Τσιγαρίδης Μιχάλης Σωτήρη και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλου (2002) 4 ΑΑΔ 76

(2002) 4 ΑΑΔ 76

[*76]22 Ιανουαρίου, 2002

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

1. ΜΙΧAΛΗΣ ΣΩΤΗΡΗ ΤΣΙΓΑΡΙΔΗΣ,

2. ΧΑΡΗΣ ΘΩΜΑ,

Αιτητές,

v.

1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

    ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ

    ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ,

2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 849/2000)

 

Πολεοδομία και Χωροταξία ― Ιεραρχική προσφυγή κατά πολεοδομικής απόφασης ― Νομοθετικό πλαίσιο ― Η αρμοδιότητα εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής ανήκει στην εξ υπουργών Επιτροπή και όχι στον Υπουργό Εσωτερικών από μόνο του.

Διοικητικό Δίκαιο ― Αρχή της καλής πίστης ― Η επίκληση πως δεν μπορεί να δικαιολογήσει την έκδοση παράνομων διοικητικών πράξεων.

Διοικητικό Όργανο ― Αρμοδιότητα ― Η αναζήτηση των απόψεων τρίτων στο πλαίσιο της διερεύνησης των γεγονότων προς το σκοπό άσκησης της εξουσίας που εναποτίθεται σε νομοθετημένο όργανο δεν συνιστά απεμπόληση εξουσίας αλλά μέτρο αναγόμενο στη δέουσα διερεύνηση των γεγονότων.

Πολεοδομία και Χωροταξία ― Ιεραρχική προσφυγή κατά πολεοδομικής απόφασης ― Η δυνατότητα της εξ υπουργών επιτροπής να διερευνά τα γεγονότα της ιεραρχικής προσφυγής μέσω και της λήψης των απόψεων τρίτων ― Το δυνητικό και όχι υποχρεωτικό της προηγούμενης ακρόασης των προσφευγόντων.

Πολεοδομία και Χωροταξία ― Ιεραρχική προσφυγή κατά πολεοδομικής [*77]απόφασης ― Αιτιολογία της απόφασης επί της προσφυγής ― Δεν απαιτείται να εμφαίνεται στο σώμα της αλλά δύναται να συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου.

Οι αιτητές επεδίωξαν την ακύρωση της απόρριψης της ιεραρχικής τους προσφυγής κατά της άρνησης έκδοσης πολεοδομικής άδειας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Δεν ευσταθούν τα παράπονα των αιτητών ότι ο Υπουργός Εσωτερικών παρέλειψε να τους δώσει την ευκαιρία να ακουστούν επί της ιεραρχικής προσφυγής και ότι παρέλειψε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και να λάβει οποιανδήποτε απόφαση. Ο Υπουργός Εσωτερικών από μόνος του δεν έχει δικαίωμα ούτε να ακούσει τον αιτούντα, αλλά ούτε και να λάβει οποιανδήποτε απόφαση, κάτι που είναι της αποκλειστικής αρμοδιότητας της επιτροπής. Απλώς κοινοποιεί την απόφαση της επιτροπής στους αιτούντες.

2.  Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η αρχή της καλής πίστης υπαγόρευε τη χορήγηση σ’ αυτούς της άδειας, αφού θα έπρεπε να ληφθεί υπ’ όψιν η ήδη υφιστάμενη ανάπτυξη εντός του τεμαχίου. Ούτε αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί. Η υφιστάμενη ανάπτυξη είχε γίνει χωρίς άδεια οικοδομής και κατά παράβαση της πολεοδομικής άδειας που είχε μάλιστα εκπνεύσει. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν εφαρμόζονται οι αρχές της καλής πίστης. Πάγια νομολογία αναφέρει ότι η λήψη παράνομων διοικητικών αποφάσεων δεν είναι επιτρεπτή, έστω και κατ’ επίκληση της αρχής της καλής πίστης.

3.  Η αναζήτηση των απόψεων τρίτων στο πλαίσιο της διερεύνησης των γεγονότων προς το σκοπό άσκησης της εξουσίας που εναποτίθεται σε νομοθετημένο όργανο, δεν συνιστά απεμπόληση εξουσίας, αλλά μέτρο αναγόμενο στη δέουσα διερεύνηση των γεγονότων.

     Έρευνα των γεγονότων και στοιχείων δεν απαιτεί απαραίτητα έρευνα από τα ίδια τα μέλη της εξ Υπουργών Επιτροπής. Η Επιτροπή έχει κάθε δικαίωμα να απευθυνθεί σε οποιονδήποτε θεωρεί ως αρμόδιο φορέα ή τμήμα για τις απόψεις του.

4.  Περαιτέρω η Επιτροπή δεν είχε υποχρέωση να ακούσει τους αιτητές πριν καταλήξει στην απόφασή της (Καν. 7(4) της Κ.Δ.Π. 55/90.

[*78]5.        Στην παρούσα υπόθεση, άνκαι η αιτιολογία δεν περιέχεται στο σώμα της απόφασης, άνετα συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου. Σημειώνεται ότι ο σχετικός περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμος του 1972, όπως τροποποιήθηκε, δεν απαιτεί ρητή αιτιολογία της απόφασης. Εξέταση του περιεχόμενου του φακέλου καταδεικνύει καθαρά τους λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Χριστοδούλου κ.ά. v. Επάρχου Λευκωσίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 810,

Δημοκρατία v. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191,

Χρυσάνθου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 286/97, ημερ. 29.1.1999,

Δημητριάδη κ.ά. v. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85,

Χριστοδούλου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 266/97, ημερ. 25.11.1998,

Φράγκου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270,

Τσίγκης v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 418,

Κυριακίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298.

Προσφυγή.

Κ. Κυριακόπουλος για Κ. Σέργη, για τους Aιτητές.

Μ. Μαλαχτού-Παμπαλλή, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Οι αιτητές αξιώνουν δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση ημερ. 5.4.2000, με την οποία απορρίφθηκε ιεραρχική προσφυγή τους σε άρνηση του Τμήματος Πολεοδομίας να εκδώσει πολεοδομική άδεια, για συγκεκριμένη αξιοποίηση κτήματος ιδιοκτησίας τους, είναι άκυρη.

Άλλη θεραπεία, με την οποία αξιωνόταν δήλωση του Δικαστη[*79]ρίου ότι η απόρριψη της αίτησής τους για χορήγηση πολεοδομικής άδειας είναι επίσης άκυρη, αποσύρθηκε σε προηγούμενο στάδιο και δεν θα μας απασχολήσει.

Οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες του τεμαχίου υπ’ αρ. 198, Φ/Σχ. L/23, στο χωριό Μενεού, η εταιρεία Αγρόκτημα Μενεού Λτδ, εξασφάλισαν στις 13.6.1995 πολεοδομική άδεια για ανέγερση διώροφης οικοδομής, με υπόγειο χώρο στάθμευσης. Η οικοδομή αποτελείτο από ένα κατάστημα στο ισόγειο και δύο διαμερίσματα στον όροφο. Η πολεοδομική άδεια ίσχυε για περίοδο τριών χρόνων, δηλαδή μέχρι τις 12.6.1998. Στις 24.3.1998 και πριν τη λήξη της πολεοδομικής άδειας, οι αιτητές υπέβαλαν προς την αρμόδια αρχή αίτηση για έκδοση άδειας οικοδομής για εκτέλεση της ανάπτυξης που ήταν το αντικείμενο της πολεοδομικής άδειας. Όμως, παρά το ότι δεν είχαν ακόμα εξασφαλίσει άδεια οικοδομής, προχώρησαν με την ανέγερση της οικοδομής.

Η ανεγερθείσα οικοδομή δεν πληρούσε τους όρους που είχαν τεθεί από την αρμόδια αρχή κατά τη χορήγηση της πολεοδομικής άδειας. Μεταξύ άλλων παραβάσεων, σημειώνεται η ανέγερση καταστήματος συνολικού εμβαδού 760 τ. μέτρων, αντί των εγκριθέντων 560 τ. μέτρων. Περαιτέρω ο προοριζόμενος ως υπόγειος χώρος στάθμευσης, στην οικοδομή διαμορφώθηκε ως αποθηκευτικός χώρος του καταστήματος.

Η αρμόδια αρχή δεν ολοκλήρωσε την εξέταση της υποβληθείσας αίτησης για άδεια οικοδομής. Επειδή οι αιτητές παρέλειψαν να καταχωρήσουν παράλληλα αίτηση για ανανέωση της πολεοδομικής άδειας, όταν η πολεοδομική άδεια εξέπνευσε, δεν ήταν πλέον δυνατή η έκδοση άδειας οικοδομής.

Στις 31.3.1999 υποβλήθηκε από τους αιτητές νέα αίτηση για εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας για ένα κατάστημα και δύο διαμερίσματα. Η αίτηση απορρίφθηκε γιατί η σκοπούμενη εμπορική ανάπτυξη βρισκόταν έξω από τις καθορισμένες περιοχές εμπορικής δραστηριότητας του τοπικού σχεδίου Λάρνακας. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης οι αιτητές άσκησαν ιεραρχική προσφυγή, την οποία η αρμόδια εξ Υπουργών Επιτροπή (στο εξής «η Επιτροπή»), απέρριψε στις 3.3.2000. Η απόφαση της Επιτροπής που τους κοινοποιήθηκε με επιστολή του Υπουργείου Εσωτερικών ημερ. 5.4.2000 είναι το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

Οι αιτητές εγείρουν σειρά λόγων. Ισχυρίζονται κατ’ αρχήν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του Συντάγ[*80]ματος και του περί Χωρομετρίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, Ν.90/72, όπως τροποποιήθηκε. Προβάλλουν το επιχείρημα ότι παραβιάστηκαν οι πρόνοιες του άρθρου 26, γιατί η πολεοδομική αρχή δεν έλαβε υπ’ όψιν οποιανδήποτε πρόβλεψη που περιλαμβανόταν στο σχέδιο ανάπτυξης ή υφιστάμενες προτάσεις για εκπόνηση ή τροποποίηση οποιουδήποτε σχεδίου ανάπτυξης.

Οι αιτητές ισχυρίζονται περαιτέρω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των παγίως νομολογημένων αρχών του διοικητικού δικαίου και της καθιερωμένης πρακτικής περί εξέτασης ιεραρχικών προσφυγών, ότι κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 18 του Κεφ. 96 ο Υπουργός Εσωτερικών παρέλειψε να τους δώσει την ευκαιρία να ακουστούν, παρέλειψε να προβεί σε δέουσα έρευνα και παρέλειψε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια να λάβει ο ίδιος οποιαδήποτε απόφαση. Προβάλλεται ακόμα ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις αρχές της νομιμότητας, της ισότητας, της καλής πίστης και της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης και τέλος ότι εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας.

Οι αιτητές αναφέρονται συνεχώς σε διάφορες πρόνοιες του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, καθώς και στην αρμοδιότητα του Υπουργού Εσωτερικών, φαίνεται δε ότι και η ιεραρχική τους προσφυγή υποβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 18 του Κεφ. 96. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο νόμος που τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση είναι ο περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμος του 1972, Ν.90/1972, όπως τροποποιήθηκε και οι περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αιτήσεις και Ιεραρχικές Προσφυγές) Κανονισμοί του 1990, Κ.Δ.Π. 55/90.

Οι ισχυρισμοί των αιτητών δεν ευσταθούν. Το άρθρο 31 του Ν.90/1972 προβλέπει δικαίωμα άσκησης ιεραρχικής προσφυγής κατ’ αποφάσεων της πολεοδομικής αρχής στο Υπουργικό Συμβούλιο. Αυτή η εξουσία του Υπουργικού  Συμβουλίου εκχωρήθηκε με βάση τις διατάξεις του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962, Ν.23/1962 και στη συνέχεια  με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομ. 30.7.1993, (Κ.Δ.Π. 196/93), σε πενταμελή εξ υπουργών επιτροπή, στην οποία μετέχει και ο Υπουργός Εσωτερικών. Η προσφυγή κατατίθεται στον Υπουργό Εσωτερικών και κοινοποιείται στην πολεοδομική αρχή (Καν. 7(3)). Η εξ Υπουργών Επιτροπή εξετάζει την προσφυγή και κοινοποιεί την απόφασή της στον αιτούντα. Πριν την έκδοση της απόφασης, η Επιτροπή, “αν το κρίνει σκόπιμο, ακούει, ή δίδει την ευκαιρία στον ενδιαφερόμενο να [*81]υποστηρίξει τους λόγους στους οποίους βασίζεται η προσφυγή” (Καν. 7(4)).

Σύμφωνα με τον Καν. 7(5) η εξ Υπουργών Επιτροπή μπορεί να αναθέτει σε Υπουργό ή επιτροπή από υπουργούς την εξέταση θεμάτων σχετικών με την ιεραρχική προσφυγή, όπως ακριβώς έγινε και στην παρούσα υπόθεση. Γι’ αυτό το λόγο δεν ευσταθούν και τα παράπονα των αιτητών ότι ο Υπουργός Εσωτερικών παρέλειψε να τους δώσει την ευκαιρία να ακουστούν επί της ιεραρχικής προσφυγής και ότι παρέλειψε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και να λάβει οποιανδήποτε απόφαση. Ο Υπουργός Εσωτερικών από μόνος του δεν έχει δικαίωμα ούτε να ακούσει τον αιτούντα, αλλά ούτε και να λάβει οποιανδήποτε απόφαση, κάτι που είναι της αποκλειστικής αρμοδιότητας της επιτροπής. Απλώς κοινοποιεί την απόφαση της επιτροπής στους αιτούντες. Πολύ χρήσιμη για να αντιληφθεί κανένας τη διαδικασία της ιεραρχικής προσφυγής σε παρόμοιες υποθέσεις είναι η υπόθεση Χριστοδούλου κ.ά. ν. Επάρχου Λευκωσίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 810.

Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η αρχή της καλής πίστης υπαγόρευε τη χορήγηση σ’ αυτούς της άδειας, αφού θα έπρεπε να ληφθεί υπ’ όψιν η ήδη υφιστάμενη ανάπτυξη εντός του τεμαχίου. Ούτε αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί. Η υφιστάμενη ανάπτυξη είχε γίνει χωρίς άδεια οικοδομής και κατά παράβαση της πολεοδομικής άδειας που είχε μάλιστα εκπνεύσει. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν εφαρμόζονται οι αρχές της καλής πίστης. Πάγια νομολογία αναφέρει ότι η λήψη παράνομων διοικητικών αποφάσεων δεν είναι επιτρεπτή, έστω και κατ’ επίκληση της αρχής της καλής πίστης. Χαρακτηριστικά, στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191, αναφέρθηκαν τα εξής:

«Ούτε η καλή πίστη συναρτάται με τον υπερακοντισμό της νομιμότητας στη λειτουργία της Διοίκησης. Όπως διευκρινίζεται στην Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60,  η αρχή της καλής πίστης σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία. Δεν υπερφαλαγγίζει όμως την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, που είναι συνυφασμένη, όπως και κάθε κρατική λειτουργία, με την αρχή του κράτους δικαίου. Όπως υποδεικνύεται στην Παμπόρης ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2732, η αρχή της καλής πίστης, δεν μεταβάλλει τις αρχές δικαίου που διέπουν την άσκηση των εξουσιών που εναποτίθενται σε διοικητικό όργανο, ούτε προεξοφλεί την άσκηση της εξουσίας η οποία παρέχεται.»

[*82]Στην παρούσα υπόθεση η σχετική νομοθεσία δεν επέτρεπε την αιτούμενη ανάπτυξη και συνεπώς η διοίκηση δεν είχε άλλη επιλογή από την απόρριψη της αίτησης. Πέραν τούτου, οι αιτητές προχώρησαν σε ανέγερση της οικοδομής, παρά τον όρο που τους είχε τεθεί στην πολεοδομική άδεια να μην προβούν σε έναρξη εργασιών πριν την έκδοση άδειας οικοδομής από την αρμόδια τοπική αρχή, ενώ η οικοδομή που ανήγειραν, δεν ήταν σύμφωνη με τα σχέδια που είχαν εγκριθεί και με βάση τα οποία είχε χορηγηθεί η πολεοδομική άδεια. Τέλος, η σκοπούμενη ανάπτυξη βρισκόταν σε δυσαρμονία με το τοπικό σχέδιο Λάρνακας.

Η απόφαση της εξ Υπουργών Επιτροπής βασίστηκε πάνω στο σημείωμα που ετοιμάστηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών, ημερ. 3.3.2000, με το οποίο τέθηκαν ενώπιόν της όλα τα απαραίτητα στοιχεία, καθώς και η γνώμη και εισηγήσεις του Επαρχιακού Λειτουργού του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Λάρνακας, του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και του Επάρχου Λάρνακας.

Ο Έπαρχος, πριν καταλήξει στην απόφασή του, ζήτησε τις απόψεις, όχι μόνο του Τμήματος Πολεοδομίας, αλλά και των επηρεαζόμενων τοπικών αρχών. Από ό,τι προκύπτει από το φάκελο, φαίνεται ότι ο Έπαρχος διεξήγαγε ευρεία έρευνα που σκοπούσε στη διαπίστωση όλων των δεδομένων. Το γεγονός ότι η τελική του απόφαση συμπίπτει με τις εισηγήσεις των πολεοδομικών αρχών, δεν σημαίνει ούτε απεμπόληση εξουσίας, ούτε αποποίηση εκτέλεσης καθήκοντος.

Από την άλλη η εξ Υπουργών Επιτροπή αποφάσισε να απορρίψει την ιεραρχική προσφυγή, γιατί έκρινε ότι η πολεοδομική αρχή εφάρμοσε ορθά και μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της τις πρόνοιες του τοπικού σχεδίου Λάρνακας.

Η αναζήτηση των απόψεων τρίτων στο πλαίσιο της διερεύνησης των γεγονότων προς το σκοπό άσκησης της εξουσίας που εναποτίθεται σε νομοθετημένο όργανο, δεν συνιστά απεμπόληση εξουσίας, αλλά μέτρο αναγόμενο στη δέουσα διερεύνηση των γεγονότων (Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 286/97, ημερ. 29.1.1999 και Δημητριάδη κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85, 109).

Έρευνα των γεγονότων και στοιχείων δεν απαιτεί απαραίτητα έρευνα από τα ίδια τα μέλη της εξ Υπουργών Επιτροπής. Η Επιτροπή έχει κάθε δικαίωμα να απευθυνθεί σε οποιονδήποτε θεωρεί [*83]ως αρμόδιο φορέα ή τμήμα για τις απόψεις του (Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω).

Περαιτέρω η Επιτροπή δεν είχε υποχρέωση να ακούσει τους αιτητές πριν καταλήξει στην απόφασή της (Καν. 7(4) της Κ.Δ.Π. 55/90. Βλέπε επίσης Χριστοδούλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 266/97, ημερ. 25.11.1998).

Τέλος, οι αιτητές εγείρουν ως λόγο ακύρωσης την έλλειψη αιτιολογίας. Ούτε ο λόγος αυτός ευσταθεί. Έχει επανειλημμένα λεχθεί ότι η αιτιολογία πρέπει να παρέχει στο Δικαστήριο τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης και δεν πρέπει να είναι αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο (Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270 και Τσίγκης ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 418).

Η αιτιολογία μιας διοικητικής απόφασης δεν είναι απαραίτητο να παρουσιάζεται μόνο στο σώμα της πράξης, αλλά μπορεί να διαπιστώνεται και από τα στοιχεία του φακέλου (Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, 304).

Στην παρούσα υπόθεση, άνκαι η αιτιολογία δεν περιέχεται στο σώμα της απόφασης, άνετα συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου. Σημειώνεται ότι ο σχετικός περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμος του 1972, όπως τροποποιήθηκε, δεν απαιτεί ρητή αιτιολογία της απόφασης. Εξέταση του περιεχόμενου του φακέλου καταδεικνύει καθαρά τους λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση και οι οποίοι έχουν εκτεθεί προηγουμένως.

Κανένας από τους προβαλλόμενους λόγους δεν ευσταθεί και συνεπώς η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των αιτητών, τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στις £400.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο