ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1419/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Δ.Αναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος.
ΜΕΤΑΞΥ:
1. Αντρης Αδάμου Νικολάου, από τη Λευκωσία,
2. Μαρίας Πεττάχη, από τη Λευκωσία,
Αιτητριών
και
Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου,
Καθ’ης η αίτηση
---------------------------
14 Ιανουαρίου 2002
Για τις Αιτήτριες: κ. Α.Σ. Αγγελίδης.
Για την Καθ’ης η αίτηση: κ. Σπ. Ευαγγέλου.
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή η Αντρη Νικολάου και Μαρία Πεττάχη (που πιο κάτω θα αποκαλούνται ως οι αιτήτριες) προσβάλλουν την εγκυρότητα της απόφασης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (που πιο κάτω θα αποκαλείται ως η καθ’ης η αίτηση) με την οποία διορίσθηκαν στη θέση του Λειτουργού Β΄ Τάξης/Λογιστή οι Κωνσταντίνος Τρικούπης και Μαίρη Κυριακίδου (που πιο κάτω θα αποκαλούνται ως τα ενδιαφερόμενα μέρη).
(α) Τα γεγονότα
Μέσα στο Φεβρουάριο του 2000 δημοσιεύθηκε στον τύπο προκήρυξη της καθ’ης η αίτηση με την οποία καλούνταν οι ενδιαφερόμενοι όπως υποβάλουν αιτήσεις για την πλήρωση της θέσης Λειτουργού Β΄ Τάξης/Λογιστή. Τα απαιτούμενα προσόντα ήταν τα πιο κάτω:
“(α) Μέλος ενός εκ των ακολούθων σωμάτων Λογιστών του Ηνωμένου Βασιλείου ή άλλου ισότιμου σώματος:
(i) The Institute of Chartered Accountants.
(ii) The Association of Certified Accountants.
(β) Πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και Αγγλικής γλώσσας.
Πανεπιστημιακός τίτλος στα Οικονομικά ή στην επιστήμη της Πληροφορικής ή σε συνδυασμό θεμάτων που να περιέχουν τα Οικονομικά ή την επιστήμη της Πληροφορικής θα θεωρηθεί πλεονέκτημα.
Κατάλληλη επαγγελματική πείρα στη λογιστική και ελεγκτική, διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών, περιλαμβανομένης και της πείρας που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια μαθητείας σε ελεγκτικό γραφείο, θα θεωρηθεί πλεονέκτημα.”
Η πλήρωση της θέσης Λειτουργού Β΄ Τάξης καθιερώθηκε σύμφωνα με παλαιότερη γνωμοδότηση της Επιτροπής Προσωπικού, που αποτελούσε και πάγια πολιτική της καθ’ης η αίτηση, ως θέση πρώτου διορισμού, μέσα στα πλαίσια διάρθρωσης της υπηρεσίας που εξυπηρετούσε το ευρύτερο συμφέρον της καθ’ης η αίτηση.
Η Υπηρεσία Προσωπικού αφού απέκλεισε από τους 48 υποψήφιους 16 υποψήφιους που δεν κατείχαν τα προσόντα και έναν του οποίου η αίτηση ήταν εκπρόθεσμη, κάλεσε σε γραπτή εξέταση τους υπόλοιπους 31, μέσα στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν και οι αιτήτριες. Η αξιολόγηση των γραπτών έγινε από πενταμελή επιτροπή η οποία εισηγήθηκε προς το Διοικητή της καθ’ης
η αίτηση όπως κληθούν σε προφορική εξέταση πέντε υποψήφιοι που είχαν πετύχει βαθμολογία άνω του 40%. Μέσα στους πέντε αυτούς υποψηφίους περιλαμβάνονταν τα ενδιαφερόμενα μέρη Κ. Τρικούπης (που συγκέντρωσε 70%) και Μ. Κυριακίδου (που συγκέντρωσε 52%), αλλά όχι οι αιτήτριες από τις οποίες η Α. Αδάμου συγκέντρωσε 38% και η Μ. Πεττάχη 29%. Η Υπηρεσία Προσωπικού αφού πληροφόρησε τις αιτήτριες ότι δεν περιλαμβάνονταν μέσα στους επιλεγέντες, κάλεσε τους πέντε πρώτους σε προσωπικές συνεντεύξεις. Από την αξιολόγηση των προφορικών συνεντεύξεων τα ενδιαφερόμενα μέρη και ο Σ. Αναστασίου κρίθηκαν ως εξαιρετικοί και προτάθηκαν ομόφωνα για πρόσληψη στην επίδικη θέση. Η σχετική απόφαση λήφθηκε από το Διοικητή της καθ’ης η αίτηση ο οποίος ασκώντας τις εξουσίες που του χορηγούνται δυνάμει του άρθρου 15 του περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου (Ν. 48/63 όπως τροποποιήθηκε) και των σχετικών Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 189/83) και αφού έλαβε υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής και όλα τα συναφή για κάθε υποψήφιο στοιχεία, διόρισε στη θέση Λειτουργού Β΄ Τάξης/Λογιστή το Στέλιο Αναστασίου και τα δύο ενδιαφερόμενα πρόσωπα.Οι αιτήτριες προσβάλλουν την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης ισχυριζόμενες ότι υπήρξε παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και των Κανονισμών που προαναφέρθηκαν.
(β) Η προδικαστική ένσταση
Εχει υποβληθεί εκ μέρους της καθ’ης η αίτηση ότι εφόσον οι αιτήτριες αποδέχθηκαν ανεπιφύλακτα να παρακαθήσουν στις γραπτές εξετάσεις και απέτυχαν να συγκεντρώσουν το ποσοστό επιτυχίας του 40% στερούνται έννομου συμφέροντος να προσβάλουν την επίδικη απόφαση.
Η διαπίστωση της ύπαρξης έννομου συμφέροντος εξαρτάται από τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά της κάθε περίπτωσης. Εχει καθιερωθεί νομολογιακά ότι ένας αιτητής παρά την έλλειψη των απαιτούμενων προσόντων έχει τη δυνατότητα προσβολής μιας διοικητικής απόφασης είτε γιατί έχει ηθικό έννομο συμφέρον είτε γιατί αποδεικνύεται κάποιου είδους δυσμενής επηρεασμός του. (Ιδε Panayides v. Republic [1973] 3 CLR 378, Christodoulou and others v. Cyprus Telecommunications Authority [1973] 3 CLR 695, Κουτσού ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή 1085/92 της 30/11/92), Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή 401/92 της 24/5/94) και Παντελή ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή 808/92 της 10/5/94).)
Στην παρούσα περίπτωση τα ενδιαφερόμενα μέρη κατέλαβαν θέσεις που διεκδικούσαν οι αιτήτριες. Οι τελευταίες κατείχαν τα απαραίτητα προσόντα να διεκδικήσουν το διορισμό τους. Ο επηρεασμός ανέλιξης τους στοιχειοθετεί το έννομο συμφέρον τους να προσβάλουν την εγκυρότητα της επίδικης απόφασης.
(γ) Παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης
Οι αιτήτριες ισχυρίζονται ότι υπήρξε παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης αφού άνκαι κατείχαν τα απαραίτητα προσόντα αποκλείστηκαν άδικα χωρίς να ληφθούν υπόψη η πείρα, η αξία και η προσφορά τους μέχρι τότε στην υπηρεσία της καθ’ης η αίτηση. Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι ο αποκλεισμός τους ήταν παράνομος αφού βασίσθηκε σε αποτελέσματα γραπτών εξετάσεων, των οποίων το όριο επιτυχίας καθορίστηκε μεταγενέστερα.
Το βασικό ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο η απόφαση της Επιτροπής Προσωπικού της καθ’ης η αίτηση να αποκλείσει τις αιτήτριες από τη διαδικασία των προσωπικών συνεντεύξεων με βάση το βαθμό επιτυχίας τους στις γραπτές εξετάσεις ήταν νόμιμη ή όχι. Ο ευπαίδευτος συνήγορος της καθ’ης η αίτηση εισηγήθηκε ότι η διαδικασία που υιοθετήθηκε ήταν νόμιμη και παρέπεμψε προς τούτο στο άρθρο 15 του περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου (Ν. 48/63 όπως τροποποιήθηκε) στο οποίο καθορίζονται οι εξουσίες του Διοικητή, προσθέτοντας ότι η πρόνοια για την υποβολή των υποψηφίων σε γραπτή εξέταση υπήρχε εξ αρχής στην προκήρυξη της θέσης όπως αυτή δημοσιεύθηκε.
Το άρθρο 15 του Ν. 48/63 προνοεί τα πιο κάτω:
“15. (1) Ο Διοικητής είναι το ανώτατον εκτελεστικόν όργανον της Τραπέζης, εφαρμόζει την πολιτικήν της Τραπέζης και έχει την διεύθυνσιν και έλεγχον των εργασιών αυτής, αναφορικώς δε προς την διεξαγωγήν των εργασιών της Τραπέζης έχει αρμοδιότητα ενεργείας εις άπαντα τα ζητήματα άτινα δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού γενομένων Κανονισμών δεν υπάγονται ειδικώς εις την αρμοδιότητα του Συμβουλίου.
(2) Ανευ επηρεασμού της γενικότητος του εδαφίου (1), ο Διοικητής διορίζει, θέτει εις διαθεσιμότητα ή απολύει άπαντας τους αξιωματούχους ή υπαλλήλους της Τραπέζης πλην εκείνων δι’ ους γίνεται ειδική πρόνοια εν τω παρόντι Νόμω, τηρουμένων των εκάστοτε εν ισχύι νόμων και
(3)(α) Ο Διοικητής εν τη ενασκήσει οιασδήποτε των αρμοδιοτήτων αυτού δυνάμει του εδαφίου (2) ενεργεί συμφώνως προς γνωμοδότησιν Επιτροπής επί τούτω συνιστωμένης (εν τοις εφεξής εν τω παρόντι εδαφίω αναφερομένης ως «η Επιτροπή») και συγκειμένης εκ του ιδίου ως Προέδρου, του Υποδιοικητού, του Υπουργικού Επιτρόπου και δύο ετέρων προσώπων επί τούτω διοριζομένων υπό του Συμβουλίου διά
θητείαν δύο ετών, εκτός εάν παυθώσι προηγουμένως υπό του Διοικητού.(β) Εις περίπτωσιν καθ’ ην οιονδήποτε μέλος της Επιτροπής αδυνατεί να παραστή εις συνεδρίαν της Επιτροπής δι’ οιονδήποτε λόγον, η Επιτροπή δύναται, τη συστάσει του Διοικητού, να ορίση έτερον πρόσωπο όπως αντ’ αυτού παραστή εις την συνεδρίαν.
(γ) Η Επιτροπή δύναται, τη συστάσει του Διοικητού, να εκχωρή οιανδήποτε των εξουσιών της, ως η Επιτροπή ήθελεν ορίσει, εις υπεπιτροπήν αποτελουμένην εξ ουχί ολιγωτέρων των τριών προσώπων.
(δ) Η Επιτροπή δύναται, τη συστάσει του Διοικητού, να εκδίδη κανονισμούς ρυθμίζοντας τας συνεδρίας και την διαδικασίαν των συνεδριών αυτής ως και οιασδήποτε υπεπιτροπής εις την οποίαν ήθελον εκχωρηθή εξουσίαι αυτής δυνάμει της παραγράφου (γ) του παρόντος εδαφίου.”
Ο Κανονισμός 8 των περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου (Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1989 (ΚΔΠ 189/83) προβλέπει τα εξής:
“8. Απασαι αι κεναί θέσεις πληρούνται καθ’ ον τρόπον ήθελεν αποφασίσει ο Διοικητής, ενεργών συμφώνως προς γνωμοδότησιν της Επιτροπής Προσωπικού. Κατά την πλήρωσιν κενών θέσεων προτεραιότης δίδεται εις μέλος του υφισταμένου προσωπικού, εφ’ όσον το τοιούτο μέλος κέκτηται τα υπό των Ορων και Σχεδίων Υπηρεσίας καθοριζόμενα προσόντα και πείραν, εκτός εάν η διάρθρωσις της υπηρεσίας άλλως απαιτή προς το συμφέρον της Τραπέζης.”
Από την παράθεση των πιο πάνω προνοιών μπορεί κάποιος να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η διεξαγωγή γραπτών εξετάσεων ήταν εύλογα επιτρεπτή. Ο Κανονισμός 8 ορίζει ρητά ότι η πλήρωση κενών θέσεων διενεργείται κατά τρόπο που αποφασίζει ο Διοικητής που ενεργεί σύμφωνα με τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Προσωπικού. Αυτή η διαδικασία ακολουθήθηκε και στην παρούσα περίπτωση. Η Επιτροπή μετά τη διενέργεια των γραπτών εξετάσεων εισηγήθηκε όπως κληθούν σε προφορική συνέντευξη οι πέντε υποψήφιοι που είχαν επιτύχει βαθμολογία πέραν του 40%. Αναμενόταν ότι θα εκαλούντο σε προσωπική συνέντευξη οι επικρατέστεροι των γραπτών εξετάσεων και τούτο προϋπέθετε ότι θα υπήρχε κάποια διαβάθμιση για την επιλογή των καταλληλοτέρων.
Οπως προνοεί ο όρος 1.3 των Ορων και Σχεδίων Υπηρεσίας (ίδε το σχετικό Παράρτημα που έχει εκδοθεί σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 των περί Κεντρικής Τραπέζης Κανονισμών (ΚΔΠ 189/83 της 5/8/1983), “όλαι αι θέσεις είναι θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής”.
Η εισήγηση των αιτητριών ότι παραβλέφθηκαν ουσιώδεις παράγοντες σχετικοί με τα προσόντα τους και την αξία τους ή ότι έτυχαν δυσμενούς μεταχείρισης κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Πριν από τη διεξαγωγή των γραπτών εξετάσεων η Επιτροπή Προσωπικού ασχολήθηκε με την αξιολόγηση των αιτήσεων και την κατοχή εκ μέρους των υποψηφίων όλων των απαραίτητων προϋποθέσεων και προσόντων και παρέπεμψε σε γραπτές εξετάσεις 31 υποψήφιους, μεταξύ των οποίων και τις αιτήτριες. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ο ισχυρισμός των αιτητριών κρίνεται σαν ανεδαφικός.
Οι αρχές που διέπουν το θέμα της επιλογής των καταλληλότερων προσώπων σε περιπτώσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής καθορίσθηκαν στην απόφαση
Smyrnios v. Republic (1983) 3 CLR 125, όπου τονίσθηκε ξεκάθαρα ότι η προτίμηση για όσους ήδη υπηρετούν στη δημόσια υπηρεσία δεν μπορεί να εκτοπίσει τη θεμελιώδη αρχή της επιλογής των καταλληλοτέρων. Στην πιο πάνω απόφαση τονίσθηκαν τα ακόλουθα:“Preference for those already in the service can never override the fundamental principle that the most suitable candidate has to be selected for appointment or promotion to a vacant post in the public service. A person in the service may, for the above reason, be bypassed in order to appoint an outsider to the service - (Andreou v. The Republic, (1979) 3 C.L.R. 379; Theodossiou v. The Republic, 2 R.S.C.C. 44, 48; Geoghiades and Another v. The Republic, (1970) 3 C.L.R. 257, 262, 263; Pattichis and Another v. The Republic, (1968) 3 C.L.R. 374, 381; Hjisavva and Another v. The Republic, (1967) 3 C.L.R. 155, 179; Petrou v. The Republic, (1967) 3 C.L.R. 40, 48; Georghiades and Others v. The Republic, (1967) 3 C.L.R. 653, 666; Hadjiconstantinou and Others v. The Republic, (1973) 3 C.L.R. 65, 71).
This principle applies to “first entry and promotion” posts with regard to those already in the service, and to “first entry” posts with regard to those on contract. Had it been otherwise, there would be no fair competition for the outsiders with those in the service or on contract. The paramount consideration is the selection of the most suitable candidates in the interests of the citizens and the State, and not the interest of the restricted class of persons already in the public service, be they actually in the service or on contract.”
Η διεξαγωγή γραπτών εξετάσεων συμπεριλήφθηκε στην ανακοίνωση για την προκήρυξη θέσεων και η απόφαση για την παραπομπή των πέντε επικρατέστερων ήταν καθόλα επιτρεπτή. Η καθ’ ης η αίτηση είχε την ευχέρεια να προσαρμόσει τη διαδικασία επιλογής σε βαθμό που θα τους επέτρεπε να καταλήξουν στους καταλληλότερους υποψήφιους. Ο ισχυρισμός για παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης απορρίπτεται.
(δ) Παραβίαση των Κανονισμών (ΚΔΠ 189/83
)Ο όρος 1.3 των Ορων και Σχεδίων Υπηρεσίας όπως αυτοί περιέχονται στους σχετικούς Κανονισμούς (ΚΔΠ 189/83 της 5/8/1983) προνοεί ότι, “όλαι αι θέσεις είναι θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής”.
Εχοντας υπόψη την πιο πάνω πρόνοια οι αιτήτριες εισηγούνται ότι η απόφαση της καθ’ης η αίτηση με την οποία η επίδικη θέση κηρύχθηκε ως θέση μόνο α΄ διορισμού είναι παράνομη, αφού δεν τους επέτρεψε να διεκδικήσουν τη θέση ως προαγωγή αφού ήδη βρίσκονταν στην υπηρεσία. Η καθ’ης η αίτηση δεν μπορούσε να προβεί σε τροποποίηση της πιο πάνω κανονιστικής πρόνοιας καθορίζοντας τη θέση μόνο σαν θέση πρώτου διορισμού.
Η εισήγηση αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Ο Κανονισμός 8 της ΚΔΠ 189/83 παρέχει τη δυνατότητα πλήρωσης κενών θέσεων ως θέσεων πρώτου διορισμού όταν αυτό επιβάλλεται από τη διάρθρωση της υπηρεσίας και το συμφέρον της καθ’ης η αίτηση. Ο πιο πάνω κανονισμός παρέχει την ευχέρεια στο Διοικητή να πληρώσει κενές θέσεις προκηρύσσοντας τις είτε ως θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής είτε ως θέσεις πρώτου διορισμού σύμφωνα με τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Προσωπικού.
Στην παρούσα περίπτωση ο Διοικητής προχώρησε στην πλήρωση των κενών θέσεων σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 15(3) του Νόμου 48/63 και του Κανονισμού 8 της ΚΔΠ 189/83. Επεται ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε παραβίαση του όρου 1.3 των Ορων και Σχεδίων Υπηρεσίας.
Εξίσου ανεδαφική είναι η εισήγηση των αιτητριών ότι η διαδικασία αναφορικά με την περίπτωση τους πήρε τη μορφή προαγωγής. Και τούτο γιατί χωρίς να κατέχουν την αμέσως προηγούμενη θέση του Ταμία ή του Διοικητικού Λειτουργού Β΄ Τάξης δεν μπορούσαν να προαχθούν στην επίδικη θέση.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των αιτητριών.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο