Μάριου Παπαχριστοδούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 414/2000, 543/2000 και 652/2000, 9 Ιουλίου, 2002 Μάριου Παπαχριστοδούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 414/2000, 543/2000 και 652/2000, 9 Ιουλίου, 2002

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 414/2000, 543/2000 και 652/2000

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

Υπόθεση Αρ. 414/2000

ΜΕΤΑΞΥ:

Μάριου Παπαχριστοδούλου, από τη Λευκωσία

Αιτητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

από τη Λευκωσία

Καθ΄ων η αίτηση

__________

Υπόθεση Αρ. 543/2000

ΜΕΤΑΞΥ:

Ιωάννη Τσεριώτη, από Λευκωσία

Αιτητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Καθ΄ων η αίτηση

__________

Υπόθεση Αρ. 652/2000

ΜΕΤΑΞΥ:

Αριστοτέλη Σκώττη, Ρόδου 32, Αγλαντζιά

Αιτητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Καθ΄ων η αίτηση

 

 

9 Ιουλίου, 2002

Ο αιτητής (στην 414/2000) παρουσιάζεται προσωπικά.

Για τον αιτητή (στην 543/2000) : κ. Α. Σ. Αγγελίδης.

Για τον αιτητή (στην 652/2000 ) : κα Α. Νικολετοπούλου για

κ. Ε. Ευσταθίου.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση : κ. Αντ. Βασιλειάδης, Ανωτ. Δικηγόρος

της Δημοκρατίας, για Γεν. Εισαγγελέα

της Δημοκρατίας.

Για το ενδ. μέρος Χ.Χαραλάμπους : κ. Λ. Κληρίδης.

(στην 414/2000, 543/2000 και

652/2000)

Για το ενδ. μέρος Γ. Κρασσά : κα Μ. Καλλίγερου.

( στην 543/2000 )

__________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Οι αιτητές προσβάλλουν την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), ημερ. 4.1.2000, με την οποία διορίστηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη Χάρης Χαραλάμπους και Γεώργιος Κρασσάς, στη θέση Λειτουργού Γραφείου Επιτρόπου Διοικήσεως, Γραφείο Επιτρόπου Διοικήσεως.

Επρόκειτο για επανεξέταση που ήταν αποτέλεσμα ακύρωσης από το Ανώτατο Δικαστήριο προηγούμενης απόφασης της Επιτροπής, ημερ. 16.3.1998.

Η προσφυγή υπ΄αρ. 414/2000 στρέφεται εναντίον του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους Χάρη Χαραλάμπους, ενώ οι προσφυγές υπ΄αρ. 543/2000 και 652/2000 που αρχικά στρέφονταν τόσο εναντίον του Χάρη Χαραλάμπους όσο και εναντίον του Γεώργιου Κρασσά, σε κάποιο στάδιο αποσύρθηκαν εναντίον του τελευταίου.

Στην αρχή της συνεδρίας ημερ. 4.1.2000, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπ΄ όψιν το σκεπτικό της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μελέτησε τον τελικό κατάλογο των υποψήφιων που περιλαμβάνονταν στον κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής και έθεσε κριτήρια βάσει των οποίων αποφάσισε ποιοι υποψήφιοι θα λαμβάνονταν υπ΄ όψιν. Στη συνέχεια και πάλιν υπό το φως του σκεπτικού της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου περί του τρόπου αιτιολόγησης της αξιολόγησης των υποψήφιων κατά την προφορική εξέταση, ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκρισή τους.

Επειδή η ακυρωθείσα απόφαση είχε ληφθεί με τη σημερινή της σύνθεση, η Επιτροπή, σύμφωνα με την κρατούσα νομολογία, αποφάσισε να λάβει υπ΄ όψιν και την απόδοση των υποψήφιων στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, αιτιολογώντας την αξιολόγηση με βάση τις σχετικές προσωπικές σημειώσεις που ο προεδρεύων και τα μέλη είχαν τηρήσει κατά τον ουσιώδη χρόνο.

Κάθε ένας από τους αιτητές στις συνενωμένες προσφυγές εγείρει και διαφορετικούς λόγους ακύρωσης και συνεπώς η εξέτασή τους θα πρέπει να γίνει χωριστά.

Προσφυγή υπ΄ αρ. 414/2000

Ο αιτητής εγείρει δύο βασικά λόγους. Ισχυρίζεται ότι υπερέχει έκδηλα του ενδιαφερόμενου μέρους και στα τρία κριτήρια. ΄Εχει συντριπτική υπεροχή στο γραπτό διαγωνισμό, αφού κατατάγηκε δεύτερος με 79 μονάδες, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος συγκέντρωσε 70 βαθμούς και κατατάγηκε δέκατος έκτος. Καμιά αναφορά δεν έγινε ούτε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, αλλά ούτε και από την Επιτροπή, στις αξιολογήσεις του αιτητή στις υπηρεσιακές εκθέσεις οι οποίες και αγνοήθηκαν κατά παράβαση του άρθρου 33 (6) και (11) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν.1/90. Ισχυρίζεται ακόμα ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν διέθετε οποιαδήποτε πείρα, ενώ η δική του σχετική πείρα παραγνωρίστηκε.

Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. ΄Οπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, με τη φράση «έκδηλη υπεροχή», εννοείται η υπεροχή προσώπου που είναι αυταπόδεικτη και προφανής (HjiIoannou ν. Republic (1983) 3 C.L.R. 1041), ή κατ΄ άλλη διατύπωση, αντικειμενικά αναντίλεκτη και αυταπόδεικτη (Λούης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 522, ημερ. 30.5.1989 και Δημοκρατία ν. Πετρίδη, (1991) 3 Α.Α.Δ. 731). Απλή υπεροχή υποψήφιου έναντι άλλου δεν αποτελεί βέβαια επαρκή λόγο για ακύρωση προαγωγής ή διορισμού. Το βάρος απόδειξης της έκδηλης υπεροχής φέρει ο αιτητής.

Το γεγονός ότι ο αιτητής είχε καταταγεί δεύτερος με 9 μονάδες διαφορά από το ενδιαφερόμενο μέρος δεν σημαίνει βέβαια και έκδηλη υπεροχή, τέτοια μάλιστα που να δικαιολογεί την άνευ ετέρου προτίμησή του. Η Επιτροπή για να καταλήξει στην απόφασή της λαμβάνει υπ΄ όψιν όλα τα ενώπιόν της στοιχεία. ΄Ενα από αυτά είναι και το αποτέλεσμα της γραπτής εξέτασης. ΄Αλλο είναι η εντύπωση που οι υποψήφιοι άφησαν στην προφορική εξέταση. Ακόμα λαμβάνονται υπ΄ όψιν τα προσόντα τους και η αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

Για παράδειγμα στην προφορική συνέντευξη ενώπιον της Επιτροπής, ο αιτητής χαρακτηρίστηκε ως σχεδόν παρά πολύ καλός, με πάρα πολύ καλή γνώση του αντικειμένου και ικανότητα τεκμηρίωσης των απόψεών του. Σημειώθηκε ακόμα ότι ενίοτε εκφεύγει του θέματος και γενικολογεί. Αντίθετα, το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκε ως σχεδόν εξαίρετος, με υψηλού ακαδημαϊκού επιπέδου κατάρτιση και ευχέρεια στην ομιλία. Διεφάνη επίσης, σύμφωνα πάντα με το τηρηθέν πρακτικό, ότι είχε έφεση να ασχοληθεί με επιστημονική εργασία.

Ο αιτητής ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η εκ των υστέρων αιτιολόγηση των συνεντεύξεων ενώπιον της Επιτροπής πάσχει. Στην προσφυγή υπ΄ αρ. 473/98 κρίθηκε ότι ο τρόπος αιτιολόγησης της αξιολόγησης των υποψήφιων κατά την ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση ήταν εκτός των πλαισίων του σχετικού νόμου. Κατά την επανεξέταση η Επιτροπή, όχι μόνο δεν διόρθωσε τον τρόπο αιτιολόγησης της αξιολόγησης των υποψήφιων, αλλά η αιτιολόγηση που δόθηκε ήταν ακόμα λιγότερο αποκαλυπτική, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος.

Ακόμα ο αιτητής παραπονείται ότι δεν καταγράφεται ότι οι προσωπικές σημειώσεις του προεδρεύοντα και των μελών της Επιτροπής κατατέθηκαν στο φάκελο της υπόθεσης, ενώ καμιά τέτοια σημείωση δεν ανευρίσκεται στους σχετικούς φακέλους. Η απλή αναφορά σε σημειώσεις που λήφθηκαν υπ΄ όψιν χωρίς να υπάρχουν στο φάκελο, δεν αρκεί για να γίνει αποδεκτή η εκ των υστέρων αιτιολόγηση.

Ο αιτητής εισηγείται ότι η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την υπόθεση Σωτηρίου κ.α. ν. Κολοκοτρώνη, Α.Ε. 2508 κ.α., ημερ. 15.6.1998, αφού οι προσωπικές σημειώσεις των μελών της Επιτροπής ουδέποτε καταχωρήθηκαν στο φάκελο.

Τα πιο πάνω επιχειρήματα δεν ευσταθούν. Στην υπόθεση Σωτηρίου κ.α. ν. Κολοκοτρώνη, ανωτέρω, αποφασίστηκε ότι τα μέλη της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις σημειώσεις τους από προηγούμενη συνέντευξη, αλλά οι σημειώσεις αυτές δεν είναι απαραίτητο να κατατεθούν. Μάλιστα, σαφώς αναφέρεται ότι οι σημειώσεις δεν εμπίπτουν στην έννοια του πρακτικού των εργασιών της συνεδρίας της Επιτροπής, που προβλέπεται να τηρείται βάσει του άρθρου 11 (3), (4) και (5) του Νόμου, γιατί αποτελούν νοητική λειτουργία των μελών, η οποία δεν ελέγχεται.

΄Ετσι, η απόφαση της Επιτροπής να λάβει υπ΄ όψιν και την απόδοση των υποψήφιων στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, αφού την αιτιολογήσει με βάση τις σημειώσεις που τα μέλη της τήρησαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, χωρίς οι σημειώσεις αυτές να κατατεθούν, είναι μέσα στο πνεύμα της υπόθεσης Κολοκοτρώνη.

Ούτε το επιχείρημα του αιτητή ότι δεν έγινε αναφορά στις αξιολογήσεις του στις υπηρεσιακές εκθέσεις κατά παράβαση του άρθρου 33 (6) και (11) του Νόμου ευσταθεί. Από τον ενώπιόν μου φάκελο φαίνεται ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή συμμορφώθηκε με τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τις πιο πάνω νομοθετικές πρόνοιες, γιατί αφού έλαβε υπ΄ όψιν της τα αποτελέσματα της εξέτασης, τα προσόντα των υποψηφίων και το περιεχόμενο των φακέλων, ετοίμασε τον κατάλογο των κατά την κρίση της καταλληλότερων υποψήφιων τον οποίο και υπέβαλε στην Επιτροπή. Επίσης η Επιτροπή κατά την τελική επιλογή, έλαβε δεόντως υπ΄ όψιν την απόδοση των υποψήφιων κατά την προφορική εξέταση και τα υπόλοιπα στοιχεία που αναφέρονται στο εδάφιο (6) του άρθρου 33. Η απόφασή της μάλιστα κρίνεται αιτιολογημένη.

Στη γραπτή του αγόρευση ο αιτητής αναφέρεται σε σωρεία προσόντων που κατέχει. Πλην του πτυχίου Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, αναφέρει πιστοποιητικό παρακολούθησης διαφόρων προγραμμάτων και σεμιναρίων. Παραπονείται ακόμα για την παράλειψη τόσο της Συμβουλευτικής, όσο και της Επιτροπής να αναφερθούν στις αξιολογήσεις του στις υπηρεσιακές του εκθέσεις, μια και ήταν δημόσιος υπάλληλος.

Κατ΄ αρχήν θα πρέπει να λεχθεί ότι στο σχέδιο υπηρεσίας απαιτείται μόνο η κατοχή πανεπιστημιακού διπλώματος και συνεπώς τα οποιαδήποτε άλλα πιστοποιητικά ή τίτλοι σπουδών, οριακή μόνο σημασία έχουν. ΄Οσον αφορά δε τις αξιολογήσεις που βρίσκονται μέσα στους υπηρεσιακούς φακέλους σε περιπτώσεις πρώτου διορισμού δεν πρέπει να λαμβάνονται υπ΄ όψιν γιατί, σε ενάντια περίπτωση, οι υποψήφιοι που δεν είναι ήδη δημόσιοι υπάλληλοι, θα ετίθεντο σε δυσμενέστερη μοίρα.

Η περίπτωση του αιτητή διαφοροποιείται από την υπόθεση Αναστασιάδου-Vantieghem v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 801/92, ημερ. 28.4.1994, η οποία κατα τη γνώμη μου δεν θέτει οποιοδήποτε γενικότερο κανόνα, αλλά περιορίζεται στα δικά της γεγονότα. Στην παρούσα περίπτωση τον αιτητή χωρίζουν από το ενδιαφερόμενο μέρος μόνο 9 μονάδες στις 100. Ο αιτητής δεν έχει αποδείξει την έκδηλη υπεροχή του, μέσα στα πλαίσια που προβλέπει η νομολογία και συνεπώς ο σχετικός ισχυρισμός του θα πρέπει να απορριφθεί.

Προσφυγή υπ΄ αρ. 652/2000

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι κατά την επανεξέταση η Επιτροπή έλαβε υπ΄ όψιν τους τρεις υποψήφιους που είχαν συστηθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, μεταξύ των οποίων και ο αιτητής, αλλά προσέθεσε σ΄ αυτούς όσους είχαν αξιολογηθεί από τη Συμβουλευτική κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση ως «εξαίρετοι» ή «σχεδόν εξαίρετοι» και είχαν συγκεντρώσει 65 μονάδες στη γραπτή εξέταση, «πάρα πολύ καλοί» και 70 μονάδες και «πολύ καλοί» και 75 μονάδες. Με βάση τα πιο πάνω κριτήρια κατάρτισε τον τελικό κατάλογο.

Το άρθρο 33(8) δίδει το δικαίωμα στην Επιτροπή να περιλάβει με αιτιολογημένες αποφάσεις της στον τελικό κατάλογο και υποψήφιους που δεν περιλαμβάνονται στον προκαταρκτικό κατάλογο που ετοιμάζει η Συμβουλευτική. Αφού, σύμφωνα πάντα με τον αιτητή, η αιτιολογία απαιτείται από το Νόμο, αποτελεί ουσιώδη τύπο της πράξης και παρέκκλιση από τον τύπο καθιστά την πράξη άκυρη. Η αιτιολογία δεν μπορεί να συμπληρωθεί από τα στοιχεία των φακέλων, αλλά αντίθετα πρόκειται για αιτιολογία που επιβάλλεται να καταγράφεται στο σώμα της πράξης. Η γενική και απλή αναφορά σε χαρακτηρισμούς και μονάδες δεν συνιστούν, καταλήγει, συγκεκριμένη και εξειδικευμένη αιτιολογία, όπως απαιτεί ο Νόμος.

Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω προσέγγιση. Η Επιτροπή, όπως είχε δικαίωμα, αποφάσισε να προσθέσει στους τρεις συστηνόμενους από τη Συμβουλευτική και άλλους οι οποίοι ικανοποιούσαν κάποια αντικειμενικά κριτήρια τα οποία θέτει. Τα κριτήρια αυτά είναι ο συνδυασμός του χαρακτηρισμού των υποψήφιων από τη Συμβουλευτική και οι μονάδες που συγκέντρωσαν στη γραπτή εξέταση. Το σκεπτικό της Επιτροπής είναι τόσο προφανές που δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε ιδιαίτερα με αυτό. Η Επιτροπή ήθελε να έχει ενώπιόν της ως υποψήφιους και πρόσωπα τα οποία, είτε είχαν αξιολογηθεί από τη Συμβουλευτική υψηλά στην προφορική εξέταση, ή είχαν επιτύχει στη γραπτή εξέταση ψηλή βαθμολογία. Ο συνδυασμός των δύο κριτηρίων είναι αρκετή αιτιολογία για διεύρυνση του προκαταρκτικού καταλόγου.

Προβάλλεται ακόμα ο ισχυρισμός ότι προσδόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην απόδοση των υποψήφιων κατά την ενώπιον της Επιτροπής προφορική συνέντευξη και καθόλου δεν λήφθηκαν υπ΄ όψιν τα αποτελέσματα του γραπτού διαγωνισμού.

Ο αιτητής εξασφάλισε τη ψηλότερη βαθμολογία, 88 βαθμούς και είναι για το λόγο αυτό που η Συμβουλευτική τον περιέλαβε στον προκαταρκτικό της κατάλογο. Η επιτυχία του αυτή όμως, δεν μπορεί άνευ ετέρου να θεωρηθεί ως προϋπόθεση και για διορισμό του. ΄Οσα έχουν λεχθεί πιο πάνω για την υπόθεση Αναστασιάδου-Vantieghem v. Δημοκρατίας, ισχύουν και στην παρούσα περίπτωση. Ο γραπτός διαγωνισμός είναι αναμφίβολα ένα αντικειμενικό μέσο αξιολόγησης κάποιων ικανοτήτων ή γνώσεων ενός υποψήφιου, αλλά δεν αποτελεί και την πεμπτουσία της διαδικασίας. ΄Αλλως, θα καταργείτο η διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής να επιλέξει και η επιλογή θα εξισωνόταν με τη βαθμολογία των γραπτών εξετάσεων. Οι γραπτές εξετάσεις, όσο αντικειμενικές κι΄ αν είναι, δεν παρέχουν από μόνες τους την ολική εικόνα για τις ικανότητες των υποψήφιων.

Δεν είναι αλήθεια ότι ουδόλως απασχόλησε το γεγονός ότι ο αιτητής έλαβε την ψηλότερη βαθμολογία. Η Επιτροπή έλαβε υπ΄ όψιν όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, μεταξύ των οποίων τα αποτελέσματα της γραπτής και προφορικής εξέτασης ενώπιον της Συμβουλευτικής, αλλά και την εντύπωση που οι υποψήφιοι άφησαν στα μέλη της Επιτροπής κατά τη συνέντευξη. Εξάλλου, ας μη ξεχνούμε ότι κατά την προφορική εξέταση ο αιτητής είχε κριθεί από τη Συμβουλευτική ως πάρα πολύ καλός, ενώ στη συνέντευξη ενώπιον της Επιτροπής, κρίθηκε απλά ως πολύ καλός+. Εξάλλου, σημειώθηκε ότι κατά τη συνέντευξη σε μερικά ερωτήματα οι απαντήσεις του ήταν ελλειπείς ή ρηχές.

Είναι εσφαλμένος ο ισχυρισμός ότι η προφορική ενώπιον της Επιτροπής συνέντευξη κατέληξε σε ανατροπή των στοιχείων των φακέλων και της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ενώ σε τελική ανάλυση κατέστη το αυτοτελές κριτήριο επιλογής και ο καθοριστικός παράγοντας επιλογής. Κανένα επί μέρους στοιχείο δεν αποτελεί από μόνο του καθοριστικό παράγοντα στην επιλογή του καταλληλότερου υποψήφιου. Η Επιτροπή λαμβάνοντας υπ΄ όψιν όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, περιλαμβανομένων και των αποτελεσμάτων στις εξετάσεις, γραπτές και προφορικές, αλλά και την εντύπωση που οι υποψήφιοι έκαναν κατά την ενώπιον της Επιτροπής παρουσία, κατέληξε σε κάποια επιλογή.

Προβάλλεται ακόμα από τον αιτητή ότι η απόφαση της Επιτροπής είναι άκυρη λόγω ανεπαρκούς και πεπλανημένης αιτιολογίας. Λίγο πολύ επαναλαμβάνονται οι ίδιοι με τον προηγούμενο λόγο ισχυρισμοί, ότι δηλαδή ο αιτητής κατετάγη πρώτος στη γραπτή εξέταση και ότι η αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής στην προφορική εξέταση ήταν η ίδια τόσο για τον αιτητή, όσο και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

Θεωρώ ότι η αιτιολογία που έδωσε η Επιτροπή και η οποία αναφέρεται στην αξιολόγηση του ενδιαφερόμενου μέρους από τη Συμβουλευτική, τόσο στην προφορική εξέταση, όσο και στη γραπτή, στην εντύπωση που άφησε στα μέλη της Επιτροπής κατά τη συνέντευξη και στα ακαδημαϊκά του προσόντα, είναι επαρκής. Σημειώνεται η επισταμένη αναφορά της Επιτροπής στα ακαδημαϊκά προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους. ΄Ομως η αναφορά αυτή γίνεται επιπρόσθετα της άλλης αιτιολογίας και δεν φαίνεται ότι η Επιτροπή έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα σ΄ αυτά.

Προσφυγή υπ΄ αρ. 543/2000

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η ανάμειξη του Επιτρόπου Διοικήσεως σε όλα τα στάδια της διαδικασίας και κυρίως στη διαμόρφωση κρίσης μετά την προφορική εξέταση, είναι παράνομη.

Η περίπτωση εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου 32 (1) (γ) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, το οποίο προβλέπει ότι για την πλήρωση κενών θέσεων σε ανεξάρτητο γραφείο ή υπηρεσία συνιστάται επιτροπή από τον οικείο προϊστάμενο, που ενεργεί ως πρόεδρος και τέσσερις άλλους κατά σειρά λειτουργούς που ακολουθούν ιεραρχικά. Το Γραφείο του Επιτρόπου Διοικήσεως δεν υπάγεται σε οποιοδήποτε υπουργείο, οπότε εύλογα μπορεί να θεωρηθεί ως ανεξάρτητο γραφείο, το οποίο εμπίπτει στο άρθρο 32 (1) (γ) του Νόμου. ΄Ετσι είναι φανερό ότι ο πρώτος λόγος θα πρέπει να απορριφθεί.

Προβάλλεται ακόμα ότι η Επιτροπή εσφαλμένα και υπό πλάνη δεν εφάρμοσε στην περίπτωσή του τον περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμο του 1997, Ν. 55(Ι)/97, παρ΄ όλον ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις. Είναι ανάπηρος πολέμου, γεγονός το οποίο ήταν σε γνώση της Επιτροπής αφού αναφέρεται στην αίτησή του, ενώ σχετική βεβαίωση υπάρχει και στον προσωπικό του φάκελο, αφού ο αιτητής είναι δημόσιος υπάλληλος. Η Επιτροπή σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν φαίνεται να είχε αναφέρει ο,τιδήποτε για το θέμα αυτό.

Το άρθρο 3(1) του Ν. 55(Ι)/97 προβλέπει:

«3.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, οι παθόντες και τα τέκνα των εγκλωβισμένων που είναι υποψήφιοι για την πλήρωση θέσεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, εξαιρουμένης της δημόσιας εκπαιδευτικής υπηρεσίας, για την οποία ισχύει ο οικείος νόμος και που κατέχουν όλα τα απαιτούμενα από τα οικεία σχέδια υπηρεσίας προσόντα διορίζονται σε ποσοστό 10% επί του συνολικού αριθμού των θέσεων κάθε μισθολογικής κλίμακας που προκηρύσσονται και πληρούνται κατ΄ έτος. ........».

Το πιο πάνω άρθρο τροποποιήθηκε από το Νόμο 100(Ι)/98, αλλά η τροποποίηση δεν εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση, γιατί ο ουσιώδης χρόνος της επανεξέτασης ανάγεται σε ημερομηνία προγενέστερη της ημερομηνίας ισχύος του Νόμου.

Η νομοθετική πρόνοια είναι σαφής. Προβλέπει ότι πρόσωπα που κατέχουν όλα τα απαιτούμενα από τα οικεία σχέδια υπηρεσίας προσόντα, διορίζονται σε ποσοστό 10% επί του συνολικού αριθμού των θέσεων κάθε μισθολογικής κλίμακας που προκηρύσσονται και πληρούνται κατ΄ έτος. Η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη κατ΄ έτος να διορίζει ποσοστό 10% από τη συγκεκριμένη τάξη που αναφέρεται στο Νόμο σε κάθε μισθολογική κλίμακα. Τίποτε στο Νόμο δεν δικαιολογεί την ερμηνεία ότι εκείνο που λαμβάνεται υπ΄ όψιν είναι η υπό πλήρωση θέση ή η ίδια διαδικασία κατ΄ έτος.

΄Εχω υπ΄ όψιν μου αριθμό αποφάσεων με διαφορετική προσέγγιση (για παράδειγμα Περικλέους ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 701/99, ημερ. 14.5.2001 και Αγαπίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1469/99, ημερ. 28.6.2001). Καταλήγουν ότι η προσέγγιση της Επιτροπής ότι το ποσοστό αναφέρεται στην πλήρωση των συγκεκριμένων θέσεων είναι η ενδεδειγμένη ή ότι λαμβάνεται υπ΄ όψιν η συγκεκριμένη διαδικασία που γίνεται το ίδιο έτος. Με όλο το σεβασμό δεν μπορώ να συμφωνήσω.

Η ποσόστωση αναφέρεται στις θέσεις κάθε μισθολογικής κλίμακας που προκηρύσσονται και πληρούνται κατ΄ έτος. Αντιλαμβάνομαι τα προβλήματα που δημιουργούνται κατά την πρακτική εφαρμογή του Νόμου. ΄Ομως, όπως χαρακτηριστικά έχει σημειώσει και ο Δικαστής Αρτεμίδης στην Παπασολομώντος ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Υποθ. Αρ. 1257/99, ημερ. 12.12.2000, δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να εκφράσει άποψη ή να προβεί σε υποθέσεις ως προς τον τρόπο εφαρμογής του νόμου. Απλώς, το Δικαστήριο, ασκώντας δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας της πράξης, επισημαίνει την πεπλανημένη ερμηνεία του συγκεκριμένου άρθρου από την Επιτροπή.

Ο νόμος πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με τη φυσική και συνηθισμένη του έννοια γιατί η διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την πρόθεση του νομοθέτη (Maxwell on the Interpretation of Statutes, 12η έκδοση, σελ.1, Pilavakis v. Cyprus Inland Telecommunications Authority (1963) 2 C.L.R. 429, Ghalanos Distributors Ltd v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 203/99, ημερ. 28.2.2000).

Εφ΄ όσον το νόημα ενός νόμου είναι καθαρό, το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να εξετάσει τη σοφία του ή τον τρόπο εφαρμογής του. Δεν είναι καθήκον του Δικαστηρίου να καταστήσει το νόμο λογικό, αλλά να τον ερμηνεύσει όπως έχει (Kanaris v. Tosoun (1969) 1 C.L.R. 637, 643). Η προσθήκη λέξεων στο κείμενο του νόμου και η παρεμβολή επεκτάσεων οι οποίες δεν βρίσκονται σ΄ αυτόν δεν είναι επιτρεπτή (Papaneophytou (Νο.1) v. Republic (1973) 3 C.L.R. 191, 204).

Στην παρούσα περίπτωση δεν τίθεται θέμα επιλογής μεταξύ δύο ερμηνειών. Η διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε είναι τόσο σαφής που δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιταλάντευσης.

Η Επιτροπή στην απόφασή της τίποτε δεν αναφέρει και φαίνεται ότι το σημείο δεν την απασχόλησε καθόλου. Η αναφορά στο συγκεκριμένο αιτητή περιορίζεται μόνο στην αξιολόγηση της απόδοσής του και στη βαθμολογία του στη γραπτή εξέταση.

Η παράλειψη αυτή της Επιτροπής να συμμορφωθεί με τις πρόνοιες του Νόμου καθιστά την απόφασή της τρωτή λόγω πλάνης, αφού δεν έλαβε υπ΄ όψιν στοιχεία που σύμφωνα με το Νόμο έπρεπε να λάβει, αλλά και λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, αφού δεν ερεύνησε αν ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις του πιο πάνω άρθρου.

Εν όψει των ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει και η απόφαση της Επιτροπής θα πρέπει να ακυρωθεί, με αποτέλεσμα ο διορισμός του Χάρη Χαραλάμπους, ενδιαφερόμενου μέρους, στη θέση Λειτουργού του Γραφείου Επιτρόπου Διοικήσεως να ακυρωθεί. Τα έξοδα στην προσφυγή υπ΄ αρ. 543/2000 θα βαρύνουν τους καθ΄ ων η αίτηση, όμως στις άλλες δύο προσφυγές οι οποίες έχουν αποτύχει, τα έξοδα τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στις £300 και για τις δύο, θα βαρύνουν τους δύο αιτητές εξ ίσου.

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

 

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο