Κούλουμου Τούλα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 4 ΑΑΔ 49

(2002) 4 ΑΑΔ 49

[*49]15 Ιανουαρίου, 2002

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΤΟΥΛΑ ΚΟΥΛΟΥΜΟΥ,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 262/2001)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Σχέδια υπηρεσίας ― Καν. 2 και 3 των περί Σχεδίων Υπηρεσίας (Γενικών) Κανονισμών του 1995 ― Ερμηνεία ― Πεδίο εφαρμογής των διατάξεων ― Υιοθέτηση νομολογιακών πορισμάτων ― Περιστάσεις πεπλανημένης εφαρμογής του σχεδίου υπηρεσίας από την Ε.Δ.Υ. στην κριθείσα περίπτωση.

Ερμηνεία ― Ερμηνεία νόμου ― Αρχές ερμηνείας ― Η αρχή της πρωτοκαθεδρίας της λεκτικής διατύπωσης του νόμου και οι συνέπειές της στην κριθείσα περίπτωση.

Έννομο Συμφέρον ― Αιτητή να προσβάλλει το κύρος προπαρασκευαστικών της επίδικης αποφάσεων κατά των οποίων δεν διατύπωσε οποιαδήποτε επιφύλαξη ή ένσταση ― Η περίπτωση της προκήρυξης δημόσιας θέσης και η ανεπιφύλακτη υποβολή αίτησης με βάση την προκήρυξη.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Αρχή της ισότητας ― Δεν επιτρέπεται η επίκλησή της από δημόσιο όργανο προς το σκοπό διαφοροποίησης του περιεχομένου δεσμευτικής γι’ αυτό διατάξεως η οποία βρίσκεται σε ισχύ και δεν έχει ανατραπεί δικαστικά.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Δικαστικός έλεγχος ― Σχέδια υπηρεσίας ― Πεπλανημένη εφαρμογή σχεδίου υπηρεσίας από την Ε.Δ.Υ. ― Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να αξιολογήσει πρωτογενώς τα προσόντα [*50]υποψηφίου ― Λόγω της διαπιστωθείσας πλάνης της Ε.Δ.Υ. η επίδικη απόφαση οφείλει να ακυρωθεί και επανεξετασθεί.

Η αιτήτρια προσέβαλε την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Ο Καν. 3 των περί Σχεδίων Υπηρεσίας (Γενικών) Κανονισμών του 1995 με καθαρό και απλό λεκτικό αναφέρεται σε τροποποίηση Κανονισμών που έχουν θεσπιστεί αναφορικά με τα σχέδια υπηρεσίας. Αν πρόθεση του Νομοθέτη ήταν να επιφέρει και τροποποίηση σχεδίων υπηρεσίας που δεν είχαν θεσπιστεί με Κανονισμούς μπορούσε να χρησιμοποιήσει το ανάλογο λεκτικό.   Μπορούσε π.χ. να αναφερθεί ότι ο Καν. 2 ισχύει σε σχέση με όλα τα σχέδια υπηρεσίας. Αποτελεί βασική ερμηνευτική αρχή ότι όπου το λεκτικό του Νόμου είναι καθαρό και σαφές πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με την φυσική και συνηθισμένη του έννοια γιατί αυτό το λεκτικό εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την πρόθεση του νομοθέτη. Δεν είναι καθήκον του Δικαστηρίου να καταστήσει το Νόμο λογικό αλλά να τον ερμηνεύσει όπως έχει σύμφωνα με το ορθό νόημα του λεκτικού του.

2.  Στην παρούσα υπόθεση το λεκτικό της επίμαχης διάταξης είναι καθαρό. Δεν είναι επιδεκτικό οποιασδήποτε άλλης ερμηνείας.  Εφαρμογή του και στις περιπτώσεις σχεδίων υπηρεσίας τα οποία δεν είχαν θεσπισθεί με Κανονισμούς θα ισοδυναμούσε με προσθήκη λέξεων στο κείμενο του Νόμου και παρεμβολή επεκτάσεων οι οποίες δεν βρίσκονται στο σχετικό Κανονισμό.  Μια τέτοια πορεία απαγορεύεται από τους ερμηνευτικούς κανόνες.

3.  Δεν γίνεται αποδεκτή η εισήγηση για έλλειψη έννομου συμφέροντος επειδή η αιτήτρια δεν πρόβαλε οποιαδήποτε επιφύλαξη όταν υπέβαλε την αίτησή της σ’ ανταπόκριση της δημοσίευσης της θέσης η οποία περιλάμβανε την επίμαχη σημείωση. Η δημοσίευση αποτελούσε προπαρασκευαστική πράξη. Ο περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμος του 1990 (Ν. 1/90) δεν περιέχει πρόνοιες για υποβολή ενστάσεων σε σχέση με προπαρασκευαστικές πράξεις επί ποινή απώλειας έννομου συμφέροντος. Η αιτήτρια είχε κάθε δικαίωμα να μην προβάλει οποιαδήποτε επιφύλαξη και να προβάλει λόγους ακύρωσης που σχετίζονται τόσο με την εγκυρότητα των προπαρασκευαστικών πράξεων, όσο και με την [*51]εγκυρότητα της τελικής πράξης.

4.  Η Ε.Δ.Υ. δεν μπορούσε να εφαρμόσει τον επίμαχο Κανονισμό και στην περίπτωση σχεδίων υπηρεσίας που δεν είχαν θεσπισθεί με Κανονισμούς κατά τρόπο που δεν επιτρέπεται από το λεκτικό του, κατ’ εφαρμογή της αρχής της ισότητας. Εφόσον η επίμαχη διάταξη έχει θεσπισθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο αυτή πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία της μέχρις ότου καταργηθεί από το Όργανο που την έχει θεσπίσει ή μέχρις ότου κριθεί ultra vires ή αντισυνταγματική από το Δικαστήριο.

5.  Στην παρούσα υπόθεση η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι το μεταπτυχιακό δίπλωμα του Ε.Μ. θεωρείται ως πρώτο πτυχίο και βάσει του οποίου ικανοποιείται η παραγρ. (ι) του σχεδίου υπηρεσίας. Η κρίση αυτή της Ε.Δ.Υ. είχε σαν έρεισμα την επίμαχη σημείωση του σχεδίου υπηρεσίας.  Με άλλα λόγια η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι η σημείωση τυγχάνει εφαρμογής και στις περιπτώσεις σχεδίων υπηρεσίας – όπως είναι το επίδικο – που δεν είχαν θεσπισθεί με Κανονισμούς.  Αυτή η κρίση της Ε.Δ.Υ. είναι εσφαλμένη. Επομένως η Ε.Δ.Υ. έχει ενεργήσει κάτω από την πλάνη ότι το Ε.Μ. είναι προσοντούχο δυνάμει της σημείωσης. Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να αξιολογήσει πρωτογενώς τα προσόντα του Ε.Μ. και να προβεί σε διαπιστώσεις κατά πόσο κατέχει ή όχι τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα. Αυτό αποτελεί έργο της Ε.Δ.Υ.. Εν όψει της διαπιστωθείσας πλάνης της Ε.Δ.Υ. η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί. Το δε θέμα της κατοχής των προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας από το Ε.Μ. θα πρέπει να επανεξεταστεί από την Ε.Δ.Υ..

6.  Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της με έξοδα. Καμιά διαταγή για τα έξοδα του ενδιαφερόμενου μέρους.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Νεοφύτου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 383/97, ημερ. 12.6.1998,

Αντωνίου v. Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου Κοφίνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 164,

Gill v. Donald Humberstone & Co Ltd [1963] 1 W.L.R. 929,

[*52]Income Tax Commissioners v. Pemsel [1891] A.C. 531,

Pilavakis v. Cyprus Inland Telecommunications Authority (1963) 2 C.L.R. 429,

Southfields Industries Ltd v. Δήμου Λευκωσίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 59,

Sutters v. Briggs [1922] 1 A.C. 1,

Kanaris v. Tosoun (1969) 1 C.L.R. 637,

Silvano κ.ά. v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 25,

Κυπριανού v. Α.ΤΗ.Κ. (Αρ. 1) (1998) 3 Α.Α.Δ. 355,

Papaneophytou v. Republic (Νο. 1) (1973) 3 C.L.R. 191,

Κωνσταντίνου v. Αντωνιάδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 120,

Διοικητικό Συμβούλιο Ταμείου Συντάξεως Δικηγόρων v. Αντωνιάδη (2000) 1 Α.Α.Δ. 1915,

Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Πλάζα Λτδ κ.ά. v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερμασόγειας (1998) 3 Α.Α.Δ. 348,

Kapsou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1336,

Psara-Kronidou v. Republic (1985) 3(C) C.L.R. 1900,

Χριστοδουλίδου v. Ε.Δ.Υ. (1999) 3 Α.Α.Δ. 1,

Συμεωνίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145.

Προσφυγή.

Α. Κωνσταντίνου, για την Αιτήτρια.

Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Α. Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

[*53]ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά την πιο κάτω θεραπεία:

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη ή/και απόφαση των καθ’ ων η αίτηση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 23.2.2001 και αρ. 3477 (Αρ. Γνωστοποίησης 794) και με την οποία προήξαν το Ενδιαφερόμενο Μέρος κα. Ευανθία Ι. Παπασάββα στη μόνιμη θέση Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, από 1.2.2001, αντί της Αιτήτριας, είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»

Τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας ακαδημαϊκά προσόντα είναι τα εξής:

«3. Απαιτούμενα προσόντα:

(ι)    Πανεπιστημιακός τίτλος ή ισοδύναμον δίπλωμα εις την Κοινωνιολογία ή τας Κοινωνικάς Επιστήμας ή άλλος κατάλληλος τίτλος.

Σημ.: Ο όρος Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο.»

Το συγκεκριμένο σχέδιο υπηρεσίας εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο με την απόφασή του με αρ. 3558 ημερ. 5.12.63. Το αρχικό σχέδιο υπηρεσίας δεν περιλαμβάνει οποιαδήποτε σημείωση. Η πιο πάνω σημείωση έχει προφανώς προστεθεί από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (η Ε.Δ.Υ.) κατά τη δημοσίευση της επίδικης θέσης στην Επίσημη Εφημερίδα. Η προσθήκη αυτή φέρεται να έχει λάβει χώραν κατ’ εφαρμογή των Καν. 2 και 3 των περί Σχεδίων Υπηρεσίας (Γενικών) Κανονισμών του 1995 (οι Κανονισμοί) οι οποίοι έχουν ως εξής:

«2. Στα Σχέδια Υπηρεσίας των δημόσιων θέσεων για τις οποίες απαιτείται Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος, προστίθεται ως Σημείωση η πιο κάτω πρόνοια:

‘Ο όρος Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο’.

3. Με τους παρόντες Κανονισμούς τροποποιούνται οι Κανονισμοί που έχουν θεσπιστεί αναφορικά με τα Σχέδια Υπηρεσίας επηρεαζομένων θέσεων.»

[*54]Κατά την εξέταση της υποψηφιότητας του ενδιαφερόμενου  μέρους (το Ε.Μ.) η Ε.Δ.Υ. σημείωσε ότι διαθέτει πτυχίο σπουδών στην Κοινωνική Πρόνοια από την Εταιρεία Προστασίας Ανηλίκων Αθηνών, το οποίο, όμως, δεν είναι πανεπιστημιακού επιπέδου. Σημείωσε, επίσης, ότι διαθέτει μεταπτυχιακό δίπλωμα “Master of Arts in Social and Community Work Studies” από το Bradford University του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο θεωρείται ως πρώτο πτυχίο και «βάσει του οποίου ικανοποιείται η παραγ. (ι) του Σχεδίου Υπηρεσίας, καθώς και ‘Ph.D. in Applied Social Studies’ από το ίδιο πιο πάνω Πανεπιστήμιο».

Η πιο πάνω κρίση της Ε.Δ.Υ. αμφισβητείται με τον πρώτο λόγο ακύρωσης. Ο κ. Κωνσταντίνου, εκ μέρους της αιτήτριας, υπέβαλε ότι το Ε.Μ. δεν κατέχει τον απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας Πανεπιστημιακό τίτλο ή ισοδύναμο προσόν. Η πιο πάνω σημείωση – συνέχισε ο κ. Κωνσταντίνου – προστέθηκε στην προκήρυξη της θέσης πεπλανημένα και λανθασμένα με βάση τους πιο πάνω Κανονισμούς. Οι εν λόγω Κανονισμοί αφορούν τροποποίηση σχεδίων υπηρεσίας που εκδόθηκαν με Κανονισμούς μετά το 1990 με βάση τον περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμο του 1990 (Ν. 1/90) και όχι σχεδίων υπηρεσίας που εκδόθηκαν με βάση τον περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμο του 1967 (Ν. 33/67). Ο κ. Κωνσταντίνου έκαμε αναφορά στη Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 383/97, ημερ. 12.6.98  που αφορούσε την ίδια θέση και η προαγωγή εκείνη έγινε με το ίδιο σχέδιο υπηρεσίας που είχε καταρτισθεί πριν το 1990. Υπέβαλε ότι το πρώτο πτυχίο του Ε.Μ. (Σχολής Κοινωνικής Πρόνοιας των Αθηνών) δεν κρίθηκε από την Ε.Δ.Υ. ως πανεπιστημιακού επιπέδου. Το δε δεύτερο δίπλωμα (Ανάπτυξης Αγροτικής Κοινότητας του Ισραήλ) δεν σχετίζεται ούτε καλύπτεται από τα απαιτούμενα θέματα του σχεδίου υπηρεσίας (Κοινωνιολογία ή Κοινωνικές Επιστήμες). Το τρίτο δίπλωμα του Ε.Μ. (Master of Arts in Social and Community Work Studies) είναι μεταπτυχιακό, διάρκειας ενός ακαδημαϊκού έτους, και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως βασικό, πρώτο Πανεπιστημιακό δίπλωμα. Τα ίδια ισχύουν, σύμφωνα με τον κ. Κωνσταντίνου, και για το τέταρτο δίπλωμα του Ε.Μ. (Ph.D. Applied Social Studies). Ένα βασικό, πρώτο Πανεπιστημιακό δίπλωμα, δεν μπορεί να είναι διάρκειας ενός έτους, αλλά τουλάχιστον τριών ετών σπουδών, όπως είναι γενικά παραδεκτό. Είναι φανερό – υπέδειξε ο κ. Κωνσταντίνου – ότι η Ε.Δ.Υ. έδρασε κάτω από πλάνη και λανθασμένο νομικό υπόβαθρο. Χρησιμοποίησε την πιο πάνω σημείωση της προκήρυξης της θέσης και θεώρησε ότι το μεταπτυχιακό δίπλωμα (Master of Arts) μπορούσε να υποκαταστήσει το απαιτούμενο πρώτο, βασικό, δίπλωμα της παραγ. (α) του σχεδίου υπηρεσίας. Η πιο πάνω σημείωση – κατέληξε ο κ. [*55]Κωνσταντίνου – δεν μπορούσε να έχει εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση, «όπου το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης καταρτίσθηκε πριν το 1990».

Από την άλλη η κα. Αντωνίου, εκ μέρους της Ε.Δ.Υ., υποστήριξε ότι ο πιο πάνω Καν. 3 (παρατίθεται στη σελ. 2, πιο πάνω) είναι γενικός και η εμβέλειά του, σε αντίθεση με τον ισχυρισμό της αιτήτριας, δεν «περιορίζεται μόνο στα σχέδια υπηρεσίας τα οποία εκδόθηκαν με Κανονισμούς μετά το 1990 γιατί αυτό θα δημιουργούσε μια μεγάλη ανισότητα μεταξύ αυτών που διεκδικούν μια θέση προαγωγής με βάση σχέδιο υπηρεσίας το οποίο εκδόθηκε μετά το 1990 και αυτών που διεκδικούν σήμερα μια θέση προαγωγής με βάση σχέδιο υπηρεσίας το οποίο εκδόθηκε με βάση την παλαιά νομοθεσία. Πρόθεση του Νομοθέτη – σύμφωνα με την κα. Αντωνίου – ήταν να δώσει καθολική εφαρμογή στον Καν. 2 και όχι να τον περιορίσει μόνο στα σχέδια υπηρεσίας τα οποία εκδόθηκαν με βάση  Κανονιστικές Πράξεις αφού αυτό θα δημιουργούσε μια ανισότητα μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων και θα παραβίαζε την αρχή της ισότητας.

Περαιτέρω η κα. Αντωνίου υπέβαλε ότι το κατά πόσο ένας υποψήφιος κατέχει τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα ανάγεται στην εξουσία του διορίζοντος οργάνου και το δικαστήριο δεν επεμβαίνει αν η απόφαση στην οποία κατέληξε το διορίζον όργανο ήταν εύλογα επιτρεπτή. Τέλος, η κα. Αντωνίου αναφέρθηκε στους Κανόνες που διέπουν την ερμηνεία νόμων σύμφωνα με τους οποίους «όπου γεννιέται αμφιβολία και υπάρχουν ανοικτές δύο ερμηνείες πρέπει να δίνουμε μια ερμηνεία η οποία να συνάδει με τη λογική». Έκαμε αναφορά στην Αντωνίου ν. Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου Κοφίνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 164 η οποία παραπέμπει στον Maxwell on Interpretation of Statutes, 12η κ., σελ. 203 και στην Gill v. Donald Humberstone & Co. Ltd [1963] 1 W.L.R. 929, 933, 934.

Ο κ. Αγγελίδης, εκ μέρους του Ε.Μ., υπέβαλε ότι η αίτηση της αιτήτριας για διεκδίκηση της θέσης έγινε δυνάμει της προκήρυξης και δεν υποβλήθηκε με επιφύλαξη ή με ένσταση. Επομένως στερείται εννόμου συμφέροντος. Ο κ. Αγγελίδης «πρόσθετα και διαζευκτικά» υπέβαλε ότι «ο Καν. 2 συμπληρώνει και τροποποιεί όλα τα σχέδια υπηρεσίας είτε αυτά καταρτίσθηκαν πριν το 1990 είτε αργότερα». Διαφορετική ερμηνεία θα οδηγούσε σε άνιση ή παράλογη μεταχείριση. Η απόφαση στη Νεοφύτου (πιο πάνω) – κατέληξε ο κ. Αγγελίδης - διαφοροποιείται απόλυτα γιατί εκεί δεν υπήρχε προκήρυξη. Ο Καν. 2 έχει ερμηνευθεί στην Νεοφύτου (πιο πάνω). Έχω θέσει το θέμα ως εξής:

[*56]«Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας υποστήριξε ότι το πανεπιστημιακό δίπλωμα που απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας ‘ήταν στην Κοινωνιολογία ή Κοινωνικές Επιστήμες και έπρεπε να ήταν ένα πλήρες Πρώτο Πανεπιστημιακό Δίπλωμα’. Το σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί σαφώς πανεπιστημιακό δίπλωμα όχι μεταπτυχιακό.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος έκαμε αναφορά στις πρωτόδικες και κατ’ έφεση αποφάσεις στη Δημοκρατία ν. Αναστασιάδου-Vantieghem κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 119, και στην Κ.Ο.Τ. ν. Προδρόμου (1995) 3 Α.Α.Δ. 128. Στην Προδρόμου (πιο πάνω) στο σχέδιο υπηρεσίας προβλεπόταν ως απαραίτητο προσόν για διορισμό:

‘1 (α) Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή Τίτλος ή ισότιμο προσόν στα Οικονομικά, Εμπορικά, Στατιστική, Marketing, Tourism, Δημόσια Διοίκηση, Δημόσιες Σχέσεις, Διεθνείς Σχέσεις, Διεύθυνση και Διοίκηση Ξενοδοχειακών Επιχειρήσεων (Hotel and Catering Administration, Hotel Management). Μεταπτυχιακό Δίπλωμα ή Τίτλος σε οποιοδήποτε από τα πιο πάνω θέματα θα θεωρηθεί ως πρόσθετο προσόν.’

Το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε:

‘(α)  Δίπλωμα του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου    (ΑΤΙ), Τεχνικού Μηχανικού Μηχανουργίας.

 (β)  Β.Sc. στον κλάδο Mechanical Engineering, του City University Λονδίνου και,

 (γ)  Δίπλωμα Master of Business Administration MBA (Marketing), του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης.’

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι το σχέδιο υπηρεσίας σαφώς διακρίνει μεταξύ πανεπιστημιακού και μεταπτυχιακού διπλώματος ή τίτλου στα συγκεκριμένα θέματα. Όσο διαφορετικά και αν ερμηνευθεί το σχέδιο υπηρεσίας δεν περιλαμβάνει δίπλωμα ή τίτλο στη Μηχανολογία, ενώ το δίπλωμα ΜΒΑ (Marketing) συνιστά μεταπτυχιακό τίτλο που δεν αποτελεί υποκατάστατο του πρώτου πτυχίου, ούτε προεξοφλεί την κατοχή τίτλου σε ένα από τα καθοριζόμενα θέματα. Αφού το δίπλωμα στη Μηχανολογία δεν ήταν μεταξύ των θεμάτων που προβλέπει το σχέδιο υπηρεσίας, το πτυχίο του ενδιαφερόμενου μέρους, κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν τηρούσε τις [*57]προϋποθέσεις για διορισμό. Κρίθηκε κατ’ έφεση ότι η διατύπωση του σχεδίου υπηρεσίας σαφώς αποκλείει την περίληψη του μεταπτυχιακού διπλώματος ή τίτλου στα απαραίτητα προσόντα, ενώ από τον διοικητικό φάκελο προκύπτει αναντίλεκτα ότι οι εφεσείοντες θεώρησαν το μεταπτυχιακό προσόν του ενδιαφερόμενου μέρους σαν πρώτο πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο σε ένα από τα συγκεκριμένα θέματα και όχι ως πρόσθετο προσόν. Η εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας από τους εφεσείοντες με τον τρόπο που έγινε και ιδιαίτερα η θεώρηση ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε πανεπιστημιακό δίπλωμα ή ισότιμο προσόν σ’ ένα από τα προσδιοριζόμενα θέματα, στη συγκεκριμένη πάντα περίπτωση, δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή και γι’ αυτό η διοικητική απόφαση πάσχει και ορθά ακυρώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Από την άλλη η ευπαίδευτη συνήγορος της Ε.Δ.Υ. υποστήριξε ότι το πανεπιστημιακό προσόν ‘M.Sc. in Applied Social Studies’ θεωρήθηκε από την Ε.Δ.Υ. ‘ως το προσόν που καθιστά το Ε.Μ. ως δικαιούχο και σε καμιά περίπτωση δεν εκλαμβάνεται ως ‘μεταπτυχιακό προσόν’ γιατί το πτυχίο της ΧΕΝ δεν κρίθηκε ως ισότιμος πανεπιστημιακός τίτλος’. Παρόμοια θέση έχει προβληθεί και από το συνήγορο του Ε.Μ.. Πρόσθετα και οι δύο συνήγοροι έκαμαν αναφορά στον Καν. 2 των περί Σχεδίων Υπηρεσίας (Γενικών) Κανονισμών του 1995, δυνάμει του οποίου ‘στα Σχέδια Υπηρεσίας των δημοσίων θέσεων για τις οποίες απαιτείται πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος, προστίθεται ως σημείωση η πιο κάτω πρόνοια: ‘Ο όρος πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος, καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο’. Ο δε ευπαίδευτος συνήγορος του Ε.Μ. υποστήριξε ότι ο πιο πάνω Κανονισμός συμπληρώνει, τροποποιεί και διαφοροποιεί όλα τα σχέδια υπηρεσίας και το περιεχόμενο του πρέπει να διαβάζεται ως μέρος όλων των σχεδίων υπηρεσίας στα οποία ουσιαστικά ενσωματώνεται (Βλ. Αριστείδη ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 588, 602).

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας αντέταξε ότι οι πιο πάνω κανονισμοί δεν τυγχάνουν εφαρμογής σε σχέδια υπηρεσίας που είχαν καταρτισθεί πριν από την θέσπιση του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1990 (Ν. 1/90). Με τη θέση  αυτή συμφώνησε και ο ευπαίδευτος συνήγορος του Ε.Μ. στο στάδιο των τελικών διευκρινίσεων.

Σύμφωνα με τον Καν. 3 των πιο πάνω Κανονισμών ‘με τους παρόντες Κανονισμούς τροποποιούνται ανάλογα οι Κανονι[*58]σμοί που έχουν θεσπιστεί αναφορικά με τα σχέδια υπηρεσίας επηρεαζομένων θέσεων’.

Η κατάρτιση σχεδίων υπηρεσίας με κανονισμούς, οι οποίοι δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, αποτελεί επίτευγμα του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου 1990 (Ν. 1/90). Σύμφωνα με το προϊσχύσαν άρθρο 29 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, 1967 (Ν. 33/67) τα σχέδια υπηρεσίας απλώς καταρτίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο. Δεν υπήρχε πρόνοια για θέσπιση Κανονισμών και δημοσίευση τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

Λαμβάνω υπόψη μου το λεκτικό του πιο πάνω Καν. 3. Περαιτέρω λαμβάνω υπόψη μου την ερμηνευτική αρχή η οποία υπαγορεύει ότι οι Νόμοι πρέπει να ερμηνεύονται στο σύνολό τους (Βλ. Georghiades v. Republic (1969) 3 C.L.R. 396). Έχω την άποψη ότι οι πιο πάνω κανονισμοί τυγχάνουν εφαρμογής στις περιπτώσεις σχεδίων υπηρεσίας που έχουν καταρτισθεί με τη μορφή Κανονισμών, δυνάμει των άρθρων 27 και 87 του Νόμου 1/90. Η άποψη αυτή βρίσκει έρεισμα στην παρουσία του Καν. 3. Αν πρόθεση του Νομοθέτη ήταν να δώσει καθολική εφαρμογή στον Καν. 2 για να τυγχάνει εφαρμογής και σε σχέδια υπηρεσίας που είχαν καταρτισθεί δυνάμει του άρθρου 29 του Νόμου 33/67 δεν θα περιλάμβανε τον Καν. 3 στους Κανονισμούς. Εφόσο, όπως είναι παραδεκτό, τα σχέδια υπηρεσίας της επίδικης θέσης έχουν καταρτισθεί δυνάμει του άρθρου 29 του Νόμου 33/67 δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες των πιο πάνω Κανονισμών. Η κατάληξη μου αυτή καθιστά αχρείαστη την εξέταση του κατά πόσο οι Κανονισμοί μπορεί να τύχουν αναδρομικής εφαρμογής. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος ακυρώσεως θα πρέπει να εξεταστεί με βάση τα σχέδια υπηρεσίας χωρίς την παρεμβολή του Καν. 2.»

Στην παρούσα υπόθεση ο Καν. 3 με καθαρό και απλό λεκτικό αναφέρεται σε τροποποίηση Κανονισμών που έχουν θεσπιστεί αναφορικά με τα σχέδια υπηρεσίας. Αν πρόθεση του Νομοθέτη ήταν να επιφέρει και τροποποίηση σχεδίων υπηρεσίας που δεν είχαν θεσπιστεί με Κανονισμούς μπορούσε να χρησιμοποιήσει το ανάλογο λεκτικό. Μπορούσε π.χ. να αναφερθεί ότι ο Καν. 2 ισχύει σε σχέση με όλα τα σχέδια υπηρεσίας. Αποτελεί βασική ερμηνευτική αρχή ότι όπου το λεκτικό του Νόμου είναι καθαρό και σαφές πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με την φυσική και συνηθισμένη του έννοια γιατί αυτό το λεκτικό εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την πρόθεση του νομοθέτη (Maxwell on the Interpretation of [*59]Statutes, 10η έκδοση, σελ. 2, Income Tax Commissioners v. Pemsel [1891] A.C. 531, 543, Pilavakis v. Cyprus Inland Telecommunications Authority (1963) 2 C.L.R. 429 και Southfields Industries Ltd v. Δήμου Λευκωσίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 59, 64). Υιοθέτηση της ερμηνείας που εισηγούνται η κα. Αντωνίου και ο κ. Αγγελίδης με το σκεπτικό πως η ερμηνεία που εισηγείται ο κ. Κωνσταντίνου θα παραβίαζε την αρχή της ισότητας θα ισοδυναμούσε με ανάληψη αρμοδιότητας για διερεύνηση της σοφίας της επίμαχης διάταξης. Μια τέτοια πορεία αντιστρατεύεται την ερμηνευτική αρχή η οποία δεν επιτρέπει την ανάληψη αρμοδιότητας από το δικαστήριο να διερευνήσει τη σοφία του Νόμου. Δεν είναι καθήκον του Δικαστηρίου να καταστήσει το Νόμο λογικό αλλά να τον ερμηνεύσει όπως έχει σύμφωνα με το ορθό νόημα του λεκτικού του (Sutters v. Briggs [1922] 1 A.C. 1, 8, Kanaris v. Tosoun (1969) 1 C.L.R. 637, 643). Οι αυθεντίες στις οποίες έχει αναφερθεί η κα. Αντωνίου ρυθμίζουν περιπτώσεις όπου το λεκτικό του Νόμου δεν είναι καθαρό και είναι επιδεκτικό δύο ερμηνειών (Βλ. Silvano κ.ά. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 25, 29: «Το θέμα κρίνεται κατ’ αρχήν από το λεκτικό της διάταξης και μόνο εν αμφιβολία ανατρέχει κανείς σε άλλους κανόνες». Βλ., επίσης, Κυπριανού ν. Α.ΤΗ.Κ. (Αρ. 1) (1998) 3 Α.Α.Δ. 355 (απόφαση Ολομέλειας): «Η λεκτική διατύπωση αποτελεί την αφετηρία όλων των ερμηνευτικών προσπαθειών»).

Στην παρούσα υπόθεση το λεκτικό της επίμαχης διάταξης είναι καθαρό. Δεν είναι επιδεκτικό οποιασδήποτε άλλης ερμηνείας.  Εφαρμογή του και στις περιπτώσεις σχεδίων υπηρεσίας τα οποία δεν είχαν θεσπισθεί με Κανονισμούς θα ισοδυναμούσε με προσθήκη λέξεων στο κείμενο του Νόμου και παρεμβολή επεκτάσεων οι οποίες δεν βρίσκονται στον σχετικό Κανονισμό. Μια τέτοια πορεία απαγορεύεται από τους ερμηνευτικούς κανόνες (Papaneophytou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 191, 194. Βλ. και Κωνσταντίνου ν. Αντωνιάδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 120 και Διοικητικό Συμβούλιο Ταμείου Συντάξεως Δικηγόρων ν. Αντωνιάδη (2000) 1 Α.Α.Δ. 1915: «Δεν επιτρέπεται απόκλιση από ρητές νομοθετικές διατάξεις όταν αυτές είναι σαφείς. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να πληρώνει κενά σε ένα νόμο». Έχω βέβαια υπόψη μου νομολογία η οποία συνηγορεί υπέρ της ερμηνείας με αναφορά στο σκοπό του νομοθετήματος ή του κανονισμού  (Βλ. Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Πλάζα Λτδ κ.ά. ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερμασόγειας (1998) 3 Α.Α.Δ. 348) αλλά όπως λέχθηκε στη Southfields Industries Ltd (πιο πάνω) όπου το λεκτικό της διάταξης είναι σαφές το Δικαστήριο την ερμηνεύει με βάση τη φυσική και συνήθη έννοια των λέξεων. Εδώ το λεκτικό της επίμαχης διάταξης είναι σαφές.

[*60]Το ζητούμενο στην παρούσα υπόθεση δεν είναι κατά πόσο η κρίση της Ε.Δ.Υ. περί της κατοχής των προσόντων της παραγ. (α) του σχεδίου υπηρεσίας από το Ε.Μ. ήταν εύλογα επιτρεπτή. Αυτό που προκύπτει για εξέταση είναι κατά πόσο η πιο πάνω σημείωση τυγχάνει εφαρμογής και στην περίπτωση σχεδίων υπηρεσίας τα οποία δεν έχουν καταρτισθεί με Κανονισμούς. Αυτό είναι θέμα που πρέπει να εξεταστεί με βάση την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στους πιο πάνω Κανονισμούς. Επομένως η νομολογία που διέπει τον δικαστικό έλεγχο αποφάσεων που σχετίζονται με κατοχή προσόντων δεν μπορεί να διαδραματίσει οποιοδήποτε ρόλο.

Το θέμα που προκύπτει για εξέταση έχει επιλυθεί στη Νεοφύτου (πιο πάνω). Σημειώνεται ότι οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Ε.Δ.Υ. και του Ε.Μ. δεν με έχουν καλέσει να αποστώ από την ερμηνεία που έχω υιοθετήσει στη Νεοφύτου (πιο πάνω). Σημειώνεται, επίσης, ότι τα όσα έχουν αποφασισθεί στη Νεοφύτου (πιο πάνω) αποτελούσαν υιοθέτηση σχετικής εισήγησης του κ. Αγγελίδη με την οποία είχε συμφωνήσει και ο κ. Κωνσταντίνου ο οποίος – στη Νεοφύτου – εμφανιζόταν για το Ε.Μ.. Διαφωνώ δε με τη θέση του κ. Αγγελίδη ότι οι δύο υποθέσεις διακρίνονται. Αντικείμενο της κρίσης του Δικαστηρίου και στις δύο υποθέσεις ήταν η ερμηνεία των πιο πάνω Κανονισμών. Διαφωνώ, επίσης, με τη θέση του κ. Αγγελίδη για έλλειψη έννομου συμφέροντος  επειδή η αιτήτρια δεν πρόβαλε οποιαδήποτε επιφύλαξη όταν υπέβαλε την αίτηση της σ’  ανταπόκριση της δημοσίευσης της θέσης η οποία περιλάμβανε την επίμαχη σημείωση. Η δημοσίευση αποτελούσε προπαρασκευαστική πράξη. Ο περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμος του 1990 (Ν. 1/90) δεν περιέχει πρόνοιες για υποβολή ενστάσεων σε σχέση με προπαρασκευαστικές πράξεις επί ποινή απώλειας έννομου συμφέροντος. Η αιτήτρια είχε κάθε δικαίωμα να μην προβάλει οποιαδήποτε επιφύλαξη και να προβάλει λόγους ακύρωσης που σχετίζονται τόσο με την εγκυρότητα των προπαρασκευαστικών πράξεων όσο και με την εγκυρότητα της τελικής πράξης (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, σελ. 244).

Ούτε η Ε.Δ.Υ. μπορούσε να εφαρμόσει τον επίμαχο Κανονισμό και στην περίπτωση σχεδίων υπηρεσίας που δεν είχαν θεσπισθεί με Κανονισμούς κατά τρόπο που δεν επιτρέπεται από το λεκτικό του, κατ’ εφαρμογή της αρχής της ισότητας. Εφόσον η επίμαχη διάταξη έχει θεσπισθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο αυτή πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία της μέχρις ότου καταργηθεί από το Όργανο που την έχει θεσπίσει ή μέχρις ότου κριθεί ultra vires ή αντισυνταγματική από το Δικαστήριο (Kapsou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1336, 1341 και Psara-Kronidou v. [*61]Republic (1985) 3 C.L.R. 1900, 1903).

Στην παρούσα υπόθεση η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι το μεταπτυχιακό δίπλωμα του Ε.Μ. θεωρείται ως πρώτο πτυχίο και βάσει του οποίου ικανοποιείται η παραγ. (ι) του σχεδίου υπηρεσίας. Η κρίση αυτή της Ε.Δ.Υ. είχε σαν έρεισμα την πιο πάνω σημείωση του σχεδίου υπηρεσίας. Με άλλα λόγια η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι η σημείωση τυγχάνει εφαρμογής και στις περιπτώσεις σχεδίων υπηρεσίας – όπως είναι το επίδικο – που δεν είχαν θεσπισθεί με Κανονισμούς.  Αυτή η κρίση της Ε.Δ.Υ. είναι εσφαλμένη για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί στη Νεοφύτου (πιο πάνω) και για τους πρόσθετους λόγους που έχουν παρατεθεί πιο πάνω (βλ. σελ. 58-61). Επομένως η Ε.Δ.Υ. έχει ενεργήσει κάτω από την πλάνη ότι το Ε.Μ. είναι προσοντούχο δυνάμει της σημείωσης. Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να αξιολογήσει πρωτογενώς τα προσόντα του Ε.Μ. και να προβεί σε διαπιστώσεις κατά πόσο κατέχει ή όχι τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα. Αυτό αποτελεί έργο της Ε.Δ.Υ. (βλ. τις αποφάσεις της Ολομέλειας στις Χριστοδουλίδου ν. Ε.Δ.Υ. (1999) 3 Α.Α.Δ. 1 και Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145). Εν όψει της διαπιστωθείσας πλάνης της Ε.Δ.Υ. η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί. Το δε θέμα της κατοχής των προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας από το Ε.Μ. θα πρέπει να επανεξεταστεί από την Ε.Δ.Υ. (βλ. Μιχ. Δ. Στασινόπουλου «Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων», 1982 Ανατύπωσις, σελ. 305).

Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της με έξοδα. Καμιά διαταγή για τα έξοδα του ενδιαφερόμενου μέρους.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα ως ανωτέρω.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο