Χατζηγέρου Χαρίλαος ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2001) 4 ΑΑΔ 1031

(2001) 4 ΑΑΔ 1031

[*1031]9 Νοεμβρίου, 2001

[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΧΑΡΙΛΑΟΣ Χ”ΓΕΡΟΥ,

Αιτητής,

ν.

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ής η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 787/1998)

 

Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Η σύντομη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον συλλογικού οργάνου δεν αποτελεί απόδειξη οποιασδήποτε πλημμέλειας των αποφάσεών του.

Διοικητικό Δίκαιο ― Δικαίωμα ακρόασης ― Πότε παρέχεται ― Η περίπτωση υποβολής παραπόνου από υπάλληλο για μεροληψία σε βάρος του.

Διοικητικό Δίκαιο ― Προαγωγές ― Εμπιστευτικές εκθέσεις ― Αντικειμενική αδυναμία σύνταξής τους και συνυπολογισμού τους κατά τη διαδικασία προαγωγής.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Λόγοι ακυρώσεως ― Η απαίτηση εξειδίκευσής τους στο δικόγραφο της Αιτήσεως.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Λόγοι ακυρώσεως ― Απαράδεκτη προβολή λόγου σε διαδικασία προσφυγής μετά από επανεξέταση, εφόσον δεν είχε προβληθεί από τον ίδιο αιτητή στην προηγηθείσα προσφυγή του.

Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Προαγωγές ― Συμβουλευτική Υπεπιτροπή ― Νόμιμη η συμμετοχή του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή σε συνεδρίασή της ― Καν. 6(1) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986 (Κ.Δ.Π. 291/86).

Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Προαγωγές ― Εμπιστευτικές εκθέσεις ― [*1032]Αναδρομική νομιμοποίηση εμπιστευτικών εκθέσεων με βάση την Κ.Δ.Π. 77/96 ― Εφαρμογή της στην κριθείσα περίπτωση.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Μεροληψία και προκατάληψη ― Έννοια από τη νομολογία ― Περιστάσεις αβασίμου του λόγου ακυρώσεως στην κριθείσα περίπτωση.

Ο αιτητής προσέφυγε κατά της αναδρομικής, μετά από επανεξέταση, προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Ανώτερου Βοηθού Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  H διάρκεια της όλης διαδικασίας (τρεις ώρες) και το ότι άρχισε και ολοκληρώθηκε αυθημερόν δεν αποτελεί απόδειξη των πλημμελειών που προσάφθηκαν, ούτε κλονίζει το τεκμήριο της κανονικότητας. Τα πρακτικά που τηρήθηκαν επιμαρτυρούν την προσοχή και πληρότητα της εξέτασης.  Δεν είναι οι μακρές, αναβαλλόμενες και χρονοβόρες συσκέψεις που εξασφαλίζουν κατ’ ανάγκην το αδιάβλητο των διαδικασιών.  Είναι μάλιστα επαινετή, για ευνόητους λόγους, η ταχεία δράση των δημόσιων οργανισμών στον τομέα αυτό, όπως έγινε εδώ. 

2.  Το δικαίωμα ακρόασης παρέχεται, όπως καθιέρωσε η σχετική νομολογία, πριν από τη λήψη πειθαρχικής φύσεως μέτρου ή άλλου δυσμενούς μέτρου που έχει το χαρακτήρα κύρωσης.  Είναι φανερό ότι το παράπονο μεροληψίας σε βάρος του αιτητή δεν εμπίπτει στις κατηγορίες αυτές.  Εν πάση περιπτώσει από τα πρακτικά της διαδικασίας φαίνεται ότι διερευνήθηκαν όλα τα παράπονά του με τη δέουσα επιμέλεια και απορρίφθηκαν, αφού δόθηκε εμπεριστατωμένη αιτιολογία.

3.  Εδώ η Αρχή συμμορφώθηκε με την ακυρωτική απόφαση.  Θεώρησε ανίσχυρη και μη υφιστάμενη νομικώς την επιχειρηθείσα από τον κ. Στυλιανού αναπλήρωση του ελλείποντος υλικού.  Διαπίστωσε όμως ότι ο χρόνος που διέρρευσε αφότου έπρεπε να γίνουν οι εκθέσεις και τα μεσολαβήσαντα γεγονότα δεν επέτρεπαν την εκ των ενόντων επανόρθωση ή αναμόρφωση της κατάστασης.  Υπήρξε ό,τι αποκλήθηκε “αντικειμενική αδυναμία” συμμόρφωσης.  Ακολουθώντας δε πρακτική που επικρότησε η νομολογία βασίστηκε μόνο στις υπάρχουσες εκθέσεις.  Δεν υπάρχει επομένως περιθώριο για επιχειρήματα περί πιθανής υπεροχής του αιτητή.

4.  Το θέμα της σύστασης του Διευθυντή δεν είναι εξεταστέο. Δεν προ[*1033]βλήθηκε ως λόγος ακύρωσης.  Για πρώτη φορά αναπτύσσεται στην αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή χωρίς να υπάρχει το αναγκαίο δικονομικό υπόβαθρο.

5.  Είναι περαιτέρω μοιραίο για την τύχη του ισχυρισμού αυτού ότι δεν περιλήφθηκε στην προηγούμενη προσφυγή.

6.  Η εισήγηση για παράνομη συγκρότηση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής δεν ευσταθεί.  Η παρουσία του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή είναι νόμιμη.  Νομιμοποιείται από τις διατάξεις των Καν. 6(1) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986 (Κ.Δ.Π. 291/86).

7.  Παρά την περί του αντιθέτου εισήγηση του αιτητή, η Κ.Δ.Π. 77/96 νομιμοποίησε τις εκθέσεις, περιλαμβανομένης αυτής του 1992, αναδρομικά από το 1990.  Η περίπτωση δεν εμπίπτει στην εξαίρεση που δημιουργεί ο κανονισμός και αφορά υποθέσεις που ήταν εκκρεμούσες όταν τέθηκε σε ισχύ ο κανονισμός.  Δεν υπήρχε η εκκρεμότητα για την οποία υπάρχει εξαίρεση στις 16/6/98, που λήφθηκε η επίδικη απόφαση.  Εν πάση περιπτώσει και παρατυπία να υπήρξε, δεν έχει φανεί ή αποδειχθεί ότι επηρέασε την προσβαλλόμενη απόφαση.

8.  Η επίδικη θέση πρωτοδημιουργήθηκε το 1990 με το νόμο περί Προϋπολογισμού της Αρχής αρ. 96/90.  Στο αρχικό σχέδιο υπηρεσίας δεν υπήρχε πρόνοια για πλεονέκτημα ούτε πρόνοια για πενταετή πείρα σε ελεγκτικό οίκο.  Αυτοί οι όροι περιλήφθηκαν στο σχέδιο υπηρεσίας της ανώτερης θέσης και όντως τροποποιήθηκε.  Εκείνο της επίδικης θέσης αναθεωρήθηκε στις 16/2/93.  Αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης μαζί με άλλα σχέδια υπηρεσίας του επιστημονικού προσωπικού.  Ενόψει της διαφωνίας των συντεχνιών για την κατηγορία της θέσης, η Αρχή, σύμφωνα με το Άρθρο 4(2) του περί Α.Η.Κ. Σχέδια Υπηρεσίας και Κατηγορίες θέσεων Νόμου αρ. 157/90, καθόρισε με κανονισμούς την κατηγορία της θέσης.

     Όχι μόνο έγιναν οι αναγκαίες συνεννοήσεις με τις συντεχνίες αλλά είχαν εγκρίνει το κείμενο του επίδικου σχεδίου υπηρεσίας.

     Όλοι οι ισχυρισμοί του αιτητή αναφορικά με μεροληψία από την αλλαγή του σχεδίου υπηρεσίας πρέπει, επομένως, να απορριφθούν ως αβάσιμοι.  Οι σχετικές αναφορές του σχετίζονται με την τροποποίηση του σχεδίου υπηρεσίας της ανώτερης θέσης, που ήταν αντικείμενο της προσφυγής αρ. 786/98.

9.  Ο όρος μεροληψία στο δίκαιο έχει πλατύ νοηματικό περιεχόμενο.

[*1034]       Στην παρούσα υπόθεση δεν υπάρχει οτιδήποτε που να δείχνει ότι οι προϊστάμενοι διακατέχονταν από προκατάληψη απέναντι στον αιτητή.

     Και να εκληφθεί ως δεδομένο ότι οι εκθέσεις του αιτητή ως ελεγκτή το 1989 περιείχαν επικρίσεις για τους προΐσταμένους του δεν μπορεί να συναχθεί ότι οι δύο αυτοί ανώτεροι υπάλληλοι συνωμότησαν μεταξύ τους και για χρόνια αδικούσαν τον αιτητή με απώτερο στόχο να εμποδίσουν την προαγωγή του, όταν παρουσιάστηκε η ευκαιρία μετά από χρόνια.  Παρέσυραν μάλιστα και την Αρχή να υιοθετήσει τα σχέδια τους, τροποποιώντας το σχέδιο υπηρεσίας.

10.  Ο αιτητής, τέλος, προβάλλει την υπεροχή του στα τρία κριτήρια ως λόγο ακύρωσης της προαγωγής.  Δεν υπάρχει αντικειμενικό έρεισμα που να στηρίζει τέτοια πρόταση.  Συνοπτικά: η αρχαιότητα είναι η ίδια.  Πέραν των προβλεπόμενων από το σχέδιο υπηρεσίας, ο αιτητής διαθέτει M.B.A. του Cyprus International Institute of Management και πενταετή πείρα σε αναγνωρισμένο ελεγκτικό οίκο.  Ας σημειωθεί ότι το σχέδιο υπηρεσίας δεν το καθιστά πλεονέκτημα.  Τα προσόντα αυτά δεν παραγνωρίστηκαν κατά τη σφαιρική συστάθμιση των υπηρεσιακών δεδομένων. Για τα τελευταία χρόνια υπάρχει σταθερή υπεροχή του ε.μ., o οποίος και συστήθηκε για προαγωγή από το Διευθυντή. Δεν υπάρχει ουσία στο λόγο αυτό ούτε σε οποιοδήποτε άλλο που προβλήθηκε για ακύρωση της πράξης.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Χατζηγέρου v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 1024/93, ημερ. 22.5.1998,

Χριστοδουλίδης v. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (1985) 3 Α.Α.Δ. 158,

Μαυρομμάτης v. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 83,

Χ”Δημητρίου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 361,

Λιμνάτου κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4057,

Κεραυνός v. Αρχής Βιομηχανικής Καταρτίσεως, Υπόθ. Αρ. 514/99, ημερ. 28.9.2001,

Κυριάκου v. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Υπόθ. Αρ. 1127/99, [*1035]ημερ. 21.6.2001,

Παπαδόπουλος v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608,

Σοφοκλέους v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 922/97, ημερ. 14.10.1998,

Σταυρινίδης v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 431,

Καψοσιδέρης v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 176.

Προσφυγή.

Προσφυγή από τον αιτητή κατά της απόφασης της Αρχής να προάξει, κατόπιν επανεξέτασης, αναδρομικά από το Νοέμβριο του 1993 το ενδιαφερόμενο μέρος Μωϋσή Σταύρου (ε.μ.), στην οργανική θέση του Ανώτερου Βοηθού Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών.

Κ. Χ”Ιωάννου, για τον Αιτητή.

Γ. Κακογιάννης, για την Καθ’ ής η αίτηση.

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

NIKHTΑΣ, Δ.: Αντικείμενο της προσφυγής είναι η απόφαση της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (καθής η αίτηση), στο εξής “η Αρχή”, να προάξει αναδρομικά από το Νοέμβριο του 1993 το ενδιαφερόμενο μέρος Μωϋσή Σταύρου (ε.μ.), στην οργανική θέση του Ανώτερου Βοηθού Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών.  Προηγήθηκε διαδικασία επανεξέτασης, που κατέστη επιβεβλημένη μετά την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή του ίδιου αιτητή με στοιχεία:  Χατζηγέρου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 1024/93, ημερ. 22/5/98Η προαγωγή του ε.μ. στην παραπάνω θέση είχε ακυρωθεί για ένα μόνο από τους λόγους ακύρωσης που είχαν προβληθεί, χωρίς εξέταση των υπολοίπων: ότι η προφορική μαρτυρία του κ. Χρ. Στυλιανού δεν μπορούσε να αναπληρώσει το κενό που δημιούργησε η παράλειψη σύνταξης εμπιστευτικών εκθέσεων των υπαλλήλων για τα χρόνια 1988 μέχρι 1991.

Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή (Σ.Υ.), από την οποία ξεκίνησε η [*1036]διαδικασία επανάκρισης, κατέληξε ότι δεν υπήρχε νομικά παραδεκτός τρόπος να καταρτισθούν οι παραπάνω εκθέσεις.  Και τούτο διότι οι άμεσα προϊστάμενοι των υπαλλήλων, περιλαμβανομένων των διαδίκων, είχαν στο μεταξύ αφυπηρετήσει ή αποβιώσει.  Ο δε εν ενεργεία τότε Διευθυντής Τεχνικών Υπηρεσιών και Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής κ. Κώστας Ιωάννου ουδέποτε διετέλεσε διοικητικός προϊστάμενος τους για να είναι σε θέση, από την άμεση γνώση του, να εκφέρει άποψη.

Αυτή ακριβώς η αντικειμενική αδυναμία για επανόρθωση της παράλειψης ώθησε τη Σ.Υ. να λάβει υπόψη μόνο τις υπάρχουσες εκθέσεις αξιολόγησης των άλλων ετών.  Συσταθμίστηκαν και οι απόψεις του Γενικού Διευθυντή κ. Γ. Κουντούρη (που διατύπωσε στην πρώτη διαδικασία), ο οποίος σύστησε για προαγωγή το ε.μ.  Ο κ. Κ. Ιωάννου, αφού επιθεώρησε τις εκθέσεις αξιολόγησης και τους διοικητικούς φακέλους, επικρότησε και υιοθέτησε την εισήγηση.  Με την ίδια ευκαιρία, η Σ.Υ. εξέτασε ισχυρισμούς του αιτητή για προκατειλημμένη μεταχείριση, που έτυχε από ανώτατα στελέχη της Αρχής, που παρέβλαψαν και παρεμπόδισαν την υπηρεσιακή του ανέλιξη.  Και τους απέρριψε. Αυθημερόν συνεδρίασε και το Διοικητικό Συμβούλιο το οποίο, ομόφωνα, επαναλαμβάνοντας την προηγούμενη απόφαση του, επέλεξε και προήγαγε το ε.μ.

Προωθήθηκε καταιγισμός λόγων ακύρωσης.  Όμως δόθηκε ειδικό βάρος στους ισχυρισμούς για μεροληπτικότητα που, όπως ισχυρίστηκε ο αιτητής, εκδηλώθηκε με δύο τρόπους: την υποβαθμολόγηση του στις εκθέσεις και την εσκεμμένη τροποποίηση του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης και της αμέσως ανώτερης θέσης για να μπορεί να υποβάλει υποψηφιότητα το ε.μ.  Θα αναφερθώ - με συνοπτικότητα - και στους άλλους βασικούς λόγους.  Ο αιτητής θεωρεί ότι η διαδικασία έγινε πρόχειρα και ήταν σύντομη.  Σε σημείο που δείχνει ότι η επίδικη απόφαση ήταν ήδη ειλημμένη.  Αυτό συνάγεται από το ότι η διαδικασία μέχρι και τη λήψη της επίδικης απόφασης είχε διεξαχθεί και ολοκληρωθεί μόνο σε μία ημέρα, χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο δε θα μπορούσε να εξεταστούν προσεκτικά τα παράπονα του αιτητή.

Ο αιτητής παραπονείται επίσης και για έλλειψη δέουσας έρευνας, αφού η Σ.Υ. εξέτασε τα παράπονα χωρίς να καλέσει τον αιτητή να εκφράσει τις απόψεις του.  Υπάρχει και ο ισχυρισμός ότι παραβιάστηκε το δεδικασμένο που έχει προκύψει από την απόφαση στην παραπάνω προσφυγή. Ο λόγος γιαυτό είναι, κατά την αντίληψη του συνηγόρου, ότι δεν καταβλήθηκε οποιαδήποτε προσπάθεια για να διαπιστωθεί η αξία των υποψηφίων για την περίοδο που δεν έγιναν [*1037]εκθέσεις, με επακόλουθο η Αρχή να στηριχθεί στις ίδιες εκθέσεις.  Πρόσθετα έχει λεχθεί ότι η εκτίμηση της Σ.Υ. και της ίδιας της Αρχής ότι η ανυπαρξία εκθέσεων για την παραπάνω περίοδο δεν είχε επιπτώσεις, θετικές ή αρνητικές, για τους υποψηφίους, είναι λανθασμένη και αποτελεί από μόνη της λόγο ακύρωσης.  Πιθανό είναι να υπερείχε αισθητά του ανθυποψηφίου του ο αιτητής.

Άλλος λόγος είναι ότι η σύσταση του κ. Κουντούρη κηρύχθηκε άκυρη από τη δικαστική απόφαση και δε θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη.  Υπάρχει ακόμη και η πιθανότητα η σύσταση να στηρίχθηκε στις προφορικές δηλώσεις του κ. Στυλιανού.  Ακόμη η Αρχή στηρίχθηκε στις εκθέσεις του 1992, που συντάχθηκαν κατά παράβαση του περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Αξιολόγηση, Ελευθερία Έκφρασης Γνώμης κ.λ.π.) Νόμου αρ. 155/90.

Έρχομαι στις κατηγορίες του αιτητή για μεροληπτική σε βάρος του συμπεριφορά της Αρχής από το 1985 και μετά, που ευνόησε το ε.μ.  Την αιτία γιαυτή τη στάση ο αιτητής αποδίδει στο ότι, ως εσωτερικός ελεγκτής, προέβη σε προφορικές και γραπτές παρατηρήσεις για παρατυπίες, που εξέθεταν τον προϊστάμενο του Χρ. Στυλιανού και τον τότε Γενικό Διευθυντή της Αρχής κ. Δημ. Παπαγιώργη, που ήταν οι αξιολογητές του έργου των δύο υπαλλήλων.  Μετά από αυτό άρχισε και η βαθμολογική μεταβολή σε βάρος του αιτητή.  Ο συνήγορος υπέβαλε ότι από τις σχετικές εκθέσεις προκύπτει ότι μέχρι το 1985, ο αιτητής ήταν καλύτερος του ε.μ.  Από το 1986-1992 παρατηρείται το αντίθετο. Αναφέρεται δε ως στοιχείο, θεμελιωτικό της μεροληπτικότητας, ότι το 1987 ο κ. Στυλιανού δηλώνει ότι το ε.μ. είναι έτοιμο για προαγωγή, ενώ δεν κατείχε τα ελάχιστα προς τούτο προσόντα.

Όπως προανέφερα η άλλη γραμμή πλεύσης είναι ότι το σχέδιο υπηρεσίας αυτής και της επόμενης στην ιεραρχία θέσης τροποποιήθηκε για να απαλειφθεί η πρόνοια για πλεονέκτημα και η πρόνοια για πενταετή πείρα σε ελεγκτικό οίκο που μόνο ο αιτητής είχε. Εδώ η εισήγηση είναι ότι η Αρχή ενήργησε καθ’ υπέρβαση της εξουσίας της.  Το άρθρ. 9(1) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 291/86) θεσπίζει ότι η τροποποίηση των σχεδίων υπηρεσίας είναι δυνατή μόνο κατόπιν συνεννοήσεων με τη συντεχνία των υπαλλήλων.  Το θέμα συζητήθηκε αλλά δεν κατέληξε σε συνεννόηση.  Έτσι η προαγωγή στηρίχθηκε σε άκυρο σχέδιο υπηρεσίας. Ας σημειωθεί ότι ο καν. 9(1) ορίζει ότι:

“Η ονομασία, η κατηγορία, τα καθήκοντα και ευθύναι εκάστης θέσεως, η αντιστοιχούσα προς αυτήν μισθολογική κλίμαξ και τα [*1038]διά την κατοχήν αυτής απαιτούμενα προσόντα περιλαμβάνονται εις σχέδια υπηρεσίας καταρτιζόμενα υπό της Αρχής κατόπιν κοινών συνεννοήσεων μετά της συντεχνίας.”

Η τελευταία εισήγηση των αιτητών αφορά την αιτιολογία της πράξης. Ισχυρίζεται ότι περιέχει ανακρίβειες, σφάλματα, αοριστίες και αντίκειται στο δεδικασμένο. Η εισήγηση είναι εκτενής.  Όμως στην ουσία ο συνήγορος επαναλαμβάνει συλλήβδην τα προηγούμενα του επιχειρήματα.

Η δικηγόρος της καθής προβάλλει την αντικειμενική αδυναμία καταρτισμού των εκθέσεων για την κρίσιμη περίοδο, όπως ο όρος αυτός επεξηγήθηκε στην υπόθεση Χριστοδουλίδης ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (1985) 3 Α.Α.Δ. 158, σε συνδυασμό με την κατάληξη του ακυρωτικού δικαστή ότι “υπήρξε παραβίαση της σχετικής νομοθετικής πρόνοιας με την παράλειψη καταρτισμού εμπιστευτικών εκθέσεων η οποία δεν μπορούσε να αντικατασταθεί με τις προφορικές δηλώσεις του Διευθυντή”, για να εισηγηθεί ότι δεν υπάρχει προσβολή του δεδικασμένου. Απαντώντας στους υπόλοιπους ισχυρισμούς, η κα Στιβαρού ανέφερε ότι η υπεροχή που ο αιτητής ισχυρίζεται ότι δυνατό να είχε, αν συντάσσονταν οι εκθέσεις, είναι μόνο μία απλή υπόθεση· ότι η ακυρωτική απόφαση δεν έπληξε το κύρος της σύστασης, αλλά περιορίζεται στην ενέργεια του κ. Στυλιανού· ότι εν πάση περιπτώσει κατά την επανεξέταση επιβεβαιώθηκε η σύσταση μέσω του κ. Ιωάννου· και ότι το παράνομο της έκθεσης του 1992 δεν συγκεκριμενοποιείται.

Η δικηγόρος της Αρχής σχολίασε αριθμό εμπιστευτικών εκθέσεων για να δείξει πόσο αβάσιμος είναι ο ισχυρισμός για μεροληψία. Κατά το 1985-1986 ο αιτητής συμφώνησε εγγράφως με τη βαθμολογία του.  Κριτής του ήταν όντως ο κ. Στυλιανού, ο οποίος στις αξιολογήσεις του περιέλαβε και εγκωμιαστικά γιαυτόν σχόλια.  Ο αιτητής πάλιν συμφώνησε με τη βαθμολογία του για τα χρόνια 1986-1987, που τον έκρινε ο ίδιος αξιωματούχος.  Μάλιστα ο κ. Στυλιανού βελτίωσε τη βαθμολογία και προέβη πάλιν σε ευμενή σχόλια.  Τέτοια σχόλια προσθέτει και στην τελευταία του έκθεση.  Ο κ. Παπαγιώργης (2ος κριτής) βελτίωσε τη βαθμολογία του αιτητή για το 1986-1987 σε σύγκριση με τον προηγούμενο χρόνο.  Όντως έτσι έχουν τα πράγματα.

Αναφορικά με την τροποποίηση του σχεδίου υπηρεσίας, η συνήγορος της Αρχής υποβάλλει ότι από τα έγγραφα που επισύναψε ο αιτητής προκύπτει ότι οι ισχυρισμοί του αναφέρονται γενικά σε σχέδια υπηρεσίας και όχι σ’ εκείνο της επίδικης θέσης.  Η θέση δημι[*1039]ουργήθηκε το 1990 που περιλήφθηκε στον προϋπολογισμό της Αρχής.  Τα σχέδια υπηρεσίας, περιλαμβανομένου του επιδίκου, μελετήθηκαν από την Αρχή.  Το μόνο που είπαν οι συντεχνίες για το εν λόγω σχέδιο υπηρεσίας ήταν “ότι πιστεύουν ότι η κατηγορία της θέσης θα πρέπει να είναι προαγωγής”. Ενόψει της διαφωνίας η Αρχή, σύμφωνα με το εδ. 2 του άρθρ. 4 του περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Σχέδια Υπηρεσίας και Κατηγορίες Θέσεων) νόμου (αρ. 157/90) καθόρισε με κανονισμούς την κατηγορία της επίδικης θέσης (Κ.Δ.Π. 150/93) ως “Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής”.

Ο δικηγόρος του ε.μ. υποστήριξε τις πραπάνω θέσεις της Αρχής και πρόσθεσε τα δικά του επιχειρήματα στην πολυσέλιδη του αγόρευση. Ως προς την ανεπάρκεια του χρόνου για ενημέρωση και διεκπεραίωση των διαδικασιών, καθώς και για τις άλλες συναφείς αιτιάσεις, παραπέμπει στα πρακτικά για να διαπιστωθεί η επιμέλεια και ενδελέχεια με την οποία αντιμετωπίστηκαν τα ζητήματα.  Περαιτέρω είπε ότι η επανεξέταση αναμενόταν και επομένως μπορούσαν τα μέλη της Σ.Υ. να προετοιμασθούν κατάλληλα και έγκαιρα. Για τα θέματα αυτά αναφέρθηκε στην απόφαση μου στην Μαυρομμάτης ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Υπόθ. Αρ. 131/96, ημερ.15/1/97.  Ωστόσο, σύμφωνα με την άποψη του, ο λόγος αυτός δεν μπορεί να εξεταστεί γιατί δε στοιχειοθετείται στο δικόγραφο της αίτησης, κατά παράβαση του καν. 7 του σχετικού διαδικαστικού κανονισμού.

Συζητώντας το κενό που δημιούργησε η έλλειψη εκθέσεων ο κ. Κωνσταντίνου, υπέβαλε ότι και αν ακόμα ήταν δυνατή η σύνταξη των εκθέσεων θα εθεωρούντο, σύμφωνα με τα νομολογηθέντα, άκυρες λόγω του μεγάλου χρονικού διαστήματος που διέρρευσε από τότε που έπρεπε να καταρτισθούν (7 μέχρι 9 χρόνια πιο πριν).  Όπως δε αναφέρει το δικαστήριο στην προηγούμενη απόφαση, παραθέτοντας την εξήγηση του κ. Στυλιανού, η παράλειψη οφειλόταν σε παραδρομή και όχι σε οποιοδήποτε λόγο ουσίας.  Ο τρόπος που έτυχε χειρισμού το θέμα δε συνιστά παράβαση του δεδικασμένου.

Σχετικά με τη σύσταση του Διευθυντή, υποστηρίζοντας τη νομιμότητα της, υπέβαλε ότι δεν μπορεί να συζητηθεί γιατί: (α) δεν εξειδικεύεται στην προσφυγή· και (β) έπρεπε να είχε προβληθεί στην προσφυγή αρ. 1024/93.  Περαιτέρω λέγει ότι ο Διευθυντής δεν μπορούσε να επηρεασθεί από τις προφορικές δηλώσεις του κ. Στυλιανού, αφού έγιναν ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου στις 19/10/93, ενώ η σύσταση δόθηκε στις 5/10/93.  Η σύσταση παρέμενε νόμιμη και ισχυρή, εφόσον στο Δικαστήριο ουδέποτε την ακύρωσε.

[*1040]Αντικρούοντας τον ισχυρισμό για ακυρότητα της έκθεσης του 1992, ο συνήγορος υπέδειξε ότι εκδόθηκε η Κ.Δ.Π. 77/96 σε πλήρη συμμόρφωση με το ν. 155/90, που νομιμοποίησε αναδρομικά τις εκθέσεις από το 1990.  Και να ήταν ακόμη παράτυπη, δε θα είχε σημασία δοθέντος ότι ο αιτητής είχε ακριβώς την ίδια βαθμολογία και στην αμέσως προηγούμενη έκθεση 1987-1988. Επιπρόσθετα, υποστήριξε ότι ο ν. 155/90 δεν ισχύει για την Αρχή, λόγω της περιουσιακής της αυτοτέλειας.

Σχετικά με τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν για μεροληψία ο συνήγορος υπέμνησε ότι η κρίση κατά πόσο ο υπάλληλος είναι έτοιμος για προαγωγή είναι τυπωμένη στο σχετικό έντυπο, ο δε κριτής μπορεί να βάλει το σχετικό σημείο στο τετραγωνάκι για να δηλώσει τη συμφωνία του με την προοπτική προαγωγής.  Όμως ο ισχυρισμός του αιτητή περί μεροληψίας δε στοιχειοθετείται εφόσο στην έκθεση 1986-1987 συμφώνησε ότι δεν ήταν έτοιμος για προαγωγή.  Το σχέδιο υπηρεσίας έγινε 4 1/2 μήνες (16/2/93) πριν από την προκήρυξη της θέσης στις 28/6/93.  Καταρτίστηκε δε σύμφωνα με το νόμο και τους κανονισμούς.  Τέλος, ο συνήγορος υποστήριξε ότι σωστά δόθηκε η θέση στο ε.μ., ο οποίος, με βάση τα διάφορα δεδομένα, είχε την υπεροχή.  Και υπογράμμισε την ευρεία διακριτική ευχέρεια του οργάνου στις περιπτώσεις, όπως η παρούσα, που έχουμε ψηλή θέση (κλίμακας Α15).

Τα θέματα που έχουν εγερθεί θα εξεταστούν, όπου είναι δυνατό, κατά τη σειρά που προεκτέθηκαν:

Χρόνος διεξαγωγής της επανεξέτασης και τα συναφή σημεία

H διάρκεια της όλης διαδικασίας (τρεις ώρες) και το ότι άρχισε και ολοκληρώθηκε αυθημερόν δεν αποτελεί απόδειξη των πλημμελειών που προσάφθηκαν, ούτε κλονίζει το τεκμήριο της κανονικότητας. Όντως τα πρακτικά που τηρήθηκαν επιμαρτυρούν την προσοχή και πληρότητα της εξέτασης. Παρόμοιες επικρίσεις απορρίφθηκαν στην υπόθεση Γιώργου Μαυρομμάτη, ανωτέρω, και σε άλλες υποθέσεις.  Δεν είναι οι μακρές, αναβαλλόμενες και χρονοβόρες συσκέψεις που εξασφαλίζουν κατ’ ανάγκην το αδιάβλητο των διαδικασιών.  Είναι μάλιστα επαινετή, για ευνόητους λόγους, η ταχεία δράση των δημόσιων οργανισμών στον τομέα αυτό, όπως έγινε εδώ. Υπάρχει και πρόσθετος λόγος εδώ, όπως θα διαφανεί.  Η εξέταση του ζητήματος συνεπάγεται την απόρριψη του ισχυρισμού πως δεν καλύπτεται από το δικόγραφο.  Σχετική είναι η παράγρ. 3 των νομικών σημείων, που αναφέρεται σε διαδικασία που προηγήθηκε της επίδικης απόφασης.

[*1041]

Δικαίωμα ακρόασης

Το δικαίωμα ακρόασης παρέχεται, όπως καθιέρωσε η σχετική νομολογία, πριν από τη λήψη πειθαρχικής φύσεως μέτρου ή άλλου δυσμενούς μέτρου που έχει το χαρακτήρα κύρωσης (βλ. Χ”Δημητρίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 361). Είναι φανερό ότι το παράπονο μεροληψίας σε βάρος του αιτητή δεν εμπίπτει στις κατηγορίες αυτές.  Εν πάση περιπτώσει από τα πρακτικά της διαδικασίας φαίνεται ότι διερευνήθηκαν όλα τα παράπονα του με τη δέουσα επιμέλεια και απορρίφθηκαν, αφού δόθηκε εμπεριστατωμένη αιτιολογία.

Παραβίαση δεδικασμένου ακυρωτικής απόφασης αρ. 1024/93 ημερ. 22/5/98

Έχω ήδη σκιαγραφήσει την επιχειρηματολογία που αφορά το ζήτημα. Στην απαντητική του αγόρευση, ο κ. Χ”Ιωάννου αναφέρει πως αν η δικαιολογία, που εκ των υστέρων παρέχεται, για το ανέφικτο του καταρτισμού εκθέσεων, αφεθεί να επικρατήσει, η διοίκηση θα μπορεί να παρανομεί, αποφεύγοντας τη σύνταξη εκθέσεων και μετά από αλλεπάλληλες ακυρώσεις προαγωγών, συμπεριφορά που αγγίζει τα όρια περιφρόνησης του δικαστηρίου.

Θα θυμίσω ότι το μόνο ζήτημα που περιλαμβάνεται στο δεδικασμένο από την παραπάνω απόφαση είναι ότι η προφορική μαρτυρία Στυλιανού δεν μπορούσε να αντικαταστήσει την έλλειψη εκθέσεων για την κρίσιμη περίοδο.  Δεν περιλήφθηκε άλλο ζήτημα στο δεδικασμένο.  Ειδικότερα αν η δικαιολογία ότι δεν έγιναν οι εκθέσεις από παραδρομή, ήταν νόμιμη ή όχι.  Ή ακόμη ότι είχε σημασία. Γιαυτό άλλωστε το δικαστήριο παρέπεμψε στη Χριστοδουλίδης, ανωτέρω, που επανέλαβε ότι “όπου διαπιστώνεται αντικειμενική αδυναμία για τον καταρτισμό εκθέσεων είναι συγχωρητή η απουσία τους”.

Το πρόβλημα ήταν ακόμα πιο έντονο στην προγενέστερη απόφαση στην Λιμνάτου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4057, που σχολιάζεται, στην Χριστοδουλίδης, στην οποία κρίθηκε ότι σε περιπτώσεις που το κενό δεν είναι αναπληρώσιμο, η διοίκηση μπορεί να περιοριστεί στις υπάρχουσες εκθέσεις.  Αξίζει να αναφερθούμε στο παρακάτω απόσπασμα:

“Είναι γεγονός ότι δεν έγιναν εμπιστευτικές εκθέσεις για τα έτη 1986 και 1987.  Αυτό οφειλόταν στην κατάσταση που υπαγόρευ[*1042]σε την αναβολή των διαδικασιών για πλήρωση των θέσεων.  Η πρωτόδικη απόφαση δε δέχθηκε την απουσία εκθέσεων ως λόγο ακύρωσης γιατί το φαινόμενο ήταν καθολικό αφενός και ο εφεσείων δεν επηρεάστηκε με οποιονδήποτε τρόπο από την παράλειψη αφετέρου.  Και θα προσθέταμε εδώ πως η Ε.Δ.Υ. είχε στη διάθεση της πληθώρα εμπιστευτικών εκθέσεων - περιλαμβανομένων εκείνων των ετών 1988 και 1989 - για σκοπούς αξιολόγησης των υποψηφίων.........................................................

............................................................................................................

Η αντικειμενική αδυναμία καταρτισμού εμπιστευτικών εκθέσεων τα δύο αυτά χρόνια καθιστά την απουσία τους συγχωρητή.  Χρήσιμη αναφορά προς την κατεύθυνση αυτή μπορεί να γίνει στην απόφαση Λιμνάτου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4057.  Ήταν υπόθεση στην οποία ο κάθε υποψήφιος έπρεπε, σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας, να έχει “λίαν ευδόκιμον υπηρεσίαν βάσει των δύο τελευταίων εμπιστευτικών εκθέσεων”. Η προαχθείσα, χωρίς δικό της λάθος, αξιολογήθηκε για μόνο ένα χρόνο.  Η παράβαση του ουσιώδους αυτού τύπου δεν είχε συνέπειες και δεν επηρέασε το κύρος της προαγωγής.  Ο λόγος ήταν, σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης ότι “δεν υπήρχε, αντικειμενικά, η δυνατότητα να εκπληρωθεί ο τύπος ο οποίος προδιαγράφεται από το νόμο και το σχέδιο υπηρεσίας. Σε τέτοιες περιπτώσεις η διοίκηση μπορεί να παραβλέψει το σχετικό ουσιώδη τύπο.”

Εδώ η Αρχή συμμορφώθηκε με την ακυρωτική απόφαση.  Θεώρησε ανίσχυρη και μη υφιστάμενη νομικώς την επιχειρηθείσα από τον κ. Στυλιανού αναπλήρωση του ελλείποντος υλικού.  Διαπίστωσε όμως ότι ο χρόνος που διέρρευσε αφότου έπρεπε να γίνουν οι εκθέσεις και τα μεσολαβήσαντα γεγονότα δεν επέτρεπαν την εκ των ενόντων επανόρθωση ή αναμόρφωση της κατάστασης. Υπήρξε ότι αποκλήθηκε “αντικειμενική αδυναμία” συμμόρφωσης.  Ακολουθώντας δε πρακτική που επικρότησε η νομολογία βασίστηκε μόνο στις υπάρχουσες εκθέσεις.  Δεν υπάρχει επομένως περιθώριο για επιχειρήματα περί πιθανής υπεροχής του αιτητή. Κλείνω το κεφάλαιο αυτό με την παρατήρηση ότι δεν έχουμε την ακραία περίπτωση, που εισηγήθηκε ο συνήγορος.  Η συμμόρφωση εδώ είναι δεδομένη.

Σύσταση του Διευθυντή

Το θέμα δεν είναι εξεταστέο. Δεν προβλήθηκε ως λόγος ακύρωσης.  Το βλέπουμε για πρώτη φορά να αναπτύσσεται στην αγόρευση του δικηγόρου χωρίς να υπήρχε το αναγκαίο δικονομικό υπόβαθρο. Όπως αναφέρω στην απόφαση μου στην Ιάκωβος Κεραυνός ν. [*1043]Αρχής Βιομηχανικής Καταρτίσεως, Υπόθ. Αρ. 514/99, ημερ. 28/9/01:

“Όση επιείκεια και αν επιδειχθεί στο θέμα, η γνώμη μου είναι ότι τουλάχιστον οι νέοι λόγοι μένουν ακάλυπτοι.  Η ανάγκη για πιστή τήρηση των δικονομικών προνοιών και οι συνέπειες της παραβίασης τους έχουν εξηγηθεί επανειλημμένα αρχίζοντας από την υπόθεση Ανθούσης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1709.  Βλ. επίσης Λεωφορεία Λευκωσίας Λίμιτεδ ν. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών (1999) 3 Α.Α.Δ. 56.  Η κατά βούληση υποβολή και ανάπτυξη λόγων ακύρωσης θα οδηγούσε σε εκφυλισμό της διαδικασίας στη διοικητική δίκη, που θα γινόταν έρμαιο των εμπνεύσεων της στιγμής.  Η νομολογία διδάσκει ότι η προσεκτική και ακριβής θεμελίωση των λόγων προσφυγής, αποτελεί προΰπόθεση για την ανάπτυξη και εξέταση τους από το δικαστήριο.”

Είναι περαιτέρω μοιραίο για την τύχη του ισχυρισμού αυτού ότι δεν περιλήφθηκε στην προηγούμενη προσφυγή.  Παραπέμπω για το σχετικό κανόνα στην απόφαση μου Κώστας Κυριάκου ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Υπόθ. Αρ. 1127/99, ημερ. 21/6/2001, που μνημονεύει και στηρίζεται στην απόφαση της Ολομέλειας Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608:

“Έχει νομολογηθεί ότι ζήτημα που δεν περιλήφθηκε με τον ενδεδειγμένο δικονομικό τρόπο στην προηγούμενη διαδικασία δεν μπορεί να ανακινηθεί και να εξεταστεί σε μεταγενέστερη διαδικασία μεταξύ των ιδίων διαδίκων, εκτός αν πρόκειται για θέμα δημοσίας τάξης, όπως είναι το ζήτημα της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου.”

Όμως δε θα είχα δυσκολία να απορρίψω τον ισχυρισμό, αν τον εξέταζα, για τον απλούστατο λόγο ότι πουθενά δεν ασχολείται η ακυρωτική απόφαση με αυτόν.  Δεν ήταν ζήτημα που έκρινε η απόφαση.

 

Παράνομη συγκρότηση Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής

Το θέμα ανακινήθηκε στην απαντητική αγόρευση.  Αφορά την παρουσία του κ. Κώστα Ιωάννου στη συνεδρίαση.  Η εισήγηση για παράνομη συγκρότηση δεν ευσταθεί. Η παρουσία του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή είναι νόμιμη.  Νομιμοποιείται από τις διατάξεις των καν. 6(1) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρε[*1044]σίας) Κανονισμών του 1986 (Κ.Δ.Π. 291/86), ο οποίος ορίζει ότι:

“Εις οιανδήποτε συνεδρίαν της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, θα δύνανται να παρίστανται (αλλ’ ουχί ως μέλη της Υπεπιτροπής) ο Διευθυντής, και τοιούτοι άλλοι υπάλληλοι κατέχοντες θέσεις επί κλίμακος 15 και άνω, ως τα Μέλη της ........................”

Νομιμότητα έκθεσης του 1992

Το άρθρ. 3(1) του ν. 155/90 έχει προβλέψει ότι ο τύπος και το περιεχόμενο των υπηρεσιακών εκθέσεων καθορίζονται με Κανονισμούς και όχι με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου ημικρατικού οργανισμού που είναι και η Αρχή, όπως ίσχυε μέχρι τότε.  Υπάρχει, όπως θα θυμόμαστε, ισχυρισμός ότι η απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί και για το λόγο ότι στηρίχθηκε στην έκθεση του 1992, η οποία συντάχθηκε κατά παράβαση των προνοιών του νόμου.

Ο καν. 14 της Κ.Δ.Π. 77/96 (που τροποποιεί τους βασικούς κανονισμούς του 1986) ρυθμίζει την ισχύ των Κανονισμών και ορίζει ότι:

“14.  Οι Κανονισμοί 1, 2, 3, 4 (με εξαίρεση τα κριτήρια 9 και 10 της Κλάσης Α΄και τα κριτήρια 8 και 9 της Κλάσης Β΄), 6 (α, β, δ, ε,η, θ, ι) 7, 8, 9, 10 (με εξαίρεση τις παραγράφους β και γ) και 12 έχουν αναδρομική ισχύ από 1.1.1990:

Νοείται ότι, αν θεσπιστούν κανονισμοί με αναδρομική ισχύ, οι εν λόγω Κανονισμοί δε θα τυγχάνουν εφαρμογής για αποφάσεις, πράξεις και/ή παραλείψεις με την έννοια του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος σε σχέση με τις οποίες είτε κατά την ημέρα δημοσίευσης των Κανονισμών δεν έχει παρέλθει η προθεσμία του Άρθρου 146.3 του Συντάγματος ή εκκρεμεί αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή, σε περίπτωση που θα έχει ήδη εκδοθεί απόφαση για τέτοια αίτηση ακυρώσεως, δεν έχει παρέλθει η προθεσμία εφέσεως ή εκκρεμεί έφεση που προσβάλλει τέτοια απόφαση.”

(Ας σημειωθεί ότι ο καν. 3 αναφέρεται στις κατηγορίες και τους τύπους των εμπιστευτικών εκθέσεων.)

Έχω την άποψη, παρά την περί του αντιθέτου εισήγηση του αιτητή, ότι η Κ.Δ.Π. 77/96 νομιμοποίησε τις εκθέσεις, περιλαμβανομένης αυτής του 1992, αναδρομικά από το 1990.  Η περίπτωση δεν εμπίπτει στην εξαίρεση που δημιουργεί ο κανονισμός και αφορά υποθέσεις που ήταν εκκρεμούσες όταν τέθηκε σε ισχύ ο κανονισμός.  Δεν υπήρ[*1045]χε η εκκρεμότητα για την οποία υπάρχει εξαίρεση στις 16/6/98, που λήφθηκε η επίδικη απόφαση. Εν πάση περιπτώσει και παρατυπία να υπήρξε, δεν έχει φανεί ή αποδειχθεί ότι επηρέασε την προσβαλλόμενη απόφαση. (βλ. Υπόθ. Αρ. 922/97, Σοφοκλής Σοφοκλέους ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ημερ. 14/10/98.)

Μεροληψία - Έρευνα παραπόνων του αιτητή

Έχω προεκθέσει, με συντομία, τους δύο άξονες του ισχυρισμού αυτού του αιτητή και των εκατέρωθεν επιχειρημάτων. Θα μπορούσα, παρεμπιπτόντως, να αναφέρω ότι έχω ενδιάμεσα απορρίψει αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας, η οποία θα έδειχνε, κατά τον αιτητή, ότι η μειωμένη βαθμολογία του συμπίπτει χρονικά και οφείλεται σε έκθεση του ημερ. 31/5/89 αναφορικά με το χειρισμό του θέματος της προμήθειας καυσίμων στην Αρχή από τους κριτές του.  Και ακόμη θα αποκάλυπτε τη μεθόδευση - γιατί είναι αυτό που στην ουσία λέγει - για τροποποίηση του σχεδίου υπηρεσίας για να ευνοηθεί ο προαχθείς.

Δεν είναι άσχετο να αναφερθώ στο λόγο για τον οποίο δε δέχθηκα την αίτηση:

“Υπάρχει όντως ένα στοιχείο αοριστίας ως προς το ακριβές περιεχόμενο της προτεινόμενης μαρτυρίας.  Η αίτηση δεν αποσαφηνίζει επακριβώς τα συγκεκριμένα γεγονότα των οποίων επιδιώκεται η απόδειξη.  Η αναφορά, ενδεικτικά μάλιστα, σε δυο περιπτώσεις, υπονοεί πως υπάρχουν και άλλες που, εντούτοις, δεν αποκαλύπτονται. Για να μπορεί να διαπιστωθεί η τυχόν σχετικότητα τους με το επίδικο θέμα.  Ως προς τις περιπτώσεις που εξειδικεύονται είναι σαφές πως αναφέρονται σε ενέργειες που έγιναν ή αντιμετωπίστηκαν γραπτώς. Και αναμένεται ότι υπάρχουν τα στοιχεία στους φακέλους.  Υπό τις συνθήκες αυτές η μαρτυρία θα ήταν άσχετη.  Γιατί το δικαστήριο δε δίνει λύση στο ουσιαστικό διοικητικό ζήτημα με βάση μαρτυρία που ακούει.  Δεν είναι αυτός ο ρόλος του.  Έτσι, η αίτηση θα μπορούσε να απορριφθεί για μόνους τους λόγους αυτούς.”

Πρόσθετα πρέπει να λεχθεί ότι ο κ. Χ”Ιωάννου, στο στάδιο των προφορικών διευκρινίσεων, είχε διαφοροποιημένη τοποθέτηση, η οποία αφορούσε τροποποίηση του σχεδίου υπηρεσίας της ανώτερης από την επίδικη θέσης (Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών) έτσι ώστε να χρειάζονταν λιγότερα προσόντα. Κίνητρο και σκοπός της ενέργειας αυτής της Αρχής, στην οποία πρωτοστάτησε ο κ. Στυλιανού, ήταν η διευκόλυνση της υποψηφιότητας του ε.μ. και τελικά η [*1046]κατάληψη από αυτόν της ανώτερης θέσης.

Στην ίδια συνεδρίαση, ο δικηγόρος του ε.μ. έθεσε θέμα δεδικασμένου, το οποίο δημιούργησε η απόφαση του Χατζηχαμπή Δ., ημερ. 27/9/00, στην προσφ. αρ. 786/98 μεταξύ των ιδίων διαδίκων.  Ο αιτητής είχε προσφύγει κατά του διορισμού του ε.μ. στην ανώτερη θέση, αλλά το δικαστήριο θεώρησε απαράδεκτη την προσφυγή για έλλειψη έννομου συμφέροντος γιατί δεν κατείχε την αμέσως κατώτερη θέση που είναι η επίδικη.  Παρά την κατάληξη του αυτή, το δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε τις αιτιάσεις για προκατάληψη (που είναι πανομοιότυπες με τα παράπονα σε αυτή την υπόθεση) και τις απέρριψε.

Η γνώμη μου είναι ότι το δεδικασμένο που έχει προκύψει από την προσφ. αρ. 786/98 δεν περιλαμβάνει και το ζήτημα της μεροληψίας, παρόλο που ρητά η προηγούμενη απόφαση αναφέρεται και στα πρακτικά της Αρχής της 16/6/98 που την εξέτασε και που αφορούν την παρούσα υπόθεση. Το δεδικασμένο που απορρέει και καλύπτεται από την απορριπτική προηγούμενη απόφαση αφορά την έλλειψη έννομου συμφέροντος.  Αυτός ήταν ο λόγος της απόφασης που είναι συνάμα και το δεσμευτικό της μέρος.  Εξετάστηκαν εκ του περισσού τα παράπονα του αιτητή για μεροληψία και οι κρίσεις του δικαστηρίου, παρόλο που είναι σεβαστές, δεν μπορεί παρά να θεωρηθούν obiter dicta, από τις οποίες δεν απορρέει δεδικασμένο.

Τη θέση αυτή ενισχύουν όσα αναφέρει ο Salmond on Jurisprudence, 12th ed. (1966) σελ. 177:

“..............having decided the case on one point, the judge may feel it unnecessary to pronounce on the other points raised by the parties, but he may nevertheless want to indicate how he would have decided these points if necessary. Here again we are not given the judge’s final decision on a live issue, so that once more it would be unwise to endow it with as much authority as the actual decision.  These observations by the way, obiter dicta, are without binding authority, but are nevertheless important:......”

Έχω μελετήσει τα σχέδια υπηρεσίας που επισύναψε στην αγόρευση του ο κ. Χ”Ιωάννου. Είναι φανερό ότι αφορούν άλλες θέσεις και όχι την επίδικη. Το παράρτημα “Β” αφορά το σχέδιο υπηρεσίας του Βοηθού Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών, όπως ίσχυε το Φεβρουάριο του 1978.  Το παράρτημα Β1 τη θέση του Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών. Το Γ είναι τα σχόλια για διαφωνία της συντεχνίας για την απάλειψη προνοιών από το σχέδιο υπηρεσίας και σημειώθηκε σε εκείνο της ανώτερης θέσης.  Για την [*1047]επίδικη, απλώς αναφέρεται ότι οι συντεχνίες πιστεύουν ότι η θέση πρέπει να είναι προαγωγής.  Είναι το μόνο (δευτερεύον) στοιχείο διαφωνίας.  Το παράρτημα Δ (Επιστολή του Εσωτερικού Ελεγκτή προς το Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών) εκφράζει διαφωνία για τη μείωση των απαιτούμενων προσόντων για την ανώτερη θέση Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών.  Στο “Ε” καταγράφεται η άποψη ότι πρέπει να παραμείνει η πρόνοια για κατοχή επιπρόσθετου προσόντος, σε όποιο σχέδιο υπηρεσίας υπάρχει.

Αξιοσημείωτο είναι ότι η επίδικη θέση πρωτοδημιουργήθηκε το 1990 με το νόμο περί Προϋπολογισμού της Αρχής αρ. 96/90.  Στο αρχικό σχέδιο υπηρεσίας δεν υπήρχε πρόνοια για πλεονέκτημα ούτε πρόνοια για πενταετή πείρα σε ελεγκτικό οίκο.  Αυτοί οι όροι περιλήφθηκαν στο σχέδιο υπηρεσίας της ανώτερης θέσης και όντως τροποποιήθηκε.  Εκείνο της επίδικης θέσης αναθεωρήθηκε στις 16/2/93.  Αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης μαζί με άλλα σχέδια υπηρεσίας του επιστημονικού προσωπικού, όπως αναφέρεται στο παράρτημα “Γ”, ανωτέρω.  Ενόψει της διαφωνίας των συντεχνιών για την κατηγορία της θέσης, η Αρχή, σύμφωνα με το άρθρ. 4(2) του περί Α.Η.Κ. Σχέδια Υπηρεσίας και Κατηγορίες θέσεων Νόμου αρ. 157/90, καθόρισε με κανονισμούς την κατηγορία της θέσης.

Όπως φαίνεται από την τελευταία παράγραφο του “Ε” όχι μόνο έγιναν οι αναγκαίες συνεννοήσεις με τις συντεχνίες αλλά είχαν εγκρίνει το κείμενο του επίδικου σχεδίου υπηρεσίας:

“Τα μέλη αποφάσισαν να δεχθούν εισήγηση της Διεύθυνσης και να συστήσουν στην Αρχή την έγκριση του προσχεδίου του Σχεδίου Υπηρεσίας των πιο πάνω θέσεων, όπως επισυνάπτονται.”

Όλοι οι ισχυρισμοί του αιτητή αναφορικά με μεροληψία από την αλλαγή του σχεδίου υπηρεσίας πρέπει, επομένως, να απορριφθούν ως αβάσιμοι.  Οι σχετικές αναφορές του σχετίζονται με την τροποποίηση του σχεδίου υπηρεσίας της ανώτερης θέσης, που ήταν αντικείμενο της προσφυγής αρ. 786/98.

Ο όρος μεροληψία στο δίκαιο έχει πλατύ νοηματικό περιεχόμενο. Όπως υπογραμμίσαμε στην Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 431, 439:

“Ο διοικούμενος έχει δικαίωμα στην αμερόληπτη κρίση της διοίκησης σε κάθε περίπτωση.  Απόφαση που φέρει το στίγμα της προκατάληψης υπόκειται σε ακύρωση.  Η ανάγκη αμεροληψίας του οργάνου που συμμετέσχε στη λήψη της απόφασης αποτελεί [*1048]προϋπόθεση της νομιμότητας της. Ο λόγος γιαυτό είναι ότι συνδέεται άμεσα με τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης, που είναι εμπεδωμένη με συνταγματικές διατάξεις, και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος τους.

Κατά την πορεία της η νομολογία αντιμετώπισε την προβολή τέτοιων ισχυρισμών. Έτσι κρίθηκε πως η τεταμένη σχέση μεταξύ ιεραρχικά ανώτερου και κατώτερου υπαλλήλου, που βασίζεται σε αξιολόγηση ή κρίση για την απόδοση ή συμπεριφορά του τελευταίου και που δεν είναι αρεστή, δεν θεμελιώνει προκατάληψη. Κοντεμενιώτης ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (1982) 3 Α.Α.Δ. 1027.  Διαφορετικά η λειτουργία του συστήματος αξιολόγησης ήταν δυνατό να καταρρεύει. Η Ολομέλεια, στη σελ. 1034, προβαίνει στην εξής σημαντική παρατήρηση:

“Bias may arise in a variety of circumstances, expecially from a conflict of interest....................”

Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην άλλη απόφαση της Ολομέλειας Χρίστου ν. Δημοκρατίας (1980) 3 Α.Α.Δ. 437, που επικαλέστηκε ο δικηγόρος της καθής η αίτηση. Αφορά πρωτίστως το βάρος της απόδειξης.  Η προκατάληψη πρέπει να στοιχειοθετείται με ικανοποιητική βεβαιότητα είτε από τα στοιχεία των φακέλων ή με ασφαλή συμπεράσματα που μπορεί να συναχθούν από την ύπαρξη τέτοιων στοιχείων. Σαν παραδείγματα ανυπαρξίας μεροληπτικής συμπεριφοράς η απόφαση ανέφερε την περίπτωση δυσμενούς εμπιστευτικής έκθεσης, εφόσον φυσικά καταρτίζεται κατά την πρέπουσα ενάσκηση υπηρεσιακού καθήκοντος. Ομοίως δεν συνιστά προκατάληψη επίσημη κρίση του Α για τον Β για την οποία ο τελευταίος ήγειρε αγωγή ή όταν από δημόσιο καθήκον ή νομική υποχρέωση ο Β έδωσε στο παρελθόν μαρτυρία σε ποινική ή πειθαρχική δίκη κατά του Α.”

Βλέπε επίσης την απόφαση της Ολομέλειας στην Καψοσιδέρης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 176, 177.

Στην παρούσα υπόθεση δεν υπάρχει οτιδήποτε που να δείχνει ότι οι προϊστάμενοι διακατέχονταν από προκατάληψη απέναντι στον αιτητή. Τα όσα ανέφερε ο κ. Κωνσταντίνου (που έχουν καταγραφεί πιο πάνω) και αντανακλούν στα πορίσματα της έρευνας της Σ.Υ. και του Διοικητικού Συμβουλίου ημερ. 16/6/98 στα σχετικά πρακτικά, ιδιαίτερα η συμφωνία του αιτητή τότε με τις βαθμολογήσεις, που τώρα έντονα αμφισβητεί, δε στοιχειοθετούν μεροληπτικότητα, όπως εξηγήσαμε πιο πάνω.  Και δεν είναι σωστό, όπως εισηγήθηκε ο [*1049]συνήγορος του αιτητή στις διευκρινίσεις, ότι δεν εξετάστηκαν τα παράπονα του ολοκληρωμένα, ότι δηλαδή, άλλαξε το σχέδιο υπηρεσίας για να καταλάβει το ε.μ. την ανώτερη θέση.  Ας σημειωθεί εδώ ότι τα ίδια παράπονα, όπως σημειώνει ο Χ”Χαμπής, Δ., εξετάστηκαν και προγενέστερα στις 19/3/96.

Και να εκληφθεί ως δεδομένο ότι οι εκθέσεις του αιτητή ως ελεγκτή το 1989 περιείχαν επικρίσεις για τους προΐσταμένους του δεν μπορεί να συναχθεί ότι οι δύο αυτοί ανώτεροι υπάλληλοι συνωμότησαν μεταξύ τους και για χρόνια αδικούσαν τον αιτητή με απώτερο στόχο να εμποδίσουν την προαγωγή του, όταν παρουσιάστηκε η ευκαιρία μετά από χρόνια. Παρέσυραν μάλιστα και την Αρχή να υιοθετήσει τα σχέδια τους, τροποποιώντας το σχέδιο υπηρεσίας. Για να πώ το ελάχιστο δε θα εδικαιολογείτο το συμπέρασμα μεροληψίας. Επαναλαμβάνω ότι η έρευνα για τα παράπονα και οι λόγοι απόρριψης τους είναι στα πρακτικά και δε βλέπω λόγους να υπερφορτώσω την απόφαση με την επανάληψη τους εδώ. Όπως και οποιοδήποτε λόγο που θα επέτρεπε την επέμβαση μου στα αποφασισθέντα.

Ο αιτητής, τέλος, προβάλλει την υπεροχή του στα τρία κριτήρια ως λόγο ακύρωσης της προαγωγής.  Πάλιν, δεν βρίσκω αντικειμενικό έρεισμα που να στηρίζει τέτοια πρόταση.  Συνοπτικά: η αρχαιότητα είναι η ίδια.  Πέραν των προβλεπόμενων από το σχέδιο υπηρεσίας, ο αιτητής διαθέτει M.B.A. του Cyprus International Institute of Management και πενταετή πείρα σε αναγνωρισμένο ελεγκτικό οίκο. Ας σημειωθεί ότι το σχέδιο υπηρεσίας δεν το καθιστά πλεονέκτημα.  Τα προσόντα αυτά δεν παραγνωρίστηκαν κατά τη σφαιρική συστάθμιση των υπηρεσιακών δεδομένων.  Για τα τελευταία χρόνια υπάρχει σταθερή υπεροχή του ε.μ., o οποίος και συστήθηκε για προαγωγή από το Διευθυντή. Δεν υπάρχει ουσία στο λόγο αυτό ούτε σε οποιοδήποτε άλλο που προβλήθηκε για ακύρωση της πράξης.

Η προσφυγή απορρίπτεται. Ο αιτητής θα καταβάλει όλα τα έξοδα.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο