Χριστάκη Θεοχαρίδη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Υπόθεση αρ. 1202/99, 9 Ιανουαρίου, 2002 Χριστάκη Θεοχαρίδη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Υπόθεση αρ. 1202/99, 9 Ιανουαρίου, 2002

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Υπόθεση αρ. 1202/99

ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ -

Χριστάκη Θεοχαρίδη, από τη Λεμεσό

Αιτητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Καθής η αίτηση

------------------------

Ημερομηνία: 9 Ιανουαρίου, 2002

Για τον αιτητή: Ε. Χειμώνας

Για την καθής η αίτηση: Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας

Για το ενδιαφ. μέρος 2

Σάββα Ζένιο: Ρ. Ερωτοκρίτου

Οι Βάσος Πετρίδης και Κλεάνθης Κλεάνθους,

ενδιαφ. μέρη 3 και 4 αντίστοιχα, παρίστανται αυτοπροσώπως.

--------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Αντικείμενο της αίτησης είναι η νομιμότητα της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ. ή Επιτροπή), ημερ. 7/7/99, με την οποία έχει προάξει σε θέσεις Ανώτερου Κτηματολογικού Λειτουργού, από 15/7/99, τα ενδιαφερόμενα μέρη (ε.μ.) Παναγιώτη Αργυρού, Σάββα Ζένιο, Βάσο Πετρίδη και Κλεάνθη Κλεάνθους. Η απόφαση δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της 20/8/99.

Οι θέσεις είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής. Η σχετική δημοσίευση αφορούσε 4 θέσεις, που αναμενόταν να κενωθούν, όπως και έγινε, σε διάφορες ημερομηνίες, το αργότερο μέχρι 1/4/99. Από τους 21, που αποτάθηκαν, η Συμβουλευτική Επιροπή (Σ.Ε.) σύστησε μόνο 13, τους οποίους κάλεσε σε προφορική συνέντευξη. Το ίδιο έπραξε και η Ε.Δ.Υ. Στις συνεδριάσεις της, για το σκοπό αυτό, παρέστη και ο Διευθυντής του Κτηματολογίου. Έχει σημασία να αναφερθεί ότι ο Διευθυντής σύστησε για προαγωγή τα ε.μ.

Είναι αναγκαίο να έχουμε υπόψη πως βαθμολογήθηκαν, από τα δύο όργανα, για την απόδοση τους στις συνεντεύξεις, ο αιτητής και τα ε.μ.. Ο πρώτος χαρακτηρίστηκε σχεδόν εξαίρετος από τη Σ.Ε. και πολύ καλός από την Ε.Δ.Υ. Τα ε.μ. είχαν ψηλότερη αξιολόγηση. Ο καθένας από αυτούς βαθμολογήθηκε εξαίρετος από τη Σ.Ε. και σχεδόν εξαίρετος από την Ε.Δ.Υ.

Έχω εντοπίσει, από τη μακρά αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή, 4 βασικούς λόγους, που προβάλλει για ακύρωση της επίδικης πράξης. Πρέπει εντούτοις να αποσαφηνιστεί ότι υπάρχουν στοιχεία γενικότητας και αοριστίας, στην αντιμετώπιση των θεμάτων, χωρίς, ορισμένες φορές, να εξειδικεύεται το ζήτημα ή να υπάρχει η αναγκαία αλληλουχία στην ανάπτυξη των θεμάτων. Συχνά δε γίνεται αναφορά σε “ενδιαφερόμενο μέρος”, χωρίς να καθορίζεται ποιό ακριβώς. Το εκλαμβάνω ωστόσο ότι εννοεί κάθε φορά όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Θα εκθέσω εδώ τους λόγους αυτούς, που θα εξεταστούν διαδοχικά. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι: (1) η εντύπωση της Σ.Ε. και της Ε.Δ.Υ., αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων, είναι αναιτιολόγητη. (2) τα ε.μ. δεν κατέχουν το προσόν της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας. (3) είναι αναιτιολόγητη και η σύσταση του Διευθυντή, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να υποστεί τον ακυρωτικό έλεγχο. περαιτέρω η σύσταση έρχεται σε αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων. και (4) ο αιτητής υπερέχει των ε.μ. στο τρίπτυχο κριτηρίων προαγωγής. Αυτός είναι ο πυρήνας των αιτιάσεων. Έγινε όμως προσπάθεια να εισαχθούν και άλλοι ισχυρισμοί για μεροληψία, παραβίαση δεδικασμένου προηγούμενης δικαστικής απόφασης και παρανομίας στη διαδικασία πλήρωσης της 4ης θέσης (που κενώθηκε από 1/3/99).

Πρώτος λόγος (βλ. πιο πάνω):

Σύμφωνα με το άρθρ. 34(10) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90:

“10. Η γενική εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Επιτροπής όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων σε προφορική εξέταση καταγράφεται πάντοτε στα πρακτικά της καθεμιάς Επιτροπής και αιτιολογείται.”

Στα παραρτήματα 6 και 8 του δικογράφου της ένστασης υπάρχει η αναλυτική αξιολόγηση των υποψηφίων από τη Σ.Ε. και την Ε.Δ.Υ., αντίστοιχα. Έχω την άποψη, αφού διεξήλθα το περιεχόμενο, ότι παρέχεται αιτιολογία και από τα δύο όργανα, που διενήργησαν τις συνεντεύξεις, σε όλες τις περιπτώσεις, η οποία ικανοποιεί τις πρόνοιες του άρθρ. 34(10). Η λεπτομερής καταγραφή και αιτιολόγηση του αποτελέσματος για τον κάθε υποψήφιο χωριστά δεν υποστηρίζουν το παράπονο. Αρκεί μόνο ένα παράδειγμα αξιολόγησης, που αφορά τον αιτητή. Από τη Σ.Ε.:

Θεοχαρίδης Χριστάκης: Στην προφορική εξέταση ήταν σχεδόν εξαίρετος όπως φαίνεται πιο πάνω. Έχει πείρα με καλές γνώσεις και σκέψεις αναφορικά με την εποπτεία και διοίκηση με αξιόλογη προσφορά στο Τμήμα. Γενικά αξιολογείται ως ΣΧΕΔΟΝ ΕΞΑΙΡΕΤΟΣ.

Θεοχαρίδης Χριστάκης: Από τις σαφείς απαντήσεις του διαφάνηκε καθαρά πολύ ψηλό επίπεδο γνώσεων. Φάνηκε ώριμος με αντίληψη και ευθυκρισία και πεπειραμένος με πολύ καλές γνώσεις και ορθές σκέψεις αναφορικά με την εποπτεία και διοίκηση. Αξιολογείται ως ΣΧΕΔΟΝ ΕΞΑΙΡΕΤΟΣ.”

Και από την Ε.Δ.Υ.:

Θεοχαρίδης Χριστάκης: Πολύ καλός. Η κατάρτιση του στο γνωστικό αντικείμενο είναι αρκετά ικανοποιητική. Παρουσίασε, όμως κάποιες ελλείψεις στη γνώση της νομοθεσίας που διέπει τη λειτουργία του Τμήματος και ενίοτε παρέκαμπτε την ουσία των ερωτήσεων.”

Θα μπορούσε τώρα να λεχθεί ότι ο αιτητής πρόβαλε και τον ισχυρισμό ότι το αποτέλεσμα της συνέντευξης ήταν προετοιμασμένο, αφού το πρακτικό είναι πανομοιότυπο με εκείνο διαδικασιών που έλαβαν χώρα για την πλήρωση άλλων θέσεων στο Κτηματολόγιο. Παρατηρώ ότι δεν έχω ενώπιον μου, ούτε προσκομίστηκαν, τα άλλα πρακτικά στα οποία αναφέρεται το επιχείρημα. Αλλά και να δεχθεί ένας την ομοιότητα δεν ακολουθεί άνευ ετέρου συμπέρασμα για διαβλητή βαθμολογία. Θα μπορούσα ίσως να αναφέρω στο σημείο αυτό ότι οι αποφάσεις στις οποίες παρέπεμψε ο αιτητής δεν υποστηρίζουν τα επιχειρήματα του. Υπάρχουν αισθητές διαφορές που τις διακρίνουν από τη συζητούμενη υπόθεση. Ιδιαίτερα στη Δημοκρατία ν. Αναστασιάδου κ.α. (1995) 3 Α.Α.Δ. 119 και Α.Ε. 2743 Κυπριακή Δημοκρατία ν. Χρ. Ευθυμίου ημερ. 20/7/99.

Προτού κλείσω το κεφάλαιο αυτό, έχω την αίσθηση ότι το σχόλιο μου σε όμοιο θέμα στην υπόθεση αρ. 903/99 Δημήτρης Χαραλαμπίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 10/4/2001, ταιριάζει στην υπόθεση αυτή:

“Κατά την άποψη μου τα παραπάνω κείμενα δείχνουν πόσο σωστός ήταν ο σχετικός χειρισμός και από τα δύο όργανα. Αποτελούν την εκτίμηση της απόδοσης και των στοιχείων που τη συνθέτουν και που σκοπεί η συνέντευξη να διευκρινίσει για κάθε υποψήφιο.”

Δεύτερος λόγος (κατοχή της γλώσσας στον απαιτούμενο βαθμό)

Είναι ο ισχυρισμός του αιτητή ότι τα ε.μ. δεν κατείχαν το απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης προσόν της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας. και ότι η διαπίστωση της Ε.Δ.Υ. ότι οι υποψήφιοι έχουν πετύχει σε εξετάσεις για τις οποίες απαιτείται τέτοιο επίπεδο και/ή κατέχουν θέση που είχε ως προϋπόθεση την κατοχή της αγγλικής σε τέτοιο επίπεδο είναι λανθασμένη. Κι αυτό γιατί το σχέδιο υπηρεσίας της προηγούμενης θέσης του Κτηματολογικού Λειτουργού Α΄τάξης απαιτεί μόνο “καλή γνώση” της ξένης αυτής γλώσσας. Κατά τον κ. Χειμώνα και να τεκμαιρόταν η απαιτούμενη γνώση, η διεξαγωγή εξετάσεων για να διαπιστωθεί η κατοχή του προσόντος αυτού ήταν επιβεβλημένη.

Προκύπτει από τα σχέδια υπηρεσίας, που κατέθεσε ο κ. Σταυρινός, ότι κατά το χρόνο της προαγωγής των ε.μ. στη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού Α΄, η πολύ καλή γνώση ήταν προαπαιτούμενο. Ειναι γεγονός ότι μετέπειτα η πρόνοια αυτή καταργήθηκε με τροποποιητικό κανονισμό στις 21/1/.00 (Σ.Υ. 4/2000). Η εξέλιξη αυτή όμως με κανένα τρόπο δεν αναιρεί ή επηρεάζει το τεκμήριο της πολύ καλής γνώσης που δημιουργήθηκε σε σχέση με όλα τα ε.μ. από την κατάληψη της προηγουμενης θέσης. Βλ. Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 422. Επίσης τις προσφ. αρ. 311/99 και 646/99 Γεώργιος Μιλλώσιας κ.α. ν. Επιτροπής Σιτηρών ημερ. 25/5/2001.

Τρίτος λόγος (αιτιολογία της σύστασης του Διευθυντή)

Είναι ορθό ότι ο Διευθυντής προέβη στην εισήγηση του χωρίς να την αιτιολογήσει. Το άρθρ. 34(9) του ν. 1/90 ορίζει ότι η Επιτροπή “....... λαμβάνει δεόντως υπόψη τις συστάσεις του προϊσταμένου του Τμήματος”. ενώ το άρθρ. 35(14) του ιδίου νόμου (που εφαρμόζεται για τις θέσεις προαγωγής μόνο) ρητά προβλέπει ότι η Επιτροπή “........ λαμβάνει δεόντως υπόψη τις αιτιολογημένες συστάσεις του προϊσταμένου του Τμήματος”. Κατά συνέπεια δεν υφίσταται νομοθετική υποχρέωση αιτιολόγησης της σύστασης του Διευθυντή σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής. Όπως έχει λεχθεί στην Α.Ε. 2775 Χατζηλουκά ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 29/6/2001:

“Η υπέρ του ενδιαφ. μέρους σύσταση του διευθυντή δεν αιτιολογήθηκε, αλλά τέτοια αιτιολόγηση δεν επιβάλλεται από το Νόμο, δεδομένου ότι η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής και η διαδικασία, που καθορίζεται στο άρθρο 34(9) του Ν. 1/90, δεν απαιτεί κάτι τέτοιο. Μολονότι, όπως διαπίστωσε και πρωτοδίκως ο συνάδελφος μας, η σύσταση του διευθυντή συνάδει με τα αντικειμενικά στοιχεία όπως αυτά ήσαν ενώπιον της Επιτροπής.”

Τέταρτος λόγος (ισχυρισμός για υπεροχή του αιτητή σε αξία, προσόντα και αρχαιότητα):

Όπως συνάγεται από τις υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων 5 ετών υπάρχει ισοβαθμία μεταξύ του αιτητή και των 4 ε.μ. Βαθμολογούνται ως εξαίρετοι σε όλα τα στοιχεία. Όμως τα ε.μ. έχουν υπέρ τους τη σύσταση του Διευθυντή (που αποτελεί σπουδαίο και αυθύπαρκτο παράγοντα στον προσδιορισμό της αξίας). Και περαιτέρω, όπως έχει ήδη επισημανθεί, είχαν καλύτερη απόδοση στις συνεντεύξεις, ιδιαίτερα ενώπιον της Επιτροπής.

Ας μη ξεχνάμε την ουσιαστικότερη βαρύτητα που αποκτά το αποτέλεσμα των συνεντεύξεων για θέσεις, όπως οι επίδικες, που κατατάσσονται στα ψηλότερα στρώματα της υπηρεσιακής πυραμίδας (βλ., για παράδειγμα, Α.Ε. 2536 και 2542 Δημοκρατία ν. Μιχαηλίδη ημερ. 26/11/99, και, επίσης, Φρ. Χατζηλουκά ανωτέρω).

Σε σχέση με την αξία, ο αιτητής επικαλείται το δεδικασμένο που έχει προκύψει από την απόφαση (Καλλή, Δ.) στις προσφυγές του ιδίου αρ. 132/96 και 114/96, ημερ. 10/10/97, τις οποίες έχει κερδίσει. Παραπονείται περαιτέρω για μεροληπτική στάση σε βάρος του και για ότι ονομάζει ο ίδιος εσκεμμένη μείωση της αξίας του. Παρατηρώ ότι το δικόγραφο δεν περιέχει ad hoc ισχυρισμούς περί μεροληψίας και δεδικασμένου. Εν πάση περιπτώσει τους θεωρώ αβάσιμους γιατί δεν συντρέχουν οι απαραίτητοι όροι παραγωγής δεδικασμένου. Φτάνει να λεχθεί ότι η απόφαση αφορούσε βασικά τη σύσταση του Διευθυντή για όμοιες θέσεις, αλλά ουσιαστικά μεταξύ διαφορετικών διαδίκων. Ως προς τη μεροληπτικότητα το μόνο στοιχείο στο οποίο βασίστηκε ο αιτητής είναι η χαμηλότερη βαθμολογία του στις συνεντεύξεις. Αυτό όμως ήταν δικαίωμα τόσο της Σ.Ε. όσο και της Ε.Δ.Υ. και ασφαλώς η προβολή τέτοιου ισχυρισμού δεν ισοδυναμεί με απόδειξη του.

Αρχαιότητα αιτητή

Είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο αιτητής υπερτερούσε σε αρχαιότητα όπως προκύπτει από τη χρονολογία προαγωγής τους στην προηγούμενη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού Α΄ταξης. Ο αιτητής την κατείχε από 15/2/95, ενώ τα ε.μ. Αργυρού, Ζένιος, Πετρίδης και Κλεάνθους από 15/4/97, 1/5/97, 1/8/98 και 1/6/97, αντίστοιχα. Το στοιχείο όμως αυτό δεν παραγνωρίστηκε. Το σημειώνει εμφαντικά η Ε.Δ.Υ. (όπως και προηγουμένως η Σ.Ε.), όταν προέβη σε συγκρίσεις για σκοπούς επιλογής των καταλληλοτέρων.

Η υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα δεν μπορούσε να του προσδώσει προβάδισμα, αφού είναι νομολογημένο ότι η αρχαιότητα, για σκοπούς πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής, αποτελεί στοιχείο περιορισμένης σημασίας: βλ. Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47:

“Η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη της την αρχαιότητα του εφεσίβλητου, στην οποία έκανε ειδική αναφορά. Παρατήρησε όμως, ορθά, ότι η αρχαιότητα για σκοπούς πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής αποτελεί στοιχείο περιωρισμένης σημασίας, ιδιαίτερα για διευθυντικές θέσεις, όπως η παρούσα περίπτωση. Η Ε.Δ.Υ. είχε καθήκον να συνεκτιμήσει όλα τα στοιχεία για την επιλογή του καλύτερου υποψήφιου.”

Δε φαίνεται ακόμη να ευσταθούν οι ισχυρισμοί του αιτητή ότι τα ε.μ. υπηρέτησαν μόνο σε ένα κλάδο του Κτηματολογίου, ενώ ο ίδιος απέκτησε ευρύτερη πείρα από υπηρεσία σε πολλούς κλάδους. Ούτε ο ισχυρισμός του για καλύτερη γνώση των διαδικασιών Κτηματολογίου έχει τεκμηριωθεί. Αναφορικά με τα μεταπτυχιακά προσόντα, εκτός από τον ίδιο, τέτοιο προσόν έχουν οι Αργυρού και Κλεάνθους, όχι όμως οι άλλοι δύο. Ωστόσο δεν ζητούνται από το σχέδιο υπηρεσίας. Έχει δε κριθεί ότι σε τέτοια περίπτωση, η σημασία τους δεν πρέπει να υπερτιμάται: Βλ. Μιχαηλίδης, ανωτέρω.

Μένει ο νέος ισχυρισμός του αιτητή που πρόβαλε στην απαντητική του αγόρευση,ότι μόνο τρεις θέσεις υπήρχαν προς πλήρωση. Όχι όμως και η τέταρτη. Θα τον εξετάσω, παρόλο που δεν καλύπτεται από το δικόγραφο. Από τη σχετική δημοσίευση στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας προκύπτει με σαφήνεια ότι προκηρύχθηκαν και οι 4 θέσεις Ανώτερου Κτηματολογικού Λειτουργού, που θα έμεναν κενές μέχρι 1/4/99. Ο ισχυρισμός είναι ανυπόστατος.

Απ’ ότι έχει προεκτεθεί, ο αιτητής δεν είχε ούτε απλή υπεροχή στο σύνολο των κριτηρίων και κατά μείζονα λόγο έκδηλη υπεροχή για να είναι εφικτή η ανατροπή της απόφασης.

Ενόψει του γεγονότος ότι τα ε.μ. είχαν καλύτερη απόδοση στις προφορικές συνεντεύξεις, προτάθηκαν για προαγωγή από το Διευθυντή, αλλά και ότι οι θέσεις βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία, η Ε.Δ.Υ. είχε ευρεία διακριτική ευχέρεια για την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου. Η απόφαση επομένως ήταν εύλογα επιτρεπτή.

Η προσφυγή απορρίπτεται. Με έξοδα σε βάρος του αιτητή.

 

Σ. Νικήτας,

Δ.

 

/Κασ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο