Σάρδου Ελένη ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2001) 4 ΑΑΔ 956

(2001) 4 ΑΑΔ 956

[*956]17 Οκτωβρίου, 2001

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΕΛΕΝΗ ΣΑΡΔΟΥ,

Αιτήτρια,

ν.

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ης η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1491/1999)

 

Διοικητικό Δίκαιο ― Παραίτηση από δημόσιο δικαίωμα ― Θεωρία και νομολογία ― Η παραίτηση κατά κανόνα ανίσχυρη εκτός υπό ορισμένες προϋποθέσεις ― Η περίπτωση της ρητής και ανεπιφύλακτης αποδοχής διοικητικής πράξης.

Έννομο Συμφέρον ― Αιτητή που αποδέχθηκε διορισμό σε προσωπική βάση δυνάμει συλλογικής σύμβασης συνεπαγόμενο αποκλεισμό του από μελλοντική διεκδίκηση προαγωγής.

Η αιτήτρια προσέβαλε τον αποκλεισμό της από τη διαδικασία πλήρωσης της θέσης (προαγωγής) Ανώτερης Στενογράφου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

Το δικαίωμα διεκδίκησης θέσης προαγωγής που προκηρύχθηκε στο Δημόσιο, προστατεύεται από το νόμο.  Το δικαίωμα του υπαλλήλου για προαγωγή αναγνωρίζεται όχι μόνο προς ικανοποίηση ατομικού συμφέροντος του υπαλλήλου, αλλά προς εξυπηρέτηση του γενικού δημοσίου συμφέροντος.  Δυνάμει των αρχών του διοικητικού  δικαίου δεν χωρεί κατά κανόνα παραίτηση από δημόσιο δικαίωμα, όπως είναι και το δικαίωμα του υπαλλήλου για προαγωγή.

     Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναγνώρισε ρητά ότι δεν χωρεί κατά κανόνα παραίτηση υπαλλήλου από δημόσιο δικαί[*957]ωμα.  Είναι όμως δυνατή ρητή ή σιωπηρά παραίτηση από δημόσιο δικαίωμα κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις.  Οι αρχές που διέπουν την παραίτηση από δημόσιο δικαίωμα αναφέρονται με σαφήνεια από την ελληνική βιβλιογραφία και την ελληνική νομολογία, την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχθηκε σε πολλές αποφάσεις του.  Το επίδικο θέμα άπτεται του εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας και κατά συνέπεια της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να επιληφθεί της υπόθεσης.

     Σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει λεχθεί ότι η αποδοχή με ελεύθερη βούληση διοικητικής πράξης στερεί τον αιτητή εννόμου συμφέροντος, εκτός όπου επηρεάζονται θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.

     Στην παρούσα υπόθεση η αιτήτρια με έγγραφο δήλωσή της, ρητά, ανεπιφύλακτα και ελεύθερα αποδέχθηκε τους όρους της συλλογικής σύμβασης και εντάχθηκε στην κλίμακα Α8-Α9 επί προσωπικής βάσεως.  Από τις αρχές του 1997 καρπούται το μισθό με βάση τις κλίμακες Α8-Α9, κλίμακες που έχει επίσης η προκηρυχθείσα θέση. 

     Η ρητή και ανεπιφύλακτη αποδοχή της αιτήτριας και περαιτέρω η αποδοχή της επί 2½ χρόνια να επωφελείται του αυξημένου μισθού στην κλίμακα Α8-Α9 τη στερεί του εννόμου συμφέροντος να ζητά την ακύρωση της επίδικης πράξης.  Η έλλειψη εννόμου συμφέροντος καθιστά την προσφυγή της αιτήτριας εκτός της εμβέλειας του Άρθρου 146 του Συντάγματος και κατά συνέπεια εκτός δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου να επιληφθεί της αίτησης,

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Stademos Hotels Ltd v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αμαθούντος (1991) 4 Α.Α.Δ. 2537,

Τσιαλή κ.ά. v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 2611,

Γρηγορίου v. Δήμου Λευκωσίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3005.

Προσφυγή.

Προσφυγή της αιτήτριας κατά της προαγωγής δύο ενδιαφερομένων μερών στη θέση Ανώτερης Στενογράφου της Α.Η.Κ. από 1/11/99.

[*958]

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.

Κ. Στιβαρού για Π. Λ. Κακογιάννη & Σία, για την Καθ’ ης η αίτηση.

Α. Ευσταθίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2.

Cur. adv. vult.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά την πιο κάτω θεραπεία:-

“Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ΄ης η αίτηση η οποία γνωστοποιήθηκε με ανάρτηση του σχετικού Πίνακα την 20.10.99 και με την οποία προήγαγε τις 1. Δημητρίου Πάμελα και 2. Παπανεοφύτου Κατερίνα στη μόνιμη θέση Ανώτερης Στενογράφου της Α.Η.Κ. από την 1.11.99 αντί και/ή στη θέση της αιτήτριας είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.”.

Την 1.6.99 η καθ΄ης η αίτηση κυκλοφόρησε γνωστοποίηση για την πλήρωση δύο κενών θέσεων προαγωγής. Και οι δύο αφορούσαν θέση Ανώτερης Στενογράφου στην κλίμακα Α8-Α9 για την περιφέρεια Αμμοχώστου-Λάρνακας και για τον Ηλεκτροπαραγωγό Σταθμό Βασιλικού.

Η αιτήτρια υπέβαλε σχετική αίτηση για προαγωγή της στις πιο πάνω θέσεις.  Η αίτηση όμως της αιτήτριας δεν λήφθηκε υπόψη και της επεστράφηκε για λόγους που θα αναφερθούν πιο κάτω.  Έτσι δεν συμπεριλήφθηκε στους καταλόγους των αιτητών που πληρούν το Σχέδιο Υπηρεσίας με συνέπεια να μην θεωρηθεί ως υποψήφια για τις θέσεις.  Ακολουθήθηκε η νενομισμένη διαδικασία και τελικά η καθ΄ης η αίτηση προήγαγε τα ενδιαφερόμενα μέρη στις επίδικες θέσεις.  Αναφέρω στο στάδιο αυτό ότι η αιτήτρια, κατά τη διαδικασία, απέσυρε την προσφυγή όσον αφορά το ενδιαφερόμενο μέρος αρ. 1.

Δυνάμει συμφωνίας μεταξύ της καθ΄ης η αίτηση Αρχής και των Συντεχνιών για αναθεώρηση της Συλλογικής Σύμβασης για την περίοδο 1.1.95-31.12.97:-

“7.2 Υπάλληλοι οι οποίοι-

(α)        .................................................................................................

[*959]

(β)        .................................................................................................

(γ)        Κατά την ημερομηνία της υπογραφής της παρούσας Συμφωνίας κατέχουν θέση Γραφέα 1ης Τάξεως, Στενογράφου 1ης Τάξεως, Τεχνικού 1ης Τάξεως, Επιθεωρητή Εγκαταστάσεων 1ης Τάξεως, Σχεδιαστή 1ης Τάξεως, Τοπογράφου 1ης Τάξεως, Καταγραφέα Αδειών Διαβάσεως 1ης Τάξεως, Τεχνικού Χημείου 1ης Τάξεως, και Βοηθού Λειτουργού Μηχανογραφήσεως 1ης Τάξεως,

δύνανται, ύστερα από αίτησή τους, να ενταχθούν στη μισθοδοτική κλίμακα της αμέσως ανώτερης θέσης ..............”.

Επίσης, δυνάμει της παραγράφου 7.7 της πιο πάνω Συλλογικής Σύμβασης η διευθέτηση αυτή έγινε υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις και όρους:-

“(α) Η μισθολογική ανέλιξη των υπαλλήλων, των θέσεων και κατηγοριών που αναφέρονται πιο πάνω, θα γίνει πάνω σε εντελώς προσωπική βάση και παρά τη μισθολογική τους ανέλιξη σε κλίμακα της αμέσως ανώτερης θέσης της κατηγορίας του καθενός, θα εξακολουθήσουν να θεωρούνται υπάλληλοι κατέχοντες θέση 1ης Τάξεως.

 (β) Οι επηρεαζόμενοι υπάλληλοι, με έγγραφη δήλωσή τους -

(Ι)   Θα παραιτηθούν από κάθε δικαίωμα για προαγωγή ή για υποψηφιότητα σε κρίση για προαγωγή στην ανώτερη θέση της κατηγορίας τους.

(ΙΙ)  Θα παραιτηθούν από κάθε δικαίωμα για προσβολή της προαγωγής οποιουδήποτε συναδέλφου τους στην ανώτερη θέση της κατηγορίας τους.

(ΙΙΙ) Θα αναλάβουν να αποσύρουν οποιεσδήποτε προσφυγές έχουν καταχωρήσει στο Ανώτατο Δικαστήριο για προαγωγές συναδέλφων του.”.

Είναι παραδεκτό γεγονός ότι η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση με βάση το περιεχόμενο της πιο πάνω συλλογικής σύμβασης για να περιληφθεί στον κατάλογο των υπαλλήλων με προσωπική ρύθμιση και ένταξη της στη συνδιασμένη κλίμακα Α8-Α9.  Προς τούτο υπέγραψε και σχετικό έντυπο με περιεχόμενο ως αναφέρεται στην παρά[*960]γραφο 7.7 της συλλογικής σύμβασης.  Είναι επίσης αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η καθ΄ης η αίτηση Αρχή, παρά την εντελώς προσωπική ανέλιξη της αιτήτριας στην κλίμακα Α8-Α9 εξακολουθούσε, ρητά όπως αναφέρεται στην παράγραφο 7.7(α) της συλλογικής σύμβασης, να θεωρεί την αιτήτρια ότι κατέχει θέση στενογράφου 1ης Τάξης.  Η θέση αυτή περιλαμβάνεται στην κλίμακα Α7.

Από την έρευνα του φακέλου προκύπτει ότι η αίτηση της αιτήτριας για να περιληφθεί στον κατάλογο υποψηφίων για την επίδικη θέση απορρίφθηκε από το Διευθυντή Προσωπικού της Αρχής με επιστολή του στην αιτήτρια ημερ. 17.6.99, λίγες μέρες μετά την προκήρυξη των θέσεων, με το αιτιολογικό ότι είχε παραιτηθεί από κάθε δικαίωμα για προαγωγή στην ανώτερη θέση.  Ως εκ τούτου η αιτήτρια δεν θεωρήθηκε υποψήφια ούτε το όνομα της αναφέρεται είτε στα πρακτικά των συνεδριάσεων της Μεικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής για προαγωγές είτε στην τελική απόφαση της καθ΄ης η αίτηση Αρχής.

Για τρεις νομικούς λόγους η αιτήτρια ζητά την ακύρωση της επίδικης απόφασης, (α) ότι η απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας ως υποψήφιας για τη θέση έγινε όχι από το αρμόδιο όργανο που είναι το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής, αλλά από αναρμόδιο όργανο, το Διευθυντή Προσωπικού, (β) ότι η αιτήτρια κατείχε τη θέση στενογράφου 1ης Τάξης με κλίμακα Α7 και διεκδικούσε θέση Ανώτερης Στενογράφου με κλίμακα Α8-Α9 και συνεπώς ορθά διεκδικούσε τη θέση και (γ) η γραπτή παραίτηση της από τη διεκδίκηση θέσης προαγωγής όταν της δόθηκε προσωπική κλίμακα, είναι αντισυνταγματική, παράνομη και εναντίον των αρχών του Διοικητικού Δικαίου.

Αρχίζοντας από τον τελευταίο λόγο παρατηρώ ότι ο δικαίωμα διεκδίκησης θέσης προαγωγής που προκηρύχθηκε στο Δημόσιο, προστατεύεται από το νόμο. Το δικαίωμα του υπαλλήλου για προαγωγή αναγνωρίζεται όχι μόνο προς ικανοποίηση ατομικού συμφέροντος του υπαλλήλου, αλλά προς εξυπηρέτηση του γενικού δημοσίου συμφέροντος.  Δυνάμει των αρχών του διοικητικού  δικαίου δεν χωρεί κατά κανόνα παραίτηση από δημόσιο δικαίωμα, όπως είναι και το δικαίωμα του υπαλλήλου για προαγωγή.  Στο σύγγραμμα του καθηγητού Κυριακόπουλου “Διοικητικό Δίκαιο”, 4η Έκδοση, Τόμος Β, στη σελίδα 289 αναφέρονται τα εξής:-

“Υ.  Παραίτησις από δημοσίου δικαιώματος δεν είναι δυνατή και ουδέν έννομον αποτέλεσμα επάγεται, εφ’ όσον τούτο δεν αναγνωρίζεται μόνον προς ικανοποίησιν ατομικού συμφέρο[*961]ντος αλλά και χάριν του γενικού συμφέροντος. Δημόσια δικαιώματα, συνιστάμενα ουχί χάριν των δημοσίων υπαλλήλων αλλά χάριν του δημοσίου συμφέροντος, είναι κατ’ εξοχή τα εκ του νόμου εις αυτούς αναγνωριζόμενα και εκ της δημοσιοϋπαλληλικής αυτών ιδιότητος απορρέοντα, και τα οποία, διά τούτο, είναι ανεπίδεκτα παραιτήσεως.  Ούτω, γενική παραίτησις από δικαιώματος προς λήψιν μισθού ή συντάξεως ή προαγωγής εις ανώτερον βαθμόν του δημοσίου υπαλλήλου, ή βοηθήματος ασφαλείας του εργάτου κ.ο.κ. είναι ανίσχυρος.”.

Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναγνώρισε ρητά ότι δεν χωρεί κατά κανόνα παραίτηση υπαλλήλου από δημόσιο δικαίωμα.  Είναι όμως δυνατή ρητή ή σιωπηρά παραίτηση από δημόσιο δικαίωμα κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις.  Οι αρχές που διέπουν την παραίτηση από δημόσιο δικαίωμα αναφέρονται με σαφήνεια από την ελληνική βιβλιογραφία και την ελληνική νομολογία, την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχθηκε σε πολλές αποφάσεις του.  Το επίδικο θέμα άπτεται του εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας και κατά συνέπεια της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να επιληφθεί της υπόθεσης.

Στο σύγγραμμα του καθηγητού Κυριακόπουλου (πιο πάνω) και στη σελίδα 291 αναφέρονται τα εξής:-

“4. Παραίτησις από δημοσίου δικαιώματος χωρεί, κατά κανόνα, διά ρητής δηλώσεως βουλήσεως εκ μέρους του δικαιούχου πολίτου και δέον κατ’ αρχήν να είναι έγγραφος. Εν τούτοις, είναι δυνατή και σιωπηρά παραίτησις, λ.χ. διά παραμελήσεως της ασκήσεως ωρισμένου δικαιώματος. Εν αμφιβολία όμως τεκμαίρεται έλλειψις παραιτήσεως. ούτως, η υπό του παρανόμως απολυθέντος δημοσίου υπαλλήλου είσπραξις της συντάξεως, δεν επιτρέπεται να θεωρηθή ως παραίτησις από της αξιώσεως επί την προς τον μισθόν διαφοράν.  Εάν δε η γενομένη ρητή παραίτησις είναι έγκυρος και εγένετο αρμοδίως αποδεκτή, ο παραιτηθείς δεσμεύεται. ανάκλησις δεν επιτρέπεται.”.

Επίσης στο σύγγραμμα του ίδιου καθηγητή στη σελίδα 124 αναφέρονται τα εξής:-

“(3)  Εν περιπτώσει όμως, καθ΄ ην ο διοικούμενος ανεπιφυλάκτως απεδέχθη την διοικητικήν πράξιν, ήτοι ανεγνώρισεν ή απεδέχθη την εκ ταύτης δημιουργηθείσαν νομικήν και πραγματικήν κατάστασιν, στερείται πλέον του εννόμου συμφέροντος και, συνεπώς, δεν δικαιούται να προσβάλη την πράξιν δι’ αιτήσεως ακυ[*962]ρώσεως.  Τούτο είναι συνέπεια της ανωτέρω εκτεθείσης αρχής, καθ’ ήν ο θεσμός ούτος, παρά τον αντικειμενικόν αυτού χαρακτήρα, δεν παύει ν’ αφορά και εις την προστασίαν ατομικών εννόμων συμφερόντων.”

(Βλέπε επίσης: Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 260-261).

Σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει λεχθεί ότι η αποδοχή με ελεύθερη βούληση διοικητικής πράξης στερεί τον αιτητή εννόμου συμφέροντος, εκτός όπου επηρεάζονται θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. (Βλέπε: Stademos Hotels Limited v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αμαθούντος (1991) 4 Α.Α.Δ. 2537, Τσιαλή κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 2611, Γρηγορίου ν. Δήμου Λευκωσίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3005).

Στην παρούσα υπόθεση η αιτήτρια με έγγραφο δήλωσή της, ρητά, ανεπιφύλακτα και ελεύθερα αποδέχθηκε τους όρους της συλλογικής σύμβασης και εντάχθηκε στην κλίμακα Α8-Α9 επί προσωπικής βάσεως.  Από τις αρχές του 1997 καρπούται το μισθό με βάση τις κλίμακες Α8-Α9, κλίμακες που έχει επίσης η προκηρυχθείσα θέση.  Ολόκληρη η δήλωση της αιτήτριας στο έντυπο της αίτησης της ημερ. 31.3.97, για ένταξη στην κλίμακα Α8-Α9, έχει ως εξής:-

“Τηρουμένων των προνοιών της παραγράφου 7 της Συμφωνίας για αναθεώρηση της Συλλογικής Σύμβασης για την περίοδο 1.1.1995-31.12.1997 η οποία αφορά την προσωπική ρύθμιση για υπαλλήλους που κατέχουν συνδυασμένες θέσεις 2ας και 1ης Τάξεως στις Κλίμακες Α2-Α5/Α7, αιτούμαι όπως ενταχθώ στη μισθοδοτική κλίμακα της αμέσως ανώτερης θέσης (κλίμακα Α8/Α9).

Αντιλαμβάνομαι και αποδέχομαι εξολοκλήρου τις προϋποθέσεις και όρους της ένταξης μου στη μισθολογική κλίμακα της αμέσως ανώτερης θέσης της κατηγορίας μου, δηλαδή-

α) Η μισθολογική μου ανέλιξη θα γίνει πάνω σε εντελώς προσωπική βάση και παρά τη μισθολογική μου ανέλιξη, θα εξακολουθήσω να θεωρούμαι υπάλληλος κατέχων θέση Στενογράφου 1ης Τάξεως.

β) 1)           Παραιτούμαι από κάθε δικαίωμα για προαγωγή ή για υποψηφιότητα σε κρίση για προαγωγή στην ανώτερη θέση της κατηγορίας μου.

[*963]

    2)            Παραιτούμαι από κάθε δικαίωμα για προσβολή της προαγωγής οποιουδήποτε συναδέλφου μου στην ανώτερη θέση της κατηγορίας μου.

Αντιλαμβάνομαι επίσης ότι η παρούσα επιλογή μου είναι οριστική και αμετάκλητη και είναι δεσμευτική για την Αρχή μόνο αν πληρώ όλα τα κριτήρια της παραγράφου 7 της Συμφωνίας για αναθεώρηση της Συλλογικής Σύμβασης 1.1.1995-31.12.1997, που καθορίζουν τους δικαιούχους της επιλογής αυτής.”.

Η πιο πάνω ρητή και ανεπιφύλακτη αποδοχή της αιτήτριας και περαιτέρω η αποδοχή της επί 2½ χρόνια να επωφελείται του αυξημένου μισθού στην κλίμακα Α8-Α9 τη στερεί του εννόμου συμφέροντος να ζητά την ακύρωση της επίδικης πράξης.  Η έλλειψη εννόμου συμφέροντος καθιστά την προσφυγή της αιτήτριας εκτός της εμβέλειας του Άρθρου 146 του Συντάγματος και κατά συνέπεια εκτός δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου να επιληφθεί της αίτησης,

Ενόψει της κατάληξης μου αυτής, η προσφυγή κρίνεται απαράδεκτη και απορρίπτεται με έξοδα.

Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο