Στέλιου Χαραλάμπους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Οικονομικών, ΥΠΟΘΕΣ Η ΑΡ. 1589/2000, 4 Μαρτίου, 2002 Στέλιου Χαραλάμπους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Οικονομικών, ΥΠΟΘΕΣ Η ΑΡ. 1589/2000, 4 Μαρτίου, 2002

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΟΘΕΣ Η ΑΡ. 1589/2000

ΕΝΩΠΙΟΝ: Α. ΚΡΑΜΒΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

  1. Στέλιου Χαραλάμπους,

2. Θεοδώρας Γερμανού,

3. Αστέρως Κυριάκου,

Αιτητώ ν,

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπουργού Οικονομικών,

Καθ΄ων η αίτηση.

______

4 Μαρτίου, 2002.

Για τους αιτητές: κ. Α.Σ. Αγγελίδης.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: κ. Α. Παναγιώτου.

______

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Κατά τον ουσιώδη χρόνο, οι αιτήτριες Θ. Γερμανού και Α. Κυριάκου κατείχαν θέση Κτηματολογικού Γραφέα (Κλ. Α2, Α5-Α7) ο δε αιτητής Στ. Χαραλάμπους ήταν Βοηθός Κτηματολογικός Λειτουργός (Κλ. Α8-Α9). Οι αιτητές, καθώς και άλλοι λειτουργοί του Κτηματολογίου, ήταν εξουσιοδοτημένοι από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας να εμφανίζονται ενώπιον των Δικαστηρίων για χειρισμό δικαστικών υποθέσεων. Κατόπιν πρότασης της αρμόδιας αρχής, οι αιτητές αποσπάσθηκαν από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας στη Νομική Υπηρεσία για περίοδο δύο ετών από 10.1.2000 για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων. Η απόσπαση έγινε δυνάμει των προνοιών του άρθρου 47(1)(ε) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990-1996.

Ο Γενικός Εισαγγελέας με επιστολή του ημερομηνίας 24.3.2000 προς τον Υπουργό Οικονομικών, υπέβαλε αίτημα για καταβολή ειδικού επιδόματος στους αιτητές συνιστάμενο στη διαφορά του μισθού που τους καταβάλλεται και του μισθού που θα έπαιρναν αν βρίσκονταν στις συνδυασμένες κλίμακες της θέσης Δικηγόρου της Δημοκρατίας Α9-Α11-Α12.

Ο Διευθυντής Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού υπέβαλε στον Υπουργό σημείωμα επί του θέματος. Ο Υπουργός Οικονομικών φαίνεται ότι συμφώνησε με το περιεχόμενο του σημειώματος και με επιστολή του ημερομηνίας 27.9.2000 προς το Γενικό Εισαγγελέα, απέρριψε το αίτημα για καταβολή ειδικού επιδόματος. Το περιεχόμενο της επιστολής του Υπουργού ημερομηνίας 27.9.2000 παρατίθεται:

«Σε ότι αφορά το θέμα που εγείρετε στην επιστολή σας με αρ. Φακ. Γ.Ε. 84(Β)/1985 και ημερομηνίας 24.3.2000, σας πληροφορώ ότι, δυστυχώς, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανονισμούς, δεν υπάρχουν περιθώρια ικανοποίησης του πιο πάνω αιτήματος.»

 

 

Ο Γενικός Εισαγγελέας, ζήτησε επανεξέταση του θέματος χωρίς ωστόσο να υπάρξει οποιαδήποτε ανταπόκριση. Οι αιτητές επιδιώκουν με την παρούσα προσφυγή την ακύρωση της απόφασης του Υπουργού Οικονομικών ημερομηνίας 27.9.2000. Ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης και καλής πίστης και ότι λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης.

Θεωρώ χρήσιμη την παράθεση μέρους του προαναφερθέντος σημειώματος του Διευθυντή Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού προς το Γενικό Εισαγγελέα.

«4. Μετά από μελέτη του θέματος, προκύπτουν τα ακόλουθα:

Οι πιο πάνω υπάλληλοι με Ατομική Διοικητική Πράξη που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με Αρ. 2614 και ημερ. 28.6.1991, εξουσιοδοτήθηκαν, μαζί με 10 άλλους Λειτουργούς του Τμήματός τους που είχαν τα προσόντα σύμφωνα με τον περί Δικηγόρων Νόμο, να εμφανίζονται και να ενεργούν ενώπιον των Δικαστηρίων, εκ μέρους της Δημοκρατίας, για οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία και για εκτέλεση των καθηκόντων αυτών, τοποθετήθηκαν στη Νομική Υπηρεσία το 1994.

Τα άτομα αυτά αποσπάστηκαν, μετά από απόφαση της Ε.Δ.Υ. στη Νομική Υπηρεσία για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων από 10.1.2000 και για περίοδο 2 χρόνων. Επομένως, δεν επιλέγηκαν μετά από διαγωνισμό σύμφωνα με απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, περιπτώσεις για τις οποίες στο παρελθόν δόθηκε σχετικό επίδομα.

Καμιά αμοιβή ή ειδικό επίδομα δεν καταβάλλεται σε περιπτώσεις αποσπάσεων για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων. (Οι περί Δημόσιας Υπηρεσίας Απολαβές, Επιδόματα και άλλα Οικονομικά Ωφελήματα των Δημοσίων Υπαλλήλων) Κανονισμοί του 1995 (Κ.Δ.Π. 175/95), παρ. 10).

Σε συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στο Γραφείο σας στις 2.2.1999 συμφωνήθηκε όπως, για σκοπούς εξυπηρέτησης των αναγκών της Νομικής Υπηρεσίας για υποθέσεις του Τμήματος Κτηματολογίου και χωρομετρίας, διατίθενται οι υπηρεσίες 5 Κτηματολογικών Λειτουργών Β΄ (Κλ. Α8 και Α10) πάνω σε συνεχή βάση στη Νομική Υπηρεσία. Για κάλυψη του κενού αυτού, συμφωνήθηκε όπως δημιουργηθούν 5 πρόσθετες θέσεις Κτηματολογικού Λειτουργού Β΄, διευθέτηση που υλοποιήθηκε με το Συμπληρωματικό Προϋπολογισμό του 1999. Σημειώνεται ότι οι θέσεις αυτές δεν έχουν ακόμα πληρωθεί.

  1. Ενόψει των πιο πάνω, η ΥΔΔΠ έχει την άποψη ότι το αίτημα της Νομικής Υπηρεσίας για καταβολή του ειδικού επιδόματος στα άτομα που αναφέρονται στην επικεφαλίδα, δεν δικαιολογείται, καθώς δε συνάδει με την πάγια τακτική μη καταβολής επιδόματος σε περιπτώσεις αποσπάσεων για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων και θα αποτελέσει προηγούμενο για πολλές άλλες περιπτώσεις αποσπάσεων για ειδικά καθήκοντα. Παράλληλα, μετά την πλήρωση των 5 θέσεων Κτηματολογικού Λειτουργού Β΄ που έχουν δημιουργηθεί να διατεθούν 5 θέσεις για ικανοποίηση των αναγκών της Νομικής Υπηρεσίας σε αντικατάσταση των ατόμων που αναφέρονται στην επικεφαλίδα.»

 

 

Ο καν. 10 της Κ.Δ.Π. 175/95 προβλέπει:

«10. Εκτός από τις περιπτώσεις απόσπασης σε κενή θέση σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 1994, για τις οποίες γίνεται πρόνοια στην παρ. (1) του καν. 9 πιο πάνω, υπάλληλος που αποσπάται για εκτέλεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων σύμφωνα με τις παρ. (δ) και (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 47 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990-1994, συνεχίζει να παίρνει την μισθοδοσία της θέσης του.

Νοείται ότι ο Υπουργός Οικονομικών μπορεί, σε ειδικές περιπτώσεις και με βάση κριτήρια που θα καθορίσει το Υπουργικό Συμβούλιο, να εγκρίνει την καταβολή ειδικού επιδόματος ή ειδικής μισθοδοσίας για τα καθήκοντα αυτά.»

 

 

Ο Διευθυντής Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού στο σημείωμά του προς τον Υπουργό (ανωτέρω), αναφέρει:

Καμιά αμοιβή ή ειδικό επίδομα δεν καταβάλλεται σε περιπτώσεις αποσπάσεων για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων. (Οι περί Δημόσιας Υπηρεσίας Απολαβές, Επιδόματα και άλλα Οικονομικά Ωφελήματα των Δημοσίων Υπαλλήλων) Κανονισμοί του 1995 (Κ.Δ.Π. 175/95), παρ. 10).

 

 

 

Η προμνησθείσα αναφορά του Διευθυντή δεν εκφράζει πλήρως την προβλεπόμενη από τον καν. 10 ρύθμιση του θέματος. Η αναφορά είναι ελλιπής γιατί έχει παραλειφθεί από αυτήν η δεύτερη παράγραφος του καν. 10 η οποία, υπό μορφή επιφύλαξης, προβλέπει ότι ο Υπουργός Οικονομικών, μπορεί σε ειδικές περιπτώσεις και με βάση κριτήρια που θα καθορίσει το Υπουργικό Συμβούλιο, να εγκρίνει την καταβολή ειδικού επιδόματος ή ειδικής μισθοδοσίας για τα καθήκοντα αυτά. Βλ. καν. 10 (ανωτέρω).

Η παράλειψη είναι ουσιώδης γιατί είναι στη βάση αυτής της παραγράφου που δυνητικά ενεργοποιείται η παρεχόμενη εξουσία στον Υπουργό για έγκριση καταβολής ειδικού επιδόματος όπως ορίζει ο κανονισμός.

Η κατά τρόπο γενικό και απόλυτο διατυπωμένη κρίση του Υπουργού ότι « ........ σύμφωνα με τους ισχύοντες κανονισμούς δεν υπάρχουν περιθώρια ικανοποίησης του πιο πάνω αιτήματος» είναι εσφαλμένη εφόσον δεν προκύπτει από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης ότι έγινε οποιαδήποτε έρευνα υπό το φως της δεύτερης παραγράφου του καν. 10 η οποία, φαίνεται πως δεν απασχόλησε ούτε τον Διευθυντή Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού ούτε τον Υπουργό.

Η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας. Η απλή επίκληση των ισχυόντων κανονισμών χωρίς ο,τιδήποτε άλλο δεν ισοδυναμεί με αιτιολογία. Βλ. Papageorgiou v. Republic (1984) 3 CLR 1348. Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελίς 186 αναφέρονται:

«Γ. Επανάληψις διατάξεων Νόμου.

Ινα πληρωθή η προς αιτιολογίαν απαίτησις του νόμου, δέον αυτή να μη περιορίζεται εις γενικούς χαρακτηρισμούς δυνάμενους να εφαρμοσθώσιν εις πάσαν περίπτωσιν, ούτε να επαναλαμβάνη τας διατάξεις του νόμου, αλλά δέον να εκτίθενται τα πραγματικά στοιχεία, εφ΄ ων εβασίσθη η κρίσις του διοικητικού οργάνου. Ισοδυναμεί προς ανύπαρκτον αιτιολογίαν η επανάληψις των γενικών όρων του νόμου, δυναμένων να τύχωσιν εφαρμογής επί οιασδήποτε περιπτώσεως 424, 1921 (54).»

 

 

Εξέτασα τον διοικητικό φάκελο για να εντοπίσω στοιχεία που θα μπορούσαν να αναπληρώσουν την ελλείπουσα αιτιολογία της επίδικης απόφασης. Δεν εντόπισα ο,τιδήποτε που θα μπορούσε να συνδεθεί με την επίδικη απόφαση και να θεωρηθεί ότι αποτελεί αιτιολογία προς αναπλήρωση της ελλείπουσας. Η διοίκηση εξέτασε το ζήτημα μόνο στη βάση της πρώτης παραγράφου του καν. 10 σύμφωνα με την οποία καθιερώνεται υπό μορφή κανόνα η μη καταβολή ειδικού επιδόματος κλπ. Ωστόσο, το αίτημα έπρεπε να είχε εξετασθεί και υπό το φως της δεύτερης παραγράφου του κανονισμού η οποία εισάγει την εξαίρεση. Εκεί εξάλλου στόχευε το αίτημα.

Για τους λόγους που έχουν εκτεθεί αποφαίνομαι ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε χωρίς να προηγηθεί η διεξαγωγή δέουσας έρευνας και υπό καθεστώς πλάνης περί το νόμο. Η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται επίσης αιτιολογίας η οποία δεν μπορεί να αναπληρωθεί από τα στοιχεία του φακέλου.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.

 

Α. Κραμβής,

Δ.

 

 

 

ΣΦ.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο