(2001) 4 ΑΑΔ 918
[*918]28 Σεπτεμβρίου, 2001
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 669/1999)
ΜΑΡΙΕΤΤΑ ΜΙΤΣΙΔΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,
Καθ’ ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 856/1999)
ΚΟΥΛΙΤΣΑ ΣΤΕΛΛΑΚΗ-ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,
Καθ’ ου η αίτηση.
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 669/1999, 856/1999)
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Δεν συνιστούσε λόγο ακυρώσεως η εσφαλμένη αναφορά σε ημερομηνία στην κριθείσα περίπτωση επανεξέτασης προαγωγών στον Κ.Ο.Τ. ― Περιστάσεις.
Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ― Προαγωγές ― Η διαδικασία ψηφοφορίας ― Περιστάσεις νομιμότητας της διεξαγωγής της στην κριθείσα περίπτωση με βάση και υφιστάμενο δεδικασμένο.
Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ― Προαγωγές ― Εμπιστευτικές εκ[*919]θέσεις ― Η μη λήψη υπόψη εμπιστευτικών εκθέσεων και η μη κατάρτιση νέων κρίθηκε νόμιμη στην κριθείσα περίπτωση.
Ακυρωτική Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Επανεξέταση ― Δεν θίγονται κατά την επανεξέταση στάδια της ακυρωθείσας διαδικασίας που δεν είχαν επηρεασθεί από το ακυρωτικό αποτέλεσμα ― Η περίπτωση των συστάσεων σε διαδικασία επανεξέτασης προαγωγών στον Κ.Ο.Τ.
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Λόγοι ακυρώσεως ― Δεν μπορούν να προβληθούν λόγοι ακυρώσεως κατά διαδικασίας επανεξέτασης όταν αυτοί δεν είχαν προβληθεί στην προηγούμενη προσφυγή που επέφερε την ακύρωση.
Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ― Προαγωγές ― Αιτιολογία ― Περιστάσεις αναιτιολογήτου της επιλογής στην κριθείσα περίπτωση.
Οι αιτήτριες προσέβαλαν την κατόπιν δεύτερης επανεξέτασης προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Τουριστικού Λειτουργού Α΄.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Είναι προφανές ότι η κατά την τρίτη εξέταση εσφαλμένη αναφορά στην 12.12.96 αντί στην 16.6.94 δεν σήμαινε διαφορά στα δεδομένα. Και ούτε συγκεκριμενοποιήθηκε από τους συνηγόρους οτιδήποτε που να δημιουργεί ανησυχία για κάποια διαφορά. Επρόκειτο για λάθος χωρίς οποιεσδήποτε επιπτώσεις.
2. Τέθηκε ζήτημα σχετικά με τη διαδικασία ψηφοφορίας που ο Κ.Ο.Τ. υιοθέτησε. Υποβλήθηκε ότι η υπό του Δικαστηρίου αναφορά, με την απόφαση της 14 Ιανουαρίου 1999, σε δύο παραδεκτούς τρόπους ψηφοφορίας έγινε obiter και δεν δέσμευε τον Κ.Ο.Τ. ο οποίος όφειλε να αποφάσιζε ο ίδιος επί του ζητήματος· και ότι εν προκειμένω ο προκριθείς δεύτερος τρόπος ήταν εσφαλμένος. Αυτός όμως ο δεύτερος τρόπος ήταν άρρηκτα συνυφασμένος με τον λόγο για τον οποίο ο τρόπος που είχε χρησιμοποιηθεί προηγουμένως κρίθηκε εσφαλμένος. Το σφάλμα που αποδόθηκε ήταν ότι οι προαγωγές είχαν γίνει όχι με αναφορά στη θέση γενικά, αλλά με αναφορά στα διάφορα Τμήματα.
Ο δεύτερος από τους δύο εν συνεχεία εξειδικευθέντες τρόπους ήταν ακριβώς εκείνος με τον οποίο αντιμετωπιζόταν ό,τι το Δικαστήριο [*920]είχε θεωρήσει ως το πρόβλημα, αφού διαλάμβανε πρώτα την επιλογή για τη θέση και ύστερα την τοποθέτηση. Μάλιστα ακόμα και αν το Δικαστήριο δεν τον εξειδίκευε, θα καθίστατο αναπόφευκτος. Επομένως ήταν μέρος του σκεπτικού της δικαστικής απόφασης που δέσμευε τον Κ.Ο.Τ.
3. Η αιτήτρια Κ. Στελλάκη-Δημητρίου έθεσε δύο ζητήματα σε σχέση με τα στοιχεία βάσει των οποίων έγιναν οι προαγωγές. Προέβαλε ότι εσφαλμένα ο Κ.Ο.Τ. αποφάσισε να μην λάβει υπόψη τις υπηρεσιακές εκθέσεις που δεν συντάχθηκαν σύμφωνα με τον Νόμο 155/90. Όμως την πορεία που ο Κ.Ο.Τ. ακολούθησε, την επέβαλλε η τότε πρόσφατη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην οποία έγινε αναφορά, ο δε καταρτισμός νέων εκθέσεων δεν ήταν εφικτός λόγω του διαρρεύσαντος χρονικού διαστήματος: βλ. Χριστοδουλίδη ν. Ε.Δ.Υ. (1995) 3 Α.Α.Δ. 158.
4. Η Κ. Στελλάκη-Δημητρίου επίσης προέβαλε ότι κατά την τελευταία εξέταση δεν έπρεπε να ελαμβάνοντο υπόψη οι συστάσεις του 1996 οι οποίες είχαν γίνει στο πλαίσιο της δεύτερης εξέτασης, ενώπιον Διοικητικού Συμβουλίου με διαφορετική σύνθεση και υπέβαλε ότι εν πάση περιπτώσει αυτές θα έπρεπε να παραμεριστούν λόγω πλημμελειών. Ως προς το πρώτο σημείο, ότι λήφθηκαν οι ίδιες συστάσεις υπόψη και στην επόμενη εξέταση, η απάντηση είναι πως εφόσον επρόκειτο για συστάσεις που θεωρήθηκαν νόμιμες, αυτές αποτελούσαν μέρος των στοιχείων κρίσης. Δεν υπήρχε χώρος για υποκατάστασή τους με άλλες.
5. Ως προς το δεύτερο σημείο, η αιτήτρια δεν είχε θέσει τέτοιο ζήτημα με την προηγούμενη προσφυγή της, την υπ΄ αρ. 200/97. Εκεί, σε ό,τι αφορά τις συστάσεις, το παράπονό της ήταν πως η τότε προσβληθείσα απόφαση του Κ.Ο.Τ. έπασχε διότι “έγινε κακή εκτίμηση των συστάσεων” και όχι πως υπήρχε πρόβλημα με τις ίδιες τις συστάσεις. Δεν μπορεί επομένως να τεθεί το θέμα τώρα.
6. Το ότι η απόφαση στερείται αιτιολογίας καθίσταται προφανές από ό,τι ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου ανέφεραν, ο καθένας, ως εξήγηση για τον τρόπο που ψήφισαν.
Η επανάληψη των κριτηρίων δεν συνιστά αιτιολογία. Ούτε και είναι εφικτός εν προκειμένω ο εντοπισμός της αιτιολογίας από το περιεχόμενο των φακέλων. Αυτό δεν ισχύει μόνο στην περίπτωση της αιτήτριας Μ. Μιτσίδου η οποία είχε, όπως και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, τη σύσταση Προϊσταμένου. Εκτείνεται ευρύτερα, καλύπτοντας και την περίπτωση της αιτήτριας Κ. Στελλάκη-Δημητρίου. [*921]Το Συμβούλιο δεν αποκάλυψε τον συλλογισμό που οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση. Θα ήταν ως εκ τούτου άτοπο να προστρέξει το Δικαστήριο στους φακέλους για να μορφώσει πρωτογενώς άποψη.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Περικλέους κ.ά. v. Κ .Ο.Τ. (1996) 4(Α) Α.Α.Δ. 561,
C.T.O. v. Pitsillides (1988) 3 C.L.R. 2154,
Χριστοδουλίδη v. Ε.Δ.Υ. (1995) 3 Α.Α.Δ. 158,
Λύωνα κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038,
Δημοκρατία v. Πιτσιλλίδη κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 4330,
Παπαδόπουλου v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608,
Πιπερίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134.
Προσφυγές.
Προσφυγές από τις αιτήτριες κατά της προαγωγής κατόπιν τρίτης επανεξέτασης, τεσσάρων ενδιαφερομένων μερών στη θέση Τουριστικού Λειτουργού Α΄, στον ΚΟΤ.
Δ. Βασιλειάδου για Α. Τριανταφυλλίδη, για την Αιτήτρια στην Υπόθεση Αρ. 669/99.
Α. Δικηγορόπουλος, για τον Καθ’ ου η αίτηση, στην Υπόθεση Αρ. 669/99.
Καμία εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Αννίτα Δημητριάδου, στην Υπόθεση Αρ. 669/99.
Α. Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Γιώργο Περικλέους, στην Υπόθεση Αρ. 669/99.
Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Μαρίνο Μενελάου, στην Υπόθεση Αρ. 669/99.
[*922]Π. Χριστοδουλίδης για Γ. Κολοκασίδη, για την Αιτήτρια στην Υπόθεση Αρ. 856/99.
Α. Δικηγορόπουλος, για τον Καθ’ ου η αίτηση στην Υπόθεση Αρ. 856/99.
Καμία εμφάνιση για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη Αννίτα Δημητριάδη και Δημήτρη Δημητρίου, στην Υπόθεση Αρ. 856/99.
Α. Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Γιώργο Περικλέους, στην Υπόθεση Αρ. 856/99.
Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Μαρίνο Μενελάου, στην Υπόθεση Αρ. 856/99.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η προσβαλλόμενη απόφαση, ημερ. 11 Φεβρουαρίου 1999, ήταν το αποτέλεσμα τρίτης εξέτασης για την πλήρωση, με προαγωγή, τεσσάρων θέσεων Τουριστικού Λειτουργού Α΄. Χρειάζεται λοιπόν πρώτα αναφορά στο ιστορικό.
Κατ’ ακολουθίαν του τότε Καν. 15(3), όπως είχε ερμηνευθεί με αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έγινε εξ αρχής κατανομή των θέσεων σε Τμήματα ώστε να καθίσταται δυνατή η διατύπωση συστάσεων από τον αντίστοιχο Προϊστάμενο του Τμήματος “εν τω οποίω η κενή θέσις”, όπως προνοούσε ο Κανονισμός. Υπήρχαν δώδεκα προσοντούχοι υποψήφιοι, περιλαμβανομένων των αιτητριών, Μαριέττας Μιτσίδου και Κουλίτσας Στελλάκη-Δημητρίου.
Με την πρώτη απόφαση του Κ.Ο.Τ, ημερ. 16 Ιουνίου 1994, προήχθησαν οι Μ. Μιτσίδου, Α. Δημητριάδου, Μ. Μενελάου και Δ. Δημητρίου. Η απόφαση προσεβλήθη από δύο άλλους υποψηφίους, τους Γ. Περικλέους και Κ. Κυπριανίδη, με τις προσφυγές αρ. 752/94 και 822/94 αντίστοιχα. Στις 29 Φεβρουαρίου 1996 το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση λόγω (α) διαφόρων πλημμελειών στον τρόπο που έγιναν και προσεγγίστηκαν οι συστάσεις· (β) της διεξαγωγής μυστικής ψηφοφορίας που άφηνε αναιτιολόγητη την απόφαση· και (γ) της διπλής ιδιότητας της Γενικής Διευθύντριας, αφενός ως συστήνουσας και αφετέρου ως μέλους του αποφασίζοντος οργάνου.
Ο Κ.Ο.Τ. προέβη σε επανεξέταση και με απόφαση ημερ. 12 Δεκεμβρίου 1996 προήγαγε την αιτήτρια Μ. Μιτσίδου για το Τμήμα Προβολής· την Α. Δημητριάδου για το Τμήμα Τουριστικής [*923]Οργάνωσης· τον Γ. Περικλέους για το Τμήμα Παροχής Τουριστικών Υπηρεσιών· και τον Δ. Δημητρίου για το Γραφείο Εξωτερικού. Ο προηγουμένως προαχθείς Μ. Μενελάου και η νυν αιτήτρια Κ. Στελλάκη-Δημητρίου προσέβαλαν την απόφαση με τις προσφυγές αρ. 162/97 και 200/97 αντίστοιχα. Στις 14 Ιανουαρίου 1999 το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε και τη δεύτερη διοικητική απόφαση. Έκρινε ότι η μέθοδος ψηφοφορίας ήταν λανθασμένη και ανέφερε τί ήταν που ενδείκνυτο από άποψης διαδικασίας.
Ας σημειωθεί ότι στη ψηφοφορία κατά την προαναφερόμενη επανεξέταση, ο πρόεδρος και καθένα από τα οκτώ μέλη που μετείχαν, ψήφισαν από τέσσερεις υποψηφίους με αναφορά στα αντίστοιχα Τμήματα για τα οποία προορίζονταν. Έλαβαν: η Μ. Μιτσίδου 9 ψήφους για το Τμήμα Προβολής· η Α. Δημητριάδου 6 ψήφους για το Τμήμα Τουριστικής Οργάνωσης· ο Δ. Δημητρίου 9 ψήφους για το Γραφείο Εξωτερικού· ο Γ. Περικλέους 5 ψήφους για το Τμήμα Παροχής Τουριστικών Υπηρεσιών· και ο Μ. Μενελάου 4 ψήφους για το Τμήμα Παροχής Τουριστικών Υπηρεσιών και 3 ψήφους για το Τμήμα Τουριστικής Οργάνωσης. Η Κ. Στελλάκη-Δημητρίου και οι άλλοι υποψήφιοι δεν πήραν ψήφο. Ο συνάδελφος που εξέτασε την περίπτωση θεώρησε ότι, παρόλον που οι συστάσεις για την προαγωγή γίνονται από τον Προϊστάμενο του Τμήματος για το οποίο προορίζεται η θέση και “αποβλέπουν στην υπόδειξη του καταλληλότερου υποψηφίου για το ορισμένο τμήμα και όχι στη διατύπωση άποψης ως προς τους γενικά καταλληλότερους για προαγωγή”, εντούτοις η προαγωγή πρέπει να γίνεται με αναφορά όχι στο Τμήμα αλλά στη θέση. Ανέφερε ότι υποψήφιος, όπως ο τότε αιτητής Μ. Μενελάου, που έλαβε συνολικά επτά ψήφους, “δεν μπορεί ...... να κρίνεται με πλειοψηφία άξιος για τη θέση, αλλά επειδή οι ψήφοι κατανεμήθηκαν στις κενές θέσεις να μειοψηφίσει, και να μην επιλεγεί έναντι άλλου με λιγότερες συνολικά ψήφους”. Συμπλήρωσε ως ακολούθως:
“Επομένως, και ενόψει της ειδικής πρόνοιας του Κανονισμού 15(3), όπως έχει ερμηνευθεί, έχω τη γνώμη πως ενδεικνυόταν να γίνει ξεχωριστή διαδικασία επιλογής με ψηφοφορία για την κάθε μια από τις 4 θέσεις, τις οποίες το Συμβούλιο του Οργανισμού αποφάσισε να κατανείμει σε ισάριθμα τμήματα.
Άλλη μέθοδος ορθής ψηφοφορίας θα ήταν να επιλεγούν σε πρώτο στάδιο οι 4 καταλληλότεροι υποψήφιοι για τη θέση του Τουριστικού Λειτουργού Α, όπως καθορίζεται στα σχέδια υπηρεσίας, και μετά, πάλιν με ψηφοφορία να επιλεγούν οι καταλληλότεροι για τα 4 τμήματα του Οργανισμού, πάντοτε σύμφωνα [*924]με την αξιολόγηση του Συμβουλίου.”
Κατά την τρίτη εξέταση, στις 11 Φεβρουαρίου 1999, ο Κ.Ο.Τ. ακολούθησε τη δεύτερη υποδειχθείσα ως προσφερόμενη μέθοδο ψηφοφορίας. Επέλεξε λοιπόν πρώτα τους τέσσερεις υποψηφίους που θεώρησε καταλληλότερους για προαγωγή γενικά, και έπειτα τοποθέτησε τον καθένα σε Τμήμα, αναδρομικά από 6 Ιουνίου 1994. Στη ψηφοφορία για την προαγωγή, την οποία διεξήγαγε το Διοικητικό Συμβούλιο με επταμελή σύνθεση, έλαβαν: Α. Δημητριάδου 7 ψήφους· Μ. Μενελάου 6 ψήφους· Δ. Δημητρίου 5 ψήφους· Γ. Περικλέους 5 ψήφους· Μ. Μιτσίδου 3 ψήφους· και Γ. Ιωαννίδης 2 ψήφους.
Κατόπιν της απόφασης για την προαγωγή των πρώτων τεσσάρων, το Διοικητικό Συμβούλιο ομόφωνα τοποθέτησε την Α. Δημητριάδου στο Τμήμα Τουριστικής Οργάνωσης για το οποίο είχε συστηθεί τόσο αυτή όσο και ο κ. Μ. Μενελάου· τον Μ. Μενελάου στο Τμήμα Προβολής για το οποίο δεν είχε συστηθεί εκείνος αλλά η αιτήτρια Μ. Μιτσίδου· τον Δ. Δημητρίου στο Γραφείο Εξωτερικού για το οποίο είχε συστηθεί· και τον Γ. Περικλέους στο Τμήμα Παροχής Τουριστικών Υπηρεσιών για το οποίο είχε συστηθεί.
Απασχόλησε κατ’ αρχάς, ενόψει δήλωσης του συνηγόρου του Κ.Ο.Τ. ότι αδυνατούσε να υποστηρίξει την προσβαλλόμενη απόφαση επί του συγκεκριμένου σημείου, το κατά πόσο η τελευταία απόφαση λήφθηκε βάσει των δεδομένων που ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, δηλ. τον χρόνο της πρώτης απόφασης. Το ζήτημα, το οποίο έθεσε η αιτήτρια Μ. Μιτσίδου, προέκυψε από την εξής αναφορά, στο πρακτικό της συνεδρίας του Συμβουλίου, στην ημερομηνία της δεύτερης απόφασης:
“Το Συμβούλιο μελέτησε διεξοδικά και σε βάθος το σχετικό με το πιο πάνω θέμα σημείωμα της Γενικού Διευθυντή ημερ. 26.1.99 και όλα τα επισυνημμένα σ’ αυτό Παραρτήματα και έγγραφα καθώς και την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 14.1.99 και προχώρησε στην εξέταση από την αρχή της πλήρωσης των θέσεων που κενώθηκαν με την πιο πάνω απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με βάση όλα τα ενώπιόν του στοιχεία και δεδομένα που ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο που λήφθηκε η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου ημερ. 12.12.96.”
Θεωρώ εν προκειμένω σημαντικό το ότι όλα τα έγγραφα στα οποία παραπέμπει το πρακτικό αναφέρονται στα ορθά στοιχεία, ήτοι εκείνα που ίσχυαν κατά τη λήψη της πρώτης απόφασης, στις 16 Ιουνίου 1994, αλλά με τις συστάσεις της δεύτερης εξέτασης, που κατέ[*925]ληξε στην απόφαση της 12 Δεκεμβρίου 1996, αφού με την πρώτη δικαστική απόφαση κρίθηκε ότι στις προηγούμενες συστάσεις υπήρξαν πλημμέλειες. Άλλωστε, κατά τη δεύτερη εξέταση, στις 12 Δεκεμβρίου 1996, τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη ήταν ακριβώς εκείνα της πρώτης εξέτασης, ημερ. 16 Ιουνίου 1994, πλέον οι νέες συστάσεις. Είναι νομίζω προφανές ότι η κατά την τρίτη εξέταση εσφαλμένη αναφορά στην 12.12.96 αντί στην 16.6.94 δεν σήμαινε διαφορά στα δεδομένα. Και ούτε συγκεκριμενοποιήθηκε εδώ από τους συνηγόρους ο,τιδήποτε που να δημιουργεί ανησυχία για κάποια διαφορά. Επρόκειτο, κατά την άποψή μου, για λάθος χωρίς οποιεσδήποτε επιπτώσεις.
Η αιτήτρια Μ. Μιτσίδου έθεσε και ζήτημα αναφορικά με τη σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου ενόψει της παρουσίας της Γενικής Διευθύντριας κατά τη συζήτηση και λήψη της απόφασης. Στο πρακτικό η Γενική Διευθύντρια σημειώνεται ως παρακαθήμενη. Όταν υπεδείχθη στο συνήγορο της αιτήτριας ότι η άνευ ψήφου συμμετοχή της Γενικής Διευθύντριας στη συνεδρίαση προβλέπεται από το άρθρο 5(5) του περί Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού Νόμου του 1969 (Ν. 54/69) όπως τροποποιήθηκε, δόθηκε η απάντηση ότι στην προκείμενη περίπτωση η Γενική Διευθύντρια θα έπρεπε να εξαιρείτο αφού είχε λάβει μέρος στη διαδικασία ως συστήνουσα. Στην Περικλέους κ.ά. ν. Κ.Ο.Τ. (1996) 4(Α) Α.Α.Δ. 561 - στην οποία εκδόθηκε η πρώτη ακυρωτική απόφαση - οι προαγωγές έγιναν από Επιτροπή στην οποία είχε μεταβιβαστεί η σχετική αρμοδιότητα του Συμβουλίου. Στην Επιτροπή είχε διοριστεί και η Γενική Διευθύντρια ως μέλος με δικαίωμα ψήφου. Αυτό ήταν επιτρεπτό: βλ. C.T.O. v. Pitsillides (1988) 3 C.L.R. 2154. Όπως υπέδειξε ο Κωνσταντινίδης, Δ., στην Περικλέους (ανωτέρω), η Γενική Διευθύντρια δεν μπορούσε να λάβει μέρος ως διορίζουσα όταν μετείχε στη διαδικασία και ως συστήνουσα. Εξήγησε ότι:
“Όταν μέλος του ήδη διαμόρφωσε γνώμη ως προς το ποιός είναι ο καταλληλότερος υποψήφιος, στερείται ή τουλάχιστον κατά τεκμήριο στερείται της αντικειμενικότητας που απαιτείται κατά την τελική κρίση. Η ίδια η σύσταση και η βαρύτητα την οποία μπορεί να έχει τελεί υπό την κρίση του συλλογικού οργάνου και είδαμε πως στην παρούσα περίπτωση αποφασίστηκε πως μια από τις συστάσεις θα έπρεπε να παραγνωριστεί. Η σύσταση της Γεν. Διευθυντού, δηλαδή, τέθηκε και υπό την δική της κρίση και, πέρα από αυτό, η Γεν. Διευθυντής αφού δεν έκρινε ότι θα εδικαιολογείτο να παραγνωριστεί η σύστασή της, θεώρησε ότι αυτή συνιστούσε ξεχωριστό στοιχείο που πρόσθετε στην αξία. Η δήλωση πως η Επιτροπή έλαβε υπόψη και τις συστάσεις, ση[*926]μαίνει εν προκειμένω ότι η Γεν. Διευθυντής κατά τη διαμόρφωση της κρίσης της, έλαβε υπόψη ως ξεχωριστό στοιχείο και τη δική της σύσταση.”
Δεν υπήρξε όμως το ίδιο πρόβλημα στην υπό εξέταση περίπτωση αφού η Γενική Διευθύντρια, μη έχοντας ψήφο όπως είχε ως μέλος της Επιτροπής κατά την πρώτη εξέταση, δεν είχε ως εκ τούτου λόγο στην τελική κρίση.
Επίσης τέθηκε ζήτημα σχετικά με τη διαδικασία ψηφοφορίας που ο Κ.Ο.Τ. υιοθέτησε. Υποβλήθηκε ότι η υπό του Δικαστηρίου αναφορά, με την απόφαση της 14 Ιανουαρίου 1999, σε δύο παραδεκτούς τρόπους ψηφοφορίας έγινε obiter και δεν δέσμευε τον Κ.Ο.Τ. ο οποίος όφειλε να αποφάσιζε ο ίδιος επί του ζητήματος· και ότι εν προκειμένω ο προκριθείς δεύτερος τρόπος ήταν εσφαλμένος. Αυτός όμως ο δεύτερος τρόπος ήταν, καθώς μου φαίνεται, άρρηκτα συνυφασμένος με τον λόγο για τον οποίο ο τρόπος που είχε χρησιμοποιηθεί προηγουμένως κρίθηκε εσφαλμένος. Το σφάλμα που αποδόθηκε ήταν ότι οι προαγωγές είχαν γίνει όχι με αναφορά στη θέση γενικά, αλλά με αναφορά στα διάφορα Τμήματα. Άμεσα σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα:
“Η λανθασμένη μέθοδος ψηφοφορίας που υιοθετήθηκε στην υπό συζήτηση υπόθεση, ξεκίνησε από την εσφαλμένη, κατά τη γνώμη μου, αντίληψη του σκεπτικού της ακυρωτικής απόφασης, στο σημείο που αναφέρεται σ’ αυτή πως οι συστάσεις των διευθυντών των τμημάτων έπρεπε να αποβλέπουν στην υπόδειξη του καταλληλότερου υποψηφίου για το ορισμένο τμήμα και όχι στη διατύπωση άποψης ως προς τους γενικά καταλληλότερους για προαγωγή. Όμως, πιστεύω, πως δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι τα σχέδια υπηρεσίας καθορίζουν τη θέση, εδώ Τουριστικού Λειτουργού Α, και σ’ αυτά προβλέπονται επίσης τα προσόντα και οι ευθύνες του κατόχου της. Έτσι δεν μπορεί ο αιτητής στην υπόθεση που εξετάζουμε, να κρίνεται με πλειοψηφία άξιος για τη θέση αλλά επειδή οι ψήφοι κατανεμήθηκαν στις κενές θέσεις να μην επιλεγεί, έναντι άλλου με λιγότερες συνολικά ψήφους.”
Ο δεύτερος από τους δύο εν συνεχεία εξειδικευθέντες τρόπους ήταν ακριβώς εκείνος με τον οποίο αντιμετωπιζόταν ό,τι το Δικαστήριο είχε θεωρήσει ως το πρόβλημα, αφού διαλάμβανε πρώτα την επιλογή για τη θέση και ύστερα την τοποθέτηση. Θα έλεγα μάλιστα πως ακόμα και αν το Δικαστήριο δεν τον εξειδίκευε, θα καθίστατο αναπόφευκτος. Επομένως ήταν κατά τη γνώμη μου μέρος του σκεπτικού της δικαστικής απόφασης που δέσμευε τον Κ.Ο.Τ.
[*927]
Η αιτήτρια Κ. Στελλάκη-Δημητρίου έθεσε δύο ζητήματα σε σχέση με τα στοιχεία βάσει των οποίων έγιναν οι προαγωγές. Προέβαλε ότι εσφαλμένα ο Κ.Ο.Τ. αποφάσισε να μην λάβει υπόψη τις υπηρεσιακές εκθέσεις που δεν συντάχθηκαν σύμφωνα με τον Νόμο 155/90. Όμως την πορεία που ο Κ.Ο.Τ. ακολούθησε, την επέβαλλε η τότε πρόσφατη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην οποία έγινε αναφορά, ο δε καταρτισμός νέων εκθέσεων δεν ήταν εφικτός λόγω του διαρρεύσαντος χρονικού διαστήματος: βλ. Χριστοδουλίδη ν. Ε.Δ.Υ. (1995) 3 Α.Α.Δ. 158.
Η Κ. Στελλάκη-Δημητρίου επίσης προέβαλε ότι κατά την τελευταία εξέταση δεν έπρεπε να ελαμβάνοντο υπόψη οι συστάσεις του 1996 οι οποίες είχαν γίνει στο πλαίσιο της δεύτερης εξέτασης, ενώπιον Διοικητικού Συμβουλίου με διαφορετική σύνθεση και υπέβαλε ότι εν πάση περιπτώσει αυτές θα έπρεπε να παραμεριστούν λόγω πλημμελειών. Ως προς το πρώτο σημείο, ότι λήφθηκαν οι ίδιες συστάσεις υπόψη και στην επόμενη εξέταση, η απάντηση είναι πως εφόσον επρόκειτο για συστάσεις που θεωρήθηκαν νόμιμες, αυτές αποτελούσαν μέρος των στοιχείων κρίσης. Δεν υπήρχε, κατά την άποψή μου, χώρος για υποκατάστασή τους με άλλες: βλ. τις αποφάσεις της Ολομέλειας στη Λύωνα κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038 και Δημοκρατία ν. Πιτσιλλίδη κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 4330. Ως προς το δεύτερο σημείο, επισημαίνω ότι η αιτήτρια δεν είχε θέσει τέτοιο ζήτημα με την προηγούμενη προσφυγή της, την υπ΄ αρ. 200/97. Εκεί, σε ό,τι αφορά τις συστάσεις, το παράπονό της ήταν πως η τότε προσβληθείσα απόφαση του Κ.Ο.Τ. έπασχε διότι “έγινε κακή εκτίμηση των συστάσεων” και όχι πως υπήρχε πρόβλημα με τις ίδιες τις συστάσεις. Δεν μπορεί επομένως να τεθεί το θέμα τώρα: βλ. Παπαδόπουλου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608. Ας σημειωθεί δε ότι, με αναφορά σε ζήτημα για τις συστάσεις το οποίο φαίνεται να είχε θέσει ο άλλος τότε αιτητής, το Δικαστήριο κατέληξε πως δεν υπήρχε ο,τιδήποτε το επιλήψιμο σ΄αυτές.
Τέλος, προβάλλεται και από τις δύο αιτήτριες, με συγκριτική αναφορά σε διάφορα από τα στοιχεία κρίσης, ότι η απόφαση στερείται αιτιολογίας. Το ότι η απόφαση στερείται αιτιολογίας καθίσταται νομίζω προφανές από ό,τι ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου ανέφεραν, ο καθένας, ως εξήγηση για τον τρόπο που ψήφισαν. Παραθέτω, ενδεικτικά, δύο από τις δοθείσες εξηγήσεις, την πρώτη και την τελευταία:
Η μιά:
[*928]“Αφού μελέτησα τα στοιχεία που μας έχουν δοθεί κι έλαβα υπόψη τα προσόντα, αρχαιότητα και συστάσεις των Προϊσταμένων κρίνω ότι πρέπει να προαχθούν διότι υπερέχουν των άλλων υποψηφίων οι: .........................................................................”
Η άλλη:
“Έχοντας υπόψη το αποτέλεσμα και τις σχετικές παρατηρήσεις της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Προσφυγές αρ. 162/97 και αρ. 200/97 κι΄ έχοντας μελετήσει όλα τα στοιχεία τα οποία εμφανίζονται στα Σημειώματα της Υπηρεσίας αναφορικά με τα προσόντα, αρχαιότητα, συστάσεις για όλους τους υποψηφίους και αξιολογώντας σαν σύνολο τα πιο πάνω κριτήρια όπως εμφανίζονται στους πιο πάνω Κανονισμούς, κρίνω ότι υπό τας περιστάσεις, καταλληλότεροι για προαγωγή στις 4 θέσεις είναι οι: ..................................................................................”
Η επανάληψη των κριτηρίων δεν συνιστά αιτιολογία. Ούτε και είναι, κατά την αντίληψή μου, εφικτός εν προκειμένω ο εντοπισμός της αιτιολογίας από το περιεχόμενο των φακέλων. Αυτό δεν ισχύει μόνο στην περίπτωση της αιτήτριας Μ. Μιτσίδου η οποία είχε, όπως και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, τη σύσταση Προϊσταμένου. Εκτείνεται κατά την άποψή μου ευρύτερα, καλύπτοντας και την περίπτωση της αιτήτριας Κ. Στελλάκη-Δημητρίου. Το Συμβούλιο δεν αποκάλυψε τον συλλογισμό που οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση. Θα ήταν ως εκ τούτου άτοπο να προστρέξει το Δικαστήριο στους φακέλους για να μορφώσει πρωτογενώς άποψη. Τα ακόλουθα αποσπάσματα από την απόφαση της Ολομέλειας στην Πιπερίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134 (στις σελ. 141-142) φωτίζουν κατ΄ αναλογία το κενό και στην παρούσα υπόθεση:
“Η απόφαση της Ε.Ε.Υ. περιορίζεται στην αναγραφή, που εν προκειμένω απολήγει να είναι αχρείαστη επανάληψη, των παραγόντων που ήδη καθορίζει ο Νόμος. Αυτό δεν είναι αιτιολογία. Παραμένει εντελώς άγνωστος ο συλλογισμός.....................
.............................................................................................................
Η Ε.Ε.Υ. αναφέρει πως έλαβε υπόψη και τους Φακέλλους και τις Εκθέσεις αλλά δεν γνωρίζουμε τί από τις Εκθέσεις και τί από τους Φακέλλους διαδραμάτισε τον ένα ή τον άλλο ρόλο. Όπως έχουν τα πράγματα ο δικαστικός έλεγχος είναι εντελώς αδύνατος. Όσα αναφέρονται στην απόφαση θα μπορούσαν να ταιριάξουν σε κάθε υπόθεση ...........................................................
[*929]
.............................................................................................................
......... για να είναι οι Φάκελλοι και οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις παραδεκτή πηγή εντοπισμού αιτιολογίας, η αιτιολογία πρέπει να προκύπτει αναντίλεκτα από το περιεχόμενό τους. Σε καμιά περίπτωση δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής μόρφωση δικής του γνώμης. Ανατρέχουμε, όποτε είναι επιτρεπτό, στους φακέλλους στην προσπάθεια αναζήτησης του συλλογισμού της διοίκησης. (Βλ. μεταξύ άλλων Vassiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220).”
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο