(2001) 4 ΑΑΔ 1113
[*1113]27 Νοεμβρίου, 2001
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 25, 26, 19, 28, 29, 35 ΚΑΙ 146
ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΔΙΑΣ ΛΤΔ ΓΙΑ ΤΟ ΡΑΔΙΟ «ΠΡΩΤΟ»,
Αιτητές,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ’ ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 319/1999)
Συνταγματικό Δίκαιο ― Δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης ― Άρθρο 19 του Συντάγματος ― Κατά πόσο παραβιάζεται από το Άρθρο 24 του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου N. 7(Ι)/98.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Αρχή της ισότητας ― Άρθρο 28 του Συντάγματος ― Κατά πόσο παραβιάζεται από το Άρθρο 24 του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου N. 7(Ι)/98 ― Ειδικά το ζήτημα της διαφοροποίησης του νομοθετικού πλαισίου σε σχέση μόνο με την κρατική ραδιοτηλεόραση.
Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Τέλη ― Άρθρο 24 του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου N. 7(Ι)/98 ― Κατά πόσο παραβιάζει το Σύνταγμα η επιβολή τελών αδείας και λειτουργίας καθώς και ποσοστού επί των εμπορικών εσόδων ραδιοφωνικού σταθμού.
Οι αιτητές επεδίωξαν την ακύρωση της απόφασης των καθ’ων η αίτηση με την οποία τους ζητήθηκε να καταβάλουν το ποσό των Λ.Κ.641,65 υπό μορφή τέλους για τη λειτουργία του παγκύπριου ραδιοφωνικού σταθμού της ιδιοκτησίας τους.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
[*1114]1. Η χορήγηση, ανάκληση και τροποποίηση αδειών, με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, εμπίπτει μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της καθ’ης η αίτηση Αρχής. Η εξυπηρέτηση, λοιπόν, του δημόσιου συμφέροντος αποτελεί θεμελιώδη αρμοδιότητα της Αρχής. Η καταβολή των προβλεπόμενων στο Άρθρο 24 του Νόμου 7(Ι)/98 τελών κρίνεται ως σύμφωνη τόσο με τις διατάξεις του Συντάγματος όσο και με τη βούληση του νομοθέτη, η οποία σκοπούσε να δώσει πραγματική υπόσταση και ικανότητα σε ένα κρατικό όργανο το οποίο θα ασκούσε κρατική εποπτεία στον τομέα της ραδιοτηλεόρασης. Η υποχρέωση ετήσιας καταβολής τελών προς την Αρχή, ενόψει και των ρητών συνταγματικών επιταγών δεν φαίνεται να βρίσκεται σε σύγκρουση με τις αρχές αυτές. Τόσο το Κυπριακό Σύνταγμα (Άρθρο 19.3) όσο και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Άρθρο 10(2)) αναφέρουν, σαφέστατα, ότι η ραδιοτηλεόραση μπορεί να υπαχθεί σε όρους και κανονισμούς. Η επίδικη διάταξη εντάσσεται στο πλαίσιο του Άρθρου 19.3 και 5 του Συντάγματος. Κανένας βάσιμος λόγος δεν έχει προβληθεί που τείνει να καταδείξει ότι το Άρθρο 24 του Νόμου 7(Ι)/98 συγκρούεται ή παραβιάζει συνταγματικές αρχές. Ούτε έχει καταδειχθεί βάσιμος λόγος ότι τα τέλη που προβλέπονται δεν εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον.
Σύμφωνα με τις νομολογιακές αρχές που διέπουν το θέμα, ένας νόμος θεωρείται συνταγματικός εκτός εάν αποδειχθεί, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ότι συγκρούεται με ένα ή περισσότερα Άρθρα του Συντάγματος.
2. Οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για να ευσταθήσει ισχυρισμός για παραβίαση της αρχής της ισότητας έχουν επανειλημμένα τονισθεί στη νομολογία. Σε πληθώρα αποφάσεων υπογραμμίσθηκε ότι για να γίνει αποδεκτό ένα επιχείρημα για παραβίαση της αρχής της ισότητας, θα πρέπει να υπάρχει παραβίαση της ίσης ή ομοιόμορφης μεταχείρισης ατόμων που τελούν υπό τις ίδιες συνθήκες.
Μια προσεκτική εξέταση του Άρθρου 24 του Νόμου 7(Ι)/98 και των επιχειρημάτων των αιτητών οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η συγκεκριμένη πρόνοια δεν παραβιάζει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ούτε το Άρθρο 28 ούτε οποιαδήποτε άλλη συνταγματική διάταξη. Απορρίπτεται, επίσης, ο ισχυρισμός ότι η καταβολή εισφοράς υπέρ του ΡΙΚ ή η απαλλαγή του από την υποχρέωση καταβολής των προβλεπόμενων στο Άρθρο 24 Νόμου 7(Ι)/98, τελών, συνιστά δυσμενή μεταχείριση των αιτητών.
Δεν υπήρξε στην προκείμενη περίπτωση οποιαδήποτε παραβίαση της [*1115]αρχής της ισότητας σε βάρος των αιτητών, εφόσον είναι σαφές ότι η ρύθμιση υπέρ του ΡΙΚ έγινε υπό το πρίσμα της λειτουργίας του προς το δημόσιο συμφέρον.
Η επιβολή των σχετικών τελών αποβλέπει στην εξασφάλιση των απαραίτητων εσόδων για την απρόσκοπτη εκπλήρωση των υποχρεώσεων της Αρχής.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Pasydy a.o. v. Municipality of Nicosia (1978) 3 C.L.R. 117,
Κόσμος Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ v. Χ”Σάββα (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 612,
Constantinides v. E.A.C. (1982) 3 C.L.R. 798,
Σεργίδης v. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119,
Θεοχαρίδης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 63,
Χαρίλαος Ι. Φιλιππίδης και Υιοί Λτδ v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 378,
Αντωνίου v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 441,
Aντέννα T.V. Λτδ κ.ά. v. Α.Η.Κ. κ.ά. (2000) 4(Α) Α.Α.Δ. 657.
Προσφυγή.
Προσφυγή με την οποία οι αιτητές προσβάλλουν την εγκυρότητα της απόφασης της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου που τους κοινοποιήθηκε με σχετική επιστολή ημερ. 15.1.1999, με την οποία τους εζητείτο να καταβάλουν το ποσό των £641,65 υπό μορφή τέλους για τη λειτουργία του Παγκύπριου Ραδιοφωνικού Σταθμού “Ράδιο Πρώτο”.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.
Ν. Χαραλάμπους, για την Καθ’ ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές προσβάλλουν [*1116]την εγκυρότητα της απόφασης της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (που πιο κάτω θα αποκαλείται ως η «Αρχή»), που τους κοινοποιήθηκε με σχετική επιστολή ημερ. 15.1.1999, με την οποία τους εζητείτο να καταβάλουν το ποσό των £641,65 υπό μορφή τέλους για τη λειτουργία του Παγκύπριου Ραδιοφωνικού Σταθμού «Ράδιο Πρώτο».
(α) Τα γεγονότα.
Η Αρχή συστάθηκε, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου που ενοποιεί και αναθεωρεί τους Νόμους που ρυθμίζουν την Ίδρυση, Εγκατάσταση και Λειτουργία Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών (αρ. 7(I)/98) και μεταξύ των αρμοδιοτήτων της συμπεριλαμβάνονται η χορήγηση, ανάκληση, ανανέωση και τροποποίηση αδειών με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος (άρθρο 3(2)(α)), όπως επίσης και η επιβολή κυρώσεων για παράβαση των διατάξεων του πιο πάνω Νόμου και Κανονισμών που εκδίδονται με βάση τον πιο πάνω Νόμο (άρθρο 3(2)(3)). Το άρθρο 24 του πιο πάνω Νόμου (όπως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο 88/98) καθορίζει την καταβολή τελών για τη λειτουργία ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών. Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 24 προνοεί ότι:
«24. Για την παραχώρηση άδειας ίδρυσης, εγκατάστασης και λειτουργίας ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού, καταβάλλονται ετησίως προς την Αρχή τα πιο κάτω τέλη:
(α) Για παγκύπριο τηλεοπτικό σταθμό £30.000,
(β) για τοπικό τηλεοπτικό σταθμό £7.000,
(γ) για παγκύπριο ραδιοφωνικό σταθμό £3.000,
(δ) για τοπικό και μικρό τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό £500.
Επιβάλλεται επίσης ως τέλος η καταβολή προς την Αρχή του 0.5% επί των εσόδων των σταθμών από τις διαφημίσεις που προβάλλουν στο πρόγραμμά τους.»
Με βάση τις πιο πάνω πρόνοιες, η Αρχή κάλεσε τους αιτητές να καταβάλουν το ποσό των £641,65 για τη λειτουργία του Ραδιοσταθμού «Ράδιο Πρώτο» από 13.11.1998 μέχρι 31.1.1999. Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές αμφισβητούν την εγκυρότητα της πιο πάνω απόφασης.
(β) Οι λόγοι της προσφυγής.
Από τη γραπτή αγόρευση των αιτητών που περιλαμβάνεται μέσα σε οκτώ σελίδες, χωρίς διαχωρισμό ως προς τους λόγους που αμ[*1117]φισβητούν την εγκυρότητα της επίδικης απόφασης, φαίνεται ότι η προσφυγή βασίζεται στο ότι,
(i) Το άρθρο 24 του Νόμου 7(Ι)/98 είναι αντισυνταγματικό, και
(ii) Παραβιάζεται η αρχή της ισότητας.
(i) Αντισυνταγματικότητα του άρθρου 24 του Νόμου 7(Ι)/98.
Οι αιτητές αμφισβητούν τη συνταγματικότητα του άρθρου 24 του Νόμου 7(Ι)/98 που εισάγει την ετήσια καταβολή τελών για την άδεια λειτουργίας ραδιοφωνικών σταθμών. Σύμφωνα με τους αιτητές, το Άρθρο 19 του Συντάγματος δεν επιτρέπει την επιβολή τελών για τη λειτουργία ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών και έτσι η επιβολή τελών, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 24 του Νόμου 7(Ι)/98, παραβιάζει τα Άρθρα 19, 23, 26 και 28 του Συντάγματος, όπως επίσης και το Άρθρο 24, αφού υποχρεώνονται, κατά τον ισχυρισμό τους, να καταβάλλουν τέλη για τη λειτουργία τους ως ραδιοφωνικού σταθμού πέραν από τη φορολογία που τους επιβάλλεται πάνω στο εισόδημά τους.
Η Αρχή δεν αποδέχεται τις πιο πάνω εισηγήσεις, υποδεικνύοντας ότι το συνταγματικό δικαίωμα πληροφόρησης μέσω ραδιοτηλεοπτικού σταθμού ανήκει στο κοινό και όχι στον κάτοχο της άδειας ή ιδιοκτήτη ενός ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού. Η Αρχή υποστηρίζει ότι τα προβλεπόμενα στο άρθρο 24 του Νόμου 7(Ι)/98 τέλη, σκοπό έχουν την κάλυψη των δαπανών και των λειτουργικών εξόδων της Αρχής για την απρόσκοπτη λειτουργία της, με γνώμονα την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος. Είναι, κατά την άποψή τους, συνταγματικά κατοχυρωμένη η δυνατότητα της Δημοκρατίας να απαιτεί την έκδοση αδειών λειτουργίας ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 19.5 του Συντάγματος.
Απορρίπτοντας την εισήγηση ότι με την επιβολή των επίδικων τελών το κράτος καθίσταται συμμέτοχος στα κέρδη ιδιωτικής επιχείρησης, η καθ΄ης η αίτηση εισηγείται ότι η φορολογία εισοδήματος φυσικών ή νομικών προσώπων δεν απαλλάσσει από την υποχρέωση για καταβολή τελών όπου αυτά προβλέπονται, δυνάμει διατάξεων άλλων νομοθετημάτων. Υποστηρίζεται δε, περαιτέρω, ότι ουδεμία συνταγματική πρόνοια παραβιάζεται στην προκείμενη περίπτωση και ότι η επιβολή τελών για την έκδοση άδειας λειτουργίας ραδιοτηλεοπτικού σταθμού εμπίπτει στα πλαίσια του κρατικού ελέγχου που ασκείται στο συγκεκριμένο τομέα δραστηριοτήτων. Η εκ μέρους της Αρχής άσκηση του κρατικού ελέγχου, ως προβλεπόμενη [*1118]στο Σύνταγμα (Άρθρο 19.5), αποτελεί άσκηση δημόσιας εξουσίας και είναι εξυπακουόμενη από τα προβλεπόμενα στην πιο πάνω συνταγματική διάταξη, η ευχέρεια του αρμόδιου διοικητικού οργάνου για την επιβολή όρων που θα αφορούν την έκδοση μιας άδειας λειτουργίας ραδιοφωνικού σταθμού.
Το Άρθρο 19 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας κατοχυρώνει το δικαίωμα ελευθερίας λόγου και έκφρασης (παράγραφος 1). Στην παράγραφο 2 του ίδιου Άρθρου ορίζεται ότι «το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν της γνώμης, της λήψεως και μεταδόσεως πληροφοριών και ιδεών άνευ επεμβάσεως οιασδήποτε δημοσίας αρχής και ανεξαρτήτως συνόρων.». Το δικαίωμα αυτό δεν είναι όμως απεριόριστο. Η ίδια συνταγματική διάταξη προβλέπει, στην παράγραφο 5, τα ακόλουθα:
«5. Ουδέν εκ των διαλαμβανομένων εις το παρόν άρθρον εμποδίζει την Δημοκρατίαν ν΄ απαιτή την έκδοσιν αδείας ή λειτουργίας επιχειρήσεων ραδιοφωνικών ή κινηματογραφικών ή τηλεοράσεως.»
Ανάλογες πρόνοιες περιέχονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, της 4.11.1950, όπου στο άρθρο 10 ορίζονται τα ακόλουθα:
«1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν εκφράσεως. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν γνώμης ως και την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών, άνευ επεμβάσεως δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων. Το παρόν άρθρον δεν κωλύει τα Κράτη από του να υποβάλωσι τας επιχειρήσεις ραδιοφωνίας, κινηματογράφου ή τηλεοράσεως εις κανονισμούς εκδόσεως αδειών λειτουργίας.
2. Η άσκησις των ελευθεριών τούτων, συνεπαγομένων καθήκοντα και ευθύνας δύναται να υπαχθή εις ωρισμένας διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις, προβλεπομένους υπό του νόμου και αποτελούντας αναγκαία μέτρα, εν δημοκρατική κοινωνία δια την εθνικήν ασφάλειαν, την εδαφικήν ακεραιότηταν ή δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της τάξεως και πρόληψιν του εγκλήματος, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, την προστασίαν της υπολείψεως ή των δικαιωμάτων των τρίτων, την παρεμπόδισιν της κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών ή την διασφάλισιν του κύρους και αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας.»
[*1119]
Όπως έχει προαναφερθεί, η παράγραφος 5 του Συντάγματος επιτρέπει την έκδοση άδειας λειτουργίας ραδιοφωνικών, κινηματογραφικών ή τηλεοπτικών επιχειρήσεων. Είναι λοιπόν προφανής η πρόθεση του συνταγματικού νομοθέτη να διατηρήσει τη δυνατότητα του άμεσου κρατικού ελέγχου σε ότι αφορά τη λειτουργία των ραδιοφωνικών σταθμών. Κατά τον ίδιο τρόπο, το άρθρο 10(Ι)(3) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, καθορίζει ότι τα Κράτη δεν εμποδίζονται να υπάγουν τις επιχειρήσεις ραδιοτηλεόρασης σε προηγούμενη έκδοση διοικητικής άδειας.
Η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου επιτρέπει να υπαχθεί η άσκηση των ελευθεριών της παραγράφου 1 σε «διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις», κάτω από τις πιο κάτω τρεις προϋποθέσεις: (α) να προβλέπονται από το νόμο, (β) να είναι αναγκαίες σε μία δημοκρατική κοινωνία και (γ) να επιβάλλονται για ορισμένους λόγους και μάλιστα για το συμφέρον της εθνικής ασφάλειας, της εδαφικής ακεραιότητας ή της δημόσιας ασφάλειας, για την προάσπιση της τάξεως και πρόληψη του εγκλήματος για την προστασία της υγείας ή της ηθικής κλπ. Ο Π.Δ. Δαγτόγλου στο σύγγραμμά του Ραδιοτηλεόραση και Σύνταγμα, 4η Έκδοση, 1989, (εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα), όπου πραγματεύεται το θέμα της ελευθερίας του τύπου και της ραδιοτηλεόρασης, καταλήγει στη διαπίστωση ότι το Ελληνικό Σύνταγμα δεν κατοχυρώνει την «ελευθερία της ραδιοτηλεοράσεως» ανάλογα με την ελευθερία του τύπου και ότι, αντίθετα, αυτό που προστατεύεται από το Σύνταγμα, είναι η ελευθερία του πληροφορείσθαι διά της ραδιοτηλεοράσεως. Όπως τονίζεται στη σελ. 161:
«α) Η οφειλόμενη σε λόγους τεχνικούς (περιορισμένος αριθμός διαθέσιμων μηκών κύματος) και οικονομικούς (υψηλό κόστος) ιδιοτυπία της ραδιοτηλεοράσεως έναντι του τύπου δεν επιτρέπει ακόμη στην Ευρώπη και μάλιστα στη χώρα μας (αν και θα επιτρέψει ίσως στο προσεχές μέλλον), το δε σύνταγμα δεν εγγυάται την ελευθερία εκπομπής ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων ανάλογα με την ελευθερία του τύπου, διότι μια τέτοια ελευθερία θα οδηγούσε, όπως παρατηρήθηκε, αφενός σε ραδιοτηλεοπτικό χάος αλληλοεξουδετερούμενων ραδιοτηλεοπτικών σταθμών, και αφετέρου στην περιέλευση της ραδιοτηλεόρασης στα χέρια ενός πολιτικού, κοσμοθεωριακού ή οικονομικού (ιδιωτικού) ολιγοπωλίου ή και μονοπωλίου.
β) Αντίθετα, προς αποφυγή των κινδύνων αυτών επιβάλλεται η [*1120]απαίτηση ειδικής κρατικής άδειας για εγκατάσταση και λειτουργία ραδιοτηλεοπτικού σταθμού, γενικά δε ο κρατικός έλεγχος επί του τρόπου λειτουργίας του. Η ριζικότερη λύση της αναθέσεως της ραδιοτηλεοράσεως σε κρατικό μονοπώλιο εν όψει των εκτεθέντων κινδύνων (ιδίως του δεύτερου) δεν επιβάλλεται μεν, αλλά και δεν αποκλείεται από το Σύνταγμα, ακριβώς γιατί το Σύνταγμα δεν αναγνωρίζει «ελευθερία ραδιοτηλεοράσεως» στους πάντες κατ’ αναλογία της ελευθερίας του τύπου.»
Για το δικαίωμα του πληροφορείσθαι διά της ραδιοτηλεοράσεως, ο Π.Δ. Δαγτόγλου (βλ. ανωτέρω σελ. 162-163) αναφέρει ότι:
«Η ελευθερία του πληροφορείσθαι δια της ραδιοτηλεοράσεως σημαίνει την ελευθερία προμήθειας και χρησιμοποιήσεως ραδιοφωνικής ή τηλεοπτικής συσκευής και προμήθειας και εγκαταστάσεως της κατάλληλης κεραίας. Στην ελευθερία αυτή δεν αντίκειται η υποχρέωση καταβολής συνδρομής ή έστω και η ιδιαίτερη φορολογία, εφόσον και οι δυο αυτές δεν υπερβαίνουν ορισμένα άκρα εύλογα όρια και δεν καθορίζονται τόσο υψηλές ώστε ν’ αποκλείουν τις εισοδηματικά κατώτερες τάξεις από την κατοχή ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών συσκευών.»
Η χορήγηση, ανάκληση και τροποποίηση αδειών, με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, εμπίπτει μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της Αρχής. Η εξυπηρέτηση, λοιπόν, του δημόσιου συμφέροντος αποτελεί θεμελιώδη αρμοδιότητα της Αρχής. Η καταβολή των προβλεπόμενων στο άρθρο 24 του Νόμου 7(Ι)/98 τελών κρίνεται, με βάση τα πιο πάνω, ως σύμφωνη τόσο με τις διατάξεις του Συντάγματος όσο και με τη βούληση του νομοθέτη, η οποία σκοπούσε να δώσει πραγματική υπόσταση και ικανότητα σε ένα κρατικό όργανο το οποίο θα ασκούσε κρατική εποπτεία στον τομέα της ραδιοτηλεόρασης. Η υποχρέωση ετήσιας καταβολής τελών προς την Αρχή, ενόψει και των ρητών συνταγματικών επιταγών που αναλύθηκαν, δεν φαίνεται να βρίσκεται σε σύγκρουση με τις αρχές που αναλύθηκαν πιο πάνω. Τόσο το Κυπριακό Σύνταγμα (Άρθρο 19.3) όσο και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 10(2)) αναφέρουν, σαφέστατα, ότι η ραδιοτηλεόραση μπορεί να υπαχθεί σε όρους και κανονισμούς. Η επίδικη διάταξη εντάσσεται στο πλαίσιο του Άρθρου 19.3 και 5 του Συντάγματος. Κανένας βάσιμος λόγος δεν έχει προβληθεί που τείνει να καταδείξει ότι το άρθρο 24 του Νόμου 7(Ι)/98 συγκρούεται ή παραβιάζει συνταγματικές αρχές. Ούτε έχει καταδειχθεί βάσιμος λόγος ότι τα τέλη που προβλέπονται δεν εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον.
[*1121]Σύμφωνα με τις νομολογιακές αρχές που διέπουν το θέμα, ένας νόμος θεωρείται συνταγματικός εκτός εάν αποδειχθεί, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ότι συγκρούεται με ένα ή περισσότερα Άρθρα του Συντάγματος. Στην Pasydy & Οthers v. Municipality of Nicosia (1978) 3 C.L.R. 117, τονίσθηκε ότι, σε περιπτώσεις όπου εγείρονται θέματα συνταγματικότητας, το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους του προσώπου που επικαλείται την αντισυνταγματικότητα. Σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου υποδείχθηκε, με σαφέστατο τρόπο, το πλαίσιο της δικαστικής επέμβασης όταν εγείρεται ζήτημα συνταγματικότητας νομοθετικής διάταξης. Πρόσφατα, στην υπόθεση Κόσμος Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ ν. Χ"Σάββα (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 612 τονίσθηκαν τα ακόλουθα:
«Προσεγγίζουμε το ζήτημα με γνώμονα τις καθιερωμένες αρχές που διέπουν την συζήτηση ζητημάτων συνταγματικής φύσης. Επιλαμβανόμαστε μόνο του ζητήματος που έχει ειδικά προσδιοριστεί, και αυτό, στο βαθμό που είναι αναγκαίο για την επίλυση του συγκεκριμένου θέματος. Περαιτέρω, καταλήγουμε σε κρίση για αντισυνταγματικότητα νομοθετήματος όταν αυτή καταφαίνεται πέραν από κάθε λογική αμφιβολία. Σε κάθε περίπτωση, αντικείμενο του προβληματισμού είναι η νομοθετική πρόνοια, όχι από την άποψη της σοφίας της λύσης που προκρίνει, αλλά του συμβιβασμού της προς την προσδιοριζόμενη συνταγματική διάταξη.»
Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.
(ii) Παραβίαση της αρχής της ισότητας.
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η επίμαχη διάταξη του άρθρου 24 του Νόμου 7(Ι)/98 συνιστά άνιση και δυσμενή μεταχείρισή τους σε σχέση προς το ΡΙΚ για το οποίο καταβάλλεται, όπως υπέδειξαν, εισφορά του κοινού μέσω των λογαριασμών που η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου χρεώνει στους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας. Παραβιάζεται, κατά την άποψή τους, με την ευνοϊκή, όπως την χαρακτηρίζουν, στάση του νομοθέτη προς το ΡΙΚ, η συνταγματική αρχή της ισότητας. (Άρθρο 28.1). Προς τούτο οι αιτητές εισηγούνται ότι δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση τα όσα λέχθηκαν από την Ολομέλεια στην υπόθεση Constantinides v. E.A.C. (1982) 3 C.L.R. 798 (στην οποία κρίθηκε συνταγματική η νομοθετική πρόβλεψη για την καταβολή εισφοράς υπέρ του ΡΙΚ), γιατί, κατά την άποψή τους, στην προκείμενη περίπτωση αυτό που αμφισβητείται είναι η συνταγματικότητα της πρόβλεψης για την καταβολή τελών για τη λειτουργία των ραδιοφωνικών σταθμών προς την [*1122]Αρχή και όχι η εισφορά που εισπράττεται για το ΡΙΚ. Κατά την εκδίκαση και έκδοση της απόφασης στην υπόθεση Constantinides, δεν υπήρχε, όπως υποδεικνύουν, ιδιωτική ραδιοφωνία. Οι αιτητές ισχυρίζονται, επιπρόσθετα, ότι, εφόσον η αιτήτρια είναι εταιρεία που έχει συσταθεί με βάση το Κεφ. 113, λειτουργεί στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου και ασκεί προσοδοφόρα εργασία, τα εισοδήματα της οποίας φορολογούνται σύμφωνα με το Άρθρο 24 του Συντάγματος. Υποστηρίζουν, περαιτέρω, ότι η επίμαχη πρόνοια του Νόμου 7(Ι)/98 καθιερώνει άνιση μεταχείριση και αντισυνταγματική «συμμετοχή», όπως την χαρακτηρίζουν, της Αρχής στα προερχόμενα από διαφημίσεις έσοδα του σταθμού.
Η εισήγηση των αιτητών δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για να ευσταθήσει ισχυρισμός για παραβίαση της αρχής της ισότητας έχουν επανειλημμένα τονισθεί στη νομολογία. Σε πληθώρα αποφάσεων υπογραμμίσθηκε ότι για να γίνει αποδεκτό ένα επιχείρημα για παραβίαση της αρχής της ισότητας, θα πρέπει να υπάρχει παραβίαση της ίσης ή ομοιόμορφης μεταχείρισης ατόμων που τελούν υπό τις ίδιες συνθήκες. (Βλέπε σχετικά Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119, Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 63, Χαρίλαος Ι. Φιλιππίδης και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 378). Το ζήτημα της έννοιας της ισότητας αναλύθηκε με εύστοχο τρόπο στην Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 441, όπου λέχθηκαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα (σελ. 446-447):
«Ήδη από την υπόθεση Argiris Mikrommatis and the Republic 2 R.S.C.C. 125, αποφασίστηκε ότι η έννοια «ίσοι ενώπιον του νόμου» του Άρθρου 28.1 του Συντάγματος, δεν μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας, αλλά εξασφαλίζει εναντίον των αυθαίρετων διαφοροποιήσεων, ενώ δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις που πρέπει να γίνονται λόγω της ουσιαστικής φύσης των πραγμάτων. Επίσης η έννοια «άνευ διακρίσεως» της παραγρ. 2 του άρθρου 28 δεν αποκλείει εύλογες διαφοροποιήσεις.
Στην υπόθεση Republic v. Maria Christoudia and Another (1988) 3 C.L.R. 2622, τονίστηκε ότι το άρθρο 28 του Συντάγματος διασφαλίζει το δικαίωμα ισότητας, ενσωματώνει δε την αρχή της μη δυσμενούς διάκρισης. Δεν απαγορεύει όμως διακρίσεις στη μεταχείριση που θεμελιώνονται σε αντικειμενική εκτίμηση ουσιαστικά διαφορετικών πραγματικών καταστάσεων που βασίζεται στο δημόσιο συμφέρον……………………..
……………………………………………………....……………
[*1123]
Το Άρθρο 28 δεν απαγορεύει διακρίσεις που βασίζονται σε αντικειμενική εκτίμηση ουσιαστικά διαφορετικών αντικειμένων και οι οποίες εδράζονται στο δημόσιο συμφέρον, φέρουν δε ισοζύγιο μεταξύ του γενικού συμφέροντος της πολιτείας και των δικαιωμάτων και ελευθεριών του πολίτη. Η αρχή της ισότητας παραβιάζεται μόνο αν η διάκριση δεν είναι αντικειμενική και εύλογη (Παύλος Παύλου ν. Γενικού Εφόρου Εκλογών και Άλλου (1987) 1 C.L.R. 252). Στην ίδια απόφαση αναφέρεται ότι το Άρθρο 28 συναρτά την ισότητα με την ουσιαστική ομοιογένεια μεταξύ πραγμάτων και καταστάσεων, σε αντίθεση με τη φαινομενική ή αριθμητική εξίσωσή τους. Η διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη είναι πολύ ευρεία.»
Οι πιο πάνω επισημάνσεις ισχύουν και στην παρούσα περίπτωση. Μια προσεκτική εξέταση του άρθρου 24 του Νόμου 7(Ι)/98 και των επιχειρημάτων των αιτητών οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η συγκεκριμένη πρόνοια δεν παραβιάζει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ούτε το άρθρο 28 ούτε οποιαδήποτε άλλη συνταγματική διάταξη. Δεν συμφωνώ, επίσης, με τον ισχυρισμό ότι η καταβολή εισφοράς υπέρ του ΡΙΚ ή η απαλλαγή του από την υποχρέωση καταβολής των προβλεπόμενων στο άρθρο 24 Νόμου 7(Ι)/98, τελών, συνιστά δυσμενή μεταχείριση των αιτητών. Το θέμα, εξάλλου, κρίθηκε στην Constantinides v. E.A.C. (βλ. πιο πάνω), απόφαση που, παρά την αντίθετη γνώμη των αιτητών, αποτέλεσε δεσμευτικό προηγούμενο για τη νομολογία που ακολούθησε. Στην πιο πάνω απόφαση επιβεβαιώθηκε ότι το ΡΙΚ αποτελούσε δημόσιο οργανισμό και τονίσθηκε ότι η λειτουργία του συνιστούσε ουσιαστική δημόσια λειτουργία. Κρίθηκε, τελικά, συνταγματική η σχετική νομοθετική πρόβλεψη που επέβαλλε στους καταναλωτές ηλεκτρικού ρεύματος, την καταβολή ανάλογης εισφοράς προς το ΡΙΚ (σελ. 818):
«There is no doubt from the contents of the same law that the C.B.C. provides an essential social service to the people and the very purpose of the law is to provide it with adequate resources in order to fulfil effectively its functions. In effect, from the textbooks as well as from the case law, such imposition is a tax if it is found to fulfil certain characteristics, viz., that it is compulsory and not optional; and it must be enforceable by law, once it is imposed for the public benefit and for public purposes. Indeed, it must not be for a service for specific individuals, but for a service to the public as a whole, and a service in the public interest.»
[*1124]Υπό το φως των πιο πάνω διαπιστώσεων, εξάγεται το συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε στην προκείμενη περίπτωση οποιαδήποτε παραβίαση της αρχής της ισότητας σε βάρος των αιτητών, εφόσον είναι σαφές ότι η ρύθμιση υπέρ του ΡΙΚ έγινε υπό το πρίσμα της λειτουργίας του προς το δημόσιο συμφέρον που, όπως έχει ανωτέρω υποδειχθεί, (βλ. Αντωνίου ν. Δημοκρατίας), δικαιολογεί διακρίσεις βασιζόμενες σε αντικειμενική εκτίμηση ουσιαστικά διαφορετικών αντικειμένων. Η διάκριση στην περίπτωση αυτή είναι απόρροια του ισοζυγίου μεταξύ του δημόσιου συμφέροντος και των δικαιωμάτων και ελευθεριών του πολίτη. Η απόφαση του Δικαστηρίου στην Constantinides υιοθετήθηκε πρόσφατα στην υπόθεση Αντέννα T.V. Λτδ κ.ά. ν. Α.Η.Κ. κ.ά., (2000) 4(Α) Α.Α.Δ. 657, όπου επισημάνθηκαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα (σελ. 662):
«Η δημιουργία ιδιωτικών τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών, που στο μεταξύ μεσολάβησε από της έκδοσης της απόφασης στην Alecos Constantinides, δεν αναιρεί το καθήκον προς επιτέλεση των σκοπών του ΡΙΚ ως οργανισμού δημόσιας ωφέλειας. Με αυτό ως δεδομένο, η επιβολή και είσπραξη εισφοράς προς όφελος του ΡΙΚ ήταν μέτρο που καθιστούσε βιώσιμη τη λειτουργία του και αποτελούσε ζήτημα δημοσίου συμφέροντος. Αυτή ακριβώς η διαπίστωση, ότι δηλαδή η εισφορά προς όφελος του ΡΙΚ συμβάλλει στο να διατηρείται βιώσιμη η λειτουργία του ΡΙΚ και ότι πρόκειται για ζήτημα δημοσίου συμφέροντος, επισημάνθηκε στην Alecos Constantinides και εξακολουθεί να ισχύει μέχρι την πρόσφατη δημοσίευση του περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Επιβολή Εισφοράς) (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2000 (Ν.64(1)/2000) με τον οποίο καταργήθηκε η εισφορά από 1.7.2000.»
Στην παρούσα περίπτωση η πρόβλεψη για την επιβολή τελών είχε έρεισμα την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος. Η επιβολή των σχετικών τελών αποβλέπει στην εξασφάλιση των απαραίτητων εσόδων για την απρόσκοπτη εκπλήρωση των υποχρεώσεων της Αρχής. Η εισήγηση ότι το άρθρο 24 του Νόμου 7(Ι)/98 είναι αντισυνταγματικό, γιατί παραβιάζει την αρχή της ισότητας, απορρίπτεται.
Επακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των αιτητών.
Η�προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο