Μαρίας Βασιλείου Φωτιάδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Υπόθεση Αρ. 38/2000, 23 Ιουλίου, 2002 Μαρίας Βασιλείου Φωτιάδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Υπόθεση Αρ. 38/2000, 23 Ιουλίου, 2002

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 38/2000

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

 

ΜΕΤΑΞΥ:

Μαρίας Βασιλείου Φωτιάδου, από Λευκωσία

Αιτήτριας

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Καθ΄ων η αίτηση

_____________

23 Ιουλίου, 2002

Για την αιτήτρια : κ. Χρ. Πατσαλίδης.

Για τους καθ΄ων η αίτηση : κ. Γ. Γεωργαλλής, Δικηγόρος της

Δημοκρατίας Α΄, για Γεν. Εισαγγελέα

της Δημοκρατίας.

Για το ενδιαφερόμενο μέρος : κα Σ. Νικολάου, για κ.κ. Παπαχαραλάμπους

και Αγγελίδη.

______________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), ημερ. 27.8.1999 με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος διορίστηκε στη θέση Λειτουργού Βιομηχανίας, Υπηρεσίες Εμπορίου και Βιομηχανίας, αναδρομικά, από 2.12.1996. Ο διορισμός ήταν αποτέλεσμα επανεξέτασης, ύστερα από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις προσφυγές υπ΄ αρ. 297/97 κ.α., ημερ. 22.12.1998. ΄Υστερα από την ακύρωση, η Επιτροπή αποφάσισε στη συνεδρία της ημερ. 18.1.1999 να επανεξετάσει την πλήρωση δύο θέσεων.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή υπέβαλε στις 13.7.1999 την έκθεσή της ημερ. 9.7.1999. Η Συμβουλευτική έκρινε ότι το πλεονέκτημα της σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης πείρας κατείχε, εκτός της αιτήτριας και άλλος υποψήφιος. Τελικά όμως η Επιτροπή δέκτηκε ότι μόνο η αιτήτρια κατείχε το πλεονέκτημα. Η Συμβουλευτική αποφάσισε επίσης ότι το προσόν που κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος και για το οποίο στην αρχική εξέταση του θέματος δεν είχε λάβει θέση, ικανοποιούσε το προσόν του σχεδίου υπηρεσίας και ως εκ τούτου, το ενδιαφερόμενο μέρος θεωρήθηκε προσοντούχος. Την ίδια θέση υιοθέτησε και η Επιτροπή.

Στη συνεδρία της Επιτροπής ημερ. 27.8.1999, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας συνέστησε ως καταλληλότερους το ενδιαφερόμενο μέρος και ένα άλλο υποψήφιο. Στην ίδια συνεδρία και μετά την αποχώρησή του, η Επιτροπή προχώρησε και επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος και ένα άλλο υποψήφιο ως καταλληλότερους για τη θέση.

Με την προσφυγή της η αιτήτρια προβάλλει τη χωρίς ειδική αιτιολογία παραγνώριση του πλεονεκτήματός της.

Είναι καθιερωμένη νομολογιακά αρχή ότι σε περίπτωση που επιλέγεται υποψήφιος μη κάτοχος του προβλεπόμενου από το σχέδιο υπηρεσίας πλεονεκτήματος, σε βάρος υποψήφιου που το κατέχει, το διορίζον όργανο οφείλει να αιτιολογήσει ειδικά την επιλογή του (Χατζηγιάννη κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317, 335, 336, Κληριώτη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 133/99 κ.α., ημερ. 22.1.2002).

Στην παρούσα περίπτωση η αιτήτρια, σε αντίθεση με το ενδιαφερόμενο μέρος, κατέχει το πλεονέκτημα της πείρας. Ο Γενικός Διευθυντής, συστήνοντας τους δύο υποψήφιους που επέλεξε, δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι μερικοί υποψήφιοι, στην ενώπιον της Συμβουλευτικής εξέταση, είχαν ψηλότερη βαθμολογία από τους συστηθέντες. Σημείωσε επίσης και το ότι δύο υποψήφιες κατείχαν το πλεονέκτημα. ΄Ομως, η σύστασή του, όπως ο ίδιος λέει, δεν στηρίχτηκε μόνο σε ένα από αυτά τα δύο επί μέρους στοιχεία, αλλά, σε μια προσπάθεια να συστήσει τους καταλληλότερους. ΄Ηταν, όπως είπε, προϊόν συνεκτίμησης του συνόλου των κριτηρίων που είχε ενώπιόν του.

Η αιτιολογία της Επιτροπής είναι εξ ίσου ασαφής. Απλώς αναφέρεται ότι, αφού έλαβε υπ΄ όψιν όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, έκρινε ότι οι δύο επιλεγέντες υπερείχαν γενικά των άλλων υποψήφιων, τους οποίους και επέλεξε ως πλέον κατάλληλους. Η Επιτροπή υιοθέτησε απλώς τις συστάσεις του Γενικού Διευθυντή, αφού προηγουμένως τις χαρακτήρισε ως αναλυτικές, τεκμηριωμένες και αποκαλύπτουσες τις δυνατότητες και ικανότητες των επιλεγέντων να ανταποκριθούν στα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης, παραλείποντας συνάμα να παράσχει οποιανδήποτε ουσιαστική αιτιολογία για την επιλογή των συγκεκριμένων δύο. Πολύ δε περισσότερο, παρέλειψε να προβεί σε οποιανδήποτε ειδική αιτιολογία της παραγκώνισης υποψήφιου που κατείχε το πλεονέκτημα.

Είναι σωστό ότι όταν η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής σύμφωνα με το άρθρο 34(9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν.1/90, οι συστάσεις του Διευθυντή δεν χρειάζεται να είναι αιτιολογημένες. ΄Ομως, εκεί που δίδεται αιτιολογία, αυτή θα πρέπει να συνάδει με τους φακέλους. Η σύσταση διατηρεί την εγκυρότητά της μόνο όταν δεν συγκρούεται προς τα στοιχεία των φακέλων (βλέπε Ρούσος ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2064, ημερ. 21.7.1999, Δημοκρατία κ.α. ν. Αγγελή κ.α., Α.Ε. 1974 και 1975, ημερ. 31.3.1999, Μεστάνας ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2582, ημερ. 15.3.2001, Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2627, ημερ. 29.3.2001).

Στην παρούσα υπόθεση είναι προφανές ότι η σύσταση δεν συνάδει με τα ενώπιον της Επιτροπής στοιχεία. Η αιτήτρια είχε το πλεονέκτημα και υψηλότερη βαθμολογία, τόσο στη γραπτή, όσο και στην προφορική εξέταση. Η παράλειψη της Επιτροπής να μην αιτιολογήσει ειδικά τον παραγκωνισμό της είναι από μόνη της ικανός λόγος ακύρωσης.

Εν όψει των πιο πάνω είναι φανερό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει και θα πρέπει να ακυρωθεί. Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται, με έξοδα υπέρ της αιτήτριας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο