Βραχίμη Χατζηχάννα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Υπόθεση Αρ. 917/2000, 18 Ιανουαρίου, 2002 Βραχίμη Χατζηχάννα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Υπόθεση Αρ. 917/2000, 18 Ιανουαρίου, 2002

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 917/2000

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

 

ΜΕΤΑΞΥ:

Βραχίμη Χατζηχάννα, από τη Λευκωσία

Αιτητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Καθ΄ων η αίτηση

_____________

18 Ιανουαρίου, 2002

Ο αιτητής παρών, προσωπικά.

Για τους καθ΄ων η αίτηση: κα Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της

Δημοκρατίας, για Γεν.Εισαγγελέα

της Δημοκρατίας.

Για το ενδιαφερόμενο μέρος: κα Α. Νικολετοπούλου, για κ. Ε. Ευσταθίου.

______________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η προσφυγή στρέφεται εναντίον της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη μόνιμη θέση Ανώτερου Γεωργικού Λειτουργού (Τακτικός Προϋπολογισμός), Τμήμα Γεωργίας, που πραγματοποιήθηκε με απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), ημερ. 18.2.2000.

Η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους έγινε ύστερα από επανεξέταση, λόγω ακύρωσης από το Ανώτατο Δικαστήριο, στην υπόθεση Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 389/98, ημερ. 30.9.1999, προηγούμενης απόφασης της Επιτροπής, με την οποία είχε προαχθεί ξανά στη θέση το ενδιαφερόμενο μέρος.

Ο αιτητής εγείρει σωρεία λόγων. Τέσσερις από αυτούς και συγκεκριμένα οι ισχυρισμοί για έκδηλη υπεροχή του σε προσόντα και πείρα, για παραγνώριση πρόσθετων προσόντων χωρίς ειδική αιτιολογία, για προκατάληψη και έντονη έχθρα από την Επιτροπή εναντίον του και τέλος για παραγνώριση του πλεονεκτήματος βάσει του περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Αναπήρων και των Εξαρτωμένων των Πεσόντων, Αγνοουμένων, Αναπήρων και Εγκλωβισμένων Νόμου του 1992, Ν.53(Ι)/92, καθώς και των Νόμων 55(Ι)/97 και 100(Ι)/98, προβλήθηκαν από τον αιτητή και στην προσφυγή υπ΄ αρ. 389/98.

Οι ισχυρισμοί αυτοί εξετάστηκαν ήδη από το Δικαστήριο. Η επίκλησή τους συνιστά προσπάθεια του αιτητή να επαναλάβει επιχειρήματα που απέτυχαν στο παρελθόν. Η εξέτασή τους παραβιάζει το δεδικασμένο (Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 518/96, ημερ. 10.9.1997). ΄Οταν τα αμφισβητούμενα θέματα στη διαδικασία κατά την οποία εγείρεται θέμα δεδικασμένου ήταν ξανά αντικείμενο αμφισβήτησης σε δικαστική διαδικασία που κατέληξε στη δικαστική απόφαση η οποία εγείρεται ως κώλυμα, έχουμε ταυτότητα επίδικου θέματος που συνιστά κώλυμα λόγω δεδικασμένου (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 594/97, ημερ. 3.2.2000. Βλέπε επίσης Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιον Διοικητικού Δικαίου, ΄Εκτη έκδοση, παρα. 571, σελ. 548).

Στην παρούσα περίπτωση έχουμε ταυτότητα προσώπου και ταυτότητα του επίδικου θέματος με τη φυσική, αλλά και υπό τη δικαστική έννοια και συνεπώς οι ισχυρισμοί αυτοί είναι «τελειωτικά δικασμένοι» και δεν μπορεί να τεθεί θέμα επανεξέτασής τους.

Ο αιτητής προβάλλει επίσης το επιχείρημα ότι παραβιάζεται το δεδικασμένο και οι αρχές της επανεξέτασης γιατί η προσβαλλόμενη απόφαση και η νέα σύσταση του Διευθυντή, δεν συνάδουν με την απόφαση του Δικαστηρίου, αλλά και γιατί στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στο όνομά του.

Η απόφαση Χατζηλουκά ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2775, ημερ. 29.6.2001, είναι διαφωτιστική:

«Η διαδικασία της επανεξέτασης απολήγει σε νέα διοικητική απόφαση. Το διοικητικό όργανο δεσμεύεται να συμμορφωθεί με το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης ενώ στα υπόλοιπα σημεία του υπό συζήτηση ζητήματος διατηρεί ελεύθερη κρίση. Να παραθέσουμε σχετική περικοπή από απόφαση που μόλις έχουμε εκδώσει στην ΑΕ 2927 Παναγιώτης Αργυρού ν. Δημοκρατίας, ημερ. 20.6.2001.

΄Να υπενθυμίσουμε επί του προκειμένου, πως με την ακυρωτική δικαστική απόφαση η διοίκηση οφείλει να συμμορφωθεί μ΄ αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 146.5 του Συντάγματος, δηλαδή με το ακυρωτικό αποτέλεσμα. ΄Οταν δε το διοικητικό όργανο επανεξετάζει το θέμα η επανεξέταση συνιστά εξ ολοκλήρου νέα διαδικασία που απολήγει σε νέα απόφαση. Η διοίκηση δεσμεύεται κατά την επανεξέταση να θεραπεύσει μόνο το σημείο που κρίθηκε τρωτό από το ακυρωτικό Δικαστήριο. Σ΄ αυτή τη διεργασία θα βοηθηθεί βέβαια η διοίκηση και από την αιτιολογία που οδήγησε στην ετυμηγορία του Δικαστηρίου, αλλά μόνο αναφορικά με το μέρος της που ήταν απολύτως αναγκαίο για να κριθεί το συγκεκριμένο σημείο. Η μόνιμη έγνοια του διοικητικού οργάνου πρέπει πάντοτε να είναι: η λήψη απόφασης σύμφωνα με το νόμο, τις αρχές του διοικητικού δικαίου και της νομολογίας΄.»

(Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε και η απόφαση στην Antenna T.V. Limited v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2772, ημερ. 18.7.2001.)

Η θέση του αιτητή είναι λανθασμένη. ΄Οπως θα δούμε στη συνέχεια, όσα αναφέρει ο Διευθυντής στη σύστασή του δεν συγκρούονται με το περιεχόμενο των φακέλων και άρα δεν παραβιάζεται το δεδικασμένο.

Στην υπόθεση Χατζηχάννας, ανωτέρω, κρίθηκε ότι η σύσταση συγκρουόταν με το περιεχόμενο των φακέλων. Στη νέα σύσταση ο Διευθυντής προβαίνει σε σύγκριση μεταξύ του ενδιαφερόμενου μέρους και διάφορων υποψήφιων που υπερέχουν σε αρχαιότητα. Περαιτέρω συγκρίνει το ενδιαφερόμενο μέρος με υποψήφιους που υστερούν σε αρχαιότητα, αλλά υπερέχουν σε αξία. Σημειώνει επίσης ότι ορισμένοι από τους υποψήφιους που έπονται σε αρχαιότητα, κατέχουν πρόσθετα ακαδημαϊκά και άλλα προσόντα. Καταλήγει ότι από μια συνολική θεώρηση όλων των δεδομένων, το ενδιαφερόμενο μέρος είναι σε θέση να εκτελέσει τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης με πιο αποτελεσματικό τρόπο.

Στα τελευταία χρόνια, από το 1992 έως το 1996, οι αξιολογήσεις του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους είναι σχεδόν ταυτόσημες, ενώ συνολικά το ενδιαφερόμενο μέρος φαίνεται ότι υπερτερεί σε αξία ελαφρά. ΄Οσον αφορά την αρχαιότητα η υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους εντοπίζεται σε προηγούμενη θέση και συνεπώς δεν λαμβάνεται ουσιαστικά υπ΄ όψιν. Από την άλλη, ο αιτητής έχει σωρεία προσόντων που είναι πρόσθετα των απαιτουμένων, αλλά άνκαι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, τους αποδίδεται μόνο περιορισμένη βαρύτητα (Πούρος κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2847 κ.α., ημερ. 30.4.2001).

΄Ομως, η σύσταση του Διευθυντή ελέγχεται ως αναιτιολόγητη. Το άρθρο 35(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν.1/90, προβλέπει ότι κατά την προαγωγή η Επιτροπή, μεταξύ άλλων, λαμβάνει δεόντως υπ΄ όψιν την αιτιολογημένη σύσταση του προϊστάμενου.

΄Εχει επανειλημμένα λεχθεί ότι η αιτιολογία παρέχει στο Δικαστήριο τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης και δεν πρέπει να είναι τόσο αόριστη και ασαφής, που ο δικαστικός έλεγχος να καθίσταται ανέφικτος (Φράγκου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2021, ημερ. 27.3.1998, Τσίγκης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2699, ημερ. 30.4.2001).

Στην παρούσα υπόθεση η σύσταση είναι γενική, ασαφής και αόριστη, ενώ δεν μπορεί να λεχθεί ότι είναι αρκούντως αιτιολογημένη. Ο Διευθυντής με γενικολογίες, όπως «από μια συνολική θεώρηση όλων των δεδομένων κρίνω ότι ο Σαββίδης είναι σε θέση να εκτελέσει τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης με πιο αποτελεσματικό τρόπο», ή «συνοψίζοντας, με βάση τα δεδομένα που έχω αναφέρει καθώς και τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας, κρίνω ότι ο καταλληλότερος για σκοπούς προαγωγής είναι ο Σαββίδης Ανδρέας», ή «λαμβάνοντας υπόψη τα καθιερωμένα κριτήρια για θέσεις προαγωγής στο σύνολό τους – αξία, προσόντα, αρχαιότητα – καθώς και τα καθήκοντα, τις ευθύνες και τα απαιτούμενα προσόντα της υπό πλήρωση θέσης και την καταλληλότητα των υποψηφίων για την υπό πλήρωση θέση, συστήνω τον Σαββίδη Ανδρέα Χ.», δεν αφήνει περιθώρια για δικαστικό έλεγχο. Με όσα παραθέτει δεν εξηγεί γιατί συστήνει το συγκεκριμένο υποψήφιο.

Χαρακτηριστικά σημειώνω την αναφορά του ότι όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των φακέλων, ο Σαββίδης δεν υστερεί και μάλλον υπερέχει έναντι δύο συγκεκριμένων υποψηφίων (των Αργυρού και Μαρκίδη, οι οποίοι υπερέχουν ελαφρά σε αρχαιότητα), ενώ συγκρίνοντάς τον με άλλους υποψήφιους που ακολουθούν σε αρχαιότητα, αλλά υπερέχουν ελαφρά σε αξία, τονίζει ότι ο Σαββίδης υπερέχει σε αρχαιότητα στην προηγούμενη θέση και υστερεί ελαφρά σε ότι αφορά τις βαθμολογίες στις υπηρεσιακές τους εκθέσεις. Το ζητούμενο σε κάποιο που συστήνεται δεν είναι να μην υστερεί, αλλά να υπερέχει και μάλιστα σε σημείο που να δικαιολογείται η επιλογή του ως του καταλληλότερου.

Εν όψει των πιο πάνω, καταλήγω ότι η σύσταση, που απετέλεσε ουσιώδες στοιχείο κρίσης, πάσχει και συνεπώς η προσφυγή επιτυγχάνει.

 

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Τα έξοδα της διαδικασίας θα καταβληθούν από τους καθ΄ ων η αίτηση.

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο