ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 290/2001
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΜΕΤΑΞΥ
:1. Πίτσας Είκοσι, από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής
2. Μαρίας Είκοσι από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής
3. Κικής Είκοσι, από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής
4. Γκλόριας Είκοσι, από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής
Αιτητριών
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
1. Υπουργικού Συμβουλίου
2. Υπουργού Εσωτερικών
Καθ΄ων η αίτηση
__________
23 Ιουλίου, 2002
Για τις αιτήτριες: κ. Ι. Νικολάου.
Για τους καθ΄ ων η αίτηση : κ. Ρ. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της
Δημοκρατίας Α΄, για Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
_____________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι αιτήτριες είναι συνιδιοκτήτριες του Τεμ. υπ΄αρ. 72, Φ/Σχ. XLIX/20, υπ΄ αρ. εγγραφής 41435, που βρίσκεται στο χωριό Πάνω Λεύκαρα, της Επαρχίας Λάρνακας.
Στις 19.2.1999 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας διάταγμα επίταξής του για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας, με ισχύ από 19.2.1999 μέχρι 19.2.2001. Παράλληλα, δημοσιεύτηκε γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης του ίδιου ακίνητου, η οποία όμως στις 27.11.2000 ακυρώθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή υπ΄αρ. 1286/99.
Στις 23.1.2001 ο Υπουργός Εσωτερικών ενέκρινε την έκδοση και δημοσίευση διατάγματος παράτασης της περιόδου επίταξης. Στις 2.2.2001 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας το διάταγμα παράτασης για περαιτέρω περίοδο ενός χρόνου, δηλαδή μέχρι τις 19.2.2002. Εναντίον του πιο πάνω διατάγματος ασκήθηκε η παρούσα προσφυγή.
Οι αιτήτριες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι παράνομη γιατί δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις έκδοσης διατάγματος επίταξης. Η επίταξη δεν είχε καταστεί αναγκαία και περαιτέρω δεν αποσκοπούσε στη θεραπεία έκτακτης επείγουσας και παροδικής δημόσιας ανάγκης. Ισχυρίζονται ακόμα ότι είναι άκυρη, γιατί αντίκειται στην αρχή της ολιγότερο επαχθούς λύσης για τους διοικουμένους. Ισχυρίζονται ότι οι καθ΄
ων η αίτηση δεν ερεύνησαν επαρκώς τις δυνατές λύσεις για επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού για επιλογή του ακίνητου, του οποίου η αποξένωση θα ήταν λιγότερο επαχθής. Τέλος, προβάλλουν κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας και κατάχρηση εξουσίας, έλλειψη αιτιολογίας και/ή δέουσας έρευνας.Η όλη επιχειρηματολογία των αιτητριών επικεντρώνεται στο επιχείρημα ότι οι καθ΄ ων η αίτηση δεν ερεύνησαν επαρκώς τις δυνατές λύσεις για επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού κατ΄ εφαρμογή της λιγότερο επαχθούς λύσης. Εισηγούνται ακόμα ότι το συγκεκριμένο ακίνητο δεν είναι αναγκαίο για επίτευξη των σκοπών της επίταξης. Τέλος, προτάσσουν ότι το διάταγμα επίταξης δεν χρησιμοποιείται ως θεραπεία επείγουσας ανάγκης, αφού δεν είχε ολοκληρωθεί η αναγκαία έρευνα για την αναγκαιότητα του ακίνητου.
Οι καθ΄ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η δημοσίευση του προσβαλλόμενου διατάγματος επίταξης έγινε για να αποκτήσει η επιτάσσουσα αρχή τη δυνατότητα εισόδου στο ακίνητο, με σκοπό τη διεξαγωγή της αναγκαίας έρευνας και μελέτης για διαπίστωση του κατά πόσο το ακίνητο ήταν υπό τις περιστάσεις το καταλληλότερο για τους σκοπούς της επίταξης, δηλαδή τη δημιουργία χώρου στάθμευσης. Η έρευνα που διεξήχθη τελικά κατέδειξε ότι το ακίνητο ήταν το πλέον κατάλληλο για τη δημιουργία χώρου στάθμευσης. ΄Ετσι, με βάση το συμπέρασμα της έρευνας, η επιτάσσουσα αρχή προχώρησε στη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, υπ΄ αρ. 3545, ημερ. 16.11.2001, της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης (διοικητική πράξη υπ΄ αρ. 1137).
Ουσιαστικά δηλαδή οι καθ΄ ων η αίτηση παραδέχονται ότι της επίταξης δεν προηγήθηκε καμιά μελέτη. Το αρχικό διάταγμα επίταξης φέρει ημερομηνία 10.2.1999, το δε διάταγμα παράτασης της περιόδου του διατάγματος επίταξης που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, φέρει ημερ. 23.1.2001, ενώ
η μελέτη είναι ημερομηνίας 26.6.2001.Η γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης που έγινε παράλληλα με το διάταγμα επίταξης στις 10.2.1999, ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 27.11.2000, στην προσφυγή υπ΄ αρ. 1286/99, λόγω απουσίας μελέτης για την καταλληλότητα της επίδικης ιδιοκτησίας. Η ακύρωση της απαλλοτρίωσης δεν συμπαρασύρει σε ακυρότητα και την επίταξη. Το διάταγμα επίταξης συνιστά αυτοτελή διοικητική πράξη και ως τέτοιο ελέγχεται (Γεωργίου ν. Υπουργού Εσωτερικών, Υποθ. Αρ. 1013/96, ημερ. 16.7.1997). ΄Οπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, η επίταξη είναι εξαιρετικό και προσωρινό μέτρο και συνιστά προσωρινή στέρηση της κατοχής, χρήσης και κάρπωσης της ιδιοκτησίας (Μαρκουλλίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (1991) 4 Α.Α.Δ. 1384, 1399
).Ο ισχυρισμός του συνήγορου των καθ΄ ων η αίτηση ότι η δημοσίευση του διατάγματος επίταξης έγινε για να υπάρξει η δυνατότητα εισόδου στο επιταχθέν ακίνητο για σκοπούς έρευνας για να διαπιστωθεί κατά πόσο το ακίνητο ήταν το καταλληλότερο για τους σκοπούς της επίταξης, δεν ευσταθεί.
Το άρθρο 5(1) του περί Επιτάξεως Νόμου του 1962, Ν.21/62, προβλέπει ότι πριν εκδοθεί διάταγμα επίταξης αναφορικά προς ακίνητη ιδιοκτησία, η επιτάσσουσα αρχή, για να εξακριβώσει αν η ιδιοκτησία αυτή είναι κατάλληλη για το σκοπό για τον οποίο κατέστη αναγκαία η
επίταξη, μπορεί να δημοσιεύσει γνωστοποίηση για τη σκοπούμενη επίταξη, στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και αμέσως μετά κάθε λειτουργός της αρχής αυτής ή οιονδήποτε άλλο πρόσωπο, μπορεί, αν εξουσιοδοτηθεί δεόντως επί τούτω, να εισέλθει, επισκοπήσει και χωρομετρήσει την ιδιοκτησία αυτή και να προβεί σε οιανδήποτε άλλη ενέργεια ήθελε κρίνει προς τούτο αναγκαία.Συνεπώς δεν νοείται επίταξη για σκοπούς μελέτης της καταλληλότητας του χώρου. Η αίτηση επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται, με έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο