Μιχαλάκη Σ. Σχίζα ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου κ.α., ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΡ. 1503/00, 8 Iανουαρίου 2002 Μιχαλάκη Σ. Σχίζα ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου κ.α., ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΡ. 1503/00, 8 Iανουαρίου 2002

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΡ. 1503/00

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Μιχαλάκη Σ. Σχίζα, από τη Λεμεσό

Αι τητή

και

1. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, από τη Λευκωσία

2. Γενικού Εισαγγελέα διά Κυπριακή Δημοκρατία

από τη Λευκωσία,

Κα θ΄ων η αίτηση

----------------------

8 Iανουαρίου 2002

Για τον αιτητή: Γ. Γιάλλουρος.

Για τους καθ΄ων η αίτηση 1: Κ. Στιβαρού.

Για τους καθ΄ων η αίτηση 2: Σ. Σταυρινός.

------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Στο τεμάχιο 164, Φ/Σχ. LIV.59.III στη Λεμεσό, που ανήκει στον αιτητή, βρίσκεται η οικία του και κήπος. Αυτά ηλεκτροδοτούνται με τη χρήση βοηθητικού πασσάλου τοποθετημένου σε σημείο του κήπου και τέθηκε ζήτημα μετακίνησής του, βαθύτερα μέσα στο τεμάχιο επειδή, όπως πληροφόρησε την Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου το Τμήμα Δημοσίων ΄Εργων, θα διαπλατυνόταν ο δρόμος. Οπότε και θα ετοποθετείτο σύγχρονος φωτισμός.

Με επιστολή της Αρχής ημερομηνίας 22.6.00, ζητήθηκε η συγκατάθεση του αιτητή και στην κατάλληλη θέση του τυποποιημένου εγγράφου αυτός σημείωσε την άρνησή του. Εξήγησε τους λόγους με επιστολή του ημερομηνίας 3.7.00. Κατά την άποψή του η αρχική θέση του πασσάλου ήταν πολύ ικανοποιητική. Περαιτέρω, δεν του είχαν εξηγήσει γραπτώς “τον λόγον διά την τοιαύτην μετακινησίν του”. Η νέα επιστολή της Αρχής, ημερομηνίας 11.7.00, περιλάμβανε ρητή αναφορά στο λόγο. Με την περαιτέρω επεξήγηση πως “η μετακίνηση αυτού του βοηθητικού πασσάλου, σκοπό έχει τη διατήρηση της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος προς τα υποστατικά σας”. Ο αιτητής δεν ήταν διατεθειμένος να αλλάξει τη στάση του. Με νέα επιστολή, ημερομηνίας 27.7.00, ζήτησε να πληροφορηθεί, “βάσει ποιού νόμου και πού και πότε δημοσιεύθηκε σχετικό σχέδιο”. Απευθύνθηκε τότε η Αρχή προς τον ΄Επαρχο, με επιστολή της ημερομηνίας 4.8.00. Επικαλέστηκε το άρθρο 31(1) του περί Ηλεκτρισμού Νόμου Κεφ. 170, (ο Νόμος) τον ενημέρωσε για την άρνηση και ζήτησε τη συγκατάθεσή του. Σημειώνεται στο φάκελο του Επάρχου η διαπίστωση πως ο επηρεασμός του τεμαχίου του αιτητή “δεν είναι σοβαρός” και στις 22.8.00 χορηγήθηκε η συγκατάθεση. Υπό όρους που κάλυπταν την περίπτωση μελλοντικής οικοπεδοποίησης ή οικοδομικής ανάπτυξης της επηρεαζόμενης γης. Παράλληλα, με επιστολή της προς τον αιτητή, ημερομηνίας 25.8.00, η Αρχή επανέλαβε πως η μετακίνηση ήταν αναγκαία επειδή το Τμήμα Δημοσίων ΄Εργων θα διαπλάτυνε/βελτίωνε τον παραλιακό δρόμο. Και τον παρέπεμψε εκεί “για οποιεσδήποτε νομικές διευκρινίσεις που αφορούσαν δημοσίευση των σχεδίων διαπλάτυνσης του δρόμου”. Εκείνο που έκαμε η ίδια ήταν η “εκπόνηση τεχνοοικονομικής μελέτης για τη μετακίνηση του δικτύου”. Τελικά δε, με την επιστολή της ημερομηνίας 5.9.00 τον ενημέρωσε για την εξασφάλιση της συγκατάθεσης του Επάρχου στην οποία, όπως και στην απόφαση της Αρχής, αφορά η παρούσα προσφυγή.

Στην αγόρευση του αιτητή προβάλλονται ισχυρισμοί περί την έλλειψη δημοσίευσης σχεδίων διαπλάτυνσης του δρόμου και οι καθ΄ων η αίτηση κατέθεσαν σχέδια ως ουσιαστικώς υφιστάμενα έκτοτε με παράλληλη παραπομπή σε τέτοια, όπως περιλαμβάνονται στο φάκελο της επαρχιακής διοίκησης. Παρεμβάλλεται πως στη συνέχεια, στις 25.5.01, δημοσιεύτηκε γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης, μεταξύ άλλων, του μέρους του ακινήτου του αιτητή που επηρεάζεται, στην οποία υποβλήθηκε ένσταση η οποία εκκρεμεί. Δεν θα χρειαστεί να υπεισέλθω σε τέτοιες λεπτομέρειες. Τα περί την απαλλοτρίωση δεν αφορούν στην παρούσα διαδικασία και κατά τα λοιπά το διευκρίνισε και ο ίδιος ο αιτητής στην απαντητική του αγόρευση ποια είναι η ουσία του παραπόνου του. ΄Οπως εξήγησε, οι ισχυρισμοί του Επάρχου ότι υπήρχε σχέδιο αλλά περαιτέρω και το ότι ο επηρεασμός της γης του δεν είναι σοβαρός, “δεν είναι η ουσία της υπόθεσης”. Και πράγματι, οι αγορεύσεις του αιτητή αφορούσαν σε όσα κατά την εισήγησή του καθιστούσαν δικαιολογημένη την άρνησή του να συγκατατεθεί. Εφόσον δε, όπως εισηγείται, εφαρμόσιμο στην περίπτωση ήταν το άρθρο 31(2) του Νόμου και όχι το άρθρο 31(1), η προσβαλλόμενη απόφαση υπόκειται σε ακύρωση. Το ξεκαθάρισε δε ο αιτητής και κατά τις διευκρινίσεις, πως οι ισχυρισμοί του στις αγορεύσεις του ακριβώς είχαν ως υπόβαθρο τη θέση του πως εφαρμόσιμο στην περίπτωση ήταν το άρθρο 31(2). Οπότε θα ήταν δυνατό να τίθεται ζήτημα συγκατάθεσης του Επάρχου μόνο αν φαινόταν ότι η δική του άρνηση ήταν αδικαιολόγητη. Ενώ δεν τίθεται τέτοιος περιορισμός από το άρθρο 31(1).

Οι καθ΄ων η αίτηση έχουν άλλη άποψη αναφορικά με τη στάση του αιτητή. Εξηγούν γιατί, κατά τη γνώμη τους, ήταν αδικαιολόγητα τα παράπονά του και εισηγούνται πως και να ήταν εφαρμόσιμο το άρθρο 31(2), θα συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του. Οπότε η προσφυγή θα έπρεπε να απορριφθεί ούτως ή άλλως.

Ζητήθηκε η συγκατάθεση του Επάρχου με ρητή αναφορά στο άρθρο 31(1) και είναι σαφές πως ο ΄Επαρχος δεν είδε το θέμα υπό το πρίσμα του άρθρου 31(2). Δεν μπορεί λοιπόν να τίθεται τώρα, από οποιαδήποτε πλευρά, ζήτημα πρωτογενούς κρίσης από το Ανώτατο Δικαστήριο σε σχέση με τη συνύπαρξη των προϋποθέσεων του άρθρου 31(2). Δεν είναι επομένως θέμα αυτής της διαδικασίας οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί περί το δικαιολογημένο ή μή της άρνησης του αιτητή να συγκατατεθεί. Αν ήταν εφαρμόσιμο το άρθρο 31(2) θα έχουμε πλάνη περί το Νόμο και κατ΄ανάγκην θα πρέπει η διοίκηση να επανεξετάσει το θέμα για να διαπιστώσει εκείνη αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που αυτός θέτει.

Πρόβαλε και ο αιτητής το διαζευκτικό ισχυρισμό πως, εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 31 είναι αντισυνταγματικό, χωρίς, πρέπει να σημειωθεί, αναφορά στη σχετική απόφαση του Α. Λοϊζου, Δ., όπως ήταν τότε, στην Pavlis Costa Mallouros and Another v. The Electricity Authority of Cyprus and Another (1974) 3 CLR 220. Αλλά και χωρίς να είχε περιλάβει τέτοιο θέμα στα νομικά σημεία της προσφυγής. Πράγμα που επισήμαναν οι καθ΄ων η αίτηση, για να εγκαταλειφθεί τελικά αυτός ο ισχυρισμός.

Αναδεικνύεται, ως το κρίσιμο ζήτημα, η αντιγνωμία αναφορικά με το εφαρμόσιμο της μιας ή της άλλης από τις παραγράφους του άρθρου 31. Ούτε και στη νέα θέση του πασσάλου υπήρχε οικοδομή. Υπήρχε όμως η κατοικία του αιτητή σε άλλο σημείο του ακινήτου. Οπότε, κατά την εισήγησή του, δεν έχουμε περίπτωση γης “άλλης από γη καλυμμένη με οικοδομές” που είναι ο όρος για την εφαρμογή του άρθρου 31(1). Αντίθετα, έχουμε γη καλυμμένη με οικοδομές οπότε μόνο στο άρθρο 31(2) θα ήταν δυνατό να ενταχθεί η περίπτωση. Οι καθ΄ων η αίτηση διαφωνούν και επισημαίνουν πως σημασία έχει, όχι το κατά πόσο ορισμένη έκταση γης εντάσσεται σε ορισμένο τεμάχιο, αλλά στο κατά πόσο πράγματι, στο σημείο που ενδιαφέρει, υπάρχουν οικοδομές. Όπως αποφασίστηκε από τον Χ”Χαμπή, Δ., στην υπόθεση Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λάρνακας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α. Προσφυγή 915/99 ημερομηνίας 16.11.00, με την οποία, βέβαια, ο αιτητής δήλωσε ότι διαφωνεί.

Συμφωνώ πλήρως με το σκεπτικό της πιο πάνω απόφασης το οποίο και υιοθετώ για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης:

“Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του ΣΑΛ στην αγόρευση τους παρατηρούν ότι το άρθρο 31(1) επιτρέπει μεν την τοποθέτηση ηλεκτρικής γραμμής πάνω ή κάτω από οποιοδήποτε κτήμα, εκτός όμως κτημάτων εντός των οποίων ευρίσκονται κτίρια. Καθ΄όσον, όπως επιχειρηματολογούν, στο εν λόγω κτήμα του ΣΑΛ ευρίσκοντο τα κτίρια του εργοστασίου επεξεργασίας λυμάτων τους, η τοποθέτηση της ηλεκτρικής γραμμής δεν μπορούσε να είναι νόμιμη στα πλαίσια του άρθρου 31(1).

Δεν συμφωνώ με την εισήγηση αυτή, θεωρώντας ότι η εξαίρεση του άρθρου 31(1) δεν αναφέρεται σε ολόκληρο το κτήμα εντός του οποίου υπάρχουν οποιαδήποτε κτίρια αλλά περιορίζεται στο μέρος του κτήματος στο οποίο βρίσκονται τα κτίρια. Αυτό είναι πολύ καθαρό τόσο από το αρχικό κείμενο του άρθρου 31(1) στα αγγλικά (“other than land covered with buildings”) όσο και από την επίσημη μετάφραση στα ελληνικά (“άλλως από γη καλυμμένη από οικοδομές”), η δε μετάφραση που χρησιμοποιείται από τους ευπαιδεύτους συνηγόρους του ΣΑΛ και όντως χρησιμοποιήθηκε στο σχετικό έντυπο της ΑΗΚ (“εκτός κτημάτων εντός των οποίων ευρίσκονται κτίρια”), και η οποία θα μπορούσε να παρείχε έρεισμα στην εισήγηση τους, δεν έχει ούτε νομική ισχύ ούτε αποτελεσματικότητα. Εξ άλλου, κάθε άλλη ερμηνεία θα ήταν και αντίθετη με το πνεύμα του νόμου, αφού άλλως η υπόγεια ή υπέργεια διέλευση γραμμών προς το σκοπό παροχής ηλεκτρισμού ακόμα και στις οικοδομές των ιδιοκτητών θα ήταν αδύνατη. Στην προκειμένη περίπτωση η ηλεκτρική γραμμή προσωρινής παροχής του εργοστασίου αφαλάτωσης ομολογουμένως ουδόλως διήρχετο πάνω από τα κτίρια του ΣΑΛ παρά μόνο ήταν μήκους δέκα μέτρων στην άκρη του τεράστιου τεμαχίου 294 και μάλιστα συνιστούσε επέκταση της ήδη υπάρχουσας γραμμής ηλεκτρικής παροχής του ιδίου του εργοστασίου του ΣΑΛ. Δεν υπήρχε οποιαδήποτε διέλευση από γη καλυμμένη με κτίρια κατά παράβαση του άρθρου 31(1).

Τα πιο πάνω απαντούν και τις παράλληλες εισηγήσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων του ΣΑΛ ότι ο ΄Επαρχος έδωσε τη συγκατάθεση του υπό την πλάνη της αντίληψης ότι στο εν λόγω τεμάχιο δεν υπήρχαν οικοδομές και χωρίς να διεξαχθεί δέουσα έρευνα προς διακρίβωση των δεδομένων. Η παρουσία των οικοδομών όχι μόνο δεν επηρέαζε τη νομιμότητα της συγκατάθεσης του Επάρχου αλλά και ήταν δεδομένη στο σύνολο των ενώπιον του στοιχείων και σε αναφορά με το σχέδιο με αριθμό 300000921 το οποίο επισυνάφθηκε στη αίτηση της ΑΗΚ με την οποία εζητείτο η συγκατάθεση του Επάρχου και το οποίο ρητά αναφέρεται από τον ΄Επαρχο στη συγκατάθεσή του. Η αναφορά του Επάρχου στον όρο της συγκατάθεσής του, ότι αν η επηρεαζόμενη γη ήθελε μελλοντικά οικοπεδοποιηθεί ή αναπτυχθεί οικοδομικά οι γραμμές θα μετακινούντο, τον οποίο επικαλούνται οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του ΣΑΛ για να καταδείξουν την ισχυριζόμενη πλάνη περί τα πράγματα και έλλειψη δέουσας έρευνας, ουδόλως έχει τέτοιο αποτέλεσμα παρά μόνο αναφέρεται στο ενδεχόμενο ανάπτυξης του συγκεκριμένου χώρου πάνω από τον οποίο διέρχονται τα καλώδια. Και πάλι, η διάκριση μεταξύ του επηρεαζόμενου μέρους του κτήματος και του υπολοίπου μέρους πρέπει να είναι κατά νου”.

 

Καταλήγω πως ορθά εφαρμόστηκε το άρθρο 31(1), πως δεν υπήρξε ελλιπής έρευνα ή πλάνη ως προς οτιδήποτε αφορούσε στις δικές του προϋποθέσεις και πως οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, επαρκώς αιτιολογημένες όπως ήταν με αναφορά στα δεδομένα που είχαν σημασία για την περίπτωση, πρέπει να επικυρωθούν.

Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις επικυρώνονται.

Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.

/Μσι.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο