Βραχίμη Ι. Χατζηχάννα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΘΕΙΣΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΡ. 1096/2000 ΚΑΙ 1414/00, 22 Ιουλίου 2002 Βραχίμη Ι. Χατζηχάννα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΘΕΙΣΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΡ. 1096/2000 ΚΑΙ 1414/00, 22 Ιουλίου 2002

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΘΕΙΣΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΡ. 1096/2000

ΚΑΙ 1414/00

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος.

 

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1096/2000

ΜΕΤΑΞΥ:

Βραχίμη Ι. Χατζηχάννα, από τη Λευκωσία,

Αιτητή

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

Καθ’ων η αίτηση

---------------------------

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1414/2000

ΜΕΤΑΞΥ:

Χρίστου Ανδρέου, από τη Λευκωσία,

Αιτητή

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

Καθ’ων η αίτηση

---------------------------

22 Ιουλίου 2002

Ο Αιτητής στην Υπόθεση αρ. 1096/00 παρών προσωπικά.

Για τον Αιτητή στην Υπόθεση αρ. 1414/00: κ. Α.Σ. Αγγελίδης.

Για τους Καθ’ων η αίτηση: κα Μ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος

της Δημοκρατίας.

Για το Ενδιαφερόμενο Μέρος: Ουδεμία εμφάνιση.

-----------------------

 

 

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή 1096/2000 ο Βραχίμης Χατζηχάννας (αιτητής) και με την προσφυγή 1414/2000 ο Χρίστος Ανδρέου (αιτητής) αμφισβητούν την εγκυρότητα της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (η Επιτροπή), με την οποία διορίστηκε στη θέση του Διευθυντή Συντονισμού, στο Γραφείο Προγραμματισμού ο Νίνος Σαββίδης (το ενδιαφερόμενο μέρος). Επειδή και οι δύο προσφυγές προσβάλλουν την ίδια διοικητική πράξη διατάχθηκε όπως συνεκδικαστούν. Θα παραθέσω πρώτα τα γεγονότα που οδήγησαν στη λήψη της επίδικης απόφασης και ακολούθως θα προβώ στην εξέταση των λόγων που προβλήθηκαν στην κάθε μια προσφυγή για την ακύρωση της επίδικης πράξης.

 

(1) Τα γεγονότα

Η επίδικη θέση είναι Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής και τα απαιτούμενα προσόντα είναι τα εξής:

“(1) Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε ένα τουλάχιστον από τα ακόλουθα θέματα ή συνδυασμό των θεμάτων αυτών:

Οικονομικά ή κλάδο των Οικονομικών, Δημόσια Διοίκηση, Διοίκηση Επιχειρήσεων, Νομικά (περιλαμβανομένου του Barrister-at-Law), Πολιτικές ή Κοινωνικές Επιστήμες ή Διαμόρφωση Πολιτικής και Διοίκηση (Policy Making and Administration).

(2) Δεκαετής τουλάχιστο πείρα σε υπεύθυνη θέση σε θέματα διοίκησης ή/και συντονισμού ή/και οικονομικής ανάπτυξης από την οποία πενταετής τουλάχιστο διοικητική πείρα κατά προτίμηση σε θέματα συντονισμού.

(3) Πολύ καλή γνώση των Κυβερνητικών δραστηριοτήτων στον τομέα της οικονομικής ανάπτυξης καθώς και καλή γνώση της οικονομίας της Νήσου και θεμάτων που σχετίζονται με την προς την Κύπρο παρεχόμενη εξωτερική τεχνική και οικονομική βοήθεια.

(4) Ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική, διοικητική και διευθυντική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία.

(5) Πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και της Αγγλικής γλώσσας.

Σημ.: Αναφορικά με τους υποψηφίους -

(i) Των οποίων η μητρική γλώσσα δεν είναι η Ελληνική και δεν έχουν απολυτήριο Ελληνικού Σχολείου Μέσης ΕκπαίδευσηςΧ και

(ii) οι οποίοι, δυνάμει του Αρθρου 2.3 του Συντάγματος, επέλεξαν να ανήκουν στην Ελληνική κοινότητα,

απαιτείται μόνο καλή γνώση της Ελληνικής γλώσσας, νοουμένου ότι θα έχουν άριστη γνώση της Αγγλικής γλώσσας.

(6) Μεταπτυχιακό προσόν σε οποιοδήποτε από τα θέματα τα οποία αναφέρονται στο (1) πιο πάνω ή σε άλλο θέμα σχετικό με τις αρμοδιότητες της Υπηρεσίας Συντονισμού του Γραφείου Προγραμματισμού, όπως στην Αγροτική Οικονομία, Ερευνα Ροής και Σχεδιασμού (Operational Research), Περιφερειακές Σπουδές (Area Studies), ή Διοικητικές Επιστήμες θα αποτελεί πλεονέκτημα.

Σημ.: Ο όρος πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο.”

 

Μετά τη δημοσίευση της θέσης υποβλήθηκαν 15 αιτήσεις οι οποίες εξετάστηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή που αποτελείτο από το Γενικό Διευθυντή του Γραφείου Προγραμματισμού ως Πρόεδρο και τους Γενικούς Διευθυντές των Υπουργείων Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, Υγείας, Μεταφορών, Επικοινωνιών και Εργων και Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης ως μέλη. Η αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή διερεύνησε κατά πόσο οι υποψήφιοι ικανοποιούσαν όλα τα κριτήρια που προβλέπονταν από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, περιλαμβανομένου και του πλεονεκτήματος του μεταπτυχιακού προσόντος, κάλεσε δε δέκα πρόσωπα, τα οποία θεώρησε ότι πληρούσαν κατ’ αρχήν όλα τα κριτήρια, σε προφορική συνέντευξη. Στην προφορική εξέταση που έγινε ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής στις 10/2/2002 δεν παρουσιάστηκαν δύο υποψήφιοι. Οι υπόλοιποι οκτώ υποβλήθηκαν σε αξιολόγηση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία σύστησε για επιλογή τέσσερις υποψηφίους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν οι αιτητές στις παρούσες προσφυγές και το ενδιαφερόμενο μέρος. Ακολούθως η Επιτροπή εξέτασε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία και με βάση τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής αποφάσισε να καλέσει σε προφορική εξέταση τους τέσσερις συστηθέντες. Η προφορική εξέταση διεξάχθηκε στην παρουσία του Γενικού Διευθυντή του Γραφείου Προγραμματισμού. Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης ο Γενικός Διευθυντής αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων χαρακτηρίζοντας τον αιτητή Χρίστο Ανδρέου (Προσφυγή 1414/2000) ως “Πάρα πολύ καλό”, τον αιτητή Βραχίμη Χατζηχάννα (Προσφυγή 1096/2000) “Πολύ καλό” και το ενδιαφερόμενο μέρος, το οποίο και σύστησε, ως “Σχεδόν Εξαίρετο”. Μετά την αποχώρηση του Γενικού Διευθυντή η Επιτροπή προέβηκε στην αξιολόγηση των υποψηφίων χαρακτηρίζοντας με τη σειρά της το ενδιαφερόμενο μέρος ως “Σχεδόν Εξαίρετο”, τον αιτητή Χρ. Ανδρέου “Πάρα πολύ καλό” και τον αιτητή Βρ. Χατζηχάννα “Πολύ Καλό”, αιτιολογώντας την κρίση της με τους λόγους που καταγράφησαν στο σχετικό πρακτικό. Ακολούθως η Επιτροπή ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, που είναι όλοι δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή του Γραφείου Προγραμματισμού, έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε γενικά των άλλων υποψηφίων και τον επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο για προαγωγή στην επίδικη θέση.

Οι λόγοι που οδήγησαν στην επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους καταγράφηκαν στο σχετικό πρακτικό ως ακολούθως:

“Καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση, η Επιτροπή παρατήρησε ότι ο Σαββίδης υπερέχει όλων των υποψηφίων σε αρχαιότητα, διαθέτει το πλεονέκτημα, όπως και οι άλλοι υποψήφιοι, βαθμολογήθηκε με έναν άλλο υποψήφιο στο ψηλότερο επίπεδο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή (Σχεδόν εξαίρετος), βαθμολογήθηκε στο ψηλότερο επίσης επίπεδο και από την Επιτροπή κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση (Σχεδόν εξαίρετος) και, επιπλέον, διαθέτει τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, Γραφείο Προγραμματισμού.

Η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι ο Σαββίδης, όπως αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις, με έμφαση στα τελευταία χρόνια στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, σε ορισμένα έτη πριν το 1998 είχε βαθμολογηθεί στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις με χαμηλότερη βαθμολογία από ορισμένους άλλους υποψηφίους, παρουσιάζει όμως μια σταθερή ανοδική πορεία στις αξιολογήσεις του, αξιολογηθείς κατά τα τελευταία έτη ως καθόλα εξαίρετος, και σε μια συνεκτίμηση όλων των δεδομένων κρίνεται ότι αυτός γενικά υπερέχει.”

 

 

(2) Οι λόγοι ακύρωσης της προσφυγής 1414/2000

Εχει υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή στην προσφυγή 1414/2000 ότι η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί γιατί

(i) Η παρουσία του Γενικού Διευθυντή του Γραφείου Προγραμματισμού στη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής ήταν παράτυπη,

(ii) Οι κρίσεις του Γενικού Διευθυντή του Γραφείου Προγραμματισμού για την απόδοση των υποψηφίων ενώπιον της Επιτροπής, όπως επίσης και η σύσταση του υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους είναι αναιτιολόγητες,

(iii) Η Επιτροπή ενήργησε κάτω από καθεστώς πλάνης ως προς τα προσόντα του αιτητή, και

(iv) Η Επιτροπή παρέλειψε να προβεί στη δέουσα έρευνα ως προς την κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρος της πολύ καλής γνώσης της Ελληνικής γλώσσας,

 

 

 

 

 

(i) Η παρουσία του Γενικού Διευθυντή του Γραφείου Προγραμματισμού στη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής ήταν παράτυπη

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η παρουσία του Γενικού Διευθυντή του Γραφείου Προγραμματισμού κατά τη διαδικασία των προφορικών συνεντεύξεων ήταν αναρμόδια και παράνομη. Αντίθετα οι καθ’ων η αίτηση υπεστήριξαν ότι η παρουσία του ήταν καθόλα νόμιμη σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 34(9) του Νόμου 1/90.

Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η παρουσία του Προϊσταμένου του οικείου Τμήματος προβλέπεται στην παρ. (9), όπως επίσης και η λήψη των συστάσεων του από την Επιτροπή, πριν την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου. Στις ερμηνευτικές διατάξεις του Ν. 1/90 προβλέπεται ότι “«Προϊστάμενος Τμήματος» σημαίνει αυτόν που κατέχει την ιεραρχικά ανώτατη θέση στο Τμήμα και προκειμένου περί Ανεξάρτητου Γραφείου ή Υπηρεσίας, τον Προϊστάμενο αυτού ή αυτής και περιλαμβάνει ..... το Γενικό Διευθυντή του Γραφείου Προγραμματισμού αναφορικά με τους υπαλλήλους του Γραφείου τούτου”. Από τα πιο πάνω διαπιστώνεται ότι η παρουσία του Γενικού Διευθυντή του Γραφείου Προγραμματισμού, όπως και οι συστάσεις στις οποίες αυτός προέβηκε πριν την αποχώρηση του από τη συνεδρία της Επιτροπής, ήταν απόλυτα νομότυπες.

Οι αυθεντίες που επικαλέστηκε ο αιτητής προς υποστήριξη των απόψεων του (Λάρκου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2482 της 3/11/2000 και Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2672 της 9/3/2001) δεν τυγχάνουν εφαρμογής, γιατί στην υπόθεση Λάρκου ν. Δημοκρατίας αποδοκιμάστηκε η παρουσία και διενέργεια συστάσεων από το Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών αντί του Διευθυντή ή Αναπληρωτή Διευθυντή Φόρου Εισοδήματος, οι οποίοι θα ήταν και οι μόνοι αρμόδιοι, όπως τονίσθηκε, για να προβούν σε συστάσεις στη συγκεκριμένη περίπτωση, ενώ στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας κρίθηκε ως αντίθετη με το νόμο, και συνεπώς ανεπίτρεπτη, η συμμετοχή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων σε διαδικασία επιλογής Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας αντί του Προϊστάμενου του Τμήματος, που στην περίπτωση εκείνη και λόγω του ότι η θέση ήταν κενή, το κενό θα μπορούσε να καλυφθεί με διορισμό Αναπληρωτή Προϊσταμένου για εύλογο χρονικό διάστημα για να προβεί με αυτήν την ιδιότητα στις αναγκαίες συστάσεις. Συνακόλουθα ο ισχυρισμός του αιτητή για αναρμόδια παρουσία του Γενικού Διευθυντή του Γραφείου Προγραμματισμού στη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής απορρίπτεται.

 

(ii) Οι κρίσεις του Γενικού Διευθυντή του Γραφείου Προγραμματισμού για την απόδοση των υποψηφίων ενώπιον της Επιτροπής, όπως επίσης και η σύσταση του για το ενδιαφερόμενο μέρος, είναι αναιτιολόγητες

Αναφορικά με τη διαδικασία της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων από την Επιτροπή σημειώνονται στο σχετικό πρακτικό τα ακόλουθα:

“Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης ο Γενικός Διευθυντής αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων σ’ αυτήν ως εξής:

1. Ανδρέου Χρίστος: Πάρα πολύ καλός.

2. Σαββίδης Νίνος: Σχεδόν Εξαίρετος.

3. Σώσειλος Ανδρέας: Πολύ καλός.

4. Χατζηχάννας Βραχίμης: Πολύ καλός.

Ακολούθως ο Γενικός Διευθυντής σύστησε για προαγωγή τον Σαββίδη Νίνο.

Στο σημείο αυτό ο Γενικός Διευθυντής αποχώρησε από τη συνεδρία.”

 

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι ο Νόμος 1/90 δεν παρέχει στο Γενικό Διευθυντή εξουσία να αξιολογεί ξεχωριστά τους υποψηφίους και να προβαίνει σε συστάσεις. Στην παρούσα περίπτωση η αναιτιολόγητη σύσταση του αποτέλεσε ένα εξωγενές στοιχείο που κακώς υιοθετήθηκε αργότερα και από την Επιτροπή.

 

 

 

Η πιο πάνω εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Οπως ορθά υποδείχθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο της Επιτροπής το άρθρο 34(9) του Ν. 1/90 που αφορά διαδικασία για πλήρωση θέσεων Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής και τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση, δεν απαιτεί αιτιολογημένες συστάσεις του Προϊσταμένου, σε αντίθεση με το άρθρο 35(4) που αφορά διαδικασία για την πλήρωση θέσεων Προαγωγής και ρητά επιβάλλει την αιτιολόγηση των συστάσεων. Ο νόμος επέβαλλε στην παρούσα υπόθεση όπως η Επιτροπή λάβει υπόψη τις συστάσεις του Προϊσταμένου, όπως και έγινε. Η αξιολόγηση στην οποία προέβηκε ο Γενικός Διευθυντής μετά τη συμπλήρωση της προφορικής εξέτασης και οι χαρακτηρισμοί τους οποίους απέδωσε στους τέσσερις υποψηφίους αντανακλούν τις απόψεις του σχετικά με τις δυνατότητες των υποψηφίων να ανταποκριθούν με επιτυχία στα καθήκοντα της θέσης. Ο νόμος του παρείχε αυτή τη δυνατότητα λόγω ακριβώς της ιδιαιτερότητας της θέσης του. Η σύσταση στην οποία προέβηκε τελικά, προτείνοντας το ενδιαφερόμενο μέρος, αντικατοπτρίζει την προσωπική του επιλογή ως προς τον καταλληλότερο υποψήφιο για τη στελέχωση της επίδικης θέσης. Δεν υπήρχε, όπως ήδη επισημάνθηκε, νομική υποχρέωση για περαιτέρω αιτιολόγηση της επιλογής του. Συνακόλουθα η εισήγηση για αναιτιολόγητες κρίσεις και συστάσεις απορρίπτεται.

 

(iii) Η Επιτροπή ενήργησε κάτω από το καθεστώς πλάνης ως προς τα προσόντα του αιτητή

Ο αιτητής υπέβαλε ότι η Επιτροπή παραγνώρισε την υπεροχή του έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους σε προσόντα ενώ επιπρόσθετα παραγνωρίσθηκε η υπεροχή του σε αξία, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων που καταδεικνύουν τη “σαφή υπεροχή” του έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους.

Οι πιο πάνω εισηγήσεις δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές.

 

 

 

Τόσο ο αιτητής όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχαν κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα τη θέση του “Ανώτερου Λειτουργού Συντονισμού”, ο μεν αιτητής από τις 15/1/93 και το ενδιαφερόμενο μέρος από τις 15/3/88. Από τα πιο πάνω διαφαίνεται σαφές προβάδισμα αρχαιότητας του ενδιαφερόμενου μέρους. Αναφορικά με τα προσόντα και οι δύο κατείχαν τον απαιτούμενο Πανεπιστημιακό Τίτλο σε κατάλληλο θέμα, αφού το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε τον τίτλο Bachelor of Arts-Economics και ο αιτητής τον τίτλο Bachelor of Business Administration. Αναφορικά με το πλεονέκτημα μεταπτυχιακού διπλώματος, το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε τον τίτλο Master of Arts στα Οικονομικά (Fairley Dickinson University - New Jersey) και ο αιτητής τον τίτλο Master of Science στη Γεωργική Οικονομία (Argicultural Economics (University of Minnesota)). Ο ισχυρισμός του αιτητή ότι διαθέτει δεύτερο μεταπτυχιακό πτυχίο δεν ευσταθεί. Το δεύτερο πιστοποιητικό στο οποίο αναφέρεται ο δικηγόρος του, χαρακτηρίζοντας το ως “δεύτερο μεταπτυχιακό” το οποίο όπως υποστηρίζει αγνοήθηκε από την Επιτροπή, είναι βεβαίωση συμπλήρωσης κύκλου μαθημάτων διάρκειας δύο μηνών (9 Οκτωβρίου - 5 Δεκεμβρίου 1991) στο θέμα Budgeting and Financial Management Program - University of Pittsburgh. Είναι προφανές ότι εφόσον δεν επρόκειτο για μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο, η σημασία που θα μπορούσε να έχει ένα τέτοιο πιστοποιητικό παρακολούθησης ενός προγράμματος, τόσο περιορισμένης χρονικής διάρκειας, δεν μπορούσε παρά να ήταν οριακή. Αντίθετα η κατοχή του πλεονεκτήματος με τη μορφή μεταπτυχιακού τίτλου από τον αιτητή όπως και από το ενδιαφερόμενο μέρος λήφθηκε υπόψη από την Επιτροπή. Επεται ότι ο ισχυρισμός περί υπεροχής του αιτητή στο θέμα των προσόντων θα πρέπει να απορριφθεί.

Εξίσου αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός του αιτητή ότι παραγνωρίσθηκε το προβάδισμα στις αξιολογήσεις των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων. Σημειώθηκε στο σχετικό πρακτικό πως η Επιτροπή “έλαβε υπόψη τις Εμπιστευτικές/Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων στο σύνολό τους, όπως αυτές έγιναν τελικά δεκτές από την ίδια με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια”. Συγκριτική ανασκόπηση των βαθμολογιών των τελευταίων πέντε ετών 1995-1999 δείχνει μια εικόνα ισοδυναμίας του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους. Συγκεκριμένα κατά την τελευταία διετία 1998-99 είχαν και οι δύο βαθμολογηθεί με “εξαίρετα” σε όλα τα στοιχεία αξιολόγησης. Ασήμαντο προβάδισμα υπέρ του αιτητή παρουσιάζεται στο 1997 όπου είχε οκτώ “εξαίρετα” έναντι επτά “εξαίρετα” και ένα “πολύ ικανοποιητικά” του ενδιαφερόμενου μέρους, ενώ τη διετία 1995-1996 ο αιτητής συγκέντρωσε οκτώ “εξαίρετα” έναντι “έξι” του ενδιαφερόμενου μέρους ο οποίος είχε και δύο “πολύ ικανοποιητικά”. Η ελαφρά αυτή διαφοροποίηση δεν αγνοήθηκε από την Επιτροπή. Αντίθετα αυτή τονίζεται στο πρακτικό της κρίσιμης συνεδρίας (το κείμενο του οποίου έχει συμπεριληφθεί στην παρουσίαση των γεγονότων), όπου σημειώνεται ότι η χαμηλότερη βαθμολογία σε ορισμένα έτη του ενδιαφερόμενου μέρους λήφθηκε υπόψη, αλλά μια συνεκτίμηση όλων των δεδομένων οδήγησε στο συμπέρασμα ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε γενικά. Αντίθετα με τις εισηγήσεις του αιτητή, όλα τα στοιχεία κρίσης που αφορούσαν στην παρούσα υπόθεση βρίσκονταν ενώπιον της Επιτροπής και συνεκτιμήθηκαν πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης. Το ελαφρότατο προβάδισμα που εμφάνιζε ο αιτητής μέσα από τις ετήσιες βαθμολογίες δεν μπορούσε να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του ενόψει της υψηλότερης βαθμολόγησης του ενδιαφερόμενου μέρους στην προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής, της σύστασης του Γενικού Διευθυντή για επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους και του στοιχείου της αρχαιότητας όπου υπερείχε το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

(iv) Η Επιτροπή παρέλειψε να προβεί στη δέουσα έρευνα ως προς την κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρος της πολύ καλής γνώσης της Ελληνικής γλώσσας

Εχει επίσης υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και η Επιτροπή παρέλειψαν να διερευνήσουν αν το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε την απαιτούμενη από το σχέδιο υπηρεσίας “πολύ καλή γνώση της Ελληνικής γλώσσας”, έχοντας υπόψη ότι αυτός δεν ήταν απόφοιτος Ελληνικού σχολείου Μέσης Παιδείας, ούτε Ελληνόφωνου Πανεπιστημίου. Η δικηγόρος της Επιτροπής εισηγήθηκε ότι δεν συνέτρεχε λόγος διερεύνησης του θέματος εφόσον τόσο ο αιτητής όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχαν κατά την έναρξη της σταδιοδρομίας τους τη θέση “Λειτουργού Συντονισμού” για την οποία το οικείο σχέδιο υπηρεσίας απαιτούσε “Πολύ καλή γνώση της Ελληνικής γλώσσας”. Η εισήγηση της δικηγόρου της Επιτροπής είναι ορθή αφού το θέμα έχει λυθεί νομολογιακά. Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Αντωνίου (Α.Ε. 3020 της 2/7/2002) το Ανώτατο Δικαστήριο εξετάζοντας τις προεκτάσεις της απόφασης Δημοκρατία ν. Πογιατζή ([1992] 3 ΑΑΔ 422), υιοθέτησε την πιο κάτω προσέγγιση του Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη στην υπόθεση Κούλη ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή 1038/2000 της 22/1/2002).

“Αλλά το αποφασιστικής σημασίας ζήτημα αφορά την εμβέλεια της απόφασης της Ολομέλειας στην υπόθεση Πογιατζή, η οποία είναι δεσμευτική. Επ’ αυτού, με όλο το σεβασμό, άγομαι σε κατάληξη άλλη από εκείνη του συναδέλφου μου. Δεν μπορώ να συμφωνήσω πως εξάγεται από την απόφαση της πλειοψηφίας στην Πογιατζής περιορισμός τέτοιας φύσης. Οταν αναφέρεται σε διορισμό ο οποίος “ουδέποτε προσεβλήθη” κατά τη γνώμη μου εννοεί γενικά και δεν παραπέμπει σε δυνατότητα προσβολής της από το συγκεκριμένο αιτητή. Δυνατότητα που δεν την απασχόλησε κιόλας όταν έκρινε πως κατά το τεκμήριο που αναγνώρισε, ο διορισθείς κατείχε το προσόν. Ο,τι αποτέλεσε το αιτιολογικό στήριγμά της ήταν το γεγονός ότι, πλέον, ο υπάλληλος νομίμως κατείχε την προηγούμενη θέση, οπότε η διεξαγωγή έρευνας για το επίμαχον προσόν θα απέληγε στην πράξη σε αναψηλάφιση του διορισμού του προαχθέντος, πράγμα νομικά ανεπίτρεπτο. Παραθέτω ολόκληρο το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της πλειοψηφίας που εξέδωσε ο Αρτεμίδης, Δ.:

“Ως εκ τούτου η κοινή λογική αναντίρρητα επιβάλλει, και δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε παραπέρα “έρευνα” από την ΕΔΥ, να κρίνει ως πραγματικό γεγονός ότι ο προαχθείς διέθετε το επίμαχο προσόν, που είναι το ίδιο με αυτό που απαιτείται για τη θέση, στην οποία διορίστηκε από 1.3.84. Το συμπέρασμα όμως αυτό δεν επιβάλλεται μόνο από την κοινή λογική, αλλά και παγιώνεται από την αρχή του διοικητικού δικαίου περί της νομιμότητας του διορισμού του ενδιαφερόμενου προσώπου στην προηγούμενη θέση, που ουδέποτε προσεβλήθη. Οποιαδήποτε “έρευνα” από την ΕΔΥ για το επίμαχο προσόν, όπως την έχει εισηγηθεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο και ενώπιόν μας ο δικηγόρος του εφεσιβλήτου, θα απέληγε στην πράξη σε αναψηλάφιση του διορισμού του προαχθέντος, που έγινε την 1.3.84 στη θέση ειδικού ιατρού, πράγμα νομικά ανεπίτρεπτο.

Σε αυτό το σημείο ας μου επιτραπεί να παρατηρήσω, παρενθετικά, πως ένα άλλο προσόν που προβλέπει το επίδικο σχέδιο υπηρεσίας είναι και “τριετής τουλάχιστο υπηρεσία εις την θέσιν ειδικού ιατρού”. Θα ήταν, κατ’ αναλογία, παράλογο να εισηγηθεί κανείς πως η ΕΔΥ θα έπρεπε να διαπιστώσει κατά πόσο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε ειδικότητα στην ιατρική, εφόσο κρίθηκε πως είχε τέτοια ειδικότητα το 1983, όταν διορίστηκε στη θέση ειδικού ιατρού.”

 

Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω φαίνεται ότι ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει ότι η επίδικη απόφαση ήταν λανθασμένη για να δικαιολογήσει την επέμβαση του Δικαστηρίου. Η προσφυγή του απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του.

 

(3) Οι λόγοι ακύρωσης της προσφυγής 1096/2000

Ο αιτητής Βραχίμης Χατζηχάννας, που αποτελεί μια γνώριμη φυσιογνωμία στο Ανώτατο Δικαστήριο με τις διάφορες προσφυγές που έχει καταχωρήσει, εμφανίζεται αυτοπροσώπως και κατά τον ουσιώδη χρόνο κατείχε τη θέση του Γεωργικού Λειτουργού Α΄ στο Τμήμα Γεωργίας. Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλει την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση του Διευθυντή Συντονισμού στο Γραφείο Προγραμματισμού για 19 λόγους. Συγκερασμός των πιο πάνω λόγων οδηγεί στη διαμόρφωση των πιο κάτω επτά βασικών λόγων που βάλλουν κατά της εγκυρότητας της επίδικης απόφασης.

(i) Παράτυπη συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής,

(ii) Ελαττωματική έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής,

(iii) Πάσχουσα σύσταση του Γενικού Διευθυντή του Γραφείου

Προγραμματισμού,

(iv) Πλάνη περί τα πράγματα αναφορικά με την αξία και τα προσόντα του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους,

(v) Ελλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης,

(vi) Εχθρα και προκατάληψη της Επιτροπής εναντίον του αιτητή, και

(vii) Παραβίαση των προνοιών του άρθρου 3(1) και (2) του Ν. 55(1)/97

όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 100(1)/98.

 

 

 

(i) Παράτυπη συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι δεν εξασφαλίστηκε η έγκριση της αρμόδιας αρχής, που στην παρούσα περίπτωση ήταν το Υπουργικό Συμβούλιο, για τη συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής κατά παράβαση του άρθρου 32(3) του Νόμου 1/90. Ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.

Η ίδια νομοθετική πρόβλεψη που επικαλείται ο αιτητής προβλέπει ότι η επιλογή των μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπής “θα γίνεται ύστερα από συνεννόηση με την αρμόδια αρχή που προΐσταται των υπαλλήλων αυτών”. Δεν απαιτείται έγκριση και μάλιστα γραπτή με την έννοια τυπικής προϋπόθεσης νόμιμης σύστασης του οργάνου. Η απουσία γραπτής έγκρισης του Υπουργικού Συμβουλίου από το διοικητικό φάκελο δεν μπορεί να ανατρέψει το τεκμήριο της νομιμότητας σε αυτή την περίπτωση και να καταστήσει από μόνη τη συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής πάσχουσα.

Η εισήγηση απορρίπτεται.

 

(ii) Ελαττωματική έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι αναιτιολόγητη, μη αληθής και πεπλανημένη. Επιπρόσθετα ο αιτητής ισχυρίζεται ότι υπήρξε παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης αφού υπήρξε σκοπιμότητα με τη μεγάλη καθυστέρηση που παρατηρήθηκε μεταξύ της πρώτης και δεύτερης συνεδρίας της Επιτροπής.

Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος. Από τα πρακτικά των σχετικών συνεδριών παρατηρείται ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή κλήθηκε σε συνεδρία στις 12/10/1999, λόγω όμως κωλύματος των μελών της η συνεδρία αναβλήθηκε για τις 18/10/1999, ημερομηνία κατά την οποία “ανυπέρβλητες υπηρεσιακές δεσμεύσεις των μελών της”, όπως σημειώθηκε, οδήγησαν σε νέα αναβολή. Η επόμενη συνεδρία έλαβε χώρα στις 10/11/1999 όταν και εξετάστηκαν οι αιτήσεις των υποψηφίων, και όχι στις 10/2/2000 όπως εισηγήθηκε ο αιτητής. Σε αυτή την τελευταία ημερομηνία είχε συνεχισθεί η διαδικασία με την υποβολή των υποψηφίων στις προφορικές συνεντεύξεις.

Ο αιτητής αμφισβήτησε επίσης την ορθότητα των όσων έχουν καταγραφεί σε σχέση με τον ίδιο και το ενδιαφερόμενο μέρος, αφού αυτά έρχονται σε σύγκρουση με το περιεχόμενο των φακέλων.

Οι πιο πάνω ισχυρισμοί κρίνονται ως αβάσιμοι. Η Συμβουλευτική Επιτροπή κατέγραψε στην έκθεση της ότι αφού ικανοποιήθηκε με βάση τα πρόσθετα στοιχεία που δόθηκαν από τους υποψηφίους, ότι όλοι πληρούσαν τα κριτήρια που προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, τους εξέτασε προφορικά, αναφέροντας ότι προχώρησε στη σύσταση υπέρ τεσσάρων υποψηφίων αφού έλαβε υπόψη την απόδοση τους κατά την προφορική συνέντευξη. Για τον αιτητή και το ενδιαφερόμενο μέρος καταγράφονται ειδικότερα τα εξής:

Βραχίμης Χατζηχάννας Πάρα πολύ καλός. Η απόδοσή του στην προφορική συνέντευξη ήταν πάρα πολύ καλή. Απάντησε με σχετική ακρίβεια στις ερωτήσεις που του τέθηκαν. Υστέρησε κάπως στη σε βάθος ανάλυση των θεμάτων. Διαθέτει ωριμότητα και σοβαρότητα σκέψης, ψηλή γνώση και ικανότητα αφομοίωσης. Διαθέτει αρκετά δυνατή προσωπικότητα και παρουσιάζει ψηλό βαθμό αυτοπεποίθησης. Αναφορικά με τις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις ο κ. Χατζηχάννας υστερεί ελαφρά των κ.κ. Ανδρέου και Σώσειλου και είναι στα ίδια περίπου επίπεδα με τον κ. Σαββίδη.

 

 

 

 

 

Νίνος Σαββίδης Σχεδόν Εξαίρετος. Η απόδοση του στην προφορική συνέντευξη ήταν σχεδόν εξαίρετη. Οι απαντήσεις του κ. Σαββίδη στις ερωτήσεις που του τέθηκαν ήταν ολοκληρωμένες και σαφείς, παρόλον που σε μερικές περιπτώσεις ξέφευγε από την ουσία του θέματος και χρειάστηκε να του υποβληθούν επεξηγηματικές ερωτήσεις. Είναι άτομο με ψηλό βαθμό αφοσίωσης στο καθήκον, διέπεται από δημόσιο πνεύμα και επιδεικνύει πρωτοβουλία στη διεκπεραίωση της εργασίας του. Διαθέτει ευχάριστη και σταθερή προσωπικότητα και ευρύτητα πνεύματος. Αναφορικά με τις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις ο κ. Σαββίδης υστερεί ελαφρά των κ.κ. Ανδρέου και Σώσειλου και είναι περίπου στο ίδιο επίπεδο με τον κ. Χατζηχάννα.

Είναι προφανές ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή προέβηκε στην αξιολόγηση των υποψηφίων λαμβάνοντας υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία και καταγράφοντας τις εντυπώσεις που απεκόμισε από τον καθένα ξεχωριστά κατά τη διάρκεια της προφορικής συνέντευξης. Η διατύπωση της έκθεσης σε συνάρτηση και με τα όσα καταγράφονται στο σχετικό πρακτικό ανατρέπει τον ισχυρισμό για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ εξίσου αβάσιμοι πρέπει να θεωρηθούν οι ισχυρισμοί για αναληθή και πεπλανημένη έκθεση σε σχέση με την αξία και τα προσόντα του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους, όπως επεξηγείται πιο κάτω.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

(iii) Πάσχουσα σύσταση του Γενικού Διευθυντή του Γραφείου Προγραμματισμού

Η σύσταση του Γενικού Διευθυντή του Γραφείου Προγραμματισμού υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους είναι, σύμφωνα με τον αιτητή, αναιτιολόγητη, γενική και συγκρούεται με το περιεχόμενο των φακέλων.

Ο ισχυρισμός ότι η σύσταση ήταν ελαττωματική είναι ανεδαφικός. Υιοθετώ τα όσα έχω αναφέρει για το ίδιο θέμα στην προσφυγή 1414/2000, ότι δηλαδή οι λόγοι που προβλήθηκαν ήταν αβάσιμοι. Ο σχετικός ισχυρισμός απορρίπτεται.

 

(iv) Πλάνη περί τα πράγματα αναφορικά με την αξία και τα προσόντα του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί γιατί λήφθηκε κάτω από το καθεστώς πλάνης. Πιο συγκεκριμένα εισηγείται ότι η επίδικη απόφαση παραγνώρισε τα προσόντα του που ήταν υπέρτερα εκείνων του ενδιαφερόμενου μέρους. Προς υποστήριξη των ισχυρισμών του, υπέβαλε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν κατέγραψε το σύνολο των πιστοποιητικών του που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως πλεονέκτημα και ότι δεν διεξάχθηκε η δέουσα έρευνα αν το πρώτο πτυχίο του ενδιαφερόμενου μέρους (B.A. Economics - Peterson State College 1973) ήταν αναγνωρισμένο και ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε την πολύ καλή γνώση της Ελληνικής γλώσσας. Επιπρόσθετα εισηγήθηκε ότι παραγνωρίσθηκε η υπεροχή του στις ετήσιες αξιολογήσεις των υπηρεσιακών εκθέσεων.

Για τους πιο πάνω ισχυρισμούς σημειώνονται τα πιο κάτω.

Ο αιτητής κατέχει Δίπλωμα της Ανωτάτης Γεωπονικής Σχολής Αθηνών. Από τα πρακτικά της Επιτροπής φαίνεται ότι αυτός κρίθηκε ως προσοντούχος βάση της “Σημείωσης” των απαιτούμενων προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης. Το μεταπτυχιακό προσόν του Master of Public Administration (West Virginia University) θεωρήθηκε ότι κάλυπτε τις ανάγκες του βασικού προσόντος, της παρ. (1) του σχεδίου υπηρεσίας. Διέθετε άλλον ένα μεταπτυχιακό τίτλο (Master of Science - University of Reading) στον τομέα των Γεωργικών Εφαρμογών (Agricultural Extension). Αυτό το τελευταίο του πιστώθηκε ως πλεονέκτημα τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και από την Επιτροπή. Τα υπόλοιπα έγγραφα που επικαλείται ο αιτητής αφορούν την παρακολούθηση άλλων επιμορφωτικών προγραμμάτων, τα οποία εύλογα θεωρήθηκαν εκ μέρους των διοικητικών οργάνων ότι δεν ενέπιπταν στην έννοια του μεταπτυχιακού προσόντος της παρ. (6) των απαιτούμενων προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας. Συνεπώς ο ισχυρισμός ότι αγνοήθηκαν τα προσόντα του ή παραγνωρίσθηκε η υπεροχή του έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους που διέθετε το πλεονέκτημα, κρίνεται ως αβάσιμος.

Εξίσου ανεδαφικός είναι και ο ισχυρισμός του ότι δεν ερευνήθηκε δεόντως η καταλληλότητα του βασικού προσόντος του ενδιαφερόμενου μέρους και η εκ μέρους του πολύ καλή γνώση της Ελληνικής γλώσσας. Οι λόγοι για τους οποίους η σχετική εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή έχουν επεξηγηθεί κατά την εξέταση παρόμοιου ισχυρισμού που προβλήθηκε εκ μέρους του αιτητή στην Προσφυγή 1414/2000. Εφόσον, όπως υποδείχθηκε και εκεί, για τον αρχικό διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Λειτουργού Συντονισμού κρίθηκε ότι κατείχε την πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο σε κατάλληλο θέμα, όπως απαιτείτο από το σχέδιο υπηρεσίας, τα προσόντα αυτά δεν μπορεί να αμφισβητούνται στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας.

Σε ό,τι αφορά τώρα την αξία, πρέπει να τονιστεί ότι ο αιτητής υπηρετούσε στο Τμήμα Γεωργίας σε αντίθεση με το ενδιαφερόμενο μέρος που ανήκε στο δυναμικό του Γραφείου Προγραμματισμού. Οπως μάλιστα προκύπτει από την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής είχε ζητηθεί από τον αιτητή να δώσει διευκρινίσεις για να διαπιστωθεί αν διέθετε την απαιτούμενη στο σχέδιο υπηρεσίας “δεκαετή τουλάχιστο πείρα σε υπεύθυνη θέση σε θέματα διοίκησης ή/και συντονισμού ή/και οικονομικής ανάπτυξης από την οποία πενταετή τουλάχιστο διοικητική πείρα κατά προτίμηση σε θέματα συντονισμού”. Η Συμβουλευτική Επιτροπή σημείωσε επίσης πως στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις ο αιτητής βρισκόταν στα ίδια περίπου επίπεδα με το ενδιαφερόμενο μέρος. Επεται ότι η εκ μέρους της Επιτροπής ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας ήταν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή.

 

(v) Ελλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης

Ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη, είναι αβάσιμος. Εχει ήδη γίνει αναφορά στο περιεχόμενο του σχετικού πρακτικού στο οποίο αναγράφεται το σκεπτικό της Επιτροπής για την επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους. Επιπρόσθετα σημειώνω από το πιο πάνω πρακτικό τα ακόλουθα που σχετίζονται άμεσα με τον ισχυρισμό του αιτητή.

“Η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι όλοι δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, Γραφείο Προγραμματισμού.”

 

Το αποτέλεσμα της αξιολόγησης των υποψηφίων έχει πάρει την πιο κάτω μορφή στα σχετικά πρακτικά:

ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑΣ Βραχίμης: Πολύ καλός. Πολύ καλό επίπεδο γνώσεων των αρχών διοίκησης στο θεωρητικό επίπεδο αλλά με ελλείψεις σε θέματα σχετικά με τους κρατικούς Προϋπολογισμούς, την οικονομία της Κύπρου και την αντίκρυση στο πρακτικό επίπεδο συγκεκριμένων προβλημάτων. Περιορισμένη η αντίληψη του για το ρόλο της υπό πλήρωση θέσης. Εκφράζεται με άνεση, έχει όμως την τάση να πολυλογεί και δεν είναι σταθερός στις θέσεις του.

 

ΣΑΒΒΙΔΗΣ Νίνος: Σχεδόν εξαίρετος. Ψηλό επίπεδο γνώσεων. Είναι ενήμερος για τα προβλήματα της οικονομίας της Κύπρου και έχει εξαίρετη αντίληψη του ρόλου του Γραφείου Προγραμματισμού, ιδιαίτερα στον τομέα του Συντονισμού. Αναλύει τα θέματα με επιστημονικότητα και υποστηρίζει πειστικά τις θέσεις του. Εχει πολύ καλή αντίληψη των διοικητικών αρχών.”

 

Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω κρίνω ότι η επίδικη απόφαση ήταν δεόντως αιτιολογημένη.

 

(vi) Εχθρα και προκατάληψη της Επιτροπής εναντίον του αιτητή

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι είναι θύμα έντονης προκατάληψης που διακατέχει τα μέλη της Επιτροπής εναντίον του λόγω των προσφυγών που έχει κερδίσει και κυρίως λόγω των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, αφού ο αιτητής είναι Μαρωνίτης. Προς υποστήριξη των ισχυρισμών του ο αιτητής ανέφερε ότι έχει επιτύχει σε 25 προσφυγές ενώ εκκρεμούν άλλες 22 προσφυγές που έχει καταχωρήσει ο ίδιος, όπως επίσης και 2 εφέσεις. Οι πιο πάνω προσφυγές, τονίζει ο αιτητής, δείχνουν ότι υπάρχει εκ μέρους της Επιτροπής σωρευτική παραβίαση των κανόνων χρηστής διοίκησης με σαφείς εκδικητικές τάσεις και ενέργειες εναντίον του.

Η Διοίκηση πρέπει να ενεργεί αμερόληπτα σε κάθε περίπτωση. Η αμεροληψία αποτελεί ένα βασικό στοιχείο εγκυρότητας κάθε διοικητικής απόφασης. Η υποχρέωση αυτή που διασφαλίζεται από συνταγματικές διατάξεις έχει επιβεβαιωθεί νομολογιακά σε σειρά δικαστικών αποφάσεων. Στην υπόθεση Χρίστου ν. Δημοκρατίας (1980) 3 Α.Α.Δ. 437, 449 και 450 τονίστηκε ότι,

“Αποτελεί βασική αρχή του διοικητικού δικαίου ότι τα όργανα που λαμβάνουν μέρος σε μια συγκεκριμένη διοικητική διαδικασία πρέπει να φαίνονται ότι ενεργούν αμερόληπτα και αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει οσάκις υφίστανται ειδικοί δεσμοί ή σχέσεις οι οποίες ομολογουμένως σχετίζονται με τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην εν λόγω διαδικασία ή στο αποτέλεσμα της (βλ., ανάμεσα σ’ άλλα, απόφαση του Στ.Ε. 3350/1970).

Η έλλειψη αμεροληψίας από τον Α δημόσιο υπάλληλο έναντι του Β δημόσιου υπάλληλου πρέπει να αποδειχθεί με επαρκή βεβαιότητα, είτε από γεγονότα που αναδύονται από τα σχετικά διοικητικά έγγραφα ή από ασφαλή συμπεράσματα που θα συναχθούν από την ύπαρξη τέτοιων γεγονότων.

Για να αποδειχθεί η έλλειψη αμεροληψίας του Α έναντι του Β δεν είναι αρκετό, από μόνο του το γεγονός ότι ο Α έχει στο παρελθόν και στη διάρκεια της εκτέλεσης των επίσημων καθηκόντων του, κάμει δυσμενείς εμπιστευτικές εκθέσεις για τον Β, ή ότι ο Α έχει με άλλο τρόπο εκφράσει επισήμως μια δυσμενή άποψη σε σχέση με τον Β με αποτέλεσμα ο Β να είχε καταχωρήσει σχετική αγωγή εναντίον του Α, ή ότι ο Β είχε στο παρελθόν δώσει μαρτυρία είτε σε ποινική δίκη ή σε πειθαρχική διαδικασία εναντίον του Α (βλ., ανάμεσα σ’ άλλα, αποφάσεις του Στ.Ε. 2905/65, 1014/69 και 975/1970 καθώς και Σολέας ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 498).”

 

Η απόφαση Χρίστου ακολουθήθηκε στην υπόθεση Σωτηριάδου ν. Δημοκρατίας (1983) 3 Α.Α.Δ. 921, 946 και αργότερα στην υπόθεση Κοντεμενιώτης ν. Ρ.Ι.Κ. (1982) 3 Α.Α.Δ. 1027, όπου αποφασίστηκε ότι η τεταμένη σχέση μεταξύ ενός ιεραρχικά ανώτερου και κατώτερου υπαλλήλου, που βασίζεται σε αξιολόγηση ή κρίση για την απόδοση του τελευταίου που δεν είναι αρεστή, δεν θεμελιώνει προκατάληψη. (Ιδε επίσης Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας, Αίτηση 575/89 της 30/1/91, Δημητριάδη ν. ΑΤΗΚ, Αίτηση 716/91 της 17/7/92, Κουνούνης και άλλοι ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Αίτηση 535/91 και 667/91 της 30/9/96 και Ακάμα ν. Δημοκρατίας, Αίτηση 353/92 της 28/6/96.)

Είχα την ευκαιρία να εξετάσω παρόμοιο ισχυρισμό του αιτητή στην Προσφυγή 481/2000 της 8/8/2001, τον οποίο βρήκα αβάσιμο αναφέροντας τα ακόλουθα:

“Η προβολή ισχυρισμού για την ύπαρξη μεροληψίας και προκατάληψης είναι ένα αρκετά σοβαρό θέμα και προϋποθέτει και την ανάλογη μαρτυρία για την απόδειξη του. Ο αιτητής έχει το βάρος να αποδείξει την ύπαρξη μεροληψίας και προκατάληψης. Στην παρούσα περίπτωση ο αιτητής δεν έχει τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του με αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία από τους φακέλους που θα αποδείκνυαν την ύπαρξη προκατάληψης. Η επιτυχής έκβαση προσφυγών που είχε καταχωρήσει εναντίον της ΕΔΥ δεν μπορεί να τεκμηριώσει ισχυρισμό για προκατάληψη. Εξίσου μετέωρη παρέμεινε και η εισήγηση του ότι η προκατάληψη πιθανό να οφείλεται στο θρήσκευμα του.”

 

 

 

 

Τα πιο πάνω εφαρμόζονται και στην παρούσα περίπτωση. Ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει τα όσα επικαλείται και ο σχετικός ισχυρισμός του απορρίπτεται.

 

(vii) Παραβίαση των προνοιών του άρθρου 3(1) και (2) του Νόμου 55(1)/97

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι λανθασμένα η Επιτροπή παραγνώρισε το γεγονός ότι είναι τέκνο εγκλωβισμένου και έπρεπε να τύχει του ευεργετήματος της πρόνοιας του άρθρου 3(1) και (2) του Νόμου 55(1)/94, όπως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο 100(1)/98. Προς τούτο ο αιτητής επικαλέσθηκε την απόφαση στην προσφυγή 389/98 της 30/9/99 στην οποία έγινε αποδεκτό ότι δεν είχε τεθεί ενώπιον της Επιτροπής το γεγονός ότι ο αιτητής Βραχίμης Χατζηχάννας ήταν γιός εγκλωβισμένων. Σύμφωνα με τον αιτητή η διαπίστωση αυτή έχει επισύρει την εφαρμογή του κανόνα του δεδικασμένου και έπρεπε να είχε προσφερθεί στην παρούσα περίπτωση το ευεργέτημα της προτεραιότητας για διορισμό. Η ευφάνταστη αυτή επινόηση του αιτητή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και τούτο γιατί η προσφυγή 389/98 είχε επιτύχει λόγω πάσχουσας σύστασης, χωρίς να επισύρεται έτσι ο κανόνας του δεδικασμένου.

Αναφορικά με τις πρόνοιες του Νόμου 55(1)/97 στην πιο πάνω υπόθεση τονίστηκε ότι η προτίμηση που θεσμοθετείται, που δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσοστό του 10%, τελεί υπό την αίρεση να μην υστερεί ο δικαιούμενος σε αυτήν από τους υπόλοιπους υποψηφίους σε αξία και προσόντα. Οπως έχει εξάλλου κριθεί νομολογιακά η σχετική νομοθετική πρόβλεψη παρέχει προτεραιότητα σε παθόντες και τέκνα εγκλωβισμένων σε ποσοστό 10% του αριθμού των υπό πλήρωση θέσεων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η υπό πλήρωση θέση ήταν μόνο μία και συνεπώς η κατοχή της ιδιότητας του τέκνου εγκλωβισμένων από τον αιτητή δεν μπορούσε να επαυξήσει ουσιωδώς τις απαιτήσεις του για διορισμό.

 

 

 

Οπως τονίστηκε στην υπόθεση Αγαπίου ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή 1469/99 της 28/6/2001),

“Η αιτήτρια Καίτη Καραπατάκη πληρούσε τις πρόνοιες του Νόμου. Ομως, για να επωφεληθεί, οι κενές θέσεις της συγκεκριμένης διαδικασίας του έτους 1997 έπρεπε να ήταν τουλάχιστον δέκα. Οπότε η μια θέση θα καταλαμβανόταν στη βάση του Νόμου. Κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε. Επομένως, η αιτήτρια δεν νομιμοποιείται να εγείρει λόγο ακυρώσεως στηριζόμενο σε αυτό το Νόμο. Το 1997 υπήρχαν μόνο δύο κενές θέσεις στη συγκεκριμένη διαδικασία, οι επίδικες στην παρούσα προσφυγή, και, συνεπώς, δεν εγειρόταν θέμα εφαρμογής του Νόμου.”

 

Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω ο ισχυρισμός του αιτητή για παραβίαση των προνοιών του Νόμου 55(1)/97 απορρίπτεται.

Για όλους τους λόγους που έχουν προαναφερθεί η προσφυγή του αιτητή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του.

 

 

 

 

Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο