Αχιλλέα Χριστοφόρου κ.α. ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υπόθεση αρ. 1020/00, 8 Αυγούστου, 2002 Αχιλλέα Χριστοφόρου κ.α. ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υπόθεση αρ. 1020/00, 8 Αυγούστου, 2002

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Υπόθεση αρ. 1020/00

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.

Αναφορικά με τα Άρθρα 28 και 146 του Συντάγματος

Μεταξύ -

1. Αχιλλέα Χριστοφόρου

2. Χριστάκη Στυλιανού

3. Ελισσαίου Ελισσαίου όλων από τη Λεμεσό

Αιτητών

- και -

Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου

Καθής η αίτηση

----------------------

Ημερομηνία: 8 Αυγούστου, 2002

Για τους αιτητές: Α. Σ. Αγγελίδης

Για την καθής η αίτηση: Χ. Ραγουζαίου (κα) για Γ. Κακογιάννη

--------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Αντικείμενο της προσφυγής είναι η απόφαση της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Αρχής) να διορίσει σε έξι κενές θέσεις Θυρωρού/Φρουρού Σταθμού στον Ηλεκτροπαραγωγό Σταθμό Βασιλικού τα ενδιαφερόμενα μέρη (ε.μ.): (1) Σωτήρη Ανδρέου, (2) Σάββα Αριστείδου (3) Θεράποντα Κωνσταντίνου, (4) Παναγιώτη Παυλάκου, (5) Μιχάλη Μάρκου και (6) Άνθο Συλιανίδη. Ο διορισμός τους ίσχυσε από 1/7/2000. Είναι θέσεις πρώτου διορισμού. Ας σημειωθεί ότι ο αιτητής αρ. 3 Ελισσαίος Ελισσαίου, κατά την εξέλιξη της διαδικασίας, απέσυρε την προσφυγή του, την οποία και απέρριψα. Όλοι οι διορισθέντες, όπως και οι αιτητές, είναι μόνιμοι εργάτες της Αρχής με υπηρεσία που κυμαίνεται από 28 μήνες μέχρι 20 χρόνια.

Για τις θέσεις αυτές ενδιαφέρθηκαν 18 άτομα. Η Επιτροπή Διεξαγωγής Προσωπικών Συνεντεύξεων (Επιτροπή Συνεντεύξεων ή Ε.Σ.) κάλεσε σε πρώτο στάδιο σε συνέντευξη όσους πληρούσαν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα που είναι: (α) απολυτήριο Δημοτικού Σχολείου. (β) Στοιχειώδη γνώση της αγγλικής γλώσσας. (γ) ευγένεια τρόπων και έκφρασης. και (δ) γνώση των διαφόρων τμημάτων του σταθμού στο οποίο απασχολείται ο αιτητής. Η ίδια Επιτροπή είχε συντάξει σχετική έκθεση που υπέβαλε στον Αρχιμηχανικό και Γενικό Διευθυντή. Ας διευκρινιστεί εδώ ότι η Ε.Σ. απαρτιζόταν από τρεις κορυφαίους υπαλλήλους της αρχής: το Διευθυντή Προσωπικού, το Διευθυντή του Ηλεκτροπαραγωγού Σταθμού Βασιλικού και τον Επαρχιακό Διευθυντή Πάφου.

Η έκθεση περιέχει σχετικό εκτενές σχόλιο για τον κάθε υποψήφιο. Θα περιορισθώ όμως στη βαθμολογία.

Αιτητές

1. Αχιλλέας Χριστοφόρου - καλός

2. Χριστάκης Στυλιανού - δε συστήθηκε

Ενδιαφερόμενα Μέρη

1. Σωτήρης Ανδρέου - εξαιρετικός

2. Σάββας Αριστείδου - πολύ καλός

3. Θεράπων Κωνσταντίνου - Μέτριος. Η γνώση του της αγγλικής κρίθηκε ανεπαρκής

4. Παναγιώτης Παυλάκου - καλός

5. Μιχάλης Μάρκου - δε συστήθηκε για διορισμό. Περαιτέρω η Επιτροπή διαπίστωσε ότι “δε γνωρίζει καθόλου αγγλικά”.

6. Άνθος Στυλιανίδης - Καλός

Στη συνέχεια επιλήφθηκε του θέματος η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή (Σ.Υ.). Είναι τριμελής. Αποτελείται από τον Πρόεδρο της Αρχής και δύο μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου. Εισηγήθηκε για διορισμό τα ε.μ. Της εισήγησης προηγήθηκε η στερεότυπη αναφορά ότι μελετήθηκαν τα σχετικά στοιχεία και λήφθηκαν υπόψη “τα αποτελέσματα και/ή ευρήματα των προσωπικών συνεντεύξεων των υποψηφίων με την Επιτροπή Διεξαγωγής Προσωπικών Συνεντεύξεων”. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής με τις ίδιες ή παρόμοιες γενικές εκφράσεις λέγει ότι μελέτησε προσεκτικά και αξιολόγησε όλα τα στοιχεία των υποψηφίων, τις κρίσεις της Ε.Σ. και της Σ.Υ. και αφού, (έτσι αναφέρει η επίδικη απόφαση):

“προέβησαν στη δέουσα έρευνα όλων των πιο πάνω ενώπιον του στοιχείων και δεδομένων που αφορούν τους υποψηφίους, έκριναν ότι......(ακολουθούν τα ονόματα των ε.μ.), είναι κατάλληλοι υποψήφιοι και αποφάσισαν ομόφωνα να τους προσφέρουν διορισμό ......”

Ο δικηγόρος του αιτητή υπέβαλε ότι η απόφαση πάσχει. Η Σ.Υ. είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει τη σύσταση της υπέρ των ε.μ. και επίσης την απόκλιση της από τη γνώμη του πρώτου συμβουλευτικού οργάνου δηλαδή της Ε.Σ. Επικέντρωσε τα επιχειρήματα στα σχόλια που διατυπώθηκαν και τη βαθμολογία των ε.μ. 3 και 5 από την Ε.Σ. Και ιδιαίτερα στη διαπίστωση πως δεν κατείχαν ένα από τα απαιτούμενα προσόντα, δηλαδή, στοιχειώδη γνώση της αγγλικής. Και ο συνήγορος πρόσθεσε ότι η αναφορά της Σ.Υ., ότι μελέτησε προσεκτικά και αξιολόγησε όλα τα στοιχεία, δεν αποτελεί αιτιολογία. Η συγκεκριμενοποίηση ήταν στοιχείο απαραίτητο για να υπάρχει δυνατότητα δικαστικού ελέγχου και για να εξηγηθεί η αποστασιοποίηση από την κρίση της Επιτροπής Συνεντεύξεων η οποία ήταν και η μόνη που είχε άμεση επαφή με τους υποψηφίους.

Ο δεύτερος λόγος ακύρωσης είναι η έλλειψη έρευνας από το ίδιο το Διοικητικό Συμβούλιο, που υιοθέτησε, χωρίς την οφειλόμενη έρευνα, την εισήγηση της Σ.Υ. που ήταν αναιτιολόγητη. Περαιτέρω ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι αναιτιολόγητη, κατ’ ακολουθία, είναι και η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου.

Η δικηγόρος της καθής η αίτηση υποστήριξε ότι οι συνεντεύξεις διενεργήθηκαν με βάση τον κανονισμό 13(6) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών, (Κ.Δ.Π. 291/86). Η δε έκθεση της Επιτροπής Συνεντεύξεων δεν ήταν δεσμευτική για την Αρχή. Δε συμφώνησε ότι επιβαλλόταν αιτιολόγηση της απόκλισης της Σ.Υ. από την πρόταση της προηγούμενης Επιτροπής. Θα υφίστατο τέτοια υποχρέωση, είπε, μόνο σε περίπτωση που η γνώμη του συμβουλευτικού οργάνου απαιτείται από το νόμο. Η απόφαση όμως, όπως είπε, είναι αιτιολογημένη άνκαι οι κανονισμοί δεν προβλέπουν για αιτιολογημένη σύσταση της Σ.Υ.

Απαντώντας σε σχετικό επιχείρημα των αιτητών αρνήθηκε ότι αυτοί υπερέχουν των διορισθέντων, ότι και αν ακόμα ο αιτητής Αχιλλέας Χριστοφόρου θεωρηθεί ότι υπερέχει των ε.μ., η τέτοια υπεροχή δεν είναι έκδηλη και επομένως δεν ανατρέπεται η επίδικη απόφαση. Τέλος, για την τελική απόφαση της Αρχής, υπέβαλε ότι αυτή λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και ότι είναι πλήρως αιτιολογημένη. Αναφέρθηκαν λεπτομερώς όλα τα στοιχεία τα οποία λήφθηκαν υπόψη. Από δε τα πρακτικά προκύπτει ότι τα Μέλη “προέβησαν στη δέουσα έρευνα όλων των πιο πάνω ενώπιον τους στοιχείων και δεδομένων που αφορούσαν τους υποψηφίους.

Δεν είναι σωστή η θέση της κας Ραγουζαίου ότι οι κανονισμοί δεν απαιτούν την αιτιολόγηση της έκθεσης της Σ.Υ. Οι διατάξεις του καν. 3 του Δεύτερου Πίνακα (Μέρος ΙΙ) προβλέπουν το αντίθετο (βλ. ιδιαίτερα τις υπογραμμίσεις μου):

“3 (1) Εις εκάστην συνεδρίαν της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής τηρούνται συνοπτικώς πρακτικά των συζητήσεων, τα οποία ετοιμάζονται εντός 7 ημερών από της ημερομηνίας εκάστης συνεδρίας και εν συνεχεία συμφωνούνται και υπογράφονται υπό του προεδρεύσαντος της συνεδρίας.

(2) Αντίγραφα των πρακτικών θα τίθενται ενώπιον των Μελών της Αρχής κατά την επομένην συνεδρίαν της ολομελείας της Αρχής εις την οποίαν θα συζητηθούν τα θέματα εις τα οποία αναφέρονται τα πρακτικά και η κατά τον τρόπον τούτον κοινοποίησις των πρακτικών θα συνιστά επαρκή γνωστοποίησιν προς την Αρχήν των αποφάσεων της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και της αιτιολογίας τούτων.”

Η ίδια η Σ.Υ. είχε από το νόμο υποχρέωση να δώσει συγκεκριμένη αιτιολογία γιατί οι επιλεγέντες ήταν οι καταλληλότεροι. Κατά μείζονα λόγο και διότι δεν ήταν η ίδια που διενήργησε την εξέταση, όπως είχε δικαίωμα με βάση τον καν. 19(5). Τα όσα λέγει για να δικαιολογήσει την πρόταση της αποτελούν γενικότητες άνευ σημασίας. Επιχειρείται από τη Σ.Υ., όπως και το Διοικητικό Συμβούλιο στη συνέχεια, φραστική συγκάλυψη εμφανιζόμενη ως αιτιολογία. Εκείνο που πρέπει να γίνει αντιληπτό είναι ότι η αιτιολογία είναι ουσία. Φωτίζει άμεσα τους λόγους που οδηγούν σε συγκεκριμένη ενέργεια. Εδώ, για παράδειγμα, πώς επιλέγηκε ο καταλληλότερος, αφού, σύμφωνα με την πρώτη Επιτροπή, δύο από τους διορισθέντες δεν είχαν ένα από τα απαιτούμενα προσόντα; Μήπως αργότερα έγινε, φερ’ ειπείν, γραπτή εξέταση και ανατράπηκε η διαπίστωση από το αποτέλεσμα της; Πώς είναι καταλληλότερος υποψήφιος που δεν έχει το οριζόμενο προσόν ή που ρητά δεν συστήθηκε για διορισμό; Ας τονισθεί εδώ ότι η υποχρέωση αιτιολόγησης εκτείνεται και στους υπόλοιπους διορισθέντες.

Είναι ορθό ότι υπάρχει αυτή η κραυγαλέα απόκλιση από τις διαπιστώσεις της Επιτροπής Συνεντεύξεων, η οποία χρήζει αιτιολογίας. Βλέπε την απόφαση μου στην προσφ. αρ. 358/98 Κλαίλια Σουρμελή-Σκοτεινού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 17/8/00 σε ανάλογη περίπτωση. Σχετικό είναι το παρακάτω απόσπασμα:

“Η Ε.Δ.Υ., παρά την εισήγηση της Σ.Ε., διατηρούσε την πρωτογενή εξουσία της να ερευνήσει ζήτημα προσόντων. Αυτό συνάδει με την αποφασιστική αρμοδιότητα που έχει στα θέματα διορισμών ή προαγωγών. Η Σ.Ε., έστω και άρτια στελεχωμένη, δε δεσμεύει με τα συμπεράσματα της την Ε.Δ.Υ. Φτάνει η τυχόν διαφορετική κατάληξη της τελευταίας να δικαιολογείται. Στην προκείμενη περίπτωση η ενέργεια της να διερευνήσει τα πορίσματα της έκθεσης, ως προς τα προσόντα της αιτήτριας, επιβαλλόταν, δοθέντος ότι δεν ήταν και τεκμηριωμένη.”

Σχετικό είναι και το εξης από τα Πορίσματα Νομολογίας 1929-1959 σελ. 193:

“Οσάκις ο νόμος απαιτεί απλήν γνώμην, το αποφασίζον όργανον οφείλει μεν να προκαλέση και ακούση την γνώμην, δεν οφείλει όμως να συμμορφωθή προς αυτήν, δυνάμενον να αποστή ταύτης. Αλλ’ εις την περίπτωσιν ταύτην, υποχρεούται να αιτιολογήση ειδικώς την απόκλισίν του από της γνώμης ταύτης: 601, 744 (32), 1344 (34), 251 (1950), 376, 377 (55).”

Βλ. επίσης προσφ. αρ. 102/98 κ.α. Φρίνικς Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 29/11/99.

Έχω τη γνώμη ότι η έκθεση της Σ.Υ. είναι αναιτιολόγητη τόσο γιατί δεν εκθέτει τους λόγους για τους οποίους κρίθηκαν ως καταλληλότερα τα ε.μ. όσο και γιατί δεν αιτιολογείται η απόκλιση της από την άποψη της Ε.Σ.: βλ. προσφ. αρ. 541/93 Αντώνης Κελεπενιώτης ν. Α.Η.Κ. ημερ. 12/9/94. Από την ίδια σοβαρή πλημμέλεια πάσχει και η απόφαση της Αρχής, η οποία και ακυρώνεται. Με έξοδα σε βάρος της.

 

Σ. Νικήτας,

Δ.

/Κασ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο