Eλένης Κωνσταντίνου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Υπόθεση αρ. 1063/1999, 22 Ιανουαρίου, 2002 Eλένης Κωνσταντίνου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Υπόθεση αρ. 1063/1999, 22 Ιανουαρίου, 2002

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση αρ. 1063/1999

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Eλένης Κωνσταντίνου, από τη Λευκωσία

&# 9;Αιτήτριας

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Καθ’ης η αίτηση

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 22 Ιανουαρίου, 2002.

Για την αιτήτρια: Π. Μιχαήλ για Α. Παπαχαραλάμπους.

Για την καθ΄ης η αίτηση: Τζ. Καρακάννα (κα).

Το Ε/Μ 2 είναι παρούσα.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η αιτήτρια στην παρούσα προσφυγή ζητά την πιο κάτω θεραπεία:-

“Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή η απόφαση της Καθ΄ης η αίτηση η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 16.7.1999 και με την οποία προήγαγε τους κ. Ανδρέα Λοΐζου, Μαγδαληνή Ιωσηφάκη και Αντωνάκη Μ. Μούσα στη μόνιμη θέση Γραμματειακού Λειτουργού (Τακτικός Προϋπολογισμός) Γενικό Γραμματειακό Προσωπικό, Γενικές Κατηγορίες Προσωπικού, από την 1.7.99 αντί και/ή στη θέση της αιτήτριας είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.”

Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών με επιστολή του ημερ. 24.5.99 ζήτησε από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) την πλήρωση τεσσάρων μόνιμων θέσεων Γραμματειακού Λειτουργού. Επειδή η θέση είναι θέση προαγωγής. Η ΕΔΥ σε συνεδρία της ημερ. 28.5.99 αποφάσισε να επιληφθεί του θέματος της πλήρωσης των πιο πάνω θέσεων σε μεταγενέστερη ημερομηνία και στη συνεδρία να παραστεί και ο Διευθυντής Υπηρεσίας Δημοσίας Διοίκησης.

Στη συνεδρία της ημερ. 4.6.99 η ΕΔΥ, έχοντας υπόψη τις πρόνοιες των περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμων του 1997 και 1998 (Νόμος 55(1)/1997 όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 100(1)/1998) και νοουμένου ότι οι θέσεις προαγωγής ήσαν τριάντα επτά, απεφάσισε να προσφέρει προαγωγή στα ενδιαφερόμενα μέρη 1 και 2 (Ανδρέα Λοΐζου και Μαγδαληνή Ιωσηφάκη) τα οποία πληρούσαν τα σχέδια υπηρεσίας και τις πιο πάνω πρόνοιες του Νόμου 100(1)/1998. Και τα δύο πιο πάνω ενδιαφερόμενα μέρη πληρούν τις προϋποθέσεις του Νόμου ως είναι παραδεκτό και από την αιτήτρια.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας εγκατέλειψε την προσφυγή όσον αφορά το τρίτο ενδιαφερόμενο μέρος (Αντωνάκη Μούσα). Έτσι σε ότι αφορά το ενδιαφερόμενο μέρος 3 η προσφυγή απορρίπτεται.

Στη γραπτή του αγόρευση ο δικηγόρος της αιτήτριας προβάλλει ένα και μόνο λόγο ακύρωσης της απόφασης, την αντισυνταγματικότητα του άρθρου 3 του Νόμου 100(1)/1998. Ισχυρίζεται ότι η διάταξη αυτή του Νόμου έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της ισότητας που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος. Είναι η θέση της αιτήτριας ότι η συνεχής διάκριση στην αντιμετώπιση των ατόμων αυτών, ιδιαίτερα μετά το διορισμό τους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, είναι αδικαιολόγητη και προκαλεί δυσμενή αντιμετώπιση άλλων υποψηφίων που είναι καταλληλότεροι για τη διεκδίκηση της θέσης, στερώντας τους κάθε φορά τη δυνατότητα ανέλιξης τους.

Αντίθετα η Δημοκρατία, στην γραπτή αγόρευση της ισχυρίζεται ότι οι πρόνοιες του άρθρου 3 του Νόμου δεν έρχονται σε αντίθεση με το Άρθρο 28 του Συντάγματος γιατί (το άρθρο 3) αφορά ανομοιογενή υποκείμενα του δικαίου.

Και οι δύο αγορεύσεις των μερών, παρά το γεγονός ότι παραθέτουν σχετική νομολογία, είναι σύντομες και δεν αναπτύσσουν το θέμα σε έκταση.

Το άρθρο 3 του Νόμου 100(1)/1998 έχει ως ακολούθως:-

“3.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμού με βάση τον οποίο πληρούνται κενές θέσεις στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ποσοστό 10% επί του συνολικού αριθμού των θέσεων κάθε μισθολογικής κλίμακας που προκηρύσσονται ή κενούνται κατ΄ έτος σε οποιαδήποτε υπηρεσία του ευρύτερου δημόσιου τομέα πληρούται από υποψηφίους που είναι παθόντες ή τέκνα εγκλωβισμένων, νοουμένου ότι κατέχουν τα προβλεπόμενα από τους σχετικούς νόμους ή κανονισμούς ή σχέδια υπηρεσίας προσόντα.

(2) Το εδάφιο (1) τυγχάνει εφαρμογής, ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα γραπτού ή προφορικού διαγωνισμού που διενεργείται μεταξύ όλων των υποψηφίων για την πλήρωση των κενών θέσεων:

Νοείται ότι τα εν λόγω αποτελέσματα του γραπτού ή προφορικού διαγωνισμού λαμβάνονται υπόψη, σε περίπτωση που ο αριθμός των υποψηφίων που είναι παθόντες ή τέκνα εγκλωβισμένων υπερβαίνει το 10% που προβλέπεται στο εδάφιο (1) και μόνο για σκοπούς επιλογής μεταξύ αυτών.

(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων, ανάπηρος που είναι υποψήφιος για συγκεκριμένη θέση έχει προτεραιότητα για σκοπούς πρόσληψης σε σχέση με οποιοδήποτε εξαρτώμενο αναπήρου.”.

Το δε Άρθρο 28.1 του Συντάγματος αναφέρει:-

“28.1 Πάντες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, της διοικήσεως και της δικαιοσύνης και δικαιούνται να τύχωσι ίσης προστασίας και μεταχειρίσεως.”

Το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος διασφαλίζει το δικαίωμα της ισότητας μεταξύ ομοίων περιπτώσεων. Το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης περιορίζεται σ΄ αυτές τις περιπτώσιες και δεν τυγχάνει εφαρμογής όπου χωρούν εύλογες διαφοροποιήσεις μεταξύ ενυπαρχουσών διαφορετικών περιπτώσεων. Αποκλείεται η διάκριση των ομοιογενών ως και η εξομοίωση των ανομοιογενών υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου (Βλέπε: Ανδρέας Μαυρομμάτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 2023, ημερ. 28.12.1998). Όπως έχει λεχθεί από τον Πική, Δ. (όπως ήταν τότε) στην απόφαση του στην υπόθεση Γεώργιος Τουμάζος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 2935 “η ομοιογένεια ή η απουσία της προσδιορίζονται με βάση τη φύση των πραγμάτων ή την αντικειμενικήν υπόσταση των προσώπων τα δικαιώματα των οποίων ρυθμίζονται από το νόμο.”

Τα δικαιώματα των υπαλλήλων της Δημόσιας Υπηρεσίας ρυθμίζονται από το Νόμο αρ. 1/90. Κάθε υπάλληλος κατέχει το δικαίωμα προαγωγής εφόσον συντρέχουν στο πρόσωπο του οι προϋποθέσεις του Νόμου όπως αναφέρονται στα άρθρα 34 και 35 του Νόμου.

Τα εδάφια 2, 3 και 4 του άρθρου 35 του Νόμου 1/90, έχουν ως ακολούθως:-

(2) Κανένας δημόσιος υπάλληλος δεν προάγεται σε άλλη θέση, εκτός αν -

(α) Υπάρχει κενή τέτοια θέση:

Νοείται ότι σε περίπτωση συνδυασμένων θέσεων, μπορεί να γίνει προαγωγή από την κατώτερη στην ανώτερη θέση ή τάξη της ίδιας θέσης ανεξάρτητα από το αν υπάρχει ή όχι κενή θέση στην ανώτερη θέση ή τάξη και σύμφωνα με τρόπο που θα καθοριστεί:

Νοείται περαιτέρω ότι μια θέση Προαγωγής μπορεί να πληρωθεί πριν αυτή κενωθεί, όταν ο κάτοχός της βρίσκεται με άδεια αφυπηρέτησης.

(β) κατέχει τα προσόντα που προβλέπονται στο σχέδιο υπηρεσίας για τη θέση κατά το χρόνο κατά τον οποίο λήφθηκε από την Επιτροπή η πρόταση για την πλήρωση της θέσης και κατά το χρόνο που λαμβάνεται η απόφαση.

(γ) δεν τιμωρήθηκε κατά τη διάρκεια της προηγούμενης διετίας για πειθαρχικό παράπτωμα σοβαρής μορφής.

(3) Οι διεκδικήσεις των υπαλλήλων για προαγωγή αποφασίζονται με βάση την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα.

(4) Κατά την προαγωγή η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, αιτιολογημένες συστάσεις του Προϊστάμενου του Τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση και την εντύπωση την οποία η Επιτροπή αποκόμισε για τους υποψηφίους κατά την προφορική εξέταση, αν αυτή έγινε.”

Από τα πιο πάνω άρθρα του Νόμου προκύπτει ότι κάθε υπάλληλος της δημόσιας υπηρεσίας, ανεξάρτητα του φύλου, θρησκεύματος, οικονομικής κατάστασης, της κοινωνικής τάξεως ή οιουδήποτε άλλου λόγου (Άρθρο 28.2 του Συντάγματος) έχει την προσδοκία και το δικαίωμα της διεκδίκησης προαγωγής. Αυτό το δικαίωμα το αποστερείται αφού ο υπό αναφορά Νόμος δίδει δικαίωμα, άνευ άλλου τινός, να προάγεται υπάλληλος κατά προτίμηση με μόνο προσόν την καταγωγή του (τέκνο εγκλωβισμένων) ή να υπέστη κάποια συνέπεια από την ανώμαλη πολιτική κατάσταση που επικρατεί στην Κύπρο (παθών). Και τούτο σε πλήρη παραγνώριση των θεσμοθετημένων και νομολογημένων κριτηρίων (αξία, αρχαιότητα, προσόντα) για την προαγωγή.

Στη Ζίζιρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1855, ημερ. 15.9.1998 αναφέρονται τα εξής τα οποία συνοψίζουν τόσο την ελληνική όσο και τη δική μας νομολογία:-

Παραβίαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος.

Ο όρος ‘ίσοι ενώπιον του Νόμου’ στο Άρθρο 28.1 του Συντάγματος δεν μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας αλλά διασφαλίζει μόνον εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσεως των πραγμάτων (Μικρομμάτης ν. Δημοκρατίας, 2 R.S.C.C. 125).

Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Αρακιάν κ.ά. (1972) 3 Α.Α.Δ. 294 είχαν υιοθετηθεί οι πιο κάτω αρχές της ελληνικής νομολογίας:

(1) Η συνταγματική αρχή της ισότητας συνεπάγεται την ίση ή ομοιόμορφη μεταχείριση ‘πάντων των υπό τας αυτάς συνθήκας τελούντων’ (Υπόθεση 1273/65 του Σ.τ.Ε.).

(2) Το άρθρο 3 του Ελληνικού Συντάγματος του 1952 - το οποίο αντιστοιχεί με το πιο πάνω Άρθρο 28.1 - ‘αποκλείει μόνον την υπό του νομοθέτου θέσπισιν διακρίσεων αυθαιρέτων και όλως αδικαιολόγητων’ (Υποθέσεις 1247/67 και 1870/67 του Σ.τ.Ε.).

(3) Ευλόγως προκύπτει παραβίασις της αρχής της ισότητος και ως εκ τούτου ακυρότης των προσβαλλομένων πράξεων, εφ΄ όσον πρόκειται περί ρυθμίσεων σχέσεων τελουσών υπό διαφόρους πραγματικάς συνθήκας, αίτινες δεν αποκλείουν ανομοιομορφίας εν τω διακανονισμώ αυτών’ (Υπόθεση 2063/68 του Σ.τ.Ε.).

(4) Η αρχή της ισότητας εφαρμόζεται “επί περιπτώσεων τελουσών υπό τας αυτάς εν γένει συνθήκας” (Υπόθεση 1215/69 του Σ.τ.Ε.).

Στην Σεργίδη ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. (Απόφαση Ολομέλειας) υποδεικνύεται ότι το Άρθρο 28 έχει ως λόγο (Βλ. Μικρομμάτης, πιο πάνω) την ουσιαστική σε αντίθεση με την φαινομενική ισότητα. Υποδεικνύεται, επίσης, ότι η δυναμική της αρχής της ισότητας επιβάλλει την ανίχνευση της φύσης, των υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου ώστε να αποδίδονται τα ίσα στα όμοια και τον αποκλεισμό της ταύτισης των ανομοίων (Βλ. και απόφαση του Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά 2/89, 29.8.89, σχετικά με τον τρόπο προσδιορισμού της ομοιογένειας)” (Βλ. επίσης ‘Συνταγματική Θεωρία και Πράξη’ του Αριστόβουλου Μάνεση, σελ. 320).

Στη Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1956/23.1.98 (απόφαση Πική, Π.) το θέμα τίθεται ως πιο κάτω:

‘Η θεμελιακή αρχή η οποία προκύπτει τόσο από την Ελληνική όσο και την Κυπριακή νομολογία είναι τούτη. Αποκλείονται διακρίσεις οι οποίες δεν ανάγονται σε εγγενείς διαφορές μεταξύ των υποκειμένων ή αντικειμένων του δικαίου ...... Εάν τα υποκείμενα ή αντικείμενα της ρύθμισης είναι ομοιογενή, δεν χωρεί διάκριση. Εάν είναι ανομοιογενή χωρεί και παρέχεται ευχέρεια για την θεσμοθέτηση διάφορου κανόνα ή την υιοθέτηση διάφορης ρύθμισης. Βλ. και Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1449/23.10.97, Χαρ. Ι. Φιλιππίδης και Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1935/30.9.97, Γιασεμίδου ν. Δήμου Λευκωσίας, Α.Ε. 1611/31.10.96, Παπαδοπούλου κ.ά. ν. Ράπτη, Υπομνήματα 314-315/15.12.96.’

Στην παρούσα υπόθεση, έχοντας υπόψη τα πραγματικά γεγονότα, τις συνθήκες και τις περιστάσεις της υπόθεσης καθώς και τη νομολογία επί του θέματος έχω καταλήξει ότι η διάκριση που επιβάλλει το υπό αναφορά άρθρο 3 του Νόμου 100(1)/98 προσκρούει ευθέως στο Άρθρο 28.1 του Συντάγματος. Πρόκειται περί ομοιογενών υποκειμένων του δικαίου, οι δημόσιοι υπάλληλοι οι οποίοι δικαιούνται προαγωγής με βάση το Νόμο (Ν. 1/90, άρθρα 34 και 35). Η διάκριση που γίνεται λόγω καταγωγής ή άλλων δυσμενών γι΄ αυτούς περιστάσεων αντίκειται ευθέως προς την αρχή της ισότητας που διασφαλίζεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος.

Είναι νομολογιακή αρχή ότι η όμοια μεταχείριση για να είναι ίση προϋποθέτει ομοιότητα των υπό ρύθμιση θεμάτων. Εδώ η ρύθμιση του θέματος συνίσταται η διά της προαγωγής στελέχωση της δημόσιας υπηρεσίας από τους ικανότερους προς τούτο υπαλλήλους για την εύρυθμη λειτουργία της προς ικανοποίηση του δημοσίου συμφέροντος. Η άνευ άλλου τινός προαγωγή ενός υπαλλήλου επειδή τυγχάνει ‘παθών’ ή ‘τέκνον εγκλωβισμένων’, σε παραγνώριση των τριών θεσμοθετημένων κριτηρίων (αξία, αρχαιότητα, προσόντα) και της ύπαρξης υπαλλήλων που πιθανό να είναι ικανότεροι, δημιουργεί ανισότητα ανεπίτρεπτη.

Δεν μου διαφεύγει της προσοχής ότι ο υπό αναφορά Νόμος έχει σκοπό να απαλύνει, στα πρόσωπα ορισμένης κατηγορίας προσώπων, τις συνέπειες από την τουρκική εισβολή και κατοχή μέρους της Δημοκρατίας. Η σκοπιμότητα του Νόμου είναι εμφανής. Προσβάλλει όμως την αρχή της ισότητας όπως έχει διαγραφεί πιο πάνω. Η Πολιτεία εάν νοιώθει την υποχρέωση να συνδράμει τους εκ της τουρκικής εισβολής και κατοχής αναξιοπαθούντες, έπρεπε να βρει άλλους τρόπους υποστήριξης τους και όχι την αδιάκριτη προαγωγή τους στη δημόσια υπηρεσία σε βάρος άλλων δημόσιων υπαλλήλων, προσβάλλοντας έτσι την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

Για τους πιο πάνω λόγους κατέληξα ότι το άρθρο 3 του Νόμου 100(1)/98 είναι αντισυνταγματικό.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.

(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο