ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπ . Αρ.704/2000
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Δ
.Ανδρέας Αριστείδου,
Αι τητής,
και
Κυπριακή Δημοκρατία μέσω
Διοικητή 60 Μοίρας Ενεργού Αεράμυνας,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - - -
HMEΡΟΜΗΝΙΑ: 10.1.02
Για τον αιτητή: κ. Σ. Οικονομίδης
Για τους καθ΄ων η αίτηση: κ. Γ. Γιωργαλλής
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής αξιώνει ακύρωση της απόφασης του καθ΄ου η αίτηση διοικητού της 60ης Μοίρας Ενεργού Αεράμυνας (στο εξής η 60 ΜΕΑ) που του κοινοποιήθηκε με εμπιστευτική επιστολή ημερομηνίας 17.3.2000 και με την οποίαν κρίθηκε ένοχος πειθαρχικού παραπτώματος και τιμωρήθηκε με 4ήμερη κράτηση.
Ο αιτητής είναι μόνιμος αξιωματικός του Στρατού της Δημοκρατίας. Είναι απόφοιτος της Σχολής Ικάρων, ανήκει στον κλάδο των Μηχανικών Αεροπορίας με ειδικότητα Τεχνικού Α΄Τηλεπικοινωνιών και φέρει το βαθμό του Υποσμηναγού. Υπηρετούσε κατά τη χρονική περίοδο από 8.1.98 μέχρι 2.5.2000 στην 60 ΜΕΑ. Κατά τη διάρκεια της εκεί υπηρεσίας του, του γνωστοποιήθηκε απόφαση του Υπουργού Άμυνας, ημερομηνίας 21.1.99 βάσει της οποίας αποσπάσθηκε για κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών στο Υπουργείο Άμυνας. Αναφερόταν ρητά στην κοινοποίηση της απόσπασης ότι αυτή θα έληγε στην 25.4.99 «χωρίς άλλη διαταγή». Κατά τη διάρκεια της εκεί απόσπασής του αποφασίσθηκε η μεταστάθμευση της 60 ΜΕΑ στην Κρήτη, γεγονός για το οποίο ο αιτητής έτυχε προφορικής ενημέρωσης από το Διευθυντή του Στρατιωτικού Γραφείου του Υπουργού Άμυνας, ο οποίος ήταν ο άμεσα προϊστάμενος του κατά το χρονικό εκείνο διάστημα. Όπως προκύπτει από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, ο αιτητής, αντιδρώντας στο επικείμενο ενδεχόμενο της μετακίνησης του εκτός Κύπρου, συνέταξε και απέστειλε δύο χειρόγραφες επιστολές, μια προς την 60 ΜΕΑ, την μονάδα δηλαδή στην οποίαν ανήκε οργανικά και ακολούθως προς το Στρατιωτικό Γραφείο του Υπουργείου Άμυνας. Η τελευταία έφερε ημερομηνία 23.3.99 και ένδειξη κοινοποίησης προς το Γ.Ε.Ε.Φ και την 60 ΜΕΑ. Ο αιτητής ανέφερε σε αυτήν ότι δεν ήταν σε θέση να συμμετέχει σε υπηρεσιακή αποστολή εκτός Κύπρου για διάστημα μακρύτερο του ενός μηνός. Απαριθμούσε προσωπικούς, οικογενειακούς και οικονομικούς λόγους οι οποίοι κατά την άποψη του καθιστούσαν αδύνατη και ζημιογόνα για τον ίδιο και την οικογένεια του, την επί μακρόν παραμονή του στην Κρήτη. Καταλήγοντας στην επιστολή του, ο αιτητής πληροφορούσε τους αποδέκτες της ότι αποδεχόταν «καλόπιστα και άνευ βλάβης των δικαιωμάτων του» υπηρεσία ενός μηνός για την εκτέλεση των υποχρεώσεών του, προειδοποιώντας ταυτόχρονα ότι σε περίπτωση που δεν του κοινοποιείτο εγκαίρως εκ μέρους των «αρμοδίων φορέων» ικανοποιητική επίλυση των ζητημάτων που θίγοντο στην αναφορά του, θα προέβαινε σε «καταγγελία της εν λόγω απόσπασης ως παράνομης αυθαίρετης και αντισυνταγματικής» και επίκληση των όρων εργοδότησης του με την Κυπριακή Δημοκρατία. Το Στρατιωτικό Γραφείο του Υπουργού Άμυνας διαβίβασε με επιστολή του ημερομηνίας 26.3.99 αντίγραφο της πιο πάνω αναφοράς στο 1ο Επιτελικό Γραφείο του Γ.Ε.Ε.Φ. καλώντας το να υποβάλει τα σχόλια και τις απόψεις του. Το 1ο Επιτελικό Γραφείο, με κάποια ομολογουμένως καθυστέρηση και αφού χρειάστηκε να λάβει νέα επιστολή-υπενθύμιση εκ μέρους του Στρατιωτικού Γραφείου του Υπουργού Άμυνας, διαβίβασε τελικά την επίδικη αναφορά του αιτητή στο Διοικητή της 60 ΜΕΑ η οποία στο μεταξύ είχε μετασταθμεύσει στην Κρήτη. Ο αιτητής συμμετείχε στην αποστολή. Η επιστολή έφερε την υπογραφή του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς και είχε το ακόλουθο περιεχόμενο:
«
ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟΠΡΟΣ: ΓΕΕΦ/ΔΑ/Β2
/60 ΜΕΑ/Δκτή)
1. Σας διαβιβάζουμε συνημμένα το σχετικό, που αφορά σε υπηρεσιακή αναφορά του Ε/Κ Υπσγού (ΤΑΤ) Αριστείδου Ανδρέα του Θεοφάνη, ΑΜ 3473, που υπέβαλε στο Στρατιωτικό Γραφείο του κου Υπουργού Άμυνας, προκειμένου να διατάξετε την διενέργεια πειθαρχικής ανάκρισης σε βάρος του πιο πάνω Μον. Αξκού, καθότι τα αναφερόμενα στο σχετικό, συνιστούν σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα, ήτοι της αναξιοπρεπούς και ανοικείου συμπεριφοράς, κατά τρόπο επιβλαβή για την πειθαρχία.
2. Η πειθαρχική ανάκριση να ολοκληρωθεί και υποβληθεί μέχρι 03 Ιουν 99 στο ΓΕΕΦ/10 ΕΓ.»
Ανταποκρινόμενος ο Διοικητής της 60 ΜΕΑ ανέθεσε τη διενέργεια της σχετικής ανάκρισης σε υφιστάμενό του αξιωματικό της μονάδας, κάποιον σμηναγό Στέλιο Παπαμιχαήλ ο οποίος ολοκληρώνοντας την έρευνα υπέβαλε το πόρισμα στο Διοικητή του. Το πόρισμα κατέληγε ουσιαστικά στη διαπίστωση ότι ο τρόπος με τον οποίον ενήργησε ο αιτητής τον καθιστούσε «υπαίτιο του πειθαρχικού παραπτώματος της ανοικείου συμπεριφοράς, κατά παράβαση της παραγράφου (1) του Πειθαρχικού Κώδικα των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς." Ο ανακριτής εξέφραζε την άποψη ότι θα έπρεπε να ακολουθήσει πειθαρχικός έλεγχος του αιτητή. Ο φάκελος μαζί με το πόρισμα της πειθαρχικής ανάκρισης υποβλήθηκε ιεραρχικά στο Γ.Ε.Ε.Φ για τα περαιτέρω. Εκφράζοντο παράλληλα στη συνημμένη επιστολή, απόψεις της 60 ΜΕΑ με τις οποίες εκθειάζετο το ήθος, η υπευθυνότητα και ευσυνειδησία του αιτητή και επισημαίνοντο σχετικοί παράγοντες που θα δικαιολογούσαν την ύπαρξη ελαφρυντικών σε περίπτωση καταδικαστικής απόφασης. Το Γ.Ε.Ε.Φ υπέβαλε ακολούθως το πόρισμα μαζί με το φάκελο της υπόθεσης στον Υπουργό Άμυνας με εμπιστευτική επιστολή ημερομηνίας 5.8.99 και εκφράζοντας παράλληλα την άποψη ότι οι προβλεπόμενες από τους Πειθαρχικούς Κανονισμούς της Εθνικής Φρουράς ποινές ήταν ανεπαρκείς σε σχέση με το διερευνόμενο παράπτωμα, εισηγήθηκε το διορισμό Επιτροπής Αξιωματικών, για να αποφασίσει σχετικά με το ενδεχόμενο πειθαρχικής δίωξης του αιτητή.
Όπως προκύπτει από τα ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφα, το Υπουργείο Άμυνας, διαπιστώνοντας παρατυπίες στη διαδικασία που ακολουθήθηκε και συγκεκριμένα την έλλειψη οποιασδήποτε απόφασης του διοικούντα αξιωματικού του αιτητή, για την διάγνωση ή όχι τελέσεως του παραπτώματος με το οποίο ο τελευταίος κατηγορείτο και την παράλληλη απουσία των απόψεων της Διοίκησης Αεροπορίας ως Προϊσταμένου Κλιμακίου, θεώρησε ότι η λήψη απόφασης εκ μέρους του Υπουργού Άμυνας για συγκρότηση της Επιτροπής Αξιωματικών και η παραπομπή της υπόθεσης σε αυτήν δεν θα ήταν νόμιμη υπό τις περιστάσεις (Τεκμήριο 8 στην Ένσταση) και επέστρεψε το σχετικό φάκελο στο Γ.Ε.Ε.Φ ζητώντας την επανεξέταση του θέματος. Ανταποκρινόμενο το Γ.Ε.Ε.Φ παρέπεμψε το ζήτημα μαζί με το φάκελο της ανάκρισης στο Διοικητή της 60 ΜΕΑ προκειμένου να ενεργήσει σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στους Πειθαρχικούς Κανονισμούς. Ο Διοικητής της 60 ΜΕΑ η οποία όπως ήδη επισημάνθηκε στάθμευε τότε στην Κρήτη, κάλεσε με εμπιστευτική επιστολή ημερομηνίας 27.2.2000 τον αιτητή σε διοικητική απολογία η οποία υποβλήθηκε στις 6.3.2000. Ο αιτητής αρνείτο με αυτήν τη διάπραξη του παραπτώματος που του καταλογίσθηκε, της "ανοικείου συμπεριφοράς", και ισχυρίζετο ότι η σύνταξη και υποβολή της επίμαχης υπηρεσιακής αναφοράς του, της 23.3.99, ήταν ενέργεια που ενέπιπτε στα πλαίσια των νόμιμων δικαιωμάτων του. Ακολούθησε η έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης με την οποία ο Διοικητής της 60 ΜΕΑ επέβαλε στον αιτητή την ποινή της 4ήμερης κράτησης.
Αμφισβητώντας το κύρος της επίδικης απόφασης ο αιτητής προβάλλει τέσσερεις λόγους ακυρότητας. Όπως ισχυρίζεται στη γραπτή αγόρευσή του η προσβαλλόμενμη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο πρόσωπο, ήταν προϊόν υποκειμενικής κρίσης κατά παράβαση της αρχής της αμεροληψίας, πάσχει λόγω έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας και εκδόθηκε κατά παράβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου. Υποστηρίζοντας τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας ο αιτητής εισηγείται ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο της διάπραξης του πειθαρχικού παραπτώματος για το οποίο επιβλήθηκε η ποινή της 4ήμερης κράτησης, στις 23.3.99 δηλαδή, ημερομηνία σύνταξης της επίμαχης αναφοράς προς τους ιεραρχικά ανωτέρους του, υπηρετούσε με απόσπαση στο Υπουργείο Άμυνας και ως εκ τούτου "διοικών αξιωματικός" του ήταν ο Διευθυντής του Στρατιωτικού Γραφείου του Υπουργού Άμυνας και όχι ο Διοικητής της 60 ΜΕΑ ο οποίος επέβαλε την πειθαρχική ποινή που αμφισβητείται. Απορρίπτοντας το πιο πάνω επιχείρημα, ο δικηγόρος για τους καθ΄ων η αίτηση υποστηρίζει ότι παρά το γεγονός της απόσπασής του ο αιτητής δεν έπαψε να ανήκει στο προσωπικό της 60 ΜΕΑ, και ως εκ τούτου "διοικών αξιωματικός" του αιτητή ήταν στην προκείμενη περίπτωση ο διοικητής της 60 ΜΕΑ, ανεξάρτητα αν ευρίσκετο προσωρινά αποσπασμένος στο Υπουργείο Άμυνας για κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών.
Δεν θα συμφωνούσα. Στον Κανονισμό 2 των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς (Κ.Δ.Π. 554/64 όπως τροποποιήθηκαν) ορίζεται ότι ο "διοικών αξιωματικός κέκτηται την έννοιαν ήν απέδωκεν εις τον όρον τούτον ο Κανονισμός 5 των παρόντων Κανονισμών". Ο Κανονισμός 5 εμπίπτει στο ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ των Κανονισμών όπου ρυθμίζονται τα σχετικά με τη διενέργεια ανακρίσεων και συνοπτική εκδίκαση παραπτωμάτων. Ορίζει τα ακόλουθα:
"5(1) Δια τους σκοπούς των παρόντων Κανονισμών "διοικών αξιωματικός" σημαίνει τον διοικητήν της μονάδος εις ην ανήκει το ενδιαφερόμενον μέρος και περιλαμβάνει τον διοικητήν υπομονάδος.
(2) Δια τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού "μονάς" σημαίνει οιονδήποτε ανεξάρτητον τμήμα στρατού ουχί ανώτερον του τάγματος και υπομονάδα αυτού και περιλαμβάνει οιονδήποτε άλλο ανεξάρτητον ανάλογον τμήμα στρατού, στρατιωτικόν κατάστημα ή υπηρεσίαν."
Η αποκλειστική αρμοδιότητα του διοικούντα αξιωματικού, για τη διενέργεια έρευνας και την επιβολή ποινής σε περιπτώσεις όπου δυνατό να προκύπτει η διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων τονίζεται ιδιαίτερα στον Κανονισμό 6 ο οποίος προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα εξής:
"6(1) Εις πάσαν περίπτωσιν καθ΄ην υποβάλλεται αναφορά ή προβάλλεται ισχυρισμός, εξ ων φαίνεται ότι μέλος τι δυνατόν να διέπραξε παράπτωμά τι, το όλον ζήτημα θα αναφέρηται εις τον διοικούντα αξιωματικόν του τοιούτου μέλους:
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
(2) Ο διοικών αξιωματικός του τοιούτου μέλους λαμβάνων την αναφοράν, επιλαμβάνεται προσωπικώς της ερεύνης του αναφερομένου παραπτώματος, ασκεί τον προσήκοντα έλεγχον και επιβάλλει αμέσως την κατά την κρίσιν του και εντός των ορίων της δικαιοδοσίας αυτού διαγραφομένην ποινήν άνευ ετέρας τινός διαδικασίας:
Νοείται ότι εφόσον κρίνη ανεπαρκή την ποινήν ην έχει εξουσίαν να επιβάλη συμφώνως προς την δικαιοδοσίαν αυτού παραπέμπει την υπόθεσιν εις τον αμέσως ανώτερον διοικητήν όπως επιληφθή της υποθέσεως:
Νοείται περαιτέρω ότι ουδεμία ποινή πλην της στερήσεως εξόδου επιβαλλομένη υπό διοικητού υπομονάδος ή τμήματος θα εκτελήται άνευ προηγουμένης εγκρίσεως του διοικητού της μονάδος όστις δικαιούται να επαυξήση ή μειώση ταύτην."
Είναι πρόδηλο από το υλικό που παρουσιάσθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι το πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο κρίθηκε ένοχος ο αιτητής δεν εξετάσθηκε από τον άμεσα προϊστάμενο διοικητή του, ο οποίος όπως ορθά υπέδειξε ο ευπαίδευτος συνήγορός του, ήταν κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα ο Διευθυντής του Στρατιωτικού Γραφείου του Υπουργού Αμύνης. Εκεί υπηρετούσε αποσπασμένος ο αιτητής κατά την ημερομηνία τέλεσης του παραπτώματος, η οποία ήταν η 23.3.99 ημερομηνία σύνταξης. της επίμαχης αναφοράς. Ανήκε μεν οργανικά στη δύναμη της 60 ΜΕΑ αλλά κατά το δεδομένο χρονικό σημείο βρισκόταν υπό τις άμεσες διαταγές του Διευθυντή του Στρατιωτικού Γραφείου του Υπουργού. Αυτός ήταν εξάλλου ο αποδέκτης της αναφοράς της 23.3.99. Με βάση τα πιο πάνω ο Διοικητής της 60 ΜΕΑ έχει ενεργήσει αναρμοδίως. Οι Πειθαρχικοί Κανονισμοί, όπως ήδη επισημάνθηκε, ρυθμίζουν ειδικά τα ζητήματα της αρμοδιότητας και είναι σαφείς. Αρμόδιος σε πρώτο βαθμό είναι ο "διοικών αξιωματικός". Αναρμόδια επιλήφθηκε του θέματος ο Διοικητής της 60 ΜΕΑ εφόσον όπως εξηγήθηκε δεν ήταν ο κατά το χρόνο της διάπραξης του κατ΄ισχυρισμόν παραπτώματος, ο "διοικών αξιωματικός" του αιτητή.
Η νομολογία προσφέρει πληθώρα αποφάσεων όπου πειθαρχικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν υπό παρόμοιες συνθήκες ακυρώθηκαν από το Δικαστήριο. Το ακόλουθο απόσπασμα από την Ανδρέας Σάντης ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 609/96, ημερ. 22.12.1997 (Σ. Νικήτας, Δ.) είναι ενδεικτικό στη σελ. 6:
"Θα υπομνήσω στο σημείο αυτό ότι το επεισόδιο για το οποίο κατηγορήθηκε ο αιτητής συνέβηκε στις 24.2.96. Και του ζητήθηκε να απολογηθεί στις 17.4.96. Τότε υπηρετούσε στον 20ο Λόχο Μηχανικού. Επομένως το ζήτημα έπρεπε, σύμφωνα με τον Καν.6, να αναφερθεί στο διοικητή της μονάδας αυτής, που είχε την αρμοδιότητα κατ΄αποκλεισμό άλλου πειθαρχικού οργάνου. Εδώ ο άμεσα πειθαρχικός προϊστάμενος, που θα αποφάσιζε για τους χειρισμούς και την πορεία της υπόθεσης παραγκωνίστηκε πλήρως. Η παρέμβαση του καθού δεν είχε κανένα νόμιμο έρεισμα. Ο καλύτερος τρόπος εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος είναι η πιστή τήρηση του νόμου και των κανονισμών."
Έτσι και στην παρούσα, η διαπίστωση περί της αναρμοδιότητας του Διοικητή της 60 ΜΕΑ για τη διερεύνηση του πειθαρχικού παραπτώματος και την επιβολή της ποινής που ακολούθησε, σφραγίζει και τη μοίρα της προσφυγής. Η αναρμοδιότητα της αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη οδηγεί στην ακύρωση της πράξης. (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 105, Τσάτσου "Η αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας" Τρίτη Έκδοση, σελ. 191).
Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης περιττεύει η εξέταση των υπολοίπων λόγων ακυρότητας.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα υπέρ του αιτητή.
Δ.
/
Χ.Π.cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο