Σχίζα Χλόη ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (2001) 4 ΑΑΔ 903

(2001) 4 ΑΑΔ 903

[*903]27 Σεπτεμβρίου, 2001

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΧΛΟΗ ΣΧΙΖΑ,

Αιτήτρια,

ν.

ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 824/2000)

 

Διοικητική Πράξη ― Εκτελεστότητα ― Περιστάσεις εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης απόφασης στην κριθείσα περίπτωση στην απουσία συναίνεσης της αιτήτριας στην έκδοσή της.

Διοικητική Πράξη ― Εκτελεστή σε αντιδιαστολή προς βεβαιωτική απόφαση ― Περιστάσεις του εκτελεστού χαρακτήρα της επίδικης πράξης.

Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Αφυπηρέτηση ― Το νομικό καθεστώς της πριν και μετά τη θέσπιση της Κ.Δ.Π. 375/90 ― Ειδικά ο Καν. 21(1)(ε) ― Ερμηνεία ― Η εφαρμογή του κανονιστικού πλαισίου κρίθηκε ορθή στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Αρχή της ισότητας ― Άρθρο 28 του Συντάγματος ― Ερμηνεία από τη νομολογία ― Δεν παραβιάστηκε η αρχή στην κριθείσα περίπτωση απόρριψης αιτήματος γυναίκας υπαλλήλου της Α.ΤΗ.Κ. να αφυπηρετήσει στο 60ό έτος της ηλικίας της ― Περιστάσεις.

Διοικητική Πράξη ― Αιτιολογία ― Όροι νομιμότητας ― Δεν παραβιάστηκαν στην κριθείσα περίπτωση.

Διοικητικό Δίκαιο ― Δέουσα έρευνα ― Περιεχόμενο από τη νομολογία ― Η διεξαχθείσα έρευνα προ της εκδόσεως της επίδικης πράξης κρίθηκε επαρκής.

[*904]Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Προθεσμία ― Περιστάσεις του εκπροθέσμου μέρους του αιτητικού της προσφυγής στην κριθείσα περίπτωση ― Συνέπειες.

Η αιτήτρια προσέβαλε την άρνηση της καθ’ης η αίτηση Α.ΤΗ.Κ. να ικανοποιήσει αίτημά της για αφυπηρέτηση στο 60ό έτος της ηλικίας της καθώς και την απόφαση περί καθορισμού του χρονικού ορίου αφυπηρέτησής της στο 55ο έτος.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Η αιτήτρια δεν έχει συναινέσει ποτέ στην έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης.  Με το αίτημά της, το οποίο πρόβαλε με την πιο πάνω επιστολή της ημερ. 5.2.99 ζήτησε παράταση του ορίου αφυπηρέτησης της.  Η Αρχή απέρριψε το αίτημά της. Με την απορριπτική απόφαση έχει εκδηλωθεί η βούληση της Αρχής σε σχέση με το αίτημα της αιτήτριας το οποίο αναφερόταν στην παράταση του ορίου αφυπηρέτησής της.  Με την εκδήλωση της βούλησης έχει παραχθεί έννομο αποτέλεσμα σε σχέση με την ηλικία αφυπηρέτησης της αιτήτριας και επομένως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εκτελεστή.  Ούτε μπορεί να λεχθεί ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι βεβαιωτική της απόφασης ημερ. 9.12.97.  Για να είναι η νεώτερη πράξη βεβαιωτική προγενέστερης απαιτείται, ανάμεσα σ’ άλλα, «ταυτότης της νομίμου διαδικασίας» και «ταυτότης της πραγματικής αιτιολογίας αμφοτέρων των πράξεων». Στην παρούσα υπόθεση δεν συντρέχουν οι πιο πάνω δύο προϋποθέσεις.  Η προγενέστερη πράξη εκδόθηκε απο το Διευθυντή της Αρχής χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία.  Η δε προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής και περιέχει αιτιολογία. Έπεται πως η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι βεβαιωτική.

2.  Πριν από τη θέσπιση της Κ.Δ.Π. 375/90 το έτος αφυπηρέτησης της αιτήτριας ήταν το 55ο.  Με τη ρύθμιση που έχει επιτευχθεί με την Κ.Δ.Π. 375/90 το έτος αφυπηρέτησης της αιτήτριας είναι το 60ό  έτος.  Αυτό που έχει στην ουσία επιτευχθεί με την επίδικη επιφύλαξη του Καν. 21(1)(ε) ήταν η διατήρηση των δικαιωμάτων τα οποία είχε η αιτήτρια πριν από τη θέσπιση της Κ.Δ.Π. 375/90.  Και αυτό γιατί και με την νέα ρύθμιση της δόθηκε το δικαίωμα να αφυπηρετήσει στο 55ο έτος της ηλικίας της.  Αν με την νέα ρύθμιση δεν της αναγνωριζόταν το υφιστάμενο δικαίωμα αφυπηρέτησης στο 55ο έτος της ηλικίας της τότε θα μπορούσε να προβάλει το επιχείρημα για μεταβολή των όρων υπηρεσίας της.  Πρέπει συναφώς να υποτεθεί ότι με την αφυπηρέτησή της στο 55ο έτος της ηλικίας της, η αι[*905]τήτρια θα απολάμβανε και όλων των υπό του σχετικού Νόμου προβλεπόμενων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων.  Επομένως κατάργηση του δικαιώματος αφυπηρέτησης στο 55ο έτος θα επηρέαζε και το δικαίωμα της αιτήτριας να αφυπηρετήσει στο 55ο  έτος της ηλικίας της με πλήρη συνταξιοδοτικά δικαιώματα.

     Πρόσθετα με την επίμαχη ρύθμιση έχει επιτευχθεί ακόμη ένας στόχος.  Το 60ό έτος της ηλικίας έχει καταστεί έτος αφυπηρέτησης τόσο για τους άνδρες υπαλλήλους όσο και για τις γυναίκες υπαλλήλους, με την εξής διαφορά:  Για να αφυπηρετήσουν στο 60ό έτος της ηλικίας τους οι γυναίκες υπάλληλοι έπρεπε να προβούν σε γραπτή ανέκκλητη επιλογή εντός της προθεσμίας που προβλέπεται από την πιο πάνω επιφύλαξη.  Η μη θέσπιση πρόνοιας για επιλογή θα ισοδυναμούσε με κατάργηση του δικαιώματος αφυπηρέτησης στο 55ο έτος.  Για τους άντρες υπαλλήλους δεν υπήρχε λόγος για θέσπιση πρόνοιας για επιλογή γιατί το έτος αφυπηρέτησής τους και πριν από την επίδικη ρύθμιση ήταν το 60ό.  Κατά συνέπεια η πρόνοια για επιλογή η οποία ισχύει μόνο για τις γυναίκες υπαλλήλους ήταν αναγκαία και επιβαλλόταν από την ιδιάζουσα φύση των πραγμάτων ήτοι από την προϋπάρχουσα κατάσταση η οποία ρύθμιζε το έτος αφυπηρέτησης των γυναικών υπαλλήλων και από την ανάγκη διατήρησης των υφιστάμενων δικαιωμάτων τους.  Οι δύο περιπτώσεις – εκείνη των γυναικών υπαλλήλων και εκείνη των ανδρών υπαλλήλων – δεν ήταν όμοιες αλλά ουσιωδώς ανόμοιες. Δεν έχει επομένως παραβιασθεί το Άρθρο 28 του Συντάγματος.  Η ίση μεταχείριση τους θα αποτελούσε στην πραγματικότητα αυθαίρετη και άνιση μεταχείριση γιατί θα αγνοούσε τα υφιστάμενα κριτήρια.

3.  Έχει νομολογηθεί ότι η αιτιολογία πρέπει να παρέχει στο Δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της και δεν πρέπει να είναι αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά το δικαστικό έλεγχο ανέφικτο.  Έχει, ωστόσο, γίνει δεκτό από τη νομολογία ότι σε σχέση με διοικητικές πράξεις οι οποίες είναι αιτιολογητέες «ως εκ της φύσεώς τους» – όπως είναι εδώ η περίπτωση – δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει αιτιολογία εις το σώμα της πράξης «εφόσον η αιτιολογία δεν αξιούται ρητώς υπό του Νόμου, αλλά δύναται ν’ αναπληρούται εκ των στοιχείων του φακέλου».

     Το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης περιέχει όλα τα συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης. Δίδει με απόλυτη σαφήνεια τους λόγους απόρριψης του επίδικου αιτήματος.  Περαιτέρω η αιτιολογία αναπληρούται από το περιεχόμενο του φακέλου. 

[*906]

4.  Οι αρχές του διοικητικού δικαίου υπαγορεύουν τη διεξαγωγή έρευνας με σκοπό τη διαπίστωση όλων των ουσιωδών γεγονότων.  Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα. Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Επομένως, αυτό που πρέπει να εξεταστεί στην παρούσα υπόθεση είναι κατά πόσο με την έρευνα που είχε προηγηθεί της προσβαλλόμενης απόφασης είχαν συλλεγεί και διερευνηθεί όλα τα ουσιώδη στοιχεία τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα.

     Κατά τη διαδικασία λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής είχε ενώπιόν του υπόμνημα του Γενικού Διευθυντή της Αρχής το οποίο αναφερόταν στο ιστορικό της υπόθεσης.  Στο υπόμνημα είχαν επίσης επισυναφθεί όλη η αλληλογραφία, επιστολή των Νομικών  Συμβούλων της Αρχής, ημερ. 10.5.2000, καθώς και το κείμενο του επίμαχου Καν. 21(1)(ε).

     Το υλικό το οποίο είχε τεθεί ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής και το οποίο λήφθηκε υπόψη κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης περιέχει όλα τα ουσιώδη στοιχεία τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα.  Έπεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν το προϊόν μιας πλήρους και δέουσας έρευνας.

    

5.  Αναφορικά με το αιτητικό (Β) της προσφυγής ο κ. Αγγελίδης δεν έχει προβάλει οποιοδήποτε επιχείρημα.  Άρα το έχει εγκαταλείψει.  Πάντως είναι εκπρόθεσμο γιατί προσβάλλει απόφαση ημερ. 19.3.99 και η παρούσα προσφυγή ασκήθηκε στις 13.6.2000.  Επομένως το αιτητικό (Β) απορρίπτεται ως εκπρόσθεσμο.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Ζίζιρου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 631,

Φράγκου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270,

Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας v. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270,

Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447.

[*907]

Προσφυγή.

Προσφυγή από την αιτήτρια κατά της απόρριψης, κατόπιν επανεξέτασης, του αιτήματός της για αφυπηρέτησή της στην ηλικία των 60 ετών αντί των 55 ετών και κατά της αποφασισθείσας αφυπηρέτησής της από 19/3/99.

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.

Κ. Χ”Ιωάννου, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά την πιο κάτω θεραπεία:

«Α.  Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ’ ης η αίτηση η οποία στάληκε στην αιτήτρια με επιστολή της καθ’ ης ημερ. 25.5.2000 με βάση την οποίαν ύστερα από επανεξέταση απέρριψε εκ νέου το αίτημα της αιτήτριας ημερ. 5.2.99 για αφυπηρέτηση της στην ηλικία των 60 ετών αντί των 55 είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος και γι’ αυτό το οφειλόμενο και παραληφθέν θα πρέπει με διαταγή του Δικαστηρίου να γίνει.

Β.   Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η αποφασισθείσα αφυπηρέτηση της αιτήτριας από 19.3.99 είναι άκυρη και επιβλήθηκε κατά αντισυνταγματική διάκριση σε βάρος της αιτήτριας ως γυναίκα.»

Η αιτήτρια ήταν υπάλληλος της καθ’ ης η αίτηση Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (η Αρχή).  Μέχρι το 1990 η ηλικία αφυπηρέτησης της διεπόταν από τον Καν. 21(1)(ε) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Γενικών Κανονισμών του 1982 (Κ.Δ.Π. 220/82) σύμφωνα με τον οποίο:

“Το μόνιμον και Τακτικόν Προσωπικόν απολύεται:-

(ε) ένεκα συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας ήτοι του μεν άρρενος του 60ού  του δε θήλεος του 55ου έτους της ηλικίας του, δια το Μόνιμον Προσωπικόν, και του 60ού δια το Τακτικόν Προσωπικόν αμφοτέρων των φύλων».

Ο πιο πάνω Καν. 21(1)(ε) τροποποιήθηκε με τον Καν. 8 των περί [*908]Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (Τροποποιητικών) (Αρ. 3) Γενικών Κανονισμών του 1990 (Κ.Δ.Π. 375/90) και διαμορφώθηκε ως εξής:

«21(1) Το Μόνιμον και Τακτικόν Προσωπικόν απολύεται:-

(ε) ένεκα συμπληρώσεως του 60ού  έτους της ηλικίας του.

Νοείται ότι γυναίκες υπάλληλοι, που βρίσκονται στην υπηρεσία της Αρχής κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της τροποποιήσεως του πρώτου εδαφίου της υποπαραγράφου (ε) της παραγράφου (1) του παρόντος Κανονισμού, θα δικαιούνται μέσα σε προθεσμία έξι μηνών από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της πιο πάνω αναφερόμενης τροποποίησης να επιλέξουν με γραπτή ανέκκλητη δήλωση τους να αφυπηρετήσουν στο 60ό ή στο 55ο έτος της ηλικίας τους.»

Με επιστολή της ημερομηνίας 4.5.91 προς το Διευθυντή Υπηρεσιών της Αρχής και εντός της προθεσμίας που προβλέπεται από την πιο πάνω επιφύλαξη του Καν. 21(1)(ε) η αιτήτρια άσκησε ανέκκλητα την επιλογή της να αφυπηρετήσει στο 55ο έτος της ηλικίας της. Παραθέτω το κείμενο της επιστολής:

«Ανέκκλητη Δήλωση για επιλογή αφυπηρετήσεως

στο 60ό  ή το 55ο  έτος της ηλικίας.

Κύριε,

Με την επιστολή μου αυτή, ασκώντας το δικαίωμα που μου παρέχει ο Κανονισμός 21(1)(ε) των Περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών, όπως έχει τροποποιηθεί με την Κ.Δ.Π. 375/90 – 21.12.1990, δηλώνω υπεύθυνα ότι έχω ανέκκλητα επιλέξει να αφυπηρετήσω από την υπηρεσία της Αρχής στα Πενηνταπέντε (55) έτος της ηλικίας μου.»

Την πιο πάνω δήλωση της αιτήτριας ακολούθησε επιστολή της ημερ. 4.12.97 προς το Γενικό Διευθυντή της Αρχής.  Ζήτησε αναθεώρηση του ορίου ηλικίας αφυπηρέτησης της «από 55 σε 60 ένεκα πολύ σοβαρών οικογενειακών λόγων» τους οποίους ήταν πρόθυμη να επεξηγήσει προφορικά αν της ζητηθεί.  Το αίτημα της δεν έγινε δεκτό.  Με επιστολή του ημερ. 9.12.97 ο Διευθυντής Υπηρεσιών Προσωπικού της Αρχής πληροφόρησε την αιτήτρια ότι το αίτημα της «τέθηκε ενώπιον του Γενικού Διευθυντή αλλά δεν κατέστη δυνατόν να εγκριθεί».

[*909]

Η αιτήτρια επανήλθε με αίτημα το οποίο υπέβαλε προς τον Πρόεδρο και τα Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής (βλ. επιστολή της ημερ. 5.2.99).  Ζήτησε όπως παραταθεί το όριο αφυπηρέτησης της «από 55 ετών στο 60ό  έτος» της ηλικίας της με βάση την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών.  Το αίτημα της αιτήτριας εξετάστηκε από την Αρχή στις 16.3.99 και απορρίφθηκε.  Εναντίον της απορριπτικής απόφασης η αιτήτρια άσκησε την Προσφυγή 631/99. Στη συνέχεια η Αρχή με απόφαση της ημερ. 11.5.2000 ανακάλεσε την απόφαση της – αντικείμενο της Προσφυγής 631/99 – γιατί κατά τη λήψη της παρευρίσκοντο και υπηρεσιακοί παράγοντες.  Ταυτόχρονα αποφάσισε να «εξετάσει την υπόθεση εξ υπαρχής».  Αφού την εξέτασε απέρριψε και πάλιν το αίτημα της αιτήτριας.  Παραθέτω το σχετικό μέρος της απόφασης:

«Το Συμβούλιο, αφού μελέτησε το υπόμνημα και τα συνημμένα σ’ αυτό έγγραφα, αποφάσισε να ανακαλέσει την απόφασή του, που λήφθηκε με βάση το πρακτικό του 67/99, συνεδρίαση 6/99 ημερομηνίας 16.3.1999 και να εξετάσει την  υπόθεση εξ υπαρχής.  Αφού το Συμβούλιο εξέτασε το αίτημα της κ. Σχίζα, αποφάσισε να το απορρίψει για τους πιο κάτω λόγους:

Η υποπαράγραφος (ε) της παραγράφου (1) του Κανονισμού 21 των περί Προσωπικου της Αρχής Γενικών Κανονισμών τέθηκε το 1990 για να οριστικοποιηθεί από τότε το όριο ηλικίας αφυπηρέτησης των υπαλλήλων της Αρχής και με την πρόνοια αυτή δόθηκε η ευκαιρία στις γυναίκες υπαλλήλους της Αρχής να επιλέξουν την ηλικία αφυπηρέτησής τους.

Η κ. Σχίζα άσκησε ελεύθερα το δικαίωμα που παραχωρήθηκε και επέλεξε να αφυπηρετήσει στο 55ο έτος της ηλικίας της με ανέκκλητη δήλωσή της ημερομηνίας 4.5.1991, που είναι δεσμευτική γι’ αυτήν και δεν είναι δυνατό να ανακληθεί.»

Η παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης.

Η προδικαστική ένσταση.

Με την ένσταση της η Αρχή έχει προβάλει προδικαστική ένσταση.  Έχει υποστηρίξει ότι η «προσφυγή δεν είναι παραδεκτή διότι προσβάλλει ουσιαστικά  βεβαιωτική πράξη προηγούμενης συναινετικής πράξης».

[*910]Επεξηγώντας την προδικαστική ένσταση με τη γραπτή του αγόρευση ο κ. Χατζηϊωάννου υποστήριξε:

Η προηγούμενη συναινετική πράξη προκύπτει από την πρόσληψη της αιτήτριας που προσελήφθη με όρο ότι θα αφυπηρετήσει στο 55ο  έτος της ηλικίας της σαν όρο της σύμβασης εργασίας της και κύρια τη νεότερη ρητή συναίνεση της Αρχής και της αιτήτριας να αφυπηρετήσει στο 55ο έτος της ηλικίας της που προκύπτει από την επιφύλαξη του Καν. 21(1)(ε) και την ανέκκλητη επιλογή της αιτήτριας να αφυπηρετήσει στο 55ο έτος της ηλικίας της.  Για να αλλάξει ο όρος αυτός της σύμβασης εργασίας μεταξύ της Αρχής και της αιτήτριας έπρεπε να υπάρξει συναίνεση και των δύο πλευρών.  Όμως ο Καν. 21(1)(ε) δεν παρέχει δικαίωμα στην Αρχή να παρατείνει το όριο ηλικίας της αφυπηρέτησης των υπαλλήλων της αλλά ούτε η επιφύλαξη του Καν. 21(1)(ε) παρέχει δικαίωμα στην αιτήτρια να ανακαλέσει σε μεταγενέστερο στάδιο την επιλογή της που άσκησε ανέκκλητα και να την ασκήσει διαφορετικά.

Η επίδικη απόφαση της Αρχής – συνέχισε ο κ. Χατζηϊωάννου – που επισημαίνει τα πιο πάνω απλώς επιβεβαιώνει την εκ της συναινέσεως προκύψασα πράξη δηλαδή την αφυπηρέτηση της αιτήτριας στο 55ο έτος της ηλικίας της.

Ακόμη η επίδικη πράξη – κατέληξε ο κ. Χατζηϊωάννου – είναι ουσιαστικά βεβαιωτική της προηγούμενης απόρριψης του αιτήματος της αιτήτριας που περιέχεται στην επιστολή ημερ. 9.12.87.

Με το αιτητικό (Α) της παρούσας προσφυγής η αιτήτρια προσβάλλει την πράξη ημερ. 11.5.2000 η οποία κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή της Αρχής ημερ. 25.5.2000. Η αιτήτρια δεν έχει συναινέσει ποτέ στην έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης.  Με το αίτημα της, το οποίο πρόβαλε με την πιο πάνω επιστολή της ημερ. 5.2.99 ζήτησε παράταση του ορίου αφυπηρέτησης της. Η Αρχή απέρριψε το αίτημα της.  Με την απορριπτική απόφαση έχει εκδηλωθεί η βούληση της Αρχής σε σχέση με το αίτημα της αιτήτριας το οποίο αναφερόταν στην παράταση του ορίου αφυπηρέτησης της.  Με την εκδήλωση της βούλησης έχει παραχθεί έννομο αποτέλεσμα σε σχέση με την ηλικία αφυπηρέτησης της αιτήτριας και επομένως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εκτελεστή (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-59, σελ. 237).  Τα όσα έχει επικαλεσθεί ο κ. Χατζηϊωάννου επηρεάζουν την ουσία της προσφυγής και όχι το παραδεκτό της. Ούτε μπορεί να λεχθεί ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι βεβαιωτική της απόφασης ημερ. 9.12.97.  Για να είναι η νεώτερη πράξη βεβαιωτική προγενέστερης απαιτείται, ανάμεσα σ’ [*911]άλλα, «ταυτότης της νομίμου διαδικασίας» και «ταυτότης της πραγματικής αιτιολογίας αμφοτέρων των πράξεων» (Θ.Δ. Τσάτσου «Η Αίτησις Ακυρώσεως Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας», Έκδοση Τρίτη σελ. 132).  Στην παρούσα υπόθεση δεν συντρέχουν οι πιο πάνω δύο προϋποθέσεις. Η προγενέστερη πράξη εκδόθηκε απο το Διευθυντή της Αρχής χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία. Η δε προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής και περιέχει αιτιολογία.  Έπεται πως η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι βεβαιωτική.

Η ουσία της προσφυγής.

Αιτητικό (Α).

Ο κ. Αγγελίδης, εκ μέρους της αιτήτριας, ισχυρίσθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντισυνταγματική γιατί παραβιάζει την αρχή της ισότητας η οποία διασφαλίζεται από το άρθρο 28 του Συντάγματος, το εδάφιο 2 του οποίου απαγορεύει δυσμενείς διακρίσεις λόγω φύλου.  Η αιτήτρια συνέχισε ο κ. Αγγελίδης – υπέβαλε ένα καθόλα νόμιμο αίτημα έστω και εάν η ίδια προηγουμένως «υπό την πίεση της υποχρέωσης προεπιλογής, που οι κανονισμοί επέβαλαν, όρισε το 55ο έτος.  Οι άρρενες συνάδελφοι της δεν είχαν υποχρέωση να επιλέξουν όπως η αιτήτρια.  Μπορούν όποτε το θελήσουν να αποφασίσουν να ζητήσουν αφυπηρέτηση πριν από το 60ό έτος.  Αυτή η διαφοροποίηση έγινε γιατί απλώς ήταν γυναίκα».  Επιθυμία της «είναι να αφυπηρετήσει στο 60ό έτος της ηλικίας της που ήταν δικαίωμα όλων, αλλά και θέμα ίσης μεταχείρισης».  Η διάκριση από τον Κανονισμό κατά φύλο – κατέληξε ο κ. Αγγελίδης – είναι έκδηλα αντισυνταγματική γιατί δημιουργεί ανισότητα «κατά παράβαση του άρθρου 28 του Συντάγματος και του Νόμου».

Από την άλλη ο κ. Χατζηϊωάννου υποστήριξε:

Δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ ανδρών και γυναικών.  Οι άνδρες αφυπηρετούν στο 60ό  έτος της ηλικίας τους, μπορούν δε ανά πασάν στιγμήν προ του 60ού έτους να αφυπηρετήσουν οικειοθελώς.  Οι γυναίκες σήμερα αφυπηρετούν στο 60ό έτος της ηλικίας τους και μπορούν να αφυπηρετήσουν οικειοθελώς πριν το έτος αυτό.  Οι γυναίκες που είχαν προσληφθεί πριν τη θέσπιση της Κ.Δ.Π. 375/90 και επρόκειτο να αφυπηρετήσουν στο 55ο  έτος της ηλικίας τους είχαν την επιλογή να επιλέξουν να αφυπηρετήσουν στο 60ό έτος της ηλικίας τους ή στο 55ο  έτος όπως ήταν η μέχρι τότε σύμβαση εργασίας τους.  Δεν τους έχει επιβληθεί τι θα επιλέξουν.  Θα μπορούσαν να επιλέξουν να αφυπηρετήσουν στο 60ό  έτος της ηλικίας τους και [*912]να παραιτηθούν οικειοθελώς πριν το 60ό έτος της ηλικίας τους όπως και οι άνδρες.

Ο κ. Χατζηϊωάννου υπέδειξε ότι η σύνταξη «που θα ελάμβαναν και/ή λαμβάνουν όσοι παραιτούνται πρόωρα είναι διαφοροποιημένη από εκείνην που λαμβάνουν όσοι αφυπηρετούν κανονικά λόγω ορίου ηλικίας.  Γι’ αυτό και δεν μπορούσε (α) να επιβληθεί μονομερώς η αύξηση του ορίου ηλικίας των γυναικών και (β) ήταν αναγκαίο να γίνει επιλογή από τις ίδιες ως προς το όριο ηλικίας που ήθελαν να αφυπηρετήσουν.

Στους άνδρες – συνέχισε ο κ. Χατζηϊωάννου – δεν δόθηκε δικαίωμα επιλογής γιατί δεν διαφοροποιούντο οι όροι εργασίας τους.  Η επιλογή που δόθηκε με την Κ.Δ.Π. 375/90 στις γυναίκες δεν είχε καμιά σχέση με διάκριση λόγω φύλου αλλά με τη διαφοροποίηση των όρων εργασίας τους (όριο ηλικίας αφυπηρέτησης) και ήταν επιλογή προς όφελος τους.  Δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα διάκρισης λόγω φύλου αλλά ούτε και οποιαδήποτε άλλη διάκριση.   Ούτε είναι δυνατόν να ευσταθήσει ο ισχυρισμός ότι η Κ.Δ.Π. 375/90 είναι αντισυνταγματική όσον αφορά το ανέκκλητο.  Η σύμβαση εργασίας δεν είναι δυνατόν να διαφοροποιείται «κατά το δοκούν του υπαλλήλου».  Πρέπει να είναι σταθερή και οποιαδήποτε αλλαγή της να είναι συναινετική.  Το όριο ηλικίας αφυπηρέτησης που έχει επιπτώσεις στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα δεν μπορεί να διαφοροποιείται με απόφαση του υπαλλήλου κατά καιρούς.

Όπως κατά την πρώτη πρόσληψη ο υπάλληλος έχει δικαίωμα να μην αποδεχθεί διορισμό διότι δεν αποδέχεται τους όρους της σύμβασης έτσι και όταν διαφοροποιούνται οι όροι της σύμβασης ο υπάλληλος έχει δικαίωμα να επιμείνει στην αρχική του σύμβαση.   Αυτό το δικαίωμα – κατέληξε ο κ. Χατζηϊωάννου – εδόθη στην αιτήτρια και το άσκησε.  Αφού το άσκησε δεν έχει δικαίωμα σε μονομερή ή κατά το δοκούν διαφοροποίηση της σύμβασης εργασίας γιατί αυτό θα παραβίαζε την ελευθερία των συμβάσεων.  Επομένως δεν προκύπτει οποιαδήποτε αντισυνταγματικότητα.

Στην Ζίζιρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 631 είχα την ευκαιρία να παραθέσω τις θέσεις της νομολογίας που σχετίζονται με την αρχή της ισότητας.  Μεταφέρω το σχετικό απόσπασμα:

«Παραβίαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος.

Ο όρος ‘ίσοι ενώπιον του Νόμου’ στο άρθρο 28.1 του Συντάγματος δεν μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής [*913]ισότητας αλλά διασφαλίζει μόνον εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσεως των πραγμάτων (Μικρομμάτης ν. Δημοκρατίας, 2 R.S.C.C. 125). 

           

Στη υπόθεση Δημοκρατία ν. Αρακιάν κ.ά. (1972) 3 Α.Α.Δ. 294 είχαν υιοθετηθεί οι πιο κάτω αρχές της ελληνικής νομολογίας:

(1)   Η συνταγματική αρχή της ισότητας συνεπάγεται την ίση ή ομοιόμορφη μεταχείριση ‘πάντων των υπό τας αυτάς συνθήκας τελούντων’ (Υπόθεση 1273/65 του Στ.Ε.).

(2)   Το άρθρο 3 του Ελληνικού Συντάγματος του 1952 - το οποίο αντιστοιχεί με το πιο πάνω άρθρο 28.1  - ‘αποκλείει μόνον την υπό του νομοθέτου θέσπισιν διακρίσεων αυθαιρέτων και όλως αδικαιολόγητων’ (Υποθέσεις 1247/67 και 1870/67 του Στ.Ε.).

(3)   ‘Ευλόγως προκύπτει παραβίασις της αρχής της ισότητος και ως εκ τούτου ακυρότης των προσβαλλομένων πράξεων, εφ’ όσον πρόκειται περί ρυθμίσεων σχέσεων τελουσών υπό διαφόρους πραγματικάς συνθήκας, αίτινες δεν αποκλείουν ανομοιομορφίας εν των διακανονισμώ αυτών’ (Υπόθεση 2063/68 του Στ.Ε.).

(4)   Η αρχή της ισότητας εφαρμόζεται “επί περιπτώσεων τελουσών υπό τας αυτάς εν γένει συνθήκας” (Υπόθεση 1215/69 του Στ.Ε.).

Στην Σεργίδη ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. (Απόφαση Ολομέλειας) υποδεικνύεται ότι το άρθρο 28 έχει ως λόγο (Βλ. Μικρομμάτης, πιο πάνω) την ουσιαστική σε αντίθεση με την φαινομενική ισότητα. Υποδεικνύεται, επίσης, ότι η δυναμική της αρχής της ισότητας επιβάλλει την ανίχνευση της φύσης, των υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου ώστε να αποδίδονται τα ίσα στα όμοια και τον αποκλεισμό της ταύτισης των ανομοίων (Βλ. και απόφαση του Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1931, σχετικά με τον τρόπο προσδιορισμού της ομοιογένειας)”  (Βλ. επίσης ‘Συνταγματική Θεωρία και Πράξη’του Αριστόβουλου Μάνεση, σελ. 320).

Στη Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 63 (απόφαση Πική, Π.) το θέμα τίθεται ως πιο κάτω:

[*914]

‘Η θεμελιακή αρχή η οποία προκύπτει τόσο από την Ελληνική όσο και την Κυπριακή νομολογία είναι τούτη.  Αποκλείονται διακρίσεις  οι οποίες δεν ανάγονται σε εγγενείς διαφορές μεταξύ των υποκειμένων ή αντικειμένων του δικαίου ....   Εαν τα υποκείμενα ή αντικείμενα της ρύθμισης είναι ομοιογενή, δεν χωρεί διάκριση. Εάν είναι ανομοιογενή χωρεί και παρέχεται ευχέρεια για την θεσμοθέτηση διάφορου κανόνα ή την υιοθέτηση διάφορης ρύμθισης’ Βλ. και Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 441, Χαρ. Ι. Φιλιππίδης και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 378, Γιασεμίδου κ.ά. ν. Δημοτικού Συμβουλίου κ.ά. (Αρ. 2) (1996) 3�Α.Α.Δ. 491, Παπαδοπούλου κ.ά. ν. Ράπτη κ.ά. (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1306).’

Στην κρινόμενη περίπτωση τα αντικείμενα της ρύθμισης ήταν ανομοιογενή - οι εφεσείοντες είχαν προσληφθεί στη δημόσια υπηρεσία μετά την 1.10.1981 ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη πριν από την 1.10.81.  Ανήκαν σε διαφορετική κατηγορία.  Επομένως παρεχόταν στη διοίκηση η ευχέρεια υιοθέτησης διάφορης ρύθμισης.  Η διαφοροποίηση που έγινε ήταν εύλογη και δικαιολογημένη.  Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.»

Βλ. και Π.Δ. Δαγτόγλου «Συνταγματικό Δίκαιο – Ατομικά Δικαιώματα, Τόμος Β, παρα. 1366-1367:  

«1366 4. Μια που στην πραγματικότητα η αρχή της ισότητας των ανθρώπων είναι αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των ανθρώπων, και ίση μεταχείριση σημαίνει μεταχείριση χωρίς προσωπικές προκαταλήψεις και διακρίσεις, το σημείο αναφοράς δεν είναι πιά κατ’ ανάγκη ο άνθρωπος καθ’ εαυτόν, αλλά η υπό ρύθμιση ή κρίση περίπτωση.  Η αρχή της ισότητας σημαίνει πιά (θετικά) την επιταγή της απρόσωπης και αντικειμενικής κρίσεως και (αποθετικά) την απαγόρευση κάθε αυθαίρετης διακρίσεως, κάθε διακρίσεως δηλαδή που στηρίζεται σε ανυπόστατα ή άσχετα κριτήρια και αγνοεί την ουσιώδη ομοιότητα των υπό ρύθμιση ή κρίση περιπτώσεων.

1367  Από την άλλη πλευρά απαγορεύεται η ίση μεταχείριση ουσιωδώς ανόμοιων περιπτώσεων, γιατί κι’ αυτή αποτελεί στην πραγματικότητα αυθαίρετη μεταχείριση, αφού αγνοεί υφιστάμενα ή στηρίζεται σε ανυπόστατα ή άσχετα κριτήρια.»

Πριν από τη θέσπιση της πιο πάνω Κ.Δ.Π. 375/90 το έτος αφυπηρέτησης της αιτήτριας ήταν το 55ο.  Με τη ρύθμιση που έχει επιτευ[*915]χθεί με την Κ.Δ.Π. 375/90 το έτος αφυπηρέτησης της αιτήτριας είναι το 60ό  έτος.  Αυτό που έχει στην ουσία επιτευχθεί με την επίδικη επιφύλαξη του Καν. 21(1) (ε) ήταν η διατήρηση των δικαιωμάτων τα οποία είχε η αιτήτρια πριν από τη θέσπιση της Κ.Δ.Π. 375/90.   Και αυτό γιατί και με την νέα ρύθμιση της δόθηκε το δικαίωμα να αφυπηρετήσει στο 55ο έτος της ηλικίας της.  Αν με την νέα ρύθμιση δεν της αναγνωριζόταν το υφιστάμενο δικαίωμα αφυπηρέτησης στο 55ο έτος της ηλικίας της τότε θα μπορούσε να προβάλει το επιχείρημα για μεταβολή των όρων υπηρεσίας της.  Πρέπει συναφώς να υποτεθεί ότι με την αφυπηρέτηση της στο 55ο  έτος της ηλικίας της, η αιτήτρια θα απολάμβανε και όλων των υπό του σχετικού Νόμου προβλεπόμενων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων.  Επομένως κατάργηση του δικαιώματος αφυπηρέτησης στο 55ο έτος θα επηρέαζε και το δικαίωμα της αιτήτριας να αφυπηρετήσει στο 55ο  έτος της ηλικίας της με πλήρη συνταξιοδοτικά δικαιώματα.

Πρόσθετα με την επίμαχη ρύθμιση έχει επιτευχθεί ακόμη ένας στόχος.  Το 60ό  έτος της ηλικίας έχει καταστεί έτος αφυπηρέτησης τόσο για τους άνδρες υπαλλήλους όσο και για τις γυναίκες υπαλλήλους, με την εξής διαφορά:  Για να αφυπηρετήσουν στο 60ό  έτος της ηλικίας τους οι γυναίκες υπαλλήλοι έπρεπε να προβούν σε γραπτή ανέκκλητη επιλογή εντός της προθεσμίας που προβλέπεται από την πιο πάνω επιφύλαξη.  Η μη θέσπιση πρόνοιας για επιλογή θα ισοδυναμούσε με κατάργηση του δικαιώματος αφυπηρέτησης στο 55ο  έτος.  Για τους άντρες υπαλλήλους δεν υπήρχε λόγος για θέσπιση πρόνοιας για επιλογή γιατί το έτος αφυπηρέτησης τους και πριν από την επίδικη ρύθμιση ήταν το 60ό. Έχω, επομένως, την άποψη ότι η πρόνοια για επιλογή η οποία ισχύει μόνο για τις γυναίκες υπαλλήλους ήταν αναγκαία και επιβαλλόταν από την ιδιάζουσα φύση των πραγμάτων ήτοι από την προϋπάρχουσα κατάσταση η οποία ρύθμιζε το έτος αφυπηρέτησης των γυναικών υπαλλήλων και από την ανάγκη διατήρησης των υφιστάμενων δικαιωμάτων τους. Οι δύο περιπτώσεις – εκείνη των γυναικών υπαλλήλων και εκείνη των ανδρών υπαλλήλων – δεν ήταν όμοιες αλλά ουσιωδώς ανόμοιες.  Δεν έχει επομένως παραβιασθεί το άρθρο 28 του Συντάγματος.  Η ίση μεταχείριση τους θα αποτελούσε στην πραγματικότητα αυθαίρετη και άνιση μεταχείριση γιατί θα αγνοούσε τα υφιστάμενα κριτήρια.  Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Ο κ. Αγγελίδης έχει, επίσης, υποστηρίξει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη γιατί η απόφαση που κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια δεν περιέχει αιτιολογία, καταγράφει απλώς την απόρριψη του σχετικού αιτήματος.

[*916]Έχει νομολογηθεί ότι η αιτιολογία πρέπει να παρέχει στο Δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της και δεν πρέπει να είναι αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά το δικαστικό έλεγχο ανέφικτο (Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Έχει, ωστόσο, γίνει δεκτό από τη νομολογία ότι σε σχέση με διοικητικές πράξεις οι οποίες είναι αιτιολογητέες «ως εκ της φύσεως τους» - όπως είναι εδώ η περίπτωση – δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει αιτιολογία εις το σώμα της πράξης «εφόσον η αιτιολογία δεν αξιούται ρητώς υπό του Νόμου, αλλά δύναται ν’ αναπληρούται εκ των στοιχείων του φακέλου».

Το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης έχει παρατεθεί πιο πάνω. Αποτελεί μέρος του διοικητικού φακέλου.  Περιέχει όλα τα συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης. Δίδει με απόλυτη σαφήνεια τους λόγους απόρριψης του επίδικου αιτήματος. Έπεται πως η ελλείπουσα από την απόφαση που κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια αιτιολογία αναπληρούται από το περιεχόμενο του φακέλου.  Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Τέλος, ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει και από έλλειψη δέουσας έρευνας.

Πράγματι οι αρχές του διοικητικού δικαίου υπαγορεύουν τη διεξαγωγή έρευνας με σκοπό τη διαπίστωση όλων των ουσιωδών γεγονότων.  Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (Βλ. Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270).  Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (Βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).  Επομένως, αυτό που πρέπει να εξεταστεί στην παρούσα υπόθεση είναι κατά πόσο με την έρευνα που είχε προηγηθεί της προσβαλλόμενης απόφασης είχαν συλλεγεί και διερευνηθεί όλα τα ουσιώδη στοιχεία τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα.

Κατά τη διαδικασία λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής είχε ενώπιον του υπόμνημα του Γενικού Διευθυντή της Αρχής το οποίο αναφερόταν στο ιστορικό της υπόθεσης όπως το έχω καταγράψει πιο πάνω.  Στο υπόμνημα είχαν επίσης επισυναφθεί όλη η αλληλογραφία στην οποία έγινε αναφορά πιο πάνω, επιστολή των Νομικών Συμβούλων της Αρχής, ημερ. 10.5.2000, καθώς και το κείμενο του επίμαχου Καν. 21(1)(ε).

[*917]

Το υλικό το οποίο είχε τεθεί ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής και το οποίο λήφθηκε υπόψη κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης περιέχει όλα τα ουσιώδη στοιχεία τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα. Έπεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν το προϊόν μιας πλήρους και δέουσας έρευνας.  Ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

ΑΙΤΗΤΙΚΟ (Β).

Αναφορικά με το αιτητικό (Β) της προσφυγής ο κ. Αγγελίδης δεν έχει προβάλει οποιοδήποτε επιχείρημα.  Το εκλαμβάνω ότι το έχει εγκαταλείψει. Προσθέτω, όμως, ότι είναι εκπρόθεσμο γιατί προσβάλλει απόφαση ημερ. 19.3.99 και η παρούσα προσφυγή ασκήθηκε στις 13.6.2000.  Επομένως το αιτητικό (Β) απορρίπτεται ως εκπρόσθεσμο.

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητά της.  Τα έξοδα να υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η�προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο