωνούν [*899]με τα στοιχεία των φακέλων.

Εξέταση των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των δύο υποψηφίων αποκαλύπτει ότι έχουν ακριβώς την ίδια βαθμολογία στα τελευταία 10 έτη (1989-1998). Αποκαλύπτει, επίσης, ότι ο αιτητής υπερτερεί ελαφρά ή οριακά του Ε.Μ. κατά τα έτη 1981-1988.  Τονίζεται ότι το διορίζον σώμα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το σύνολο της υπηρεσίας των υποψηφίων, του αναγνωρίζεται όμως η ευχέρεια να αποδίδει μεγαλύτερη βαρύτητα στις πιο πρόσφατες εκθέσεις (Βλ. Ρ.Ι.Κ. ν. Κωνσταντινίδη (1997) 3 Α.Α.Δ. 338, Μαυρομμάτη ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 662, Πούρος ν. Χ’’Στεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374).

Ο κ. Κωνσταντίνου υπέβαλε ότι ο αιτητής υπερέχει του Ε.Μ. σε αξία και για τον πρόσθετο λόγο ότι υπερέχει σε πείρα.

Έχει νομολογηθεί ότι η πείρα αποτελεί συστατικό στοιχείο της αξίας την οποία και επαυξάνει (Βλ. Δημοκρατία ν. Αγγελή, πιο πάνω και Σιακά ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 468).

Ο κ. Κωνσταντίνου υπογράμμισε πως ο αιτητής έχει πολύ μεγαλύτερη πείρα λόγω της αρχαιότητας του.  Η υπεροχή του αιτητή – συνέχισε ο κ. Κωνσταντίνου – είναι σημαντική, αφού πρόκειται για αρχαιότητα 6 ετών και 1 ½ μήνα στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Τύπου και Πληροφοριών.  Στην προηγούμενη θέση (Λειτουργός Τύπου και Πληροφοριών A΄) ο αιτητής υπερείχε σε αρχαιότητα κατά 8 σχεδόν έτη.  Στην αρχική θέση ο αιτητής υπερείχε σε αρχαιότητα κατά 9 έτη περίπου.  Επομένως – κατέληξε ο κ. Κωνσταντίνου – εφόσον πρόκειται για δύο εξαίρετους υποψηφίους αυτός που υπερέχει σε αρχαιότητα υπερέχει και σε πείρα.  Πρόσθετα η πείρα του αιτητή δεν είναι μόνο εκτενέστερη αλλά καλύπτει πολλούς τομείς γιατί υπηρέτησε – και ήταν υπεύθυνος – σε περισσότερους κλάδους ή υπηρεσίες από το Ε.Μ..

Εδώ έχουν την θέση τους τα λεχθέντα στην Μουρτζή ν. Δημοκρατίας (1998) 4 A.A.Δ. 1091:

«Η Ε.Δ.Υ. έχει πράγματι δώσει βαρύτητα στο ‘εύρος υπηρεσίας’ των υποψηφίων, με άλλα λόγια έδωσε βαρύτητα στην πείρα των υποψηφίων. Η πείρα, καθώς έχει νομολογηθεί, ‘προσμετρά στην αξία’ (Βλ. Καλαϊτζής ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 214, 217:  “Η έννοια ‘προσόντα’ δεν περιορίζεται μόνο στους ακαδημαϊκούς τίτλους σπουδών αλλά και σε άλλα εφόδια, όπως πνευματικά και πείρα, και το τελευταίο στοιχείο προσμετρά στην [*900]αξία”).

Σύμφωνα με τη νομολογία η πείρα είναι η πρακτική γνώση που αποκτά κάποιος με το να επιδίδεται σε συγκεκριμένο είδος εργασίας.  Η διάρκεια της υπηρεσίας δεν αποτελεί το μόνο οδηγό της πείρας.  Η ένταση με την οποία ένας επιδίδεται σε ένα δεδομένο τομέα και τα αποτελέσματα της εργασίας του είναι ίσοι αν όχι πιο σημαντικοί δείκτες της πείρας (Βλ. HadjiSavva v. Republic (1972) 3 C.L.R. 76, 79 και Ιωάννου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 624).

Οι εμπιστευτικές εκθέσεις όλων των υποψηφίων αποκαλύπτουν ότι ήταν όλοι εξαίρετοι υπάλληλοι.  Επομένως τα αποτελέσματα της εργασίας τους πρέπει να ήταν τα ίδια.  Εύλογα, όμως, μπορεί να υποτεθεί πως προκειμένου περί δύο άριστων υπαλλήλων εκείνος ο οποίος έχει περισσότερη υπηρεσία έχει και μεγαλύτερη πείρα.  Εφόσον, σύμφωνα με την νομολογία, η πείρα προσμετρά στην αξία, νόμιμα η Ε.Δ.Υ. έδωσε  βαρύτητα στο στοιχείο του εύρους της υπηρεσίας των Ε.Μ..  Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.»

(Βλ. και Πετρίδης ν. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 850 και Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 Α.Α.Δ. 731, 740:  «Το ενδιαφερόμενο μέρος έχει πολύ μεγαλύτερη πείρα από τον αιτητή, καθότι στην αμέσως προηγούμενη θέση είχε αρχαιότητα 4 χρόνων.») 

Υιοθετώ τις πιο πάνω θέσεις της νομολογίας.  Διαπιστώνω ότι ο αιτητής έχει διατελέσει προϊστάμενος σε περισσότερους κλάδους από το Ε.Μ.. Αυτή η διαπίστωση σε συνάρτηση με την πιο πάνω αρχαιότητα του οδηγεί στην περαιτέρω διαπίστωση ότι ο αιτητής έχει εκτενέστερη πείρα από το Ε.Μ.. Έχοντας υπόψη την οριακή υπεροχή του αιτητή σε αξία αναφορικά με το σύνολο της σταδιοδρομίας των δύο υποψηφίων και την υπεροχή του αιτητή στο στοιχείο της πείρας η οποία προσθέτει στο στοιχείο της αξίας διαπιστώνω ότι ο αιτητής υπερέχει σε αξία.

Ένα άλλο στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη, σε σχέση με το περιεχόμενο των φακέλων είναι τα προσόντα των υποψηφίων.  Κατά τον κρίσιμο χρόνο θεωρήθηκε ότι το Ε.Μ. διαθέτει το προσόν πλεονέκτημα.  Με αυτό ως δεδομένο θα προχωρήσω να εξετάσω κατά πόσο το Ε.Μ. υπερτερεί σε προσόντα του αιτητή.  Το Ε.Μ. κατέχει το προσόν Maitrice στη Γαλλική Φιλολογία το οποίο, όμως, δεν απαιτείται από τα σχέδια υπηρεσίας ούτε έχει κριθεί από την Ε.Δ.Υ. [*901]ότι είναι συναφές με τα καθήκοντα της θέσης.  Σε τέτοια περίπτωση έχει μειωμένη ή οριακή αξία (Βλ. Πούρος, πιο πάνω, Χατζηλουκά ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 643 και Δημοκρατία ν. Μιχαηλίδη κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 756).

Τέλος πρέπει να ληφθεί υπόψη και το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης στη διάρκεια της οποίας ήταν παρών και ο Διευθυντής και έχει αξιολογήσει τον αιτητή ως «πάρα πολύ καλό» και το Ε.Μ. ως «εξαίρετη».

Η νομολογία έχει αναγνωρίσει ότι μπορεί να αποδίδεται αυξημένη βαρύτητα στο αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης όταν πρόκειται για θέση ψηλά στην ιεραρχία – όπως η επίδικη θέση (Βλ. Δημοκρατία ν. Μιχαηλίδη κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 756 και Πολυδώρου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 542).  Σε σχέση με την αρχαιότητα του αιτητή είναι θεμελιωμένο από τη νομολογία ότι σε ψηλόβαθμες θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής η αρχαιότητα δεν είναι ουσιαστικής σημασίας (Βλ. Πούρος, πιο πάνω και Σιακά ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 468).  

Στην παρούσα υπόθεση οι διοικητικοί φάκελοι φέρουν τον αιτητή να υπερέχει σε αξία.  Η υπεροχή προκύπτει από την οριακή υπεροχή σε αξία λαμβανομένου υπόψη του συνόλου της σταδιοδρομίας των δύο υποψηφίων και από την εκτενέστερη και ευρύτερη πείρα του Ε.Μ. η οποία προσθέτει στο στοιχείο της αξίας.

Από την άλλη το Ε.Μ. κατέχει προσόν με οριακή βαρύτητα και έχει αξιολογηθεί από το Διευθυντή με ψηλότερη βαθμολογία στην προφορική εξέταση.  Τέλος ο αιτητής υπερέχει αισθητά σε αρχαιότητα.

Λαμβάνω υπόψη τα στοιχεία υπεροχής του αιτητή έναντι του Ε.Μ. και τα στοιχεία υπεροχής του Ε.Μ. έναντι του αιτητή όπως τα έχω προσδιορίσει πιο πάνω.

Έχοντας υπόψη την υπεροχή του αιτητή στο στοιχείο της αξίας κρίνω ότι η σύσταση του Διευθυντή δεν συνάδει προς τα στοιχεία του φακέλου. Η υπεροχή του Ε.Μ. στην προφορική εξέταση – αξιολογήθηκε ως «εξαίρετη»  και ο αιτητής ως «πάρα πολύ καλός» - η οποία αποτελεί το προϊόν της υποκειμενικής κρίσης του Διευθυντή, καθώς και η κατοχή του οριακής σημασίας προσόντος του Ε.Μ. στη Γαλλική φιλολογία δεν αποτελούν παράγοντες ικανούς να αντισταθμίσουν τον παράγοντα της αξίας και της πείρας. Έπειτα είναι και ο παράγων της αρχαιότητας.  Τονίζεται πως στο στάδιο αυτό δεν [*902]εξετάζεται η τελική κρίση της Ε.Δ.Υ..  Εξετάζεται κατά πόσο η σύσταση του Διευθυντή συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων.  Ο Διευθυντής είχε να επιλέξει ανάμεσα σε δύο εξαίρετους – σύμφωνα με τις ετήσιες αξιολογήσεις – υποψηφίους.  Ο ένας από αυτούς υπερτερούσε στο στοιχείο της αξίας και – αισθητά –  σε αρχαιότητα.

Όσο μειωμένη και αν είναι η αξία της αρχαιότητας και όσο αυξημένη και αν είναι η σημασία της προφορικής εξέτασης, σε ψηλόβαθμες θέσεις, εδώ έχουμε το αναντίλεκτο γεγονός ότι επρόκειτο για δύο εξαίρετους υπαλλήλους. Η χωρίς αιτιολογία προτίμηση του ενός από αυτούς – αυτού που υστερεί σε αξία και αισθητά σε αρχαιότητα – με μόνο κριτήριο προφανώς το ελαφρώς καλύτερο αποτέλεσμα στην προφορική εξέταση όχι μόνο δε συνάδει με τα στοιχεία του φακέλου αλλά δεν μπορεί παρά να έχει μηδαμινή αξία.  Έπεται πως η σύσταση του Διευθυντή δεν ήταν έγκυρη και επομένως δεν μπορούσε να της δοθεί οποιαδήπτοε βαρύτητα.

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της με έξοδα.  Καμία διαταγή για τα έξοδα του ενδιαφερόμενου μέρους.

Η�προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Καμία διαταγή για τα έξοδα του ενδιαφερόμενου μέρους.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο