Γιαννάκη Δημητρίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Υπόθεση Αρ. 1156/2000, 18 Ιανουαρίου, 2002 Γιαννάκη Δημητρίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Υπόθεση Αρ. 1156/2000, 18 Ιανουαρίου, 2002

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 1156/2000

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

 

ΜΕΤΑΞΥ:

Γιαννάκη Δημητρίου, από την Αλάμπρα

Αιτητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Καθ΄ων η αίτηση

_____________

18 Ιανουαρίου, 2002

Για τον αιτητή : κ. Α. Σ. Αγγελίδης.

Για τους καθ΄ων η αίτηση: κα Γ. Κυριακίδου, Δικηγόρος της

Δημοκρατίας Α΄, για Γεν.Εισαγγελέα

της Δημοκρατίας.

______________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Mε την παρούσα προσφυγή αξιώνεται ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη μόνιμη θέση Ανώτερου Επιθεωρητή - Τυπογραφείο, στο Τυπογραφείο της Δημοκρατίας, που έγινε σε συνεδρία της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής “η Επιτροπή”), ημερ. 7.6.2000. Στη συνεδρία παρίστατο και ο Διευθυντής του Τυπογραφείου, ο οποίος σύστησε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος.

Ο αιτητής προσβάλλει τη σύσταση του Διευθυντή ενώ, περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή την υιοθέτησε χωρίς να διεξάγει η ίδια έρευνα. Τέλος ισχυρίζεται ότι υπερέχει του ενδιαφερόμενου μέρους σε αξία και αρχαιότητα.

Ισχυρίζεται ότι ο χαρακτηρισμός του ενδιαφερόμενου μέρους από το Διευθυντή ως “επαρκέστερου” για τη θέση, έγινε χωρίς αιτιολογία. Ακόμα, ο Διευθυντής, ενώ είχε προσωπική γνώση για τους υποψήφιους, ζήτησε και τις απόψεις των άμεσα προϊσταμένων τους, ενώ δεν αποκαλύπτονται οι πηγές των πληροφοριών που τον οδήγησαν στο σχηματισμό της γνώμης του. Περαιτέρω προβάλλεται το επιχείρημα ότι η σύσταση δόθηκε χωρίς ο Διευθυντής να γνωρίζει ποιοί ήταν οι προσοντούχοι, ενώ υπερτονίστηκαν ορισμένα από τα στοιχεία των εκθέσεων, αφήνοντας να νοηθεί ότι ο αιτητής υστερούσε σ΄ αυτά.

Ο αιτητής ισχυρίζεται από τη μια ότι υπάρχει σύγκρουση με τα στοιχεία των φακέλων και ότι η σύσταση διαμορφώνει εκ των υστέρων νέα κατάσταση στην αξιολογηθείσα κατάσταση των λειτουργών, ενώ από την άλλη ότι η σύσταση είναι πλεονασματική, αφού απλώς αναπλάθει το περιεχόμενο των φακέλων, χωρίς να προσθέτει ο,τιδήποτε. Προφανώς τα δύο τελευταία επιχειρήματα αλληλοσυγκρούονται. Είτε η σύσταση συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων, είτε τα αναπλάθει. Δεν μπορεί να ισχύουν και τα δύο.

Ανάγνωση της σύστασης του Διευθυντή όπως αναπαράγεται στα πρακτικά της Επιτροπής ημερ. 7.6.2000, δείχνει ότι τίποτε δεν υπάρχει που να ανατρέπει το τεκμήριο της κανονικότητάς της.

΄Εχει επανειλημμένα λεχθεί ότι οι συστάσεις του προϊστάμενου τμήματος αποτελούν ξεχωριστό, πρωτογενές, ουσιώδες και αυτοτελές στοιχείο κρίσης (Κέντα ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 485, 489, Δημοκρατία ν. Ψωμά, Α.Ε. 1979, ημερ. 17.10.1997).

Ο Διευθυντής είναι ο λειτουργός που βρίσκεται στην καταλληλότερη θέση να περιγράψει τις αρετές που χρειάζονται για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων μιας θέσης και η σημασία που αποδίδεται στις συστάσεις του, στοχεύει ακριβώς στη διασφάλιση ότι κατά τη διαδικασία επιλογής το διορίζον όργανο θα καθοδηγηθεί από τον προϊστάμενο που βρίσκεται σε μοναδική θέση να συμβουλεύσει την Επιτροπή επί των ιδιοτήτων και της αξίας των υφιστάμενών του (βλέπε Constantinou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 498, 501, Κύρου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1435/99 κ.α., ημερ. 12.9.2001).

Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Πογιατζή, Α.Ε. 2767, ημερ. 20.9.2001, τονίστηκε ότι, με αφετηρία τις απαιτήσεις της θέσης, καθήκον του Διευθυντή είναι να επισημαίνει τις αρετές εκείνες του συγκεκριμένου υποψήφιου, στις οποίες με βάση τις αξιολογήσεις υπερέχει και να συστήνει με βάση την υπεροχή αυτή, τον καταλληλότερο (βλέπε επίσης Κουάλης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2402, ημερ. 11.11.1999).

Στην παρούσα υπόθεση ο Διευθυντής συστήνοντας το ενδιαφερόμενο μέρος ως καταλληλότερο, τόνισε ορισμένες από τις ικανότητες που επέδειξε κατά την άσκηση των καθηκόντων του, οι οποίες αποτελούν μέρος των απαιτούμενων από τα σχέδια υπηρεσίας προσόντων και σχετίζονται με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της συγκεκριμένης θέσης.

΄Εχει επανειλημμένα λεχθεί ότι η βαρύτητα της σύστασης εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο συνάδει προς τα στοιχεία των φακέλων (Στυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 387, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1524, ημερ. 27.2.1997, Ανδρέου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 984/99, ημερ. 21.9.2001).

Από τις υπηρεσιακές εκθέσεις των δύο υποψήφιων είναι φανερό ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει σε αξία του αιτητή. Βρίσκω ότι ορθά ο Διευθυντής θεώρησε το ενδιαφερόμενο μέρος ως επαρκέστερο.

Ως προς την αρχαιότητα σημειώνεται ότι και οι δύο προήχθηκαν στη θέση Επιθεωρητή την 1.2.1999, ενώ στην προηγούμενη θέση του Τυπογράφου 1ης τάξης, ο αιτητής προήχθη με διαφορά τεσσάρων μόλις μηνών από το ενδιαφερόμενο μέρος. Η έστω και οριακή αυτή διαφορά σημειώθηκε από την Επιτροπή και συνεπώς λήφθηκε υπ΄ όψιν. Εξάλλου, όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί (Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56, 62, 63), η αρχαιότητα αποκτά σπουδαιότητα εκεί όπου υπάρχει ισοβαθμία στην αξία και τα προσόντα, κάτι που δεν φαίνεται να συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση.

Προβλήθηκε επίσης ισχυρισμός ότι ο Διευθυντής δεν αποκάλυψε τις πηγές των πληροφοριών που τον οδήγησαν στο σχηματισμό της γνώμης του, παράλειψη που καθιστά τη σύστασή του τρωτή. Το θέμα έχει απαντηθεί εξαντλητικά από τη νομολογία. Ο Διευθυντής μπορεί να αντλήσει πληροφορίες από οποιεσδήποτε άλλες πηγές, όπως για παράδειγμα από προϊστάμενους των υποψήφιων, ενώ ο τρόπος που αξιολογεί τις απόψεις των άλλων λειτουργών που συμβουλεύεται δεν είναι δυνατόν να ελεχθεί δικαστικά (Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 817, ημερ. 12.7.1990, Μεστάνας ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2582, ημερ. 15.3.2001).

Ο αιτητής ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η Επιτροπή στηρίκτηκε στη σύσταση χωρίς να ερευνήσει η ίδια το όλο θέμα. Τίποτε από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν δικαιολογούν μια τέτοια θέση. Η σύσταση συνάδει με το περιεχόμενο των φακέλων και με βάση αυτή η Επιτροπή ορθά προχώρησε στην επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους (Κυπριανίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2808, ημερ. 21.6.2001).

Ο αιτητής για να πετύχει ακύρωση θα έπρεπε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους. Το βάρος απόδειξης ενός τέτοιου ισχυρισμού φέρει ο ίδιος. Το τι συνιστά έκδηλη υπεροχή έχει επανειλημμένα απασχολήσει τη νομολογία. Η υπεροχή θα πρέπει να αναδύεται ως αναντίρρητο γεγονός, τόσο πειστικό που να εντυπωσιάζει κάποιον από την πρώτη ματιά (Γρηγορίου ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2134, ημερ. 25.9.1998) ή κατ΄ άλλη διατύπωση να είναι αντικειμενικά αναντίλεκτη και αυταπόδεικτη (Lewis v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 522, ημερ. 30.5.1989, Χρίστου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λάρνακας, Α.Ε. 2146, ημερ. 4.9.1998, Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 Α.Α.Δ. 731, 734).

Στην παρούσα υπόθεση σίγουρα δεν έχει αποδειχθεί έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους. Αντίθετα, το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει σε αξία, έχει τη σύσταση του Διευθυντή, ενώ οι δύο υποψήφιοι είναι ίσοι σε προσόντα και ουσιαστικά σε αρχαιότητα. Κανένας από τους δύο δεν κατέχει το προβλεπόμενο ως πλεονέκτημα προσόν.

Η απόφαση της Επιτροπής ήταν εύλογα επιτρεπτή και συνεπώς η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του αιτητή, τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στις £400.

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

 

 

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο