Ευπραξίας Πετρώνδα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 583/2001, 7 Οκτωβρίου, 2002 Ευπραξίας Πετρώνδα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 583/2001, 7 Οκτωβρίου, 2002

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 583/2001

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΡΑΜΒΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Ευπραξίας Πετρώνδα, από τη Λευκωσία,

Αιτήτριας,

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

Καθ΄ων η αίτηση.

― ― ― ―

7 Οκτωβρίου, 2002.

Για την αιτήτρια: κ. Α.Σ. Αγγελίδης.

Για τους καθ΄ων η αίτηση: κα Ε. Αντωνίου.

Για το ενδ. μέρος: κ. Α. Κωνσταντίνου.

― ― ― ―

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσία (ΕΔΥ) με απόφασή της ημερομηνίας 1.11.2000, προήγαγε το ενδιαφερόμενο μέρος Παναγή Λοϊζο στη μόνιμη θέση Διευθυντή Φαρμακευτικών Υπηρεσιών. Η αιτήτρια, η οποία ήταν υποψήφια για προαγωγή στην πιο πάνω θέση, άσκησε προσφυγή εναντίον της απόφασης της ΕΔΥ. Εκκρεμούσας της εκδίκασης της προσφυγής, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας συμβούλευσε την ΕΔΥ ότι έπρεπε να ανακαλέσει την απόφαση για την προαγωγή του Παναγή Λοϊζου και να επανεξετάσει το θέμα. Νομικό υπόβαθρο της γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα αποτέλεσαν οι αποφάσεις της Ολομέλειας στις Ξενής Λάρκου ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 2482, ημερ. 3.11.00 και Μαλάμω Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 2672, ημερ. 9.3.01. Σύμφωνα με τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, η παρουσία του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας στη συνεδρία της ΕΔΥ κατά τη λήψη της απόφασης και οι συστάσεις που έδωσε (ο Γενικός Διευθυντής) στα πλαίσια της διαδικασίας πλήρωσης της θέσης, καθιστούσαν έκνομη την προαγωγική διαδικασία και εκ τούτου παράνομη τη ληφθείσα απόφαση. Η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα δόθηκε υπό το φως της Λάρκου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) από την οποία και η πιο κάτω περικοπή:

«Ο Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών δεν ήταν αρμόδιος να κάνει τις συστάσεις, έστω και αν προϊσταται όλων των λειτουργών που υπάγονται στο Υπουργείο, γιατί ο νόμος όπως υποδείξαμε πιο πάνω, καθορίζει ρητά την υπηρεσιακή ιδιότητα του λειτουργού που προβαίνει στις συστάσεις ενώπιον της ΕΔΥ. Ευσταθεί, επομένως, η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντος. Η δική μας κρίση, διαφορετική από αυτή του συναδέλφου μας, οδηγεί στην επιτυχία της έφεσης, την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης και την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.»

 

 

Την απόφαση στην Ξενής Λάρκου (ανωτέρω), ακολούθησε τροποποίηση των άρθρων 34(9) και 35(4) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου. Σύμφωνα με την τροποποίηση, ο Γενικός Διευθυντής Υπουργείου προβαίνει σε συστάσεις σε διαδικασία πλήρωσης θέσης Προϊσταμένου Τμήματος του Υπουργείου του. (Βλ.

Νόμο αρ. 156(1)/2000, ημερ. 24.11.00.)

Κατόπιν των ανωτέρω, η ΕΔΥ ανακάλεσε την απόφασή της ημερ. 1.11.00 σε ό,τι αφορούσε την από 1.12.00 προαγωγή του Παναγή Λοΐζου στη θέση Διευθυντή Φαρμακευτικών Υπηρεσιών και αποφάσισε την επανεξέταση του θέματος της πλήρωσης της θέσης.

Κατά την επανεξέταση, η ΕΔΥ, προήγαγε εκ νέου τον Παναγή Λοϊζο στην επίδικη θέση αναδρομικά από 1.12.00. (Βλ. Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 11.5.01.)

Οι υποψήφιοι κατά την επανεξέταση (10.4.2001) ήταν οι τέσσερις δημόσιοι υπάλληλοι, ανάμεσά τους και η αιτήτρια, που είχαν προσέλθει για προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ κατά την προηγούμενη διαδικασία πλήρωσης της θέσης. Προκύπτει επίσης από τα πρακτικά πως η ΕΔΥ, έχουσα υπόψη νεότερη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα σύμφωνα με την οποία, ο Γενικός Διευθυντής, μπορούσε, μετά την τροποποίηση του νόμου, να κληθεί νόμιμα και να προβεί σε σύσταση «με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο λήψης της αρχικής εξέτασης, .................... » αποφάσισε να καλέσει και όντως κάλεσε στη συνεδρία το Γενικό Διευθυντή, Υπουργείο Υγείας, κ. Συμεών Μάτση.

Ο Γενικός Διευθυντής σύστησε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και αποχώρησε. Η ΕΔΥ, ασχολήθηκε στη συνέχεια, με τη γενική αξιολόγηση των υποψηφίων και έλαβε υπόψη τα προσόντα τους σε συνάρτηση προς τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης, τις εμπιστευτικές/ υπηρεσιακές εκθέσεις στο σύνολό τους αλλά με έμφαση στα τελευταία χρόνια καθώς και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή. Και επειδή η σύνθεση της ΕΔΥ ήταν η ίδια με εκείνη που λήφθηκε η ανακληθείσα απόφαση, η ΕΔΥ, αποφάσισε να λάβει επίσης υπόψη την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική τους εξέτασή όπως είναι καταγραμμένη στα πρακτικά της αρχικής συνεδρίας ημερ. 1.11.2000.

Η ΕΔΥ, κατά την επιλογή του ενδιαφερόμενου προσώπου, σημείωσε ότι αυτό υστερεί σε αρχαιότητα στην παρούσα θέση, των υποψηφίων Χατζηγεωργίου Ερρίκου και Σιάτη Ιωάννη κατά τέσσερα περίπου έτη και της αιτήτριας Πετρώνδα Ευπραξίας κατά δεκαπέντε περίπου έτη. Καταγράφεται επίσης στα πρακτικά ότι η υπό πλήρωση θέση είναι διευθυντική και η αρχαιότητα, όσο και αν είναι σημαντική, δεν μπορεί από μόνη της να αντισταθμίσει τη γενική υπεροχή του Παναγή. Η κρίση που διατύπωσε η ΕΔΥ καθόσον αφορά το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, καταγράφεται ως εξής:

« - είναι ένας καθόλα εξαίρετος υπάλληλος, ο οποίος ουδενός υστερεί σε αξία κατά τα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα (έναντι μάλιστα του Χατζηγεωργίου Ερρίκου υπερέχει),

    • διαθέτει το πλεονέκτημα (από τους άλλους τρεις μόνο ο Σιάτης Ιωάννης το διαθέτει),
    • ουδενός υστερεί σε προσόντα (αντίθετα κατέχει και ΜΒΑ, το οποίο, παρόλο που δεν απαιτείται, ούτε και αποτελεί πλεονέκτημα/πρόσθετο προσόν, λαμβάνεται υπόψη και συνεκτιμάται, αποδίδοντας βέβαια σ΄ αυτό την ανάλογη βαρύτητα), και
    • έχει την υπέρ του σύσταση του Γενικού Διευθυντή, στοιχείο που προσθέτει στην αξία.»

 

 

Στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου της αιτήτριας προβάλλονται οι πιο κάτω ισχυρισμοί:

(α) Η παρουσία του Γενικού Διευθυντή κατά την επανεξέταση ήταν παράνομη.

(β) Η ΕΔΥ παράνομα έλαβε υπόψη τις συνεντεύξεις των υποψηφίων οι οποίες είχαν διεξαχθεί πριν την ανάκληση.

(γ) Η ΕΔΥ παρέλειψε να προβεί στη δέουσα έρευνα όσον αφορά την κατοχή πλεονεκτήματος από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

(δ) Γενική και αόριστη η σύσταση του Γενικού Διευθυντή.

(ε) Η κρίση της ΕΔΥ ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υπερέχει σε προσόντα της αιτήτριας είναι λανθασμένη.

Αναφορικά με τον πρώτο ισχυρισμό ότι η παρουσία του Γενικού Διευθυντή κατά την επανεξέταση ήταν παράνομη, η αιτήτρια λέγει ότι ο τροποποιητικός νόμος 156(1)/2000 δεν έχει αναδρομική ισχύ και ως εκ τούτου δεν παρεχόταν η δυνατότητα στο Γενικό Διευθυντή να δώσει σύσταση στην Επιτροπή εφόσον κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν είχε εκ του νόμου τέτοια δυνατότητα.

Στην Λάρκου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), αποδοκιμάστηκε η παρουσία του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών ενώπιον της ΕΔΥ για να δώσει συστάσεις αντί του Διευθυντή ή Αναπληρωτή Διευθυντή Φόρου Εισοδήματος οι οποίοι, ήταν οι μόνοι αρμόδιοι για να δώσουν συστάσεις σ΄ εκείνη την περίπτωση. Παρομοίως και στη Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), κρίθηκε ως αντίθετη προς το νόμο και συνεπώς ανεπίτρεπτη η συμμετοχή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων σε διαδικασία πλήρωσης θέσης Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας αντί του Προϊστάμενου του Τμήματος.

Η αρχική απόφαση προαγωγής του ενδιαφερόμενου προσώπου λήφθηκε την 1.11.00. Και είναι γεγονός ότι σύμφωνα με τη νομολογία Λάρκου (ανωτέρω) και Νεοφύτου (ανωτέρω) η παρουσία του Γενικού Διευθυντή κατά τη διαδικασία πλήρωσης της θέσης Προϊσταμένου Τμήματος όπως είναι η επίδικη δεν ήταν τότε επιτρεπτή. Η Επιτροπή, υπό το φως της νομολογίας, αποφάσισε την ανάκληση της αρχικής απόφασης και την επανεξέταση (10.4.2001) του θέματος της πλήρωσης της επίδικης θέσης προς αποκατάσταση της νομιμότητας. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η επανεξέταση δεν έγινε ύστερα από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου αλλά ύστερα από ανάκληση από τη Διοίκηση της αρχικής απόφασης που λήφθηκε παράνομα. Εχω τη γνώμη πως η Επιτροπή κατά την επανεξέταση του θέματος πλήρωσης της θέσης ήταν υποχρεωμένη να εφαρμόσει τη νομοθεσία που ίσχυε κατά το χρόνο της επανεξέτασης και όχι τη νομοθεσία που ίσχυε κατά το χρόνο που λήφθηκε η αρχική (ανακληθείσα) απόφαση. Και εφόσον κατά την επανεξέταση, ο νόμος – (τροπ. νόμος 156(1)/2000) επέτρεπε την παρουσία του Γενικού Διευθυντή για συστάσεις, αποφαίνομαι ότι η παρουσία του Διευθυντή για συστάσεις ήταν νόμιμη.

Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή, παράνομα έλαβε υπόψη κατά την επανεξέταση τις συνεντεύξεις των υποψηφίων που έγιναν πριν από την ανάκληση της αρχικής απόφασης. Οπως έχει προαναφερθεί ο μοναδικός λόγος που οδήγησε την Επιτροπή στην ανάκληση της αρχικής απόφασης, ήταν η παράνομη παρουσία του Γενικού Διευθυντή ενώπιον της Επιτροπής για συστάσεις. Το κύρος των συνεντεύξεων παρέμεινε αδιαμφισβήτητο. Και εφόσον οι συνεντεύξεις έγιναν ενώπιον του ίδιου συλλογικού οργάνου με την ίδια σύνθεση, ο δε χρόνος που μεσολάβησε από τότε μέχρι την επανεξέταση ήταν μικρός, θεωρώ πως νόμιμα λήφθηκαν υπόψη οι συνεντεύξεις από την Επιτροπή κατά την επανεξέταση.

Ο επόμενος ισχυρισμός ο οποίος προβάλλεται από την αιτήτρια αφορά την κατοχή πλεονεκτήματος του μεταπτυχιακού προσόντος από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν κατέχει το πλεονέκτημα. Το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης προνοεί στην παράγραφο 3(δ):

«(δ) Μεταπτυχιακόν προσόν ή μεταπτυχιακαί σπουδαί εις την φαρμακευτικήν ή κλάδον αυτής θα θεωρηθεί πλεονέκτημα.»

 

Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο πέραν του βασικού του διπλώματος (Bachelor of Science in Pharmacy) ήταν κάτοχος του τίτλου σπουδών Doctor of Pharmacy (Clinical Pharmacy). Η αιτήτρια δεν αμφισβητεί ότι το εν λόγω προσόν ήταν στη «Φαρμακευτική ή κλάδο αυτής». Αμφισβητεί ωστόσο ότι ήταν μεταπτυχιακού επιπέδου και διατείνεται ότι η έρευνα που διενήργησε η καθ΄ ης η αίτηση ήταν ελλειπής καθότι δεν απευθύνθηκε στο ΚΥΣΑΤΣ για διευκρινίσεις αναφορικά με το εν λόγω προσόν του ενδιαφερόμενου προσώπου.

Κατόπιν εξέτασης του φακέλου του ενδιαφερόμενου προσώπου, διαπίστωσα ότι απέκτησε τον τίτλο BSc in Pharmacy το 1985 και τον τίτλο Doctor of Pharmacy το 1992. Ο τίτλος Doctor of Pharmacy, όπως σημειώνεται στην επιστολή ημερ. 24.7.2000 του κ. Daniel Hadjittofi, Εκτελεστικού Διευθυντή του Fulbright Commission στην Κύπρο, προσφερόταν ως μεταπτυχιακός τίτλος κατά τη χρονική περίοδο 1975-1997. Η απόκτηση του εν λόγω τίτλου γινόταν στα πλαίσια ειδικού προγράμματος που για την εισδοχή και παρακολούθησή του, απαραίτητη προϋπόθεση ήταν η κατοχή πρώτου πανεπιστημιακού τίτλου (BSc). Με βάση τα στοιχεία που έχω ενώπιόν μου διαπιστώνω ότι η Επιτροπή προέβη σε ενδελεχή έρευνα αναφορικά με το μεταπτυχιακό προσόν του ενδιαφερόμενου προσώπου και ως εκ τούτου ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός της αιτήτριας είναι ανεδαφικός. Ως προς το τί συνιστά δέουσα έρευνα και την έκταση της έρευνας που απαιτείται βλ. Νικολαϊδης κα ν. Μηνά κα (1994) 3 ΑΑΔ 321 και Μουρτζής ν. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 543. Προκύπτει επίσης από τα στοιχεία των φακέλων ότι στην προκείμενη περίπτωση υπάρχει αμάχητο τεκμήριο κατοχής του μεταπτυχιακού προσόντος και από το γεγονός ότι το σχέδιο υπηρεσίας της κατώτερης θέσης (Πρώτου Φαρμακοποιού) που κατείχε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, απαιτούσε ως πλεονέκτημα μεταπτυχιακό προσόν ή μεταπτυχιακές σπουδές. Από τα στοιχεία των πρακτικών της συνεδρίας της ΕΔΥ ημερ. 17.5.99 που ασχολήθηκε με την πλήρωση της θέσης Πρώτου Φαρμακοποιού, προκύπτει ότι έγινε αναφορά στο πλεονέκτημα του μεταπτυχιακού προσόντος του ενδιαφερόμενου προσώπου και κρίθηκε πως ο μόνος από τους υποψήφιους που διέθετε το συγκεκριμένο πλεονέκτημα, ήταν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή πάσχει ως γενική και αόριστη και ότι συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων. Η επίδικη θέση επειδή είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής δεν απαιτείται αιτιολογημένη σύσταση. Βλ. άρθρο 34(9) του Ν. 1/90.) Ωστόσο, η σύσταση πρέπει να εναρμονίζεται με τα στοιχεία των φακέλων διαφορετικά δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη. (Βλ. Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 2434, ημερ. 20.3.2000, , ΑΕ Μεστάνας ν. ΕΔΥ, ΑΕ 2582, ημερ. 15.3.2001.)

Στην προκείμενη περίπτωση, ο Γενικός Διευθυντής δεν αναφέρθηκε σε ιδιότητες του ενδιαφερόμενου προσώπου και συνεπώς ο ισχυρισμός περί σύγκρουσης της σύστασης με τα στοιχεία του φακέλου δεν ευσταθεί.

Καθόσον αφορά το κριτήριο της αξίας, η γενική εικόνα όπως διαμορφώνεται με βάση τη βαθμολογία των ετών 1990-1999 εμφανίζει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο να υπερέχει της αιτήτριας. Οι εκθέσεις των ετών 1995-1999 εμφανίζουν την αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο να ισοβαθμούν. Οι εκθέσεις των προηγούμενων ετών 1990-1994 είναι καλύτερες για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο από τις εκθέσεις της αιτήτριας. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο συγκεντρώνει 27Ε και 13 Π.Ι. έναντι 16Ε και 24 Π.Ι. της αιτήτριας.

Είναι γεγονός ότι η αιτήτρια υπερέχει του ενδιαφερόμενου προσώπου σε αρχαιότητα. Ωστόσο, η σημασία του κριτηρίου της αρχαιότητας είναι μικρότερη όσο πιο ψηλά βρίσκεται η επίδικη θέση στην ιεραρχία όπως συμβαίνει στην υπό κρίση υπόθεση. (Βλ. Γεωργία Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 2701, ημερ. 27.2.2001. Η Επιτροπή ορθά εν προκειμένω, απέδωσε περιορισμένη βαρύτητα στην υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερόμενου προσώπου ενόψει των απαιτήσεων της θέσης η οποία βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία.

Κατόπιν των ανωτέρω καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η απόφαση της Επιτροπής είναι δεόντως αιτιολογημένη και αποκαλύπτει πλήρως τους λόγους προτίμησης του ενδιαφερόμενου προσώπου αντί της αιτήτριας. Η Επιτροπή δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής της εξουσίας. Αντίθετα, η Επιτροπή ενήργησε εντός των καθιερωμένων από τη νομολογία πλαισίων και αρχών και επέλεξε τον καταλληλότερο υποψήφιο για τη συγκεκριμένη θέση.

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

Α. Κραμβής, Δ.

ΣΦ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο