Ακη (Σωτήρη) Σ. Παπασάββα ν. Γενικού Εισαγγελέα, ΥΠΟΘΕΣ Η ΑΡ. 258/02, 10 Ιουνίου, 2002 Ακη (Σωτήρη) Σ. Παπασάββα ν. Γενικού Εισαγγελέα, ΥΠΟΘΕΣ Η ΑΡ. 258/02, 10 Ιουνίου, 2002

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ)

ΥΠΟΘΕΣ Η ΑΡ. 258/02

ΕΝΩΠΙΟΝ: Α. ΚΡΑΜΒΗ, Δ.

Αναφορικά με τα άρθρα 8, 9, 12, 18, 19, 28, 35, 112 και 153 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Ακη (Σωτήρη) Σ. Παπασάββα,

Αιτητή ,

και

Γενικού Εισαγγελέα

Αλ. Φρ. Μαρκίδη,

Καθ΄ου η αίτηση.

______

10 Ιουνίου, 2002.

Αιτητής παρών προσωπικά.

Για τον καθ΄ ου η αίτηση: κ. Κ. Μιχαηλίδης με κα Ε. Μαρκίδου και κ. Κ. Βελάρη.

______

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η υπόθεση με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο έχει αχθεί ενώπιόν μου για εκδίκαση. Το δικόγραφο είναι στο έντυπο αριθ. 1 που προβλέπεται στον καν. 4 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 και έχουν επικολληθεί τα χαρτόσημα για καταχώριση προσφυγής που προβλέπει ο περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) Διαδικαστικός Κανονισμός (Αρ. 1) του 2002. Η αίτηση, καταχωρήθηκε στο μητρώο των προσφυγών και ταξινομήθηκε από το πρωτοκολλητείο ως προσφυγή.

Ο αιτητής ζητά την πιο κάτω θεραπεία:

«Την απόλυση του Γενικού Εισαγγελέα, Αλ. Φρ. Μαρκίδη, βάση των άρθρων 112 παρ. 4 και 153.7(4).8 του Κυπριακού Συντάγματος.»

 

 

 

Η αίτηση βασίζεται στα πιο κάτω νομικά σημεία:

 

 

«(1) Στην εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα Αλ. Φρ. Μαρκίδη παραβίαση των άρθρων 112 παράγραφος 4 και 153.7(4) του Κυπριακού Συντάγματος, με πράξεις που συνιστούν «ανάρμοστη συμπεριφορά».

(2) Στην εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα Αλ. Φρ. Μαρκίδη παραβίαση των δικαιωμάτων μου, που απορρέουν από τα άρθρα 8, 9, 12, 18, 19, 28, 35, 112 και 153 του Κυπριακού Συντάγματος.

(3) Στην εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, Αλ. Φρ. Μαρκίδη παραβίαση των Συνταγματικών ρυθμίσεων όλων των πιο πάνω άρθρων μαζί και/ή ξεχωριστά και κατά κάθετο τρόπο παραβίαση των άρθρων 112 παράγραφος 4 και 153.7(4), με επίδειξη κατά συρροή και κατεξακολούθηση την της, υπό των άρθρων τούτων, προβλεπόμενης «ανάρμοστης συμπεριφοράς».

(4) Η παρούσα αίτηση έχει νομικό υπόβαθρο τις σχετικές Συνταγματικές διατάξεις, που μέσα στα δοσμένα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης, καταδεικνύουν και αναδεικνύουν «το ανάρμοστο της συμπεριφοράς» του καθ΄ ου η Αίτηση, Αλ. Φρ. Μαρκίδη.

(5) Η παρούσα αίτηση, ελαύνεται από την επιτακτικότατη πολιτειακή ανάγκη, μη ύπαρξης «ανέλεγκτων στεγανών χώρων εξουσίας, στους κόλπους της συντεταγμένης πολιτείας». «Ενας τέτοιος χώρος «ελέω Θεού εξουσίας» θα αποτελούσε πράγματι δυναμίτη στα θεμέλια της ορθολογικά δομημένης και δημοκρατικά συγκροτημένης πολιτείας και αναίρεση των καθολικής εφαρμογής και ισχύος αρχών, πάνω στις οποίες στηρίζεται η ιστορική, πολιτική, κοινωνική και νομική νομιμοποίηση της Δημοκρατίας».»

 

 

Η αίτηση επιδόθηκε στον καθ΄ ου η αίτηση ο οποίος, καταχώρισε ένσταση. Αντίγραφο της ένστασης, επιδόθηκε στον αιτητή.

Η ένσταση βασίζεται στα πιο κάτω νομικά σημεία:

«1. Η προσφυγή είναι προδήλως αβάσιμος και το Δικαστήριον δέον όπως την απορρίψη χωρίς δημοσίαν συζήτησιν με βάσιν το άρθ. 134.2 του Συντάγματος και/ή η προσφυγή είναι προδήλως αβάσιμος και το Δικαστήριον δέον όπως την απορρίψη χωρίς δημοσίαν συζήτησιν με βάσιν το άρθ. 134.2 του Συντάγματος για όλους και/ή τον κάθε ένα χωριστά από τους πιο κάτω λόγους, έκαστος των οποίων αποτελεί εν πάση περιπτώσει αυτοτελή λόγον απορρίψεως της προσφυγής.

2. Με την προσφυγήν δεν προσβάλλεται οιαδήποτε εκτελεστή διοικητική πράξις.

3. Ο Αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος εν τη εννοία του άρθ. 146.2 του Συντάγματος.

4. Η άσκησις των Συνταγματικών δικαιωμάτων του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας δυνάμει του άρθ. 113 του Συντάγματος δεν υπόκειται εις τον έλεγχον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

5. Ο Αιτητής δεν δύναται να επικαλήται με προσφυγήν τα άρθ. 112 και 153 του Συντάγματος.

6. Το Δικαστήριον δεν έχει δικαιοδοσίαν ν΄ ασχολήται με τα προσωπικά παράπονα του προσφεύγοντος εναντίον του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας, πρώην προϊσταμένου του. Αυτά είναι ή έπρεπε να είναι αντικείμενον της προσφυγής την οποίαν κατεχώρησεν εναντίον της αναγκαστικής αφυπηρετήσεως του.»

 

 

 

Στις 22.4.02 η υπόθεση τέθηκε ενώπιόν μου για οδηγίες. Οι δικηγόροι του καθ΄ου η αίτηση ζήτησαν την απόρριψη της αίτησης ως προδήλως αβάσιμης, καταχρηστικής της διαδικασίας και ενοχλητικής. Εγινε προς τούτο επίκληση του άρθρου 134.2* του Συντάγματος.

Ο αιτητής, ο οποίος είναι δικηγόρος και χειρίζεται προσωπικά την υπόθεσή του, αντέταξε πως μόνο η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί της υπόθεσης και να δώσει τη ζητούμενη θεραπεία. Η αίτηση ανέφερε, υποβλήθηκε με προοπτική να τεθεί ενώπιον της Ολομέλειας γι΄ αυτό εξάλλου, ο τίτλος της, αναφέρεται στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ο κ. Παπασάββας εισηγήθηκε περαιτέρω, πως μόνο η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει δικαιοδοσία να αποφασίσει περί του «προδήλως αβασίμου» με βάση το άρθρο 134.2 του Συντάγματος που ήγειρε η άλλη πλευρά και ζήτησε όπως η υπόθεση παραπεμφθεί προς εκδίκαση ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να κριθούν οριστικά αυτό και όλα τα άλλα επίδικα θέματα.

Προέκυψε ζήτημα κατά πόσο υπάρχει πρόσφορο δικονομικό μέσο κατ΄ εφαρμογή του οποίου θα μπορούσε να καταστεί δυνατή η παραπομπή της υπόθεσης από αυτό το Δικαστήριο που, κατά τον αιτητή, είναι αναρμόδιο να επιληφθεί της αίτησης, σε άλλο αρμόδιο και ως είναι το αίτημα, στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία, καθώς εισηγείται ο αιτητής, έχει αποκλειστική εκ του Συντάγματος αρμοδιότητα εκδίκασης τόσο της ουσίας της υπόθεσης όσο και του εγειρόμενου προδικαστικού ζητήματος.

Υστερα από παράκληση του αιτητή, η υπόθεση αναβλήθηκε για να υποβάλει, όπως ανέφερε, αίτηση στην Ολομέλεια προκειμένου να επιτραπεί η παραπομπή της στην Ολομέλεια. Ωστόσο, η αίτηση που έχει υποβληθεί εντάχθηκε στο διαδικαστικό πλαίσιο της αρχικής (κύριας) αίτησης και εκ των πραγμάτων, τέθηκε ενώπιόν μου προς εξέταση. Πρόκειται για αίτηση διά κλήσεως με την οποία ο αιτητής ζητά:

«Α. Οδηγίες και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου ώστε να αχθεί προς εκδίκαση η παρούσα υπόθεση ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου που βάσει του Συντάγματος και των Νόμων και των Κανονισμών έχει αποκλειστική δικαιοδοσία.

Β. Οποιαδήποτε άλλη θεραπεία ήθελε διατάξει το Δικαστήριο.»

Η αίτηση στηρίζεται «στα άρθρα 35, 112 και 153 του Συντάγματος, στους Διαδικαστικούς Κανονισμούς του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, κανονισμοί 4, 7, 13, 16, 17, 18, 19, στους θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.48, στον περί Δικαστηρίων Νόμο 14/60 αρ. 32, στο Νόμο 33 του 1964 περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) άρθρα 9 και 11(1) και στις γενικές και συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου». Η αίτηση συνοδεύεται από ένορκο δήλωση του αιτητή στην οποία παρατίθενται τα γεγονότα όπως αυτά έχουν εκτεθεί.

Οι δικηγόροι του καθ΄ ου η αίτηση δήλωσαν, κατά την τελευταία δικάσιμο (28.5.02), πως δεν πρόκειται να καταχωρίσουν ένσταση στην αίτηση διά κλήσεως γιατί η κύρια αίτηση είναι προδήλως αβάσιμος εντός της εννοίας του άρθρου 134.2 του Συντάγματος και της νομολογίας η οποία διέπει το θέμα. Εισηγήθηκαν πως δεν παρέχεται δυνατότητα εξέτασης ενδιάμεσης αίτησης επί διαδικαστικού θέματος όταν η κύρια αίτηση στην οποία αναφέρεται η ενδιάμεση είναι κατά τα ανωτέρω προδήλως αβάσιμος και κατ΄ επέκταση δεν παρέχεται δυνατότητα παραπομπής προδήλως αβάσιμης προσφυγής ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Το άρθρο 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Νόμος αρ. 33 του 1964) όπως τροποποιήθηκε («ο νόμος»), προβλέπει περί της δικαιοδοσίας και των εξουσιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το άρθρο 11(2) του νόμου, εναποθέτει την αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στο Ανώτατο Δικαστήριο με σύνθεση «ως ήθελεν το Δικαστήριον αποφασίσει». Σύμφωνα με υφιστάμενη επί τούτου απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου η δικαιοδοσία αυτή ασκείται από ένα μέλος του Δικαστηρίου.

Οπως έχει προαναφερθεί, η διαδικασία άρχισε με γραπτή αίτηση επί του εντύπου αρ. 1 που προβλέπεται στον Καν.4(1)* του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962. Η αίτηση ταξινομήθηκε από το πρωτοκολλητείο ως προσφυγή και έχει αχθεί ενώπιόν μου προς εκδίκαση ως εμπίπτουσα στο πεδίο της αναθεωρητικής μου δικαιοδοσίας η οποία, με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος περιορίζεται σε αποφάσεις, πράξεις ή παραλείψεις οποιουδήποτε οργάνου ή αρχής ή προσώπου ασκούντων εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία. Στην προκείμενη περίπτωση το αντικείμενο της αίτησης είναι η απόλυση του Γενικού Εισαγγελέα βάση των άρθρων 112.4, 153.7(4) και 153.8 του Συντάγματος. Πρόκειται για θεραπεία η οποία σαφώς δεν μπορεί να παρασχεθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο με βάση τη διαδικασία που επέλεξε ο αιτητής. Το άρθρο 112.4 του Συντάγματος προβλέπει:

«4. Ο γενικός εισαγγελεύς και ο βοηθός γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας είναι μέλη της μονίμου νομικής υπηρεσίας της Δημοκρατίας και υπηρετούσιν, υφ΄ ους όρους οι δικασταί του Ανωτάτου Δικαστηρίου πλην του προέδρου τούτου και δεν απολύονται, ειμή υφ΄ ους όρους και καθ΄ ον τρόπον οι δικασταί ούτοι.»

 

 

 

Το άρθρο 153.7(4) του Συντάγματος αναφέρεται στην απόλυση δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς ό,τι δηλαδή, καταλογίζει τώρα ο αιτητής στον καθ΄ ου η αίτηση Γενικό Εισαγγελέα.

Το άρθρο 153.8 του Συντάγματος προβλέπει περί της εγκαθίδρυσης συμβουλίου το οποίο κέκτηται αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίζει επί παντός θέματος αναφερόμενου μεταξύ άλλων, εις την απόλυση λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς των Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή, με βάση το άρθρο 112.4 του Συντάγματος, του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Ανάλογης εφαρμογής τυγχάνουν εν προκειμένω οι πρόνοιες του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου αρ. 33/64 όπως έχει τροποποιηθεί.

Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η απόλυση του Γενικού Εισαγγελέα λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς, ανάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του συμβουλίου, η καθίδρυση του οποίου προβλέπεται από το άρθρο 153.8 του Συντάγματος. Το Ανώτατο Δικαστήριο (Ολομέλεια), στερείται αρμοδιότητας να επιληφθεί και αποφασίσει επί του θέματος όπως έχει τεθεί.

Καταλήγω ότι η αίτηση δεν είναι παραδεκτή λόγω αναρμοδιότητας και συνεπώς δεν τίθεται θέμα παραπομπής. Η κύρια αίτηση και η αίτηση διά κλήσεως απορρίπτονται με έξοδα υπέρ του καθ΄ ου η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

Α. Κραμβής,

Δ.

ΣΦ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο