Ανδρέα Κούλη ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΡ. 1038/00, 22 Ιανουαρίου 2002 Ανδρέα Κούλη ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΡ. 1038/00, 22 Ιανουαρίου 2002

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΡ. 1038/00

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ -

Ανδρέα Κούλη από τη Λευκωσία

Αι τητή

και

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Κα θ΄ων η αίτηση

----------------------

22 Ιανουαρίου 2002

Για τον αιτητή - Α.Σ. Αγγελίδης.

Για τους καθ΄ων η αίτηση - Γ. Κυριακίδου, Δίκηγόρος της Δημοκρατίας Α.

Για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο - Γ. Κορφιώτης.

------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Μετά από επανεξέταση, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), με την απόφασή της ημερομηνίας 22.6.00, επαναπροήγαγε τον Α. Φελλά στη μόνιμη θέση Ανώτερου Φοροθέτη Α΄ (Φόρος Εισοδήματος) Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων. Ο αιτητής ήταν ένας από τους υποψηφίους και προσβάλλει εκ νέου την προαγωγή.

Η αρχική απόφαση λήφθηκε το 1995 και πρωτοδίκως επικυρώθηκε. (Βλ. Προσφυγή 319/95 Ανδρέα Κούλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας - 8.11.96). Ασκήθηκε έφεση και η Ολομέλεια διαπίστωσε σειρά λόγων ακυρότητας, πρώτα σε σχέση με τη σύσταση του Διευθυντή υπέρ του ενδιαφερομένου προσώπου: Αναφερόταν στην προσφορά των υποψηφίων για το 1994 ενώ δεν υπήρχαν υπηρεσιακές εκθέσεις για το έτος εκείνο. Περιλάμβανε ιδιαίτερη μνεία στα καθήκοντα που είχαν ανατεθεί στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο προσδίδοντάς του αθέμιτο πλεονέκτημα, χωρίς τεκμηρίωση και της αναφοράς σε απροθυμία άλλων να αναλάβουν τέτοια καθήκοντα. Η δήλωση πως το ενδιαφερόμενο πρόσωπο εργάστηκε με εντυπωσιακή ευσυνηδεισία, ζήλο και αφοσίωση χωρίς να φείδεται κόπου και χρόνου, ήταν γενική, αόριστη και στην ουσία κοινοτοπία. Μετά, σε σχέση με το απαιτούμενο προσόν της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας: Λανθασμένα είχε εκληφθεί πρωτοδίκως πως το σχέδιο υπηρεσίας της προηγούμενης θέσης απαιτούσε το ίδιο επίπεδο γνώσης. Εκείνο απαιτούσε μόνο καλή γνώση και η έρευνα που διεξάχθηκε δεν ήταν η δέουσα. (Βλ. Ανδρέας Κούλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ΑΕ 2384 ημερομηνίας 22.12.99).

Η ΕΔΥ ζήτησε στοιχεία από τους υποψηφίους, ενδεικτικά της γνώσης της αγγλικής γλώσσας, αλλά δεν ήταν με αναφορά σ΄αυτά που έκρινε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ως προσοντούχο. Διαπίστωσε πως στην πραγματικότητα το σχέδιο υπηρεσίας της προηγούμενης θέσης την οποία ως τον ουσιώδη χρόνο κατείχε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, απαιτούσε πολύ καλή γνώση. Ζήτησα τις διευκρινίσεις των μερών και, όπως προκύπτει, δεν είχε τεθεί ενώπιον της Ολομέλειας ολόκληρη η εικόνα. Ενώ το σχέδιο υπηρεσίας κατά τον χρόνο της αρχικής απόφασης απαιτούσε μόνο καλή γνώση, κατά το χρόνο της προαγωγής του ενδιαφερομένου προσώπου σε εκείνη τη θέση απαιτούσε πολύ καλή γνώση και η διαφορά περιορίστηκε στο κατά πόσο, με βάση την απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 ΑΑΔ 422, επιβαλλόταν ούτως ή άλλως έρευνα προς διαπίστωση της κατοχής του προσόντος.

Η ΕΔΥ ζήτησε νέα σύσταση από το νέο Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων και αυτός διευκρίνησε πως στηρίκτηκε στα στοιχεία των φακέλων των υποψηφίων. Δεν είχε ο ίδιος ισότιμη και ομοιόμορφη γνώση για όλους ούτε και ήταν δυνατό να αναζητήσει απόψεις από τους άμεσα προϊσταμένους τους κατά τον ουσιώδη χρόνο αφού οι πλείστοι είχαν αφυπηρετήσει. Παρέπεμψε και στα ακαδημαϊκά τους προσόντα και σύστησε ως τον καλύτερο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Όπως εξήγησε, “έναντι όλων ο Φελλάς υπερείχε τόσο σε αρχαιότητα όσο και σε συνολική φοροθετική υπηρεσία και εμπειρία σε προηγούμενες θέσεις”. Με μια εξαίρεση που αφορούσε σε τρίτο. Αναγνώρισε ότι ο αιτητής είχε κάποια υπεροχή στις αξιολογήσεις κατά τα τελευταία χρόνια, την οποία όμως θεωρούσε οριακή και όχι “τέτοιας έκτασης που να ανατρέπει τα στοιχεία υπεροχής του Φελλά”. Σ΄αυτό το πλαίσιο σημείωσε και το γεγονός ότι οι υπάλληλοι αξιολογούνταν από διαφορετικά κλιμάκια αξιολόγησης οπότε “δεν είναι δυνατό να υπάρχει ομοιόμορφο μέτρο κρίσεως”. Αξιολόγησε και η ΕΔΥ την υπεροχή του αιτητή στις υπηρεσιακές εκθέσεις ως οριακή και έκρινε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ως τον πιο κατάλληλο, ενόψει της αρχαιότητάς του και της υπέρ του σύστασης.

Οι λόγοι ακυρότητας που προτείνει ο αιτητής αφορούν στα πιο πάνω αλλά και σε ένα εντελώς νέο θέμα. Επικαλείται τον περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Αναπήρων και των Εξαρτωμένων των Πεσόντων, Αγνοουμένων, Αναπήρων και Εγκλωβισμένων Νόμο του 1992 (Ν. 53(1)/92 όπως τροποποιήθηκε) και θεωρεί ως το αποτέλεσμα ελλιπούς έρευνας τη διαπίστωση της ΕΔΥ ότι η διαδικασία “αφορά μόνο σε μια θέση” και ότι, επομένως, δεν ήταν εφαρμόσιμος αυτός ο Νόμος στην περίπτωση.

Το θέμα του Ν. 53(Ι)/92

Κατά τις διευκρινίσεις ζήτησα τις απόψεις των μερών αναφορικά με τη δυνατότητα έγερσης τέτοιου θέματος τώρα. Χωρίς, δηλαδή να είχε εγερθεί και στην πρώτη προσφυγή του αιτητή. Υπενθύμισα συναφώς την απόφαση της Ολομέλειας στην Μάριος Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης ΑΕ 1913 ημερομηνίας 14.9.98. ΄Οπως εξηγήθηκε στην απόφαση που εξέδωσε ο Νικήτας Δ., “δεν είναι επιτρεπτό διάδικος να θέτει νέο θέμα, όποτε το ανακαλύπτει ή όποτε το επιθυμεί”. Οπότε, νέα θέματα που δεν είχαν εγερθεί ενώ μπορούσαν να είχαν προβληθεί στην προηγηθείσα προσφυγή, καλύπτονταν από το δεδικασμένο.

Οι καθ΄ων η αίτηση υποστήριξαν πως, πράγματι, κατ΄εφαρμογήν αυτής της αρχής, δεν θα έπρεπε να εξετάσω το νέο θέμα. Ο αιτητής, αντιθέτως. Η ΕΔΥ δεν είχε αναφερθεί στο Νόμο που συζητούμε αρχικά και μπορεί να εγείρει το θέμα αφού τώρα, για πρώτη φορά, αποτελεί μέρος της απόφασής της.

΄Ισχυε τότε ο Νόμος και υπήρχαν αναλλοίωτα όλα τα δεδομένα. Η ΕΔΥ δεν είχε αναφερθεί σ΄αυτά και ήταν θέμα του αιτητή να επικαλεστεί, όπως μπορούσε να κάμει έκτοτε, αυτή την παράλειψη. Δεν το έκαμε και στη βάση της πιο πάνω νομολογίας δεν του παρέχεται τέτοια δυνατότητα τώρα.

Η αγγλική γλώσσα

Στη Χαράλαμπος Τιμοθέου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας Προσφυγή 908/97 ημερομηνίας 28.1.99 και, αργότερα, στη Τάκης Αντωνίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας 391/98 ημερομηνίας 25.2.00 ο Νικολάου Δ. έκρινε πως το τεκμήριο κατοχής προσόντος το οποίο ήδη απαιτούσε το σχέδιο υπηρεσίας της προηγούμενης θέσης ισχύει μόνο εφόσον ο αιτητής είχε τη δυνατότητα να προσβάλει το διορισμό στη προηγούμενη θέση. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από τη δεύτερη, στο οποίο και στηρίζεται ο αιτητής.

“Τέλος, ως προς την πολύ καλή γνώση της Αγγλικής, το ότι ο υποψήφιος κατέχει θέση για την οποία απαιτείτο το ίδιο προσόν δεν σημαίνει αδιάσειστα ότι το κατέχει. Εξέτασα παρόμοιο ζήτημα στην Τιμοθέου ν. Δημοκρατία, Προσφ. αρ. 908/97 ημερ. 28 Ιανουαρίου 1999, όπου ανέφερα τα εξής:

‘To συμπέρασμα όμως αυτό δεν επιβάλλεται μόνο από την κοινή λογική, αλλά και παγιώνεται από την αρχή του διοικητικού δικαίου περί της νομιμότητας του διορισμού του ενδιαφερομένου προσώπου στην προηγούμενη θέση, που ουδέποτε προσεβλήθη’.

Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το μέρος του σκεπτικού με το οποίο υποδεικνύεται ότι πρόκειται για περιπτώσεις όπου η προηγούμενη απόφαση της αρμόδιας αρχής αναφορικά με τα προσόντα “ουδέποτε προσεβλήθη”. Και βέβαια, μπορεί κανείς να ομιλεί για το ότι δεν προσεβλήθη απόφαση μόνο εφόσον υπήρχε τότε η δυνατότητα προσβολής από αυτόν που τώρα προσβάλλει.”

Στην Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας Α.Ε. 1835 - 20.1.1998 η Ολομέλεια εξήγησε αυτή την αρχή ως εξής:

“‘Εφόσον η νομιμότητα των προηγούμενων διορισμών ή προαγωγών δεν προσβλήθηκε πάνω στη βάση ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν κατείχαν το υπό αναφορά προσόν, τεκμαίρεται πλέον αμάχητα ότι το κατέχουν προς το σκοπό διεκδίκησης ανώτερων θέσεων. (Βλ. Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 ΑΑΔ 422 και Δημοκρατία ν. Υψαρίδη & άλλου (Αρ. 2) (1993) 3 A.A.Δ. 347.’ ”

 

Οι καθ΄ων η αίτηση αναπτύσσουν επιχειρήματα αναφορικά με το γιατί πρέπει να είναι διαφορετική η προσέγγιση. Αλλά το αποφασιστικής σημασίας ζήτημα αφορά στην εμβέλεια της απόφασης της Ολομέλειας στην υπόθεση Πογιατζή, η οποία είναι δεσμευτική. Επ’ αυτού, με όλο το σεβασμό, άγομαι σε κατάληξη άλλη από εκείνη του συναδέλφου μου. Δεν μπορώ να συμφωνήσω πως εξάγεται από την απόφαση της πλειοψηφίας στην Πογιατζής περιορισμός τέτοιας φύσης. ΄Οταν αναφέρεται σε διορισμό ο οποίος “ουδέποτε προσεβλήθη” κατά τη γνώμη μου εννοεί γενικά και δεν παραπέμπει σε δυνατότητα προσβολής της από το συγκεκριμένο αιτητή. Δυνατότητα που δεν την απασχόλησε κιόλας όταν έκρινε πως κατά το τεκμήριο που αναγνώρισε, ο διορισθείς κατείχε το προσόν. ΄Ο,τι αποτέλεσε το αιτιολογικό στήριγμά της ήταν το γεγονός ότι, πλέον, ο υπάλληλος νομίμως κατείχε την προηγούμενη θέση, οπότε η διεξαγωγή έρευνας για το επίμαχο προσόν θα απέληγε στην πράξη σε αναψηλάφιση του διορισμού του προαχθέντος, πράγμα νομικά ανεπίτρεπτο. Παραθέτω ολόκληρο το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της πλειοψηφίας που εξέδωσε ο Αρτεμίδης Δ.:

“Ως εκ τούτου η κοινή λογική αναντίρρητα επιβάλλει, και δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε παραπέρα ‘ερευνα’ από την ΕΔΥ, να κρίνει ως πραγματικό γεγονός ότι ο προαχθείς διέθετε το επίμαχο προσόν, που είναι το ίδιο με αυτό που απαιτείται για τη θέση, στην οποία διορίστηκε από 1.3.84. Το συμπέρασμα όμως αυτό δεν επιβάλλεται μόνο από την κοινή λογική, αλλά και παγιώνεται από την αρχή του διοικητικού δικαίου περί της νομιμότητας του διορισμού του ενδιαφερομένου προσώπου στην προηγούμενη θέση, που ουδέποτε προσεβλήθη. Οποιαδήποτε “έρευνα” από την ΕΔΥ για το επίμαχο προσόν, όπως την έχει εισηγηθεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο και ενώπιόν μας ο δικηγόρος του εφεσιβλήτου, θα απέληγε στην πράξη σε αναψηλάφιση του διορισμού του προαχθέντος, που έγινε την 1.3.84 στη θέση ειδικού ιατρού, πράγμα νομικά ανεπίτρεπτο.

Σε αυτό το σημείο ας μου επιτραπεί να παρατηρήσω, παρενθετικά, πως ένα άλλο προσόν που προβλέπει το επίδικο σχέδιο υπηρεσίας είναι και “τριετής τουλάχιστο υπηρεσία εις την θέσιν ειδικού ιατρού”. Θα ήταν, κατ’ αναλογία, παράλογο να εισηγηθεί κανείς πως η ΕΔΥ θα έπρεπε να διαπιστώσει κατά πόσο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε ειδικότητα στην ιατρική, εφόσο κρίθηκε πως είχε τέτοια ειδικότητα το 1983, όταν διορίστηκε στη θέση ειδικού ιατρού.

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση της Δημοκρατίας θα επιτύχει και η επίδικη απόφαση της ΕΔΥ θα επικυρωθεί. Προχωρώ όμως να πω λίγες ακόμα λέξεις που επιβεβαιώνουν, νομίζω, την προσέγγισή μου στο θέμα. ΄Εχω την άποψη πως στην εξεταζόμενη περίπτωση αυτό που θάπρεπε να κάμει η ΕΔΥ, αν ήθελε να ασχοληθεί με την επιστολή του δικηγόρου του εφεσίβλητου, ήταν απλή επισήμανση του γεγονότος ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υπηρετούσε στη θέση ειδικού ιατρού από 1.3.84. Τα σχέδια υπηρεσίας πρόβλεπαν για τη θέση αυτή ακριβώς το ίδιο προσόν όπως στην επίδικη. Επομένως, είχε διαπιστωθεί τότε πως διέθετε το προσόν της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής, που προβλέπεται και στα υπό συζήτηση σχέδια υπηρεσίας. Επειδή δε πρόκειται για προσόν που αποτελεί πνευματικό απόκτημα, λογικό είναι να υποθέσει ένας πως τούτο έχει έκτοτε βελτιωθεί. Για του λόγου το ασφαλές, μπορεί να γίνει και αναφορά στη σύσταση του γενικού διευθυντή, στη διαδικασία λήψεως της επίδικης απόφασης, σύμφωνα με την οποία κρίνονται και οι δυο υποψήφιοι ως εξαίρετοι στα καθήκοντά τους, με ελαφρά όμως υπεροχή του ενδιαφερομένου προσώπου, που ασκούσε τα καθήκοντα ανώτερου ειδικού ιατρού στο νευραλγικότερο ιατρικό πόστο του τόπου μας, το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.”

΄Επεται πως, στη βάση των δεδομένων, ο χειρισμός της ΕΔΥ ήταν ορθός.

 

Η σύσταση και επιλογή του ενδιαφερομένου προσώπου

 

Ο αιτητής ισχυρίζεται πως η σύσταση είναι αναιτιολόγητη, ως “απλώς κρίση για την οριακή υπεροχή του αιτητή σε αξία”. Η οποία δεν ανταποκρίνεται και στην πραγματικότητα αφού κατά τα τελευταία χρόνια υπηρετούσε στο ίδιο γραφείο με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υπό τον ίδιο διοικητικό προϊστάμενο. Ενώ, εν πάση περιπτώσει, όπως εξηγήθηκε σε σειρά υποθέσεων, παρά το ότι οι εκθέσεις που καταρτίζουν διαφορετικοί λειτουργοί δεν έχουν την ίδια βαρύτητα με εκείνες που ετοιμάζονται από τους ίδιους λειτουργούς, εν τούτοις αυτές παραμένουν ένας αξιόπιστος δείκτης της υπηρεσιακής ικανότητας των υποψηφίων. (Βλ. Papadopoulos v. Republic (1982) 3 CLR 1070, Ανδρέας Παπαδόπουλος ν. ΕΔΥ Προσφυγή 135/84 - 19.4.89, Λάζαρος Στέλιου Σαββίδης κ.α. ν ΕΔΥ, Προσφυγή 137/92 κ.α. 12.9.94, Πέτρος Μηνά ν. ΑΗΚ ΑΕ 2184 - 14.10.98).

Υποστηρίζει περαιτέρω ο αιτητής πως παραγνωρίστηκε η προσφορά και η αξία του για την οποία εκφράστηκαν επαινετικά σχόλια και, επίσης, το γεγονός ότι υπηρέτησε σε όλους τους τομείς του Τμήματος, μάλιστα και στο σημαντικότερο από αυτούς. Οπότε απέκτησε περισσότερες εμπειρίες στον τομέα της επί τόπου έρευνας βιβλίων και λογαριασμών φορολο-γουμένων. Καταλήγει πως ομοίως αναιτιολόγητη ήταν και η τελική επιλογή από την ΕΔΥ, υποστηρίζοντας μάλιστα πως η υπεροχή του έναντι του ενδιαφερομένου προσώπου που θεωρεί ότι εκτεινόταν και στα προσόντα, ήταν έκδηλη.

Σε συμφωνία με τις εισηγήσεις των καθ΄ων η αίτηση και του ενδιαφερομένου προσώπου, δεν διαπιστώνω λόγο ακυρότητας. Εν πρώτοις, δεν προκύπτει πλάνη περί τα δεδομένα σε σχέση με την εικόνα από τις ετήσιες αξιολογήσεις. Αυτές ήταν ενώπιον του Διευθυντή και της ΕΔΥ και θα έλεγα πως και ο χαρακτηρισμός της διαφοράς ως οριακής, δεν εκφεύγει των ορίων. Είναι σαφές πως εκείνο που μέτρησε ήταν η αρχαιότητα του ενδιαφερομένου προσώπου και, όπως προκύπτει από τη σύσταση, η μεγαλύτερη πείρα που αυτή επαγόταν και σημειώνω επί του προκειμένου πως το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε προσληφθεί τρία χρόνια πριν από τον αιτητή και ήταν διαχρονικά αρχαιότερός του συνεχώς, αφού ανελισσόταν νωρίτερα από εκείνον στις ενδιάμεσες θέσεις.

Αντίθετα, λοιπόν, προς την εισήγηση του αιτητή, καταγράφεται ρητά η αιτιολογία τόσο της σύστασης όσο και της τελικής επιλογής. Σε τελική δε ανάλυση το ζήτημα είναι αν στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων ήταν ευλόγως επιτρεπτή η πρόσδοση αποφασιστικής σημασίας στα στοιχεία που εξειδικεύθηκαν. Δεν αναφέρομαι και στα προσόντα γιατί ούτε ο Διευθυντής ούτε η ΕΔΥ εντόπισαν διαφορά μεταξύ τους ως προς αυτά. Ο ισχυρισμός δε του αιτητή για υπεροχή του και σ΄αυτό το τομέα παρέμεινε εντελώς γενικός και ατεκμηρίωτος. Περαιτέρω δε η επίκληση από τον αιτητή των θέσεων στις οποίες υπηρέτησε ή των καθηκόντων που του ανατέθηκαν, ουσιαστικά επιχειρεί να εισάξει στην εικόνα, από την ανάποδη βέβαια, παράγοντες τους οποίους η νομολογία μας αλλά και η Ολομέλεια κατά την ακύρωση της αρχικής προαγωγής, αποδοκίμασαν ως ανεπίτρεπτους. Σημειώνω πως οι υπηρεσιακές εκθέσεις δείχνουν πως υπήρχε διαφορά στη σύνθεση των κλιμακίων αξιολόγησης του αιτητή και του ενδιαφερομένου προσώπου από το 1990 και μετά. Και συναφώς πως προηγουμένως η αξιολόγηση και των δυο, με διαφορά μόνο ενός στοιχείου κατά το 1988, ήταν ακριβώς η ίδια. Δεν ήταν, λοιπόν, χωρίς το ουσιαστικό της υπόβαθρο η επεξήγηση του Διευθυντή και δεν εντοπίζεται ούτε σφάλμα στην προσέγγισή του. ΄Οπως προκύπτει από τη νομολογία που επικαλέστηκε ο αιτητής, παρέχεται κάποιο περιθώριο στάθμισης και αυτού του παράγοντα, άλλο αν κάτω από τέτοιο μανδύα αναπλάθεται η εικόνα. (Βλ. Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ΑΕ 2374 - 15.9.99). Πράγμα που σαφώς δεν έγινε στην προκειμένη περίπτωση. Η διοίκηση έχει διακριτική εξουσία και δεν της υπαγορεύεται ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να την ασκήσει. Το Ανώτατο Δικαστήριο διενεργεί έλεγχο ακραίων ορίων και δεν μπορώ να συμφωνήσω πως η ΕΔΥ, ενισχυμένη και από την όμοια προσέγγιση του Διευθυντή ο οποίος είναι κατ΄εξοχήν γνώστης των αναγκών της ανώτερης θέσης, τα υπερέβη.

Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.

/ΜΣι.

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο