Νίκου Τσιάκκα κ.α. ν. Αρχής Ηλεκτρισμού κ.α., Υπόθεση Αρ. 495/2000, 18 Σεπτεμβρίου 2002 Νίκου Τσιάκκα κ.α. ν. Αρχής Ηλεκτρισμού κ.α., Υπόθεση Αρ. 495/2000, 18 Σεπτεμβρίου 2002

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 495/2000

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

1. Νίκου Τσιάκκα, από Λευκωσία,

2. Αγαθοκλή Τσιάκκα, από Κάτω Πολεμίδια,

3. Ανδρέα Τσιάκκα, από Κάτω Πολεμίδια,

Αιτητών

- και -

1. Αρχής Ηλεκτρισμού,

2. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επάρχου Λεμεσού,

Καθ΄ ων η αίτηση

---------------------------

18 Σεπτεμβρίου 2002

Για τους αιτητές: Χρ. Κληρίδης.

Για την καθ΄ ης η αίτηση 1: Γ. Κακογιάννης, γι΄ αυτόν Κ. Στιβαρού.

Για την καθ΄ ης η αίτηση 2: Χρ. Ιωσηφίδης.

---------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου άρχισε από το 1997, καθώς φαίνεται, να προγραμματίζει την ανέγερση στην περιοχή Κάτω Πολεμιδιών-Ύψωνα νέας Εναέριας Γραμμής Μεταφοράς 132 KV για την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος στη σχεδιαζόμενη τότε Βιομηχανική Περιοχή Ύψωνα, και παράλληλα την αποξήλωση υφιστάμενης γραμμής. Αποτάθηκε στην Πολεοδομική Αρχή για άδεια, υπήρξαν ορισμένες αντιρρήσεις σε επί μέρους πτυχές αλλά, κατόπιν αναπροσαρμογών στις οποίες προέβη η Α.Η.Κ., εκδόθηκε στις 15 Ιανουαρίου 1999 πολεοδομική άδεια για το έργο το οποίο ας σημειωθεί επηρέαζε, λόγω του μήκους της γραμμής, μεγάλο αριθμό τεμαχίων μεταξύ των οποίων και τα τεμάχια 727, 728, 729 και 731, ιδιοκτησία ή συνιδιοκτησία των αιτητών. Οι αιτητές 1 και 2 είναι αδέρφια ο δε αιτητής 3 πατέρας τους. Έπειτα η Α.Η.Κ., με επιστολές ημερ. 13 Σεπτεμβρίου 1999, ζήτησε βάσει του άρθρου 31(1) του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, (Κεφ. 170 όπως τροποποιήθηκε) τη συγκατάθεση των ιδιοκτητών της επηρεαζόμενης γης. Προνοείται ότι:

«31(1) Οι ανάδοχοι δύνανται να τοποθετήσουν οποιαδήποτε ηλεκτρική γραμμή είτε πάνω είτε κάτω από το έδαφος διαμέσου οποιασδήποτε γης, άλλης από γη καλυμμένη με οικοδομές. νοείται ότι πριν από την τοποθέτηση οποιασδήποτε τέτοιας γραμμής διαμέσου οποιασδήποτε γης οι ανάδοχοι επιδίδουν στον ιδιοκτήτη και κάτοχο της γης, ή αν ο ιδιοκτήτης και κάτοχος δεν είναι γνωστοί, αναρτούν στη γη μέσω πίνακα ειδοποιήσεων, ειδοποίηση περί της πρόθεσής τους μαζί με περιγραφή των γραμμών που υπάρχει πρόθεση να τοποθετηθούν. και αν εντός δεκατεσσάρων ημερών μετά την επίδοση ή ανάρτηση της ειδοποίησης ο ιδιοκτήτης και κάτοχος παραλείψουν να δώσουν τη συγκατάθεσή τους ή να επισυνάψουν στη συγκατάθεσή τους οποιουσδήποτε όρους ή προϋποθέσεις στους οποίους οι ανάδοχοι ενίστανται, ο Έπαρχος δύναται να δώσει τη συγκατάθεσή του για την τοποθέτηση τέτοιων γραμμών, είτε άνευ όρων ή υπό τέτοιους όρους και προϋποθέσεις όπως θεωρεί δίκαιο.»

 

Οι αιτητές αρνήθηκαν να παράσχουν τη συγκατάθεσή τους. Οπότε η Α.Η.Κ. απευθύνθηκε προς τον Έπαρχο για τη δική του άνευ όρων συγκατάθεση και στις 3 Ιανουαρίου 2000, εκείνος την παραχώρησε υπό όρους. Παραθέτω το κείμενο:

«Παραχωρώ τη συγκατάθεσή μου για την εκτέλεση εργασιών από την Α.Η.Κ., όπως αναφέρεται όπισθεν, πάνω στο τεμάχιο 727, 728, 729, 731 σύμφωνα με το σχέδιο με αρ. 26440 νοουμένου ότι εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον ή επιβάλλεται η εκτέλεση των σχετικών εργασιών της Α.Η.Κ., για τεχνικούς λόγους, με τον όρο ότι αν η επηρεαζόμενη γη ήθελε μελλοντικά οικοπεδοποιηθεί και/ή αναπτυχθεί οικοδομικά και οι γραμμές και εγκαταστάσεις της Αρχής Ηλεκτρισμού αποτελούν εμπόδιο στις πιο πάνω εργασίες η ίδια η Αρχή να μετακινήσει τις γραμμές και εγκαταστάσεις της με δικές της δαπάνες. Νοείται περαιτέρω ότι αν τότε ικανοποιηθώ ότι τούτο είναι για λόγους τεχνικούς ανέφικτο, η Αρχή θα καταβάλει στον ιδιοκτήτη δίκαιη αποζημίωση που σε περίπτωση διαφωνίας θα καθοριστεί από το αρμόδιο δικαστήριο.»

 

Για το ότι ο Έπαρχος έδωσε τη συγκατάθεσή του οι αιτητές το πληροφορήθηκαν από την Α.Η.Κ. με επιστολές ημερ. 25 Ιανουαρίου 2000 τις οποίες, καθώς ανέφεραν, παρέλαβαν στις 28 Ιανουαρίου 2000. Ο χρόνος παραλαβής δεν αμφισβητήθηκε. Στις 10 Απριλίου 2000, προτού εκπνεύσει η προθεσμία των 75 ημερών, καταχωρίστηκε η παρούσα προσφυγή.

Οι αιτητές ζητούν:

«1. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ΄ ης η Αίτηση 1 ημερομηνίας 25/1/2000 η οποία επήλθε σε γνώση των Αιτητών στις 28/1/2000 με την οποία αποφάσισε να εγκαταστήσει αγωγό ψηλής τάσης (132KV) και ένα πυλώνα (20x20) πάνω από την περιουσία των Αιτητών είναι εξ υπαρχής άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε αποτελέσματος.

2. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η συγκατάθεση του Καθ΄ ου η Αίτηση 2 προς την Καθ΄ ης η Αίτηση 1 ημερομηνίας 3/1/2000 η οποία επήλθε σε γνώση των Αιτητών επίσης στις 28/1/2000 για τη διέλευση αγωγών ψηλής τάσης (132 KV) και την εγκατάσταση ενός πυλώνα (20x20) πάνω από την περιουσία των Αιτητών είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε αποτελέσματος.»

 

Απασχόλησε κατ΄ αρχάς, προς διευκρίνιση του αντικειμένου, ο συσχετισμός μεταξύ της απόφασης της Α.Η.Κ. για την εγκατάσταση του αγωγού και της συγκατάθεσης του Επάρχου. Είναι νομίζω προφανές πως εκτελεστή είναι μόνο η απόφαση της Α.Η.Κ., κατόπιν της τελείωσής της με την απαιτούμενη συγκατάθεση του Επάρχου, η οποία συνιστούσε προϋπόθεση. Σε αυτό το πλαίσιο ελέγχεται βέβαια και η συγκατάθεση με αναφορά στα ερείσματα και το περιεχόμενό της. Εξετάζεται λοιπόν η προσφυγή με αντικείμενο την απόφαση της Α.Η.Κ., ενώ σε ό,τι αφορά το μέρος που στρέφεται κατά της Δημοκρατίας θεωρείται απαράδεκτη.

Τέθηκε και συζητήθηκε ως κεντρικό ζήτημα το κατά πόσο διεξήχθη δέουσα έρευνα τόσο από την Α.Η.Κ. όσο εν συνεχεία και από τον Έπαρχο, με επακόλουθο και το ζήτημα αιιτιολογίας της κατάληξης της Α.Η.Κ. για διέλευση της εναέριας γραμμής από τα κτήματα των αιτητών, μέτρου δραστικού ενόψει των επιπτώσεων στις δυνατότητες αξιοποίησης, όπως το ίδιο και για τη συγκατάθεση του Επάρχου υπό το φως ιδιαίτερα των όρων της. Συζητήθηκε στις γραπτές αγορεύσεις και ζήτημα συνταγματικότητας του άρθρου 31(1). Καθώς όμως υπέδειξα στο στάδιο των διευκρινίσεων, τέτοιο ζήτημα δεν τέθηκε με την προσφυγή και επομένως δεν θα μπορούσε να εξεταστεί.

Το ζήτημα δέουσας έρευνας συζητήθηκε με αναφορά σε διάφορες πτυχές, ήτοι τα σχέδια για την ανέγερση κατοικίας, τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις κυρίως σε ό,τι αφορά την υγεία, το ενδεχόμενο υπογειοποίησης των καλωδίων, και το ιστορικό δυσμενούς επηρεασμού των αιτητών στο παρελθόν από άλλα έργα του δημοσίου.

Κατά την άποψή μου, από το ογκώδες υλικό στους διοικητικούς φακέλους προκύπτει πως διερευνήθηκε και μελετήθηκε το καθετί με την προσήκουσα προσοχή καθώς και με ανοικτό μυαλό και ευαισθησία προκειμένου να εξευρεθεί η καλύτερη δυνατή και λιγότερο ζημιογόνα αλλά ταυτόχρονα και πρακτικώς εφικτή λύση για την πραγμάτωση έργου, απαραίτητου για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας. Αυτά σε ό,τι αφορά την Α.Η.Κ.

Τα ουσιώδη τέθηκαν υπόψη και του Επάρχου και επομένως υπήρχε το υπόστρωμα για την από μέρους του άσκηση κρίσης ως προς το κατά πόσο ενδεικνυόταν ή όχι να παραχωρήσει συγκατάθεση. Μου φαίνεται ωστόσο πως ο Έπαρχος παρανόησε τη σημασία των στοιχείων αναφορικά με μια συγκεκριμένη πτυχή. Έθεσε, όπως είδαμε, ως όρο ότι «αν η επηρεαζόμενη γη ήθελε μελλοντικά οικοπεδοποιηθεί και/ή αναπτυχθεί οικοδομικά και οι γραμμές και εγκαταστάσεις της Αρχής Ηλεκτρισμού αποτελούν εμπόδιο στις πιο πάνω εργασίες, η ίδια η Αρχή να μετακινήσει τις γραμμές και εγκαταστάσεις της με δικές της δαπάνες». Αλλά, ενώ ο Έπαρχος αναφερόταν στο ενδεχόμενο μελλοντικής ανάπτυξης, είχε ήδη εκδηλωθεί διάβημα για ανάπτυξη σε σχέση με τα τεμάχια 728 και 729 με αίτηση, ημερ. 7 Απριλίου 1999, προς την Πολεοδομική Αρχή. Όπως φαίνεται από επιστολή, ημερ. 28 Ιουλίου 1999, του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας προς τον Επαρχιακό Λειτουργό του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Λεμεσού – την οποία ο Έπαρχος είχε στο φάκελό του – η Πολεοδομική Αρχή αντίκρυζε την αίτηση εκείνη με δεδομένο ότι η Α.Η.Κ. θα εκτελούσε το έργο για το οποίο είχε εκδοθεί η σχετική πολεοδομική άδεια και γι΄ αυτό γίνονταν εισηγήσεις για τροποποίηση των σχεδίων ανάπτυξης και την εξεύρεση αποδεκτής λύσης. Ο εν λόγω όρος που έθεσε ο Έπαρχος εξέφραζε λοιπόν την εσφαλμένη αντίληψη πως δεν υπήρχε σε εκείνο το στάδιο οποιαδήποτε επί του προκειμένου σύγκρουση και βεβαίωνε ότι αν προέκυπτε στο μέλλον, προτεραιότητα θα είχαν οι ανάγκες των αιτητών εκτός όπου, μετά την εκτέλεση του έργου, δεν θα μπορούσε πια για τεχνικούς λόγους να γίνει μετακίνηση. Αυτό σήμαινε ότι ο Έπαρχος έκρινε πως και στο παρόν προτεραιότητα είχαν οι ανάγκες των αιτητών, τις οποίες όμως λόγω πλάνης δεν έλαβε υπόψη. Αυτή η πλάνη καθιστούσε ανίσχυρη τη συγκατάθεση του Επάρχου και ως εκ τούτου μη νόμιμη την εν τέλει απόφαση της Α.Η.Κ.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση της Α.Η.Κ. ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

 

Γ.Κ. Νικολάου,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο