Μαρίνου Μάρκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 224/2001., 22 Ιανουαρίου, 2002 Μαρίνου Μάρκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 224/2001., 22 Ιανουαρίου, 2002

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 224/2001.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Μαρίνου Μάρκου,

Αιτητή

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

Καθ΄ ων η αίτηση.

_________________

22 Ιανουαρίου, 2002.

Για τον αιτητή: Ι. Νικολάου.

Για τους καθ’ ων η αίτηση: Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας

εκ μέρους του Γ-Ε.

_________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής κατέχει τη θέση του Λειτουργού Γεωργικών Ερευνών στο Ινστιτούτο Γεωργικών Ερευνών. ’Ηταν υποψήφιος για προαγωγή στη θέση Λειτουργού Γεωργικών Ερευνών Α’ (η επίδικη θέση). Στη συνεδρία της ημερ. 1.11.2000 η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (η Ε.Δ.Υ.) αποφάσισε την προαγωγή της Μαρίας Ιωάννου (το Ε.Μ.) στην επίδικη θέση. Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της προαγωγής του Ε.Μ. στην επίδικη θέση.

’Ενας από τους λόγους που οδήγησαν στην επιλογή του Ε.Μ. ήταν η σύσταση του Διευθυντή «η οποία – όπως το έθεσε η Ε.Δ.Υ. – αποτελεί ένα ανεξάρτητο στοιχείο προσδιορισμού της αξίας των υποψηφίων, το οποίο προσδίδει μεγαλύτερη βαρύτητα στον παράγοντα αξία». Η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη ότι ο αιτητής διαθέτει το προσόν πλεονέκτημα ενώ η επιλεγείσα δεν το διαθέτει. Λαμβάνοντας όμως υπόψη το γεγονός ότι το Ε.Μ. δεν υστερεί ουσιαστικά σε αξία έναντι του αιτητή, έχει μια ουσιαστική υπεροχή σε αρχαιότητα, καθώς και την υπέρ της σύσταση του Διευθυντή, η Επιτροπή έκρινε ότι αυτή γενικά υπερέχει.

Οι λόγοι ακύρωσης.

Πρώτος λόγος ακύρωσης – Η σύσταση του Διευθυντή υπέρ του Ε.Μ. δεν συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων. Είναι αναιτιολόγητη, παράνομη και άκυρη.

Για να γίνει κατανοητός ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης θα πρέπει να παρατεθεί η επίδικη σύσταση. Ο Διευθυντής ανέφερε τα εξής:

«Μελέτησα τα στοιχεία των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων όλων των υποψηφίων, τους οποίους γνωρίζω προσωπικά και έχω άμεση επαφή μαζί τους. Πήρα όμως και πληροφορίες από τους άμεσα προϊσταμένους τους. Όλοι οι υποψήφιοι έχουν πολύ καλή ερευνητική εργασία και επιστημονικές δημοσιεύσεις όπως απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, εκτός των Φιλίππου Γεώργιου και Μηνά Γεώργιου. Το πλεονέκτημα που προβλέπεται στην παράγραγο (3) του Σχεδίου Υπηρεσίας δεν το διαθέτουν οι Ιωάννου Μαρία, Κούμας Άλκης και Γρηγορίου Σοφοκλής.

Με βάση τα πιο πάνω και αφού έλαβα υπόψη και τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους – αξία, προσόντα, αρχαιότητα – τις απαιτήσεις της υπό πλήρωση θέσης καθώς και την καταλληλότητα των υποψηφίων γι’ αυτήν, συστήνω για προαγωγή την Ιωάννου Μαρία, την οποία θεωρώ ως την πιο κατάλληλη.

Η Ιωάννου είναι ειδική σε θέματα λαχανοκομίας και είναι τοποθετημένη στον Κλάδο Λαχανοκομίας, Ανθοκομίας και Αρωματικών. Ειδικότερα ασχολείται με την αξιολόγηση νέων ποικιλιών και καλλιεργητικών μεθόδων σε θερμοκηπιακές καλλιέργειες λαχανικών.

Η Ιωάννου είναι ευσυνείδητη και παραγωγική λειτουργός και διεξάγει την ερευνητική της εργασία με ζήλο και ακρίβεια. ’Ηδη πάρα πολλοί γεωργοί συμβουλεύονται τα αποτελέσματα της. Αναπληρώνει τον υπεύθυνο του Κλάδου, όταν απουσιάζει, χωρίς προβλήματα. Σε μία συνεκτίμηση όλων των στοιχείων την κρίνω ως την πιο κατάλληλη για προαγωγή.»

Ο κ. Νικολάου, εκ μέρους του αιτητή, υπέβαλε ότι η σύσταση του Διευθυντή «πάσχει ως αναιτιολόγητη αφού περιορίζεται σε στοιχεία για τα οποία το Ε.Μ. ήδη αξιολογήθηκε στις υπηρεσιακές εκθέσεις». Η σύσταση – συνέχισε ο κ. Νικολάου – αναφέρεται στο ζήλο και στην ακρίβεια με την οποία το Ε.Μ. διεξάγει την ερευνητική της εργασία, καθώς και στην ευσυνειδησία και παραγωγικότητα της. Υπέβαλε ότι για τα στοιχεία αυτά το Ε.Μ. έχει αξιολογηθεί «στις υπηρεσιακές του εκθέσεις, ήτοι στα στοιχεία αρ. 2 (απόδοση), αρ. 3 (υπηρεσιακό ενδιαφέρον), αρ. 4 (υπευθυνότητα)». Η σύσταση του Διευθυντή είναι παράνομη γιατί αποτελεί εκ των υστέρων υποκειμενική εκτίμηση των στοιχείων που περιλαμβάνονται στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις και σκοπό έχει την ανάπλαση της εικόνας των υπηρεσιακών εκθέσεων και την απόδοση στο Ε.Μ. υπεροχής εκεί όπου στις ετήσιες αξιολογήσεις δεν εμφανίζεται να υπερέχει. Ο αιτητής υπερέχει σε αξία του Ε.Μ. και σε προσόντα. Επομένως – κατέληξε ο κ. Νικολάου – η σύσταση πάσχει καθότι είναι ασύμφωνη με την εικόνα που παρουσιάζεται στις υπηρεσιακές εκθέσεις και στους προσωπικούς φακέλους των υποψηφίων.

Εξέταση της επίδικης σύστασης αποκαλύπτει ότι κατά τη διαμόρφωση της σύστασης του υπέρ του Ε.Μ. ο Διευθυντής έλαβε υπόψη τα πιο κάτω κριτήρια:

  1. Τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους – αξία, προσόντα, αρχαιότητα.
  2. Τις απαιτήσεις της υπό πλήρωση θέσης καθώς και την καταλληλότητα των υποψηφίων γι’ αυτήν.
  3. Το γεγονός ότι το Ε.Μ. είναι ευσυνείδητη και παραγωγική λειτουργός και διεξάγει την ερευνητική της εργασία με ζήλο και ακρίβεια (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου).

Αρχίζοντας από το πρώτο κριτήριο – αξία, προσόντα, αρχαιότητα – παρατηρώ ότι από τις υπηρεσιακές εκθέσεις, οι οποίες έχουν τεθεί ενώπιον μου – εκείνες των ετών 1994 μέχρι 1999 – προκύπτει ότι ο αιτητής έχει αξιολογηθεί με 42 «εξαίρετα» και 6 «πολύ ικανοποιητικά» ενώ το Ε.Μ. με 36 «εξαίρετα» και 12 «πολύ ικανοποιητικά». Διαπιστώνω, επομένως, ότι ο αιτητής υπερέχει σε αξία – οριακά έστω.

Σε σχέση με τα προσόντα ο αιτητής κατέχει προσόν το οποίο θεωρείται πλεονέκτημα δυνάμει του σχεδίου υπηρεσίας. Υπερέχει, επομένως, και σε σχέση με τα προσόντα.

Αναφορικά με το κριτήριο της αρχαιότητας διαπιστώνω συντριπτική υπεροχή του Ε.Μ.. Κατέχει τη θέση του Λειτουργού Γεωργικών Ερευνών από τις 15.3.79 ενώ ο αιτητής βρίσκεται σ’ αυτή τη θέση από την 1.6.92. Τονίζεται, ωστόσο, ότι η αρχαιότητα υπερισχύει στις περιπτώσεις όπου υπάρχει ισοδυναμία αναφορικά με τα άλλα δύο κριτήρια (Frangοullides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 20 και Χατζηγιάννη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2293 και 2295/12.3.99).

’Ερχομαι τώρα στο δεύτερο στοιχείο – οι απαιτήσεις της θέσης και η καταλληλότητα των υποψηφίων γι’ αυτήν. Διαπιστώνω ότι ο Διευθυντής δεν έχει προσδιορίσει ποιές είναι οι απαιτήσεις της θέσης.

 

 

 

 

Αναφορικά με το τρίτο κριτήριο παρατηρώ ότι: Τα στοιχεία της παραγωγικότητας και ακρίβειας αξιολογούνται με το στοιχείο (2) των υπηρεσιακών εκθέσεων το δε στοιχείο του ζήλου με το στοιχείο (3).

Από την εξέταση των υπηρεσιακών εκθέσεων των δύο υποψηφίων προκύπτει ότι σε σχέση και με τα δύο πιο πάνω στοιχεία ο αιτητής έχει αξιολογηθεί με το βαθμό «εξαίρετα» κατά τα έτη 1994-1999. Της ίδιας αξιολόγησης έχει τύχει και το Ε.Μ. με εξαίρεση το έτος 1994 για το οποίο έχει αξιολογηθεί με το βαθμό «πολύ ικανοποιητικά».

’Εχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω προβαίνω στις εξής διαπιστώσεις:

  1. Η σύσταση του Διευθυντή δεν συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων ήτοι με τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις.
  2. Ο Διευθυντής έχει με τη σύσταση του διαμορφώσει υπεροχή υπέρ του Ε.Μ. ενώ οι υπηρεσιακές εκθέσεις δεν του δίδουν τέτοια υπεροχή.
  3. Ο Διευθυντής δεν έχει προσδιορίσει ποιές είναι οι απαιτήσεις της θέσης.

Ποιές είναι τώρα οι συνέπειες της πρώτης διαπίστωσης:

’Εχει νομολογηθεί ότι η βαρύτητα μιας σύστασης εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο συνάδει προς τα στοιχεία του φακέλου και ότι οι συστάσεις διατηρούν την εγκυρότητα τους όταν δεν αντιμάχονται προς τα στοιχεία των φακέλων (Στυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 387, 399, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1524/27.2.97, Ρούσος ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2064/21.7.99 και Δημοκρατία κ.α. ν. Αγγελή κ.α., Α.Ε. 1974-75/31.3.99).

Το διορίζον όργανο, σύμφωνα με τη νομολογία, όχι μόνο μπορεί αλλά πρέπει να παραγνωρίζει τις συστάσεις στην έκταση που είναι ασύμφωνες με τα στοιχεία του φακέλου (Τριανταφυλλίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 429, 454).

Η ασυμφωνία της σύστασης με το περιεχόμενο των φακέλων εξασθενεί την βαρύτητα της (Βλ. Στυλιανού και Βασιλείου, πιο πάνω).

Κρίνω ότι η ασυμφωνία της σύστασης με τα στοιχεία του φακέλου εξουδετερώνει την εγκυρότητα της και αποτελεί λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

Αναφορικά με την δεύτερη διαπίστωση μου, οι συνέπειες της διαμόρφωσης υπεροχής - με τη σύσταση – ενώ οι υπηρεσιακές εκθέσεις δεν δίδουν τέτοια υπεροχή, έχουν αναλυθεί στην Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2374/15.9.99 στην οποία λέχθηκε:

“Ούτε ο διευθυντής ούτε οι προϊστάμενοι και οι αξιολογούντες λειτουργοί μπορούν, έξω από το θεσμοθετημένο πλαίσιο αξιολόγησης και με δοσμένες έγκυρες ετήσιες αξιολογήσεις, να διαμορφώνουν εκ των υστέρων νέα κατάσταση αναφορικά με την αξιολογηθείσα ποιότητα των λειτουργών.”

Τα νομολογηθέντα στην Χριστοδουλίδου (πιο πάνω) έχουν υιοθετηθεί στην Κουάλη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2402/11.11.99 στην οποία το θέμα τέθηκε ως εξής:

“΄Οπως προκύπτει από τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων τόσο των αιτητών όσο και των ενδιαφερομένων προσώπων όλοι είναι περίπου ισάξιοι. Κρίνουμε ότι το αποτέλεσμα της σύστασης του Διευθυντή καταλήγει σε ανατροπή των αξιολογήσεων αυτών, αφού για θέματα που έχουν ήδη αξιολογηθεί παρόμοια όλοι, διαχωρίζονται ορισμένοι οι οποίοι συστήνονται με γενικές παρατηρήσεις που στην ουσία ανατρέπουν την αξιολόγηση αυτή.

.................................. .................................................. ......

΄Ετσι όπως και στη Χριστοδουλίδου (ανωτέρω) κρίνουμε ότι η σύσταση πάσχει όχι αναφορικά με την επάρκεια της αιτιολογίας σε συνάρτηση με την αποκάλυψη των πηγών των πληροφοριών για τη διαμόρφωση της κρίσης αλλά γιατί ο Διευθυντής δεν θα μπορούσε έξω από το πλαίσιο των ετήσιων αξιολογήσεων να διαμορφώνει εκ των υστέρων νέα κατάσταση αναφορικά με την ίδια αξιολογούμενη ποιότητα των υποψηφίων. Καθήκον του Διευθυντή είναι με βάση τις γνώσεις που έχει για το τι απαιτεί η θέση να επισημαίνει τις αρετές εκείνες του συγκεκριμένου υποψηφίου, στις οποίες με βάση τις αξιολογήσεις υπερέχει, και να συστήνει με βάση την υπεροχή αυτών τον καταλληλότερο υποψήφιο.”

 

Στην Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2434/20.3.2000 λέχθηκε:

“΄Ολες οι ιδιότητες που αποδόθηκαν στο ενδιαφερόμενο μέρος ως χαρίσματα που δικαιολογούν την επιλογή της σε σύγκριση πάντα με τον εφεσείοντα, περιέχονται στις διάφορες κατηγορίες των εμπιστευτικών εκθέσεων. Η επιστημονική κατάρτιση, η απόδοση, το ενδιαφέρον, η υπευθυνότητα, η πρωτοβουλία, οι σχέσεις με τους προϊσταμένους και το κοινό και η διευθυντική ικανότητα βαθμολογούνται στις εκθέσεις. Από τις εκθέσεις δεν προκύπτει ο,τιδήποτε που να δικαιολογεί την προτίμηση του Διευθυντή προς το ενδιαφερόμενο μέρος. Ούτε η σύσταση περιέχει οποιοδήποτε σχόλιο που να αιτιολογεί την προτίμηση προς το ενδιαφερόμενο μέρος.”

Στην Κωνσταντίνου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 1047/97 και 5/98/21.3.2000 ο Νικολάου, Δ. παρατήρησε ότι ο Διευθυντής δεν μπορεί με τη σύσταση του “να διαφοροποιεί την εικόνα που προκύπτει από τη βαθμολογημένη αξία: ανεβάζοντας τον ένα και συνακόλουθα κατεβάζοντας τον άλλο”. Αφού παρέθεσε το πιο πάνω απόσπασμα από την Χριστοδουλίδου (πιο πάνω) ο Νικολάου, Δ. συνέχισε ως εξής:

“Αν μέσα από τα βαθμολογημένα στοιχεία ο Διευθυντής διακρίνει διαφορά μεταξύ του ενός και του άλλου υποψηφίου σε κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο που αποκτά ιδιαίτερη, κατά την εκτίμηση του, σημασία ενόψει των όσων απαιτεί η νέα θέση, πρέπει να το εντοπίζει και να το εξηγεί για να φαίνεται γιατί προτίμησε τον ένα αντί τον άλλο. Χωρίς έτσι να μεταβάλλεται συγκριτικά η υπηρεσιακή αξία των υπαλλήλων από στοιχεία που φέρνει ο ίδιος ο Διευθυντής βάσει των όσων λέει ότι γνωρίζει προσωπικά ή ότι πληροφορήθηκε από άλλους. Με τη σύσταση υποδεικνύεται, όπου τα δεδομένα το επιτρέπουν, ποιος είναι ο καταλληλότερος για τη θέση. Από αυτή την άποψη και σε αυτό το βαθμό είναι που η σύσταση αποτελεί αυτοτελές, ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης.”

Πρέπει να λεχθεί ότι οι υποθέσεις Χριστοδουλίδου, Κουάλη, Σταυρινίδη και Κωνσταντίνου έχουν αναφερθεί με επιδοκιμασία στην Δημοκρατία ν. Πογιατζή, Α.Ε. 2767/20.9.2001. Στην πολύ πρόσφατη αυτή απόφαση υποδεικνύεται ότι τρεις πρόσφατες αποφάσεις (Στυλιανίδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2692/27.2.2001, Μέζου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2752/11.4.2001 και Χρίστου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2737/7.5.2001) δεν φαίνονται ευθυγραμμισμένες με την Χριστοδουλίδου (πιο πάνω) «και δεν περιέχουν καμιά αναφορά στη Χριστοδουλίδου και τις άλλες για συζήτηση και αμφισβήτηση του λόγου τους». Λέχθηκε, επίσης, πως δεν διακρίνεται έδαφος για μεταβολή της γραμμής που χάραξε η απόφαση στη Χριστοδουλίδου.

Υιοθετώ με εκτίμηση τα νομολογηθέντα στις υποθέσεις Χριστοδουλίδου, Κουάλη, Σταυρινίδη, Κωνσταντίνου και Πογιατζή (πιο πάνω). Για τους λόγους που υποδεικνύονται σε εκείνες τις υποθέσεις η σύσταση πάσχει. Η διαπίστωση αυτή συνιστά λόγο ακύρωσης. Οδηγεί στην επιτυχία της προσφυγής και στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

Στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης οδηγεί και η τρίτη διαπίστωση μου περί μη προσδιορισμού των απαιτήσεων της θέσης. Αυτή η διαπίστωση καθιστά τη σύσταση τρωτή λόγω έλλειψης αιτιολογίας. Χωρίς προσδιορισμό των απαιτήσεων της θέσης είναι αδύνατο να διακριβωθεί κατά πόσο οι αρετές, ικανότητες και ιδιότητες που διαθέτει ο συστηνόμενος είναι εκείνες που χρειάζονται για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης. Επομένως ο δικαστικός έλεγχος καθίσταται ανέφικτος (Βλ. Sofocleous v. Republic (1972) 3 C.L.R. 56, 60 και Mavromatis v. Educational Service Committee (1974) 3 C.L.R. 226).

Εν όψει της ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης για τους λόγους που υποδεικνύονται πιο πάνω δεν παρίσταται ανάγκη να εξεταστούν οι λόγοι ακύρωσης 2, 3 και 4 (Βλ. Republic v. Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594).

Η προσβαλλόμενη απόφαση της Ε.Δ.Υ. είχε σαν ένα από τα ερείσματα της τη σύσταση του Διευθυντή υπέρ του Ε.Μ.. Εφόσον οι λόγοι οι οποίοι οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση είναι συνυφασμένοι με τη σύσταση του Διευθυντή και εφόσον είναι άγνωστο ποιά θα ήταν η κατάληξη της Ε.Δ.Υ. αν απουσίαζε η σύσταση του Διευθυντή υπέρ του Ε.Μ. είναι σκόπιμο να αφεθεί η Ε.Δ.Υ. να επανεξετάσει το θέμα και να διαμορφώσει την κρίση της υπό το φως της νέας σύστασης του Διευθυντή, χωρίς να είχε προηγηθεί δικαστική κρίση επί των άλλων λόγων οι οποίοι οδήγησαν στην απόφαση της.

Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της με έξοδα.

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο