Ιωσήφ Σκορδή ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως κ.α., ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 858/2001., 22 Μαϊου, 2002 Ιωσήφ Σκορδή ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως κ.α., ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 858/2001., 22 Μαϊου, 2002

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 858/2001.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Ιωσήφ Σκορδή,

Αιτητή

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

      1. Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως,
      2. Αρχηγού Αστυνομίας,

Καθ’ ων η αίτηση.

_________________

22 Μαϊου, 2002.

Για τον αιτητή: Α. Σ. Αγγελίδης.

Για τους καθ’ ων η αίτηση: Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος

της Δημοκρατίας Α’ εκ μέρους του Γ-Ε.

_________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής είναι μέλος της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας. Στις 20.6.87 διορίστηκε Αρχιπυροσβέστης. Ο διορισμός αυτός έλαβε χώραν δυνάμει των προνοιών του Καν. 38 των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 51/89, όπως έχει τροποποιηθεί με την Κ.Δ.Π. 49/94) ο οποίος στο βαθμό που είναι σχετικός προβλέπει:

 

 

 

«38. Λοχίες και Αστυφύλακες, περιλαμβανομένων μελών της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας των ιδίων βαθμών, στους οποίους ανατίθενται καθήκοντα ανώτερα του επιπέδου του βαθμού τους ή ειδικά καθήκοντα θα ονομάζονται ‘Αρχιλοχίες’ και ‘Αρχιαστυφύλακες’, αντίστοιχα, θα χορηγείται σ’ αυτούς μηνιαίο επίδομα καθήκοντος και θα φέρουν ανάλογο διακριτικό γνώρισμα κάτω από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) ............................................... ...................................

(β) Θα ονομάζεται Αρχιαστυφύλακας ο Αστυφύλακας

που –

(ι) Έχει συμπληρώσει 12 χρόνια υπηρεσία και έχει πετύχει στις εξετάσεις για προαγωγή στο βαθμό του Λοχία,

(ιι) κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων χρόνων δεν του επιβλήθηκε ποινή μεγαλύτερη της αυστηρής επίπληξης για πειθαρχικό αδίκημα, και

(ιιι) συστήνεται από τον οικείο Αστυνομικό Διευθυντή ή Διοικητή Μονάδας ως κατάλληλος και καταρτισμένος στα αστυνομικά καθήκοντα.

Νοείται ότι σε μέλη της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας του βαθμού του Αστυφύλακα στα οποία ανατίθενται καθήκοντα ομαδάρχη ή ειδικά καθήκοντα (τα οποία θα ονομάζονται ‘Αρχιπυροσβέστες’), αλλά δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου (β) του παρόντος Κανονισμού, θα χορηγείται μειωμένο μηνιαίο επίδομα καθήκοντος.»

Με επιστολή του ημερ. 3.10.2001 (Παράρτημα Β στην ένσταση) ο Διευθυντής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας πληροφόρησε, ανάμεσα σ’ άλλα, τον Αρχηγό Αστυνομίας ότι ο αιτητής αρνείται να εκτελεί τα καθήκοντα ομαδάρχη και τηλεφωνητή δίδοντας λεπτομέρειες της άρνησης. Ζήτησε από τον Αρχηγό της Αστυνομίας να ανακαλέσει το διορισμό του αιτητή στη θέση Αρχιπυροσβέστη καθ’ ότι εξέλειπαν πλέον οι λόγοι του διορισμού του. Παραθέτω το σχετικό μέρος της επιστολής:

«’Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω και ιδιαίτερα την επανειλημμένη άρνηση του Α/Π 2294 να εκτελεί καθήκοντα ‘ομαδάρχη’ και τηλεφωνητή και το γεγονός ότι ο εν λόγω Αρχιπυροσβέστης αυθαίρεται έπαψε να εκτελεί τα καθήκοντα του ‘ομαδάρχη’ με την παράλειψη της συμπλήρωσης των βιβλίων των δραστηριοτήτων της Αλλαγής του, παρά τις παρατηρήσεις και υποδείξεις από τον υπεύθυνο των Πυροσβεστικών Σταθμών Λ/σίας, δεν έχω άλλην επιλογή από του να εισηγηθώ να ανακαλέσετε τον διορισμό του αρχιπυροσβέστη 2294, καθ’ ότι εξέλειπαν πλέον οι λόγοι του διορισμού του.

Σημειώνεται ότι ο Α/Π 2294 διορίστηκε Αρχιπυροσβέστης στις 20.6.87. Πρόκειται για ιδιόρρυθμο χαρακτήρα ο οποίος κατά καιρούς δημιουργεί προβλήματα, τόσο στους προϊσταμένους του όσο και στην υπηρεσία γενικότερα.»

Στην πιο πάνω επιστολή του ο Διευθυντής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας επεσύναψε και επιστολή του αιτητή ημερ. 30.9.2001 στην οποία παρατίθενται οι θέσεις του τελευταίου.

Ο Αρχηγός της Αστυνομίας ενέκρινε την εισήγηση του Διευθυντή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας. Η απόφαση του ημερ. 4.10.2001 είναι καταγραμμένη επί της επιστολής του Διευθυντή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας. ’Εχει ως εξής:

«Διευθυντή Π.Υ.

Εν όψει των πιο πάνω και δεδομένου ότι έπαυσε να εκτελεί τα καθήκοντα του διορισμού του ως Αρχιπυροσβέστη, η εισήγηση σας με βρίσκει σύμφωνο.»

Η πιο πάνω απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή του Αρχηγού της Αστυνομίας ημερ. 4.10.2001. Ο αιτητής πληροφορήθηκε ότι ο διορισμός του σε Αρχιπυροσβέστη ανακαλείται από τις 4.10.2001.

Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά την πιο κάτω θεραπεία:

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ’ ων η αίτηση η οποία γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 4.10.2001 και με την οποία τον πληροφόρησε ότι ανακάλεσε το διορισμό του στο βαθμό του Αρχιπυροσβέστη από 4.10.2001 είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»

Οι λόγοι ακύρωσης.

Ο κ. Αγγελίδης, εκ μέρους του αιτητή, υπέβαλε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντισυνταγματική, αντίθετη με τους Κανονισμούς 8-16 των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 53/89) και παραβιάζει την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, της φυσικής δικαιοσύνης (ακρόασης) και της δίκαιης δίκης. Δεν μπορεί – συνέχισε ο κ. Αγγελίδης – να επιφέρει στέρηση βαθμού και επιδόματος και μετά να ακολουθήσει η πειθαρχική κατηγορία για το ίδιο θέμα. Πώς – διερωτήθηκε ο κ. Αγγελίδης – είναι αθώος αφού κρίθηκε ήδη αντίθετα; Ο Αρχηγός Αστυνομίας πριν ανακαλέσει το διορισμό του αιτητή σε Αρχιπυροσβέστη (αποδίδοντας του με αυτό τον τρόπο ευθύνη για υπαίτια συμπεριφορά) οφείλει να τον καλέσει σε ακρόαση. Τέλος ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη και αναιτιολόγητη γιατί ήταν απόφαση για τιμωρία του επί θέματος που δεν δικάστηκε πειθαρχικά και ούτε κρίθηκε ένοχος.

Η εκτίμηση των αναγκών της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και η ανάθεση καθηκόντων σε μέλη της, τα οποία είναι ανώτερα του επιπέδου του βαθμού τους ή η ανάθεση ειδικών καθηκόντων αποτελεί ζήτημα το οποίο εμπίπτει απόλυτα εντός των εξουσιών του Αρχηγού της Αστυνομίας (βλ. Καν. 45 της Κ.Δ.Π. 51/89: Ο Αρχηγός θα αναθέτει στα μέλη της Δύναμης τα καθήκοντα που θεωρεί αναγκαία για τη διατήρηση και βελτίωση της αποδοτικότητας της Δύναμης»). Εναπόκειται λοιπόν στη διακριτική ευχέρεια του Αρχηγού της Αστυνομίας να αναθέσει τα πιο πάνω καθήκοντα σε οποιοδήποτε μέλος της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας. Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με την ανάκληση απόφασης για ανάθεση των πιο πάνω καθηκόντων. Είναι αυτονόητο ότι η εξουσία ανάθεσης καθηκόντων περιλαμβάνει και εξουσία για τερματισμό της άσκησης τέτοιων καθηκόντων ή για ανάκληση της σχετικής απόφασης (βλ. κατ’ αναλογία το άρ. 19 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, σύμφωνα με το οποίο εξουσία διορισμού περιλαμβάνει και εξουσία παύσης).

Σε σχέση με την ανάκληση της απόφασης η εξουσία εκτίμησης και αξιολόγησης των γεγονότων ανήκει και πάλιν στον Αρχηγό της Αστυνομίας. Εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Αρχηγού της Αστυνομίας να ανακαλέσει απόφαση του για ανάθεση των πιο πάνω καθηκόντων.

Ο Διευθυντής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας εισηγήθηκε την ανάκληση του διορισμού του αιτητή «καθ’ ότι εξέλειπαν πλέον οι λόγοι του διορισμού του».

Το ζητούμενο είναι κατά πόσο όντως «εξέλειπαν οι λόγοι του διορισμού». Εφόσον το ζήτημα της ανάκλησης εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του Αρχηγού της Αστυνομίας ο δικαστικός έλεγχος της ανάκλησης ασκείται στη βάση των αρχών που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης. Σύμφωνα με αυτές τις αρχές το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει οσάκις με την ορθή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας έχει ληφθεί απόφαση η οποία ήταν εύλογα επιτρεπτή στο αρμόδιο όργανο με βάση το υλικό που βρισκόταν ενώπιον του. Ωστόσο το Δικαστήριο πρέπει να επεμβαίνει αν η διακριτική ευχέρεια έχει ασκηθεί με πλημμελή τρόπο όπως π.χ. όπου η απόφαση λήφθηκε κάτω από ουσιώδη πλάνη περί τα πράγματα ή όπου δεν μπορεί έγκυρα να υποστηριχθεί από την αιτιολογία της ή όπου ουσιώδεις παράγοντες δεν έχουν ληφθεί υπόψη (Droushiotis v. Republic (1966) 3 C.L.R. 722, και Pierides v. Republic (1969) 3 C.L.R. 274). Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με το δικαστικό έλεγχο των πραγματικών διαπιστώσεων από τη διοίκηση. Το δικαστήριο επεμβαίνει όπου συντρέχει πλάνη περί τα πράγματα (βλ. Republic v. Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594 (F.B.) και Michaelides and Another v. Attorney-General (1978) 3 C.L.R. 285).

Αναφορικά με την πλάνη περί τα πράγματα η νομολογία έχει καθιερώσει τεκμήριο υπέρ της ορθότητας της πραγματικής διαπίστωσης για να αμβλύνει την επέμβαση του Δικαστηρίου στο πεδίο των πραγματικών διαπιστώσεων «εφ’ ου η διοίκησις έχει φυσικήν ελευθερίαν μεθόδου εργασίας» (βλ. Στασινόπουλου «Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων» 1951, σελ. 305). Ωστόσο, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συγγραφέα, το τεκμήριο αυτό «κάμπτεται αφ’ ής στιγμής η χαρακτηριστική εις το συζητητικό σύστημα δραστηριότης του διαδίκου κατορθώσει να καταστήση πιθανήν την πλάνην». Βλέπουμε, επομένως, ότι η κάμψη του τεκμηρίου βαρύνει τον αιτητή. Επί του προκειμένου ο κ. Χριστοφόρου, εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, υπέβαλε: «Ο μόνος αρμόδιος να γνωρίζει κατά πόσο ο αιτητής εκτελούσε τα καθήκοντα του Αρχιπυροσβέστη ήταν ο Προϊστάμενος του. Αυτός διαπίστωσε και εισηγήθηκε στον Αρχηγό Αστυνομίας την ανάκληση του διορισμού. Γιατί ο αιτητής θα έπρεπε να κληθεί; Εάν αμφισβητεί το γεγονός ότι δεν ασκούσε καθήκοντα Αρχιπυροσβέστη και αποδείξει το αντίθετο, ότι δηλαδή ασκούσε καθήκοντα Αρχιπυροσβέστη, τότε σαφώς θα δικαιωθεί (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου).

Στην παρούσα υπόθεση η «δραστηριότητα του αιτητή δεν έχει κατορθώσει να καταστήσει πιθανή την πλάνη». Με άλλα λόγια δεν έχει κατορθώσει να θέσει υπό αμφισβήτηση τα γεγονότα όπως αυτά έχουν εκτεθεί στην πιο πάνω επιστολή του Διευθυντή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας. Επομένως έχουν παραμείνει ακλόνητα. Το κύρος της προσβαλλόμενης απόφασης θα κριθεί με βάση τα γεγονότα που έχουν εκτεθεί στην πιο πάνω επιστολή του Διευθυντή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας. ’Εχοντας υπόψη εκείνα τα γεγονότα κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή. Δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης του Δικαστηρίου. Το γεγονός ότι η συμπεριφορά η οποία αποδίδεται στον αιτητή και η οποία έχει οδηγήσει στην προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί ταυτόχρονα και πειθαρχικό αδίκημα δεν σημαίνει ότι η διοίκηση όφειλε πρώτα να θέσει σε κίνηση την πειθαρχική διαδικασία. Αυτό που έχει σημασία είναι κατά πόσο έχει ασκήσει τη σχετική εξουσία της εντός των νομίμων πλαισίων. Όπως έχει ήδη λεχθεί η νομιμότητα της απόφασης της ελέγχεται στη βάση των αρχών που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο της διακριτικής ευχέρειας. Στην παρούσα υπόθεση ο Νόμος παρέχει την εξουσία στον Αρχηγό της Αστυνομίας να ανακαλέσει τον επίδικο διορισμό. Η απεμπόληση αυτής της εξουσίας και η εμπλοκή πρώτα σε πειθαρχική διαδικασία, επειδή η επίδικη συμπεριφορά αποτελεί και πειθαρχικό αδίκημα, θα αποτελούσε υπονόμευση της εξουσίας που παρέχει ο Νόμος στον Αρχηγό της Αστυνομίας και υπονόμευση της λειτουργίας της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας. Η ανάγκη να ακουσθεί ο αιτητής θα προέκυπτε μόνο στην περίπτωση της πειθαρχικής διαδικασίας και της επιβολής πειθαρχικών κυρώσεων. Εδώ η περίπτωση δεν είναι τέτοια.

Αναφορικά με την εισήγηση για έλλειψη αιτιολογίας, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Η αιτιολογία της συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου ήτοι την πιο πάνω επιστολή του Διευθυντή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας. Η τελευταία περιέχει όλα τα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης και για τη διενέργεια δικαστικού ελέγχου (Φράγκου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2021/27.3.98).

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα εις βάρος του αιτητή.

 

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο