Lilya Denyak ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργείου Εσωτερικών, Υπόθεση Αρ. 373/2001, 30 Απριλίου 2002 Lilya Denyak ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργείου Εσωτερικών, Υπόθεση Αρ. 373/2001, 30 Απριλίου 2002

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 373/2001

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Lilya Denyak, από την Ουκρανία, και τώρα κάτοικου Κύπρου,

Αιτήτριας

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

      1. Υπουργείου Εσωτερικών και/ή
      2. Τμήματος Μετανάστευσης,

Καθ΄ ων η αίτηση

---------------------------

30 Απριλίου 2002

Για την αιτήτρια: Α.Σ. Αγγελίδης.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Μ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.

---------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η αιτήτρια, Ουκρανικής υπηκοότητας, αφίχθη στην Κύπρο στις 11 Νοεμβρίου 1995 κατόπιν παραχώρησης άδειας να εργαστεί, για περίοδο τριών μηνών, ως καλλιτέχνιδα σε καμπαρέ στη Λευκωσία. Η άδεια εν συνεχεία παρατάθηκε μέχρι 20 Μαίου 1996 αλλά και μετά τη λήξη της η αιτήτρια παρέμεινε στην Κύπρο. Αναζητήθηκε από την αστυνομία και εν τέλει, στις 17 Ιουλίου 1996, επισκέφθηκε τα γραφεία του Επαρχιακού Κλιμακίου Αλλοδαπών όπου παρουσίασε πιστοποιητικό πολιτικού γάμου με τον Κώστα Χριστοδούλου, πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας, που τελέστηκε στις 17 Μαίου 1996 στο Δημαρχείο Λατσιών. Έπειτα από αυτό η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για παραμονή στην Κύπρο. Δεν φαίνεται όμως στο φάκελο πιο ήταν το αποτέλεσμα.

Πάντως η αιτήτρια αποχώρησε από την Κύπρο αλλά επέστρεψε στις 9 Σεπτεμβρίου 1996 και της δόθηκε άδεια επισκέπτη μέχρι 24 Σεπτεμβρίου 1996. Σε αυτό το διάστημα, κατόπιν αίτησής της, της χορηγήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 1996, άδεια να παραμείνει στην Κύπρο μέχρι 31 Μαίου 1997 και να απασχοληθεί ως σερβιτόρα σε μπυραρία στη Λευκωσία. Μετά τη λήξη της εν λόγω άδειας ακολούθησε μια άλλη εξέλιξη. Ο υπεύθυνος του Επαρχιακού Κλιμακίου Αλλοδαπών, με επιστολή ημερ. 24 Ιουλίου 1997 προς τον Διοικητή της Υπηρεσίας, ανέφερε ότι, ενόψει του γάμου της αιτήτριας με Κύπριο και της πιστοποίησης περί αρμονικής συμβίωσης του ζεύγους, θα ήταν δυνατόν η αιτήτρια να θεωρηθεί ημεδαπή Κυπρία βάσει του άρθρου 2(1)(β) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως (Τροποποιητικού) Νόμου του 1972, (Ν. 2/72), Κεφ. 105, και εισηγήθηκε όπως «το διαβατήριο της σφραγισθεί κατάλληλα για να εξαιρείται των μεταναστευτικών διατυπώσεων». Στις 11 Αυγούστου 1997 τέθηκε σφραγίδα εξαίρεσης από διατυπώσεις μεταναστευτικού ελέγχου ενόσω υφίστατο ο γάμος με τον κ. Κώστα Χριστοδούλου.

Λίγο αργότερα, στις 2 Σεπτεμβρίου 1997, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για πολιτογράφησή της βάσει του άρθρου 5(2) του περί Πολίτου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νόμου του 1967 (Ν. 43/67 όπως τροποποιήθηκε). Σύμφωνα με έγγραφα που συνόδευαν την αίτηση, ήταν απόφοιτος της ιατρικής, με επιστολή δε ημερ. 30 Ιουνίου 1997 του Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας βεβαιωνόταν ότι αυτή προσλήφθηκε από 1 Ιουλίου 1997 για εξάσκηση στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Το Κλιμάκιο Αλλοδαπών σύστησε όπως η αίτηση μη εγκριθεί επειδή, καθώς προέκυψε από εξετάσεις που έγιναν, η αιτήτρια δεν συζούσε με το σύζυγό της:

«Στις 18.11.97 σε σχετική συνέντευξη που είχε στο γραφείο μας μεταξύ άλλων η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι, διαμένει με το σύζυγό της στην οδό Γερίου αρ. 5, Γέρι και οι σχέσεις τους είναι αρμονικές. Ωστόσο από τις εξετάσεις που έγιναν διαπιστώθηκε ότι, πριν από μερικούς μήνες, αυτή εγκατέλειψε το σύζυγό της και διαμένει σε άλλη διεύθυνση μαζί με κάποιο άλλο Ε/Κύπριο, με τον οποίο διατηρεί σχέσεις. Προς τούτο ο σύζυγος της κλήθηκε στο γραφείο μας για να δώσει γραπτή κατάθεση χωρίς ωστόσο μέχρι τώρα να ανταποκριθεί.»

 

Στις 27 Ιανουαρίου 1998 δόθηκε στην αιτήτρια αρνητική απάντηση η οποία δεν προσεβλήθη. Στις 28 Δεκεμβρίου 1998 η αιτήτρια ζήτησε επανεξέταση και στις 19 Φεβρουαρίου 1999 υπέβαλε δεύτερη αίτηση για πολιτογράφηση. Διενεργήθηκε νέα έρευνα κατά την οποία οι σύζυγοι ανακρίθηκαν ξεχωριστά ο ένας από τον άλλο. Προέκυψε πως, αντίθετα με ό,τι ισχυριζόταν η αιτήτρια, οι σχέσεις της με το σύζυγό της δεν ήταν αρμονικές, ούτε και έγινε δεκτό ότι συζούσαν. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι από έκθεση, ημερ. 1 Ιουνίου 1999, του Κλιμακίου Αλλοδαπών:

«Σε σχετική ερώτηση ο Ε/Κ σύζυγος της αιτήτριας Κώστας Χριστοδούλου ανέφερε ότι, στο παρόν στάδιο είναι άνεργος και αντιμετωπίζει διάφορα προβλήματα με τη σύζυγο του, τα οποία δεν θέλησε να κατονομάσει και οι σχέσεις τους δεν είναι αρμονικές. Του ζητήθηκε από τον Αν/Λοχ. 2728 του γραφείου μας όπως προβεί σε γραπτή κατάθεση και αυτός αρνήθηκε. Σε άλλη ερώτηση αν προτίθεται να υποβάλει αίτηση διαζυγίου, αυτός ανέφερε ότι θα συμβουλευθεί δικηγόρο.»

 

Στις 27 Απριλίου 2000 απορρίφθηκε και η δεύτερη αίτηση. Το αποτέλεσμα κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερ. 10 Μαίου 2000. Ούτε αυτή η απόφαση προσεβλήθη.

Στις 11 Δεκεμβρίου 2000 το Οικογενειακό Δικαστήριο, σε διαδικασία που κίνησε ο σύζυγος της αιτήτριας εξέδωσε διαζύγιο για λόγους που αφορούσαν το πρόσωπο και των δύο διαδίκων. Έπειτα, τον Ιανουάριο του 2001, άρχισε η διερεύνηση πληροφορίας ότι από καιρό, και προτού ακόμα τελεστεί ο γάμος, η αιτήτρια διατηρούσε ερωτική σχέση με άλλο Ελληνοκύπριο, ο οποίος της διέθετε στέγη και άλλα, και ότι στην πραγματικότητα ο γάμος - που είχε ήδη λυθεί - ήταν εικονικός. Κλήθηκε επί του θέματος και η αιτήτρια και της δόθηκε η ευκαιρία να παρουσιάσει τη δική της εκδοχή. Προέκυψαν από την έρευνα στοιχεία που υποστήριζαν την πληροφορία. Ένα από αυτά ήταν και το ότι, όπως αναφέρεται σε σημείωση ημερ. 7 Φεβρουαρίου 2001, ο λογαριασμός τηλεφώνου του διαμερίσματος της αιτήτριας ήταν στο όνομα του προσώπου με το οποίο φερόταν να διατηρούσε τον δεσμό ενώ εκείνη δεν το είχε αποκαλύψει. Της είχαν προηγουμένως ζητηθεί οι λογαριασμοί αλλά δεν τους παρουσίασε, δίνοντας ως δικαιολογία ότι τους έχασε.

Επομένως, στις 9 Φεβρουαρίου 2001, αποφασίστηκε η ανάκληση της απόφασης για εξαίρεση της αιτήτριας από μεταναστευτικές διατυπώσεις. Αυτό της γνωστοποιήθηκε με επιστολή, ημερ. 13 Φεβρουαρίου 2001, το κείμενο της οποίας παραθέτω:

«Αναφέρομαι στη διοικητική πράξη ημερ. 11.8.97, με βάση την οποία σας είχε παραχωρηθεί η ιδιότητα της ημεδαπής Κυπρίας, δυνάμει του άρθρου 2(1)(2) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, και σας πληροφορώ ότι, ασκώντας την εξουσία που μου παρέχεται από τον πιο πάνω Νόμο, αποφάσισα την ανάκληση και ακύρωση της πιο πάνω πράξης, η οποία προφανώς βασίστηκε σε παραπλανητικές και αστήρικτες πληροφορίες.

2. Θεωρώ ότι η προσπάθεια και η όλη συμπεριφορά σας ήταν παραπλανητική, με σκοπό την εξαπάτηση και παραπλάνηση των Αρχών, για να πετύχετε τη μόνιμη παραμονή σας στην Κύπρο.

3. Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, καλείσθε, κατ΄ ακολουθίαν να αναχωρήσετε το αργότερο σε 15 ημέρες από την Κύπρο. Η ανάκληση της πιο πάνω απόφασης είναι οριστική και τυχόν παράταση της παραμονής σας στην Κύπρο είναι παράνομη.

4. Σε περίπτωση που αμελήσετε ή παραλείψετε να αναχωρήσετε, είμαι υποχρεωμένος να προχωρήσω στην έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασής σας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του πιο πάνω Νόμου.»

 

Η αιτήτρια, με επιστολή ημερ. 15 Μαρτίου 2001, ζήτησε να της χορηγηθεί προσωρινή άδεια παραμονής για να διευθετήσει ιδιωτικές της υποχρεώσεις. Της δόθηκε απάντηση με επιστολή ημερ. 20 Μαρτίου 2001. Η απάντηση ήταν ότι αποφασίστηκε η χορήγηση σ΄ αυτήν προσωρινής άδειας παραμονής στην Κύπρο «μέχρι 15/5/2001 ΤΕΛΙΚΗ».

Με την παρούσα προσφυγή της η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση ανάκλησης που της κοινοιποιήθηκε με την επιστολή ημερ. 13 Φεβρουαρίου 2001. Επίσης προσβάλλει την «παράλειψη του καθ΄ ου η αίτηση, αντίθετα στο άρθρο 29 του Συντάγματος, να εξετάσει και/ή απαντήσει στην επιστολή ημερ. 15.3.2001 της αιτήτριας για χορήγηση άδειας παραμονής».

Η αιτήτρια παραπονείται ότι η απόφαση ημερ. 9 Φεβρουαρίου 2001 με την οποία ανακλήθηκε η εξαίρεσή της από μεταναστευτικές διατυπώσεις, στερείται αιτιολογίας, και μάλιστα ειδικής αιτιολογίας που, καθώς εισηγήθηκε, χρειάζεται για τη μεταβολή μιας προηγούμενης ευμενούς για αυτήν απόφαση. Επίσης παραπονείται ότι δεν ακούστηκε ενώ θα έπρεπε υπό τις περιστάσεις να είχε ακουστεί.

Αρχίζω με το δεύτερο. Προκύπτει από τα στοιχεία που παρέθεσα πως η αιτήτρια ακούστηκε. Όπως το ίδιο, κατά την άποψη μου, προκύπτει πως η απόφαση ήταν πλήρως αιτιολογημένη. Επισημαίνω πως πέραν των όσων έφερε στο φως η διεξαχθείσα έρευνα της διοίκησης για τις περιστάσεις διαβίωσης της αιτήτριας, υπήρχε και το αναντίλεκτο γεγονός της λύσης του γάμου, η συνέχιση του οποίου αποτελούσε, βάσει της απόφασης ημερ. 11 Αυγούστου 1997 με την οποία σφραγίστηκε το διαβατήριο της αιτήτριας, προϋπόθεση για την εξαίρεσή της από μεταναστευτικές διατυπώσεις.

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

Γ.Κ. Νικολάου,

Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο