Κυριάκου Ευθυμίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 1075/99, 1076/99,1122/99 και 1123/99, 31 Ιανουαρίου, 2002 Κυριάκου Ευθυμίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 1075/99, 1076/99,1122/99 και 1123/99, 31 Ιανουαρίου, 2002

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 1075/99, 1076/99,

1122/99 και 1123/99

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

Υπόθεση Αρ. 1075/99

ΜΕΤΑΞΥ:

Κυριάκου Ευθυμίου, Ευρυδίκης 18, Αγλαντζιά,

Λευκωσία

Αιτητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Καθ΄ων η αίτηση

__________

Υπόθεση Αρ. 1076/99

ΜΕΤΑΞΥ:

Κυριάκου Ευθυμίου, Ευρυδίκης 18, Αγλαντζιά,

Λευκωσία

Αιτητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Καθ΄ων η αίτηση

__________

Υπόθεση Αρ. 1122/99

ΜΕΤΑΞΥ:

Τάσσου Περικλέους, Κυλλήνης 5, Διαμ. 201, 2039,

Στρόβολος, Λευκωσία

Αιτητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Καθ΄ων η αίτηση

 

Υπόθεση Αρ. 1123/99

ΜΕΤΑΞΥ:

Τάσσου Περικλέους, Κυλλήνης 5, Διαμ. 201, 2039,

Στρόβολος, Λευκωσία

Αιτητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Καθ΄ων η αίτηση

__________

31 Ιανουαρίου, 2002

Για τους αιτητές : κ. Σ. Ανδρέου.

(σε όλες τις υποθέσεις)

Για τους καθ΄ ων η αίτηση : κα Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος

της Δημοκρατίας, για Γεν.

Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

Για το ενδ. μέρος Νόρμα Κλίππη : κα Αλ. Λυκούργου για

(στις υποθέσεις αρ. 1075/99 κ. Γ. Τριανταφυλλίδη.

και 1122/99)

Για το ενδ. μέρος ΄Αδωνι Παπαγαβριήλ : κ. Α. Σ. Αγγελίδης.

(στις υποθέσεις αρ. 1076/99 και

1123/99)

__________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με τις παρούσες προσφυγές οι αιτητές αξιώνουν την ακύρωση του διορισμού/προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών στη μόνιμη θέση Λειτουργού Μηχανογράφησης 2ης Τάξης (Τακτικός Προϋπολογισμός), Τμήμα Μηχανογραφικών Υπηρεσιών, που έγινε με απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής “η Επιτροπή”), που ελήφθη στη συνεδρία της ημερ. 12.2.1999.

Η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν προϊόν επανεξέτασης ύστερα από ακύρωση από το Ανώτατο Δικαστήριο προηγούμενης απόφασης της Επιτροπής ημερομ. 4.9.1995, για αναδρομικό διορισμό/προαγωγή των ίδιων ενδιαφερομένων μερών.

Το θέμα παραπέμφθηκε στο Διευθυντή του Τμήματος Υπηρεσιών Πληροφορικής, όπως είχε μετονομαστεί εν τω μεταξύ το Τμήμα Μηχανογραφικών Υπηρεσιών, με σκοπό την επανασύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, καθήκον της οποίας ήταν, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, η ετοιμασία νέας έκθεσης αναφορικά με την πλήρωση των τεσσάρων θέσεων που είχαν μείνει κενές, ύστερα από την ακυρωτική απόφαση.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή μέσω του Προέδρου της, του Διευθυντή του Τμήματος Υπηρεσιών Πληροφορικής, υπέβαλε στις 3.9.1998 την έκθεσή της.

Στη συνεδρία της Επιτροπής ημερομ. 12.2.1999, παρευρέθηκε και ο Διευθυντής του Τμήματος Πληροφορικής, ο οποίος σύστησε τα ενδιαφερόμενα μέρη. Μετά την αποχώρησή του, η Επιτροπή προχώρησε στη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψήφιων και αφού έλαβε υπ΄ όψιν όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, διόρισε στη θέση τα τέσσερα ενδιαφερόμενα μέρη, αναδρομικά από 3.1.1994.

Και στις τέσσερις προσφυγές εγείρονται οι ίδιοι νομικοί ισχυρισμοί. Οι αιτητές προβάλλουν έλλειψη αιτιολογίας και/ή επαρκούς αιτιολογίας, πλάνη περί το νόμο, έλλειψη δέουσας έρευνας σχετικά με την εφαρμογή του Νόμου 53(Ι)/92, έλλειψη αιτιολογίας της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, έλλειψη δέουσας έρευνας αναφορικά με τα προσόντα, αξία και πείρα των αιτητών και αντιφατική αιτιολογία της Επιτροπής. Ισχυρίζονται ακόμα ότι η σύσταση του Διευθυντή δεν υποστηρίζεται από τα στοιχεία των φακέλων.

Ισχυρίζονται περαιτέρω ότι ούτε η Συμβουλευτική Επιτροπή, αλλά ούτε και η Επιτροπή, προέβηκαν στη δέουσα έρευνα αναφορικά με τα προσόντα, αξία και πείρα των υποψήφιων και έτσι πεπλανημένα θεώρησαν ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερείχαν. Τα αναιτιολόγητα συμπεράσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Επιτροπής συγκρούονται με τα στοιχεία των φακέλων.

Το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης για πρώτο διορισμό προβλέπει πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο στην Επιστήμη των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών ή της Πληροφορικής και για προαγωγή, πενταετή τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Βοηθού Λειτουργού Μηχανογράφησης 1ης Τάξης. Και για τα δυο απαιτείται επίσης ακεραιότητα χαρακτήρα, διοικητική και οργανωτική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία, πολύ καλή γνώση της ελληνικής και καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας, ενώ πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση στη Δημόσια Υπηρεσία αποτελεί πλεονέκτημα.

Η ερμηνεία και εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας και η κρίση ως προς τη συνδρομή των αναγκαίων τυπικών προσόντων στο πρόσωπο των υποψήφιων αποτελεί αυτοτελές προκριματικό ζήτημα, η λύση του οποίου ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου οργάνου. Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην κρίση αυτή, εκτός αν η λύση που δόθηκε δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή (Δημοκρατία ν. Κυπρή, Α.Ε. 876, ημερομ. 3.11.1989, Lewis v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 522, ημερομ. 30.5.1989, Δημοκρατία ν. Υψαρίδη κ.α. (1993) 3 Α.Α.Δ., 347, 354-355).

Το Δικαστήριο δεν ενεργεί πρωτογενή έρευνα, ούτε ασκεί ουσιαστική κρίση επί του θέματος της κτήσης των αναγκαίων προσόντων, αλλά ελέγχει την παράλειψη διενέργειας επαρκούς έρευνας προς διαπίστωση της πραγματικής κατάστασης, την πιθανότητα ύπαρξης πλάνης και την υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του οργάνου (βλέπε σχετικά Mytides v. Republic, A.E. 706, ημερομ. 5.4.1988, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 362/93, ημερομ. 14.7.1994, Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 911/93 κ.α., ημερομ. 18.4.1997).

Στην παρούσα υπόθεση η έρευνα που έγινε δεν ήταν η δέουσα σε πολλές περιπτώσεις. Η πρώτη πλημμέλεια παρουσιάζεται στην έρευνα για κατοχή του προσόντος της καλής γνώσης της αγγλικής, που απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας. Στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν φαίνεται αν έγινε οποιαδήποτε έρευνα για διαπίστωση της κατοχής από όλους τους υποψήφιους της απαιτούμενης καλής γνώσης της αγγλικής, ενώ φαίνεται ότι ερευνήθηκε η κατοχή της πολύ καλής γνώσης, που δεν απαιτείται.

Ακόμα καμιά αναφορά δεν γίνεται για το επίπεδο γνώσης της αγγλικής των δύο αιτητών. Αυτή η παράλειψη, συνδυασμένη με την ειδική αναφορά που γίνεται στην πολύ καλή γνώση της αγγλικής από άλλους υποψήφιους, τους θέτει αχρείαστα και αναιτιολόγητα σε μειονεκτική θέση. Αν η Συμβουλευτική ήταν της γνώμης ότι για όλους τους υποψήφιους ή κάποιους από αυτούς, υπήρχε τεκμήριο κατοχής του συγκεκριμένου προσόντος, αυτό έπρεπε να καταγραφεί για να μπορεί να ασκηθεί ο δικαστικός έλεγχος. Ούτε η Επιτροπή φαίνεται να ερεύνησε καθόλου το θέμα.

Επισημαίνεται επίσης ότι ενώ, σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας, πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε σε υπηρεσία σε θέση στη Δημόσια Υπηρεσία αποτελεί πλεονέκτημα, καμιά έρευνα δεν έγινε από τη Συμβουλευτική για να διαπιστωθεί αν κάποιος υποψήφιος κατείχε το πλεονέκτημα αυτό. Αντιθέτως, γίνονται επανειλημμένως αναφορές σε πείρα που πολλοί υποψήφιοι κατέχουν σχετική με τα καθήκοντα της θέσης στον ιδιωτικό τομέα, προσόν που ασφαλώς δεν αποτελούσε πλεονέκτημα. Βέβαια, το θέμα ερευνήθηκε από την Επιτροπή στη συνεδρία της ημερ. 29.1.1999, η οποία έκρινε ότι κανένας από τους συστηθέντες από τη Συμβουλευτική υποψήφιους δεν το κατείχε. Από τους φακέλους όμως φαίνεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ΄Αδωνις Παπαγαβριήλ κατείχε το πλεονέκτημα της πείρας που αποκτήθηκε σε υπηρεσία στη Δημόσια Υπηρεσία, αφού είχε εργαστεί ως έκτακτος υπάλληλος. Συνεπώς η έρευνα που έγινε και από τα δύο σώματα ήταν πλημμελής.

Η ελλειπής έρευνα αποδεικνύεται ακόμα και από το γεγονός ότι ο αιτητής στις προσφυγές υπ΄ αρ. 1122/99 και 1123/99 κρίθηκε από τη Συμβουλευτική ότι δεν διέθετε πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, άνκαι είναι καθηγητής Πληροφορικής. Το συγκεκριμένο προσόν δεν απαιτείται μεν από το σχέδιο υπηρεσίας, όμως για άλλους υποψήφιους αναφέρεται ότι το κατέχουν.

Ακόμα, για τα ενδιαφερόμενα μέρη Ηλία Κέκκο και Νόρμα Κλίππη, η Συμβουλευτική Επιτροπή στην έκθεσή της αναφέρει ότι οι γονείς τους είναι εγκλωβισμένοι, στοιχείο το οποίο όπως φαίνεται στη συνέχεια η Επιτροπή έλαβε σοβαρά υπ΄ όψιν, χωρίς προηγουμένως να προβεί σε έρευνα αν οι δύο υποψήφιοι πληρούσαν τις προϋποθέσεις του άρθρου 3 του περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Αναπήρων και των Εξαρτωμένων, των Πεσόντων, Αγνοουμένων, Αναπήρων και Εγκλωβισμένων Νόμο του 1992, Ν.53(Ι)/92 ο οποίος προνοεί ότι ανάπηροι και εξαρτώμενοι πεσόντων, αγνοουμένων, αναπήρων και εγκλωβισμένων που είναι υποψήφιοι για την πλήρωση θέσεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και που κατέχουν όλα τα απαιτούμενα από τα οικεία σχέδια υπηρεσίας προσόντα, προτιμούνται μέχρι ποσοστού 10%, εφόσον διαθέτουν τις απαραίτητες ικανότητες για να ασκούν τα καθήκοντα της θέσης και δεν υστερούν από τους υπόλοιπους υποψήφιους σε αξία και προσόντα.

Αρκεί να σημειωθεί ότι, ενώ το άρθρο 3 του Νόμου 53(1)/92 προβλέπει για προτίμηση της συγκεκριμένης τάξης σε ποσοστό 10%, στην παρούσα περίπτωση επί τεσσάρων θέσεων, έγινε επίκληση του Νόμου αυτού στις δύο πιο πάνω περιπτώσεις, δηλαδή σε ποσοστό 50%.

Οι καθ΄ ων η αίτηση παραδέχονται ότι μέρος της αιτιολογίας που έδωσε η Επιτροπή για την επιλογή των συγκεκριμένων ενδιαφερομένων μερών και συγκεκριμένα το μέρος όπου αναφέρεται στην προτίμησή τους, λόγω των προνοιών του Νόμου 53(1)/92 είναι νομικά εσφαλμένο, γιατί ο συγκεκριμένος νόμος δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση. Εισηγούνται όμως ότι η λανθασμένη αυτή αιτιολογία της Επιτροπής δεν επιφέρει ακυρότητα, εφ΄ όσον αυτή μπορεί να στηριχτεί σε άλλο νομικό έρεισμα.

΄Ολες οι πιο πάνω παραλείψεις δείχνουν ότι τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή, όσο και η Επιτροπή ενήργησαν κάτω από πλάνη. Σύμφωνα με νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ακόμα και η πιθανότητα πλάνης επιφέρει ακυρότητα της προσβαλλόμενης απόφασης (Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ., 228). Βέβαια, γίνεται δεκτό ότι στην περίπτωση επάλληλων αιτιολογιών η πράξη κρίνεται νόμιμη, αν μια από αυτές μπορεί επαρκώς να την στηρίξει. ΄Ομως, αν μια από τις αιτιολογίες που δίδονται είναι πεπλανημένη, η πράξη καθίσταται στο σύνολο της ακυρωτέα, γιατί δεν μπορεί να συναχθεί από αυτήν ο βαθμός κατά τον οποίο η πεπλανημένη αιτιολογία επέδρασε πάνω στην έκδοση της πράξης (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 189).

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται, με έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

 

 

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο