Χάρη Θεμιστοκλέους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Υπουργείου Οικονομικών Λευκωσία, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 3/2001, 5 Ιουλίου 2002 Χάρη Θεμιστοκλέους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Υπουργείου Οικονομικών Λευκωσία, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 3/2001, 5 Ιουλίου 2002

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 3/2001

ΕΝΩΠΙΟΝ: Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος.

ΜΕΤΑΞΥ:

Χάρη Θεμιστοκλέους,

εκ Αηδονιών 22, Κακοπετριά,

Αιτητή

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του

Υπουργείου Οικονομικών, Λευκωσία,

Καθ’ων η αίτηση

----------------------------

5 Ιουλίου 2002

Για τον Αιτητή: κ. Δρυμιώτης.

Για τους Καθ’ων η αίτηση: κα Τζ. Καρακάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.

----------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(α) Τα γεγονότα

Ο αιτητής, που κατά τον ουσιώδη χρόνο της παρούσας διαδικασίας υπηρετούσε ως Διευθυντής των Κεντρικών Φυλακών, υπέβαλε αίτηση για την παραχώρηση Ειδικής Χορηγίας για φοιτητές που σπουδάζουν σε αναγνωρισμένα από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού εκπαιδευτικά ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η αίτηση αφορούσε το γιό του Σταύρο Σταύρου, ηλικίας 24 χρόνων, που φοιτούσε στο Πανεπιστήμιο Waterloo στον Καναδά στον κλάδο της Ηλεκτρικής Μηχανικής. Οι καθ’ων η αίτηση απέρριψαν τη σχετική αίτηση με τη δικαιολογία ότι ο γιός του αιτητή δεν διέμενε μόνιμα στην Κύπρο. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω προς τούτο τη σχετική απορριπτική επιστολή των καθ’ων η αίτηση.

“Κύριε,

Εχω οδηγίες ν’ αναφερθώ στην ένστασή σας προς τον Υπουργό Οικονομικών αναφορικά με τη μη παραχώρηση της ειδικής χορηγίας για φοιτητές σχετικά με το γιο σας Σταύρο Σταύρου που σπουδάζει στον Καναδά.

2. Η ειδική χορηγία παραχωρείται στις οικογένειες τα τέκνα των οποίων είναι, σύμφωνα με τους περί Παροχής Ειδικών Χορηγιών Νόμους του 1996 έως (αρ. 2) του 2000, μόνιμοι κάτοικοι Κύπρου και νοουμένου ότι εξεπλήρωσαν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις πριν αρχίσει η φοίτησή τους ή έτυχαν αναστολής ή απαλλαγής κατάταξής τους.

3. Το αίτημά σας επανεξετάστηκε προσεκτικά αλλά δυστυχώς δεν μπορεί να εγκριθεί γιατί από τα στοιχεία που υποβάλατε μαζί με την αίτησή σας, όπως δηλαδή το Καναδικό Απολυτήριο Λυκείου, την κάρτα φοιτητικού συναλλάγματος της Τράπεζας Κύπρου και την εξαίρεση για κατάταξη του παιδιού σας στην Εθνική Φρουρά, φαίνεται ότι το παιδί σας διαμένει μόνιμα εκτός Κύπρου με αποτέλεσμα να θεωρείται μη μόνιμος κάτοικος Κύπρου. Δυστυχώς ο Νόμος δεν παρέχει διακριτική εξουσία στον Υπουργό Οικονομικών για παραχώρηση της χορηγίας και σε περιπτώσεις που δεν πληρούνται όλες οι πρόνοιες της σχετικής Νομοθεσίας.”

 

Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης ισχυριζόμενος ότι,

(i) Ο δικαιούχος που λαμβάνει τη χορηγία είναι “η οικογένεια του φοιτητή” και όχι “ο φοιτητής”,

(ii) Ο Νόμος 77(Ι)/1996 είναι αντισυνταγματικός γιατί παραβιάζει το άρθρο 28.1(2) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

(β) Η νομική πλευρά

(i) Ο δικαιούχος που λαμβάνει τη χορηγία είναι “η οικογένεια του φοιτητή” και όχι “ο φοιτητής

Σύμφωνα με το άρθρο 4(1) του περί Παροχής Ειδικών Χορηγιών Νόμου του 1996 (όπως έχει τροποποιηθεί), κάθε οικογένεια που έχει μόνιμη διαμονή στην Κύπρο και έχει τέκνο φοιτητή δικαιούται ειδικής χορηγίας ύψους £1.000 για κάθε ακαδημαϊκό έτος της κανονικής διάρκειας σπουδών του φοιτητή. Η πιο πάνω χορηγία αυξάνεται ανάλογα με τη χορήγηση επιπρόσθετου ποσού που ισοδυναμεί με το 50% των διδάκτρων και δεν υπερβαίνει σε κάθε περίπτωση το ποσό των £500 για κάθε ακαδημαϊκό έτος όταν η οικογένεια του φοιτητή καταβάλλει δίδακτρα.

Το άρθρο 2 του Νόμου καθορίζει ότι όρος “φοιτητής”,

“σημαίνει Κύπριο πολίτη μόνιμο κάτοικο της Δημοκρατίας που συμπλήρωσε το δέκατο έβδομο έτος της ηλικίας του κατά την έναρξη του ακαδημαϊκού έτους και ο οποίος φοιτά τακτικά σε αναγνωρισμένο από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Δημοκρατίας εκπαιδευτικό ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, νοουμένου ότι σε καμιά περίπτωση η διάρκεια συνολικής φοίτησης δεν υπερβαίνει τα οκτώ ακαδημαϊκά έτη, εκτός αν η φύση των σπουδών του φοιτητή απαιτεί μακρότερη περίοδο σπουδών, οπότε η περίοδος αυτή μπορεί να καλύπτει μέχρι και έντεκα ακαδημαϊκά έτη. Ο όρος περιλαμβάνει και φοιτητή που δεν είναι Κύπριος πολίτης του οποίου ο ένας από τους δύο γονείς είναι Κύπριος πολίτης που εργάζεται και διαμένει στην Κύπρο και εφόσον ο φοιτητής έχει αποφοιτήσει από σχολή μέσης εκπαίδευσης στην Κύπρο.”

 

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 2 “μόνιμος κάτοικος” σημαίνει πρόσωπο που κατά τη διάρκεια 3 χρόνων πριν από την έναρξη των σπουδών του διέμενε στη Δημοκρατία για περίοδο τουλάχιστον 30 μηνών.

Είναι η θέση του αιτητή ότι ως δικαιούχος της χορηγίας πρέπει να θεωρείται η οικογένεια του φοιτητή και όχι ο ίδιος ο φοιτητής, όπως τούτο εξειδικεύεται στο άρθρο 4(1) του Νόμου που προνοεί ότι, “κάθε οικογένεια που έχει τη μόνιμη διαμονή της στην Κύπρο και έχει τέκνο φοιτητή, δικαιούται ειδική χορηγία ύψους £1.000 .....”. Ο αιτητής παραδέχεται ότι ο γιός του δεν διέμενε για 30 μήνες στην Κύπρο τα τελευταία 3 χρόνια πριν από την έναρξη των σπουδών του και ότι αυτός εξαιρέθηκε προσωρινά από υπηρεσία στην Εθνική Φρουρά αφού διαμένει στον Καναδά. Ομως ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η απάντηση των καθ’ων η αίτηση έπρεπε να ήταν καταφατική αφού ο Νόμος αναγνωρίζει ως δικαιούχο που θα τύχει της οικονομικής ανακούφισης την οικογένεια του φοιτητή και όχι τον ίδιο το φοιτητή. Προς τούτο τονίζεται ότι ο ίδιος ο αιτητής είναι μόνιμος κάτοικος Κύπρου, κατά τον ουσιώδη χρόνο υπηρετούσε ως Διευθυντής των Κεντρικών Φυλακών και φορολογείται στην Κύπρο.

Η εισήγηση του αιτητή δεν μπορεί να ευσταθήσει. Από τα γεγονότα όπως παρουσιάζονται φαίνεται ότι ο γιός του δεν μπορεί να συμπεριληφθεί μέσα στην έννοια του όρου “φοιτητής” όπως αυτή καθορίζεται από το Νόμο. Το γεγονός ότι η χορηγία αποδίδεται στους γονείς του φοιτητή δεν εξουδετερώνει την προϋπόθεση ότι το τέκνο θα πρέπει να ικανοποιεί τις προϋποθέσεις του σχετικού άρθρου του Νόμου. Στην παρούσα περίπτωση ο γιός του αιτητή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως “τέκνο” του στο οποίο θα μπορούσε να αποδοθεί η “φοιτητική” ιδιότητα όπως αυτή καθορίζεται στην παράγραφο (2) του Νόμου και προϋποθέτει την ύπαρξη μόνιμης κατοικίας στη Δημοκρατία. Επεται ότι η επίδικη απόφαση δεν είναι αποτέλεσμα πλάνης ή υπέρβασης εξουσίας. Αντίθετα κρίνω ότι κάτω από τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης ήταν εύλογα επιτρεπτή.

 

(ii) Ο Νόμος 77(Ι)/1996 είναι αντισυνταγματικός γιατί παραβιάζει το άρθρο 28.1(2) του Συντάγματος

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι ο Νόμος 77(Ι)/1996 είναι αντισυνταγματικός γιατί “Φέρει τον αιτητή εις την παρούσαν και άλλους οι οποίοι δυνατόν να επηρεάζονται εις άνισον και δυσμενεστέραν θέσιν και υποκείμενα ανισότητας, και ούτος δεν τυγχάνει της ιδίας προστασίας και μεταχειρίσεως διά λόγους οι οποίοι μάλιστα δεν αφορούν το πρόσωπον του αλλά δευτερογενείς και λόγους και πηγάζοντας από εξωγενείς και/ή τρίτους παράγοντες.”

 

Επιπρόσθετα ο αιτητής ισχυρίζεται ότι, “Και η παρούσα υπόθεση, αποτελεί κλασσικόν παράδειγμα άνισης και δυσμενούς μεταχείρισης μεταξύ πολιτών της Δημοκρατίας με τα αυτά χαρακτηριστικά, Κυπρίων υπηκόων, εργαζομένων και με εισόδημα εις Κύπρον, φορολογουμένων γονέων, γονέων φοιτητών, χρηματοδοτών των σπουδών των τέκνων των, αποστολέων σχετικών εμβασμάτων νομίμως, πλην όμως με μόνην διαφοράν ότι των μεν το τέκνον θεωρείται μόνιμος κάτοικος Κύπρου και αλλού όχι. Εμμέσως μάλιστα, και το γεγονός ότι, διά τον γονέα του οποίου το τέκνον δεν θεωρείται μόνιμος κάτοικος Κύπρου και προς τον οποίον δεν παραχωρείται χορηγία, αποτελεί άνισον μεταχείρισιν καθ’ ότι ούτος φορολογείται περισσότερον από τους άλλους γονείς και λόγω της ακυρώσεως της εκπτώσεως από το φορολογητέον εισόδημα αυτού.”

Οι πιο πάνω εισηγήσεις που δεν έτυχαν ανάπτυξης με ανάλογη αναφορά στην επικρατούσα νομολογία δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές. Οι προεκτάσεις του άρθρου 28.1 του Συντάγματος έτυχαν ενδελεχούς εξέτασης σε αριθμό υποθέσεων όπου τονίστηκε ότι το άρθρο 28 δεν απαγορεύει διακρίσεις σε μεταχείριση που θεμελιώνεται σε αντικειμενική εκτίμηση ουσιαστικά διαφορετικών πραγματικών καταστάσεων. (Ιδε Republic v. Christoudia and another [1988] 3 CLR 2622).

Η ισότητα που διασφαλίζεται με το άρθρο 28 παραβιάζεται μόνο όταν η διαφοροποίηση δεν βασίζεται πάνω σε αντικειμενική και εύλογη διάκριση. (Ιδε Kyriakides v. The Republic [1969] 3 CLR 390). Μια τέτοια διαφοροποίηση πρέπει να εξετάζεται σε σχέση με το σκοπό τον οποίο εξυπηρετεί και τις πραγματικότητες που ισχύουν στο συγκεκριμένο χρόνο. Η αρχή της ισότητας παραβιάζεται μόνο όταν η διάκριση δεν είναι αντικειμενική και εύλογη. (Παύλου ν. Γενικού Εφόρου Εκλογών και άλλου [1987] 1 CLR 252).

Οι προεκτάσεις του άρθρου 28.1 του Συντάγματος εξετάστηκαν στην υπόθεση Γιασεμίδου κ.α. ν. Δημοτικού Συμβουλίου και άλλων (αρ. 2) (1996) 3 ΑΑΔ 491, όπου ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Γ. Πικής τόνισε μεταξύ άλλων ότι,

“Το άρθρο 28.1 του Συντάγματος έχει τύχει ερμηνείας σε σειρά αποφάσεων της νομολογίας μας. Ο όρος “ίσοι ενώπιον του Νόμου” στο άρθρο 28.1 του Συντάγματος δεν μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας αλλά διασφαλίζει μόνον εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσεως των πραγμάτων (Μικρομμάτης ν. Δημοκρατίας 2 R.S.C.C. 125).

Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Αρακιάν κ.α. (1972) 3 Α.Α.Δ. 294 είχαν υιοθετηθεί οι πιο κάτω αρχές της ελληνικής νομολογίας:

(1) Η συνταγματική αρχή της ισότητας συνεπάγεται την ίση ή ομοιόμορφη μεταχείριση “πάντων των υπό τας αυτάς συνθήκας τελούντων” (Υπόθεση 1273/65 του Στ.Ε.).

(2) Το άρθρο 3 του Ελληνικού Συντάγματος του 1952 - το οποίο αντιστοιχεί με το πιο πάνω άρθρο 28.1 - “αποκλείει μόνον την υπό του νομοθέτου θέσπισιν διακρίσεων αυθαιρέτων και όλως αδικαιολόγητων” (Υποθέσεις 1247/67 και 1870/67 του Στ.Ε.).

(3) “Ευλόγως προκύπτει παραβίασις της αρχής της ισότητος και ως εκ τούτου ακυρότης των προσβαλλομένων πράξεων, εφ’ όσον πρόκειται περί ρυθμίσεων σχέσεων τελουσών υπό διαφόρους πραγματικάς συνθήκας, αίτινες δεν αποκλείουν ανομοιομορφίας εν τω διακανονισμώ αυτών” (Υπόθεση 2063/68 του Στ.Ε.).

(4) Η αρχή της ισότητας εφαρμόζεται “επί περιπτώσεων τελουσών υπό τας αυτάς εν γένει συνθήκας” (Υπόθεση 1215/69 του Στ.Ε.).

Στην Σεργίδη ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119 (Απόφαση Ολομέλειας) υποδεικνύεται ότι το άρθρο 28 έχει ως λόγο (βλ. Μικρομμάτης, πιο πάνω) την ουσιαστική σε αντίθεση με την φαινομενική ισότητα. Υποδεικνύεται, επίσης, ότι η δυναμική της αρχής της ισότητας επιβάλλει την ανίχνευση της φύσης, των υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου ώστε να αποδίδονται τα ίσα στα όμοια και τον αποκλεισμό της ταύτισης των ανομοίων (βλ. και απόφαση του Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά 2/89, 29/8/89 σχετικά με τον τρόπο προσδιορισμού της ομοιογένειας”. (Βλ. επίσης “Συνταγματική Θεωρία και Πράξη” του Αριστόβουλου Μάνεση σ. 320).”

Πιο πρόσφατα στην υπόθεση Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας (Α.Ε. 1956 της 23/1/98) ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Γ. Πικής εξετάζοντας τις προεκτάσεις της ισότητας που καθορίζει το άρθρο 28.1 του Συντάγματος ανέφερε ότι,

“Η θεμελιακή αρχή η οποία προκύπτει τόσο από την Ελληνική όσο και την Κυπριακή νομολογία είναι τούτη. Αποκλείονται διακρίσεις οι οποίες δεν ανάγονται σε εγγενείς διαφορές μεταξύ των υποκειμένων ή αντικειμένων του δικαίου ...... Εάν τα υποκείμενα ή αντικείμενα της ρύθμισης είναι ομοιογενή, δεν χωρεί διάκριση. Εάν είναι ανομοιογενή χωρεί και παρέχεται ευχέρεια για τη θεσμοθέτηση διάφορου κανόνα ή την υιοθέτηση διάφορης ρύθμισης. Βλ. και Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1449/23.10.97, Χαρ. Ι. Φιλιππίδης και Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1935/30.9.97, Γιασεμίδου ν. Δήμου Λευκωσίας, Α.Ε. 1611/31.10.96, Παπαδοπούλου κ.α. ν. Ράπτη, Υπομνήματα 314-315/15.12.96.

 

Στην παρούσα περίπτωση δεν έχει αποδειχθεί ότι οι πρόνοιες του Νόμου 77(Ι)/1996 συνιστούν άνιση και δυσμενή μεταχείριση μεταξύ πολιτών της Δημοκρατίας με τα αυτά χαρακτηριστικά. Ο αιτητής δεν έχει παρουσιάσει οποιαδήποτε στοιχεία και δεν έχει αποδείξει την ύπαρξη οποιασδήποτε διάκρισης σε βάρος του που δεν είναι αντικειμενική ή εύλογη σε βαθμό που να παραβιάζει την αρχή της ισότητας. Αντίθετα μια προσεκτική εξέταση των σχετικών προνοιών δείχνει ότι η διαφοροποίηση του αιτητή και άλλων πολιτών της Δημοκρατίας που έχουν τέκνα που ικανοποιούν τις προϋποθέσεις του Νόμου ήταν εύλογη, χωρίς να τοποθετεί τον αιτητή σε δυσμενέστερη μοίρα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η προσφυγή απορρίπτεται. Εχοντας υπόψη τα ιδιάζοντα περιστατικά της περίπτωσης θα αποφύγω να εκδώσω οποιοδήποτε διάταγμα για έξοδα.

 

 

 

 

 

 

 

Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο