Theoktisto Ltd Imports-Exports και Άλλοι ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2002) 4 ΑΑΔ 117

(2002) 4 ΑΑΔ 117

[*117]28 Iανουαρίου, 2002

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

1. THEOKTISTO LTD IMPORTS-EXPORTS,

2. ΑEGEAS NAVIGATION LTD,

Αιτητές,

v.

ΑΡΧHΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 680/2000)

 

Διοικητική Πράξη ― Εκτελεστότητα ― Εκτελεστότητα μηχανογραφημένης διοικητικής πράξης ― Η περίπτωση τιμολογίων που εξέδωσε η Αρχή Λιμένων Κύπρου μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή ― Κατά πόσο συνιστούσε διοικητική πράξη επιβολής λιμενικών δικαιωμάτων.

Έννομο Συμφέρον ― Ναυτικού πράκτορα να προσβάλει απόφαση επιβολής λιμενικών δικαιωμάτων σε βάρος πελάτη του.

Έννομο Συμφέρον ― Αποδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης ― Χαρακτηριστικά της αποδοχής που προϋποτίθενται για να επέλθει απώλεια του εννόμου συμφέροντος ― Δεν υπήρχαν στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Αρχή Λιμένων Κύπρου ― Λιμενικά δικαιώματα ― Παράγραφος 3(1) του Μέρους Ι του Πίνακα των περί Οργανισμού Λιμένων Κύπρου (Καταβλητέα Δικαιώματα) Κανονισμών του 1976 (Κ.Δ.Π.45/76) ― Ερμηνεία ― Πεπλανημένη η εφαρμογή της διάταξης στην κριθείσα περίπτωση.

Λέξεις και Φράσεις ― Ο όρος «μοναδοποιημένος» στην παράγραφο 3(1) του Μέρους Ι του Πίνακα των περί Οργανισμού Λιμένων Κύπρου (Καταβλητέα Δικαιώματα) Κανονισμών του 1976 (Κ.Δ.Π. 45/76).

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Πλάνη ― Η δημιουργία αμφιβολίας περί την ύπαρξη ή μη [*118]ύπαρξη πλάνης είναι αρκετή για να καταστήσει τη ληφθείσα απόφαση άκυρη.

Οι αιτητές προσέβαλαν την σε βάρος των πρώτων εξ αυτών επιβολή λιμενικών δικαιωμάτων που εμπεριέχετο στην έκδοση των σχετικών τιμολογίων από τους καθ’ων η αίτηση.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Είναι παραδεκτό ότι η έκδοση των επίδικων τιμολογίων γίνεται αυτόματα μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή με την καταχώρηση και μόνο της κατηγορίας στην οποία ταξινομείται το εκάστοτε φορτίο κατ’ εφαρμογήν των προνοιών του Κανονισμού 3 των περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Καταβλητέα Δικαιώματα) Κανονισμών του 1976 έως 1999, Κ.Δ.Π. 45/76, όπως τροποποιήθηκαν.

Τα τιμολόγια που εκδόθηκαν στο όνομα των αιτητών 1, παράγουν έννομα αποτελέσματα και αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις. Η βεβαίωση φόρου, (ο διοικητικός δηλαδή προσδιορισμός της φορολογικής οφειλής που, γενικά, προκύπτει απ’ ευθείας από το νόμο), είναι (εκτελεστή) διοικητική πράξη και μπορεί επομένως να προσβληθεί ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, είτε υπολογίζεται και συντάσσεται από τους αρμόδιους υπαλλήλους, είτε από ηλεκτρονικούς υπολογιστές (μηχανογραφημένη διοικητική πράξη).

     Η διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε στο αιτητικό της προσφυγής είναι τέτοια που δεν αφήνει αμφιβολία ότι η προσφυγή στρέφεται εναντίον της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση να κατατάξουν τα εμπορεύματα στη συγκεκριμένη κατηγορία, αποτέλεσμα της οποίας ήταν και η έκδοση των τιμολογίων.

2.  Ο επηρεασμός των αιτητών 2 αντιστοιχεί σε έμμεσα αποτελέσματα της επιβολής εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση του συγκεκριμένου ποσού, ενώ η πελατειακή σχέση με τους αιτητές 1 που επικαλούνται οι αιτητές 2, δεν τους νομιμοποιεί στην καταχώρηση της παρούσας προσφυγής.

     Το συμφέρον που θίγεται πρέπει να είναι άμεσο. Προς τούτο αρκεί να υφίσταται αιτιώδης σχέση μεταξύ της πράξης που προσβάλλεται και της ζημιάς του αιτούμενου την ακύρωση, χωρίς παρεμβολή συμφέροντος τρίτου.

[*119]         Οι αιτητές 2 δεν έχουν άμεσο έννομο συμφέρον και συνεπώς δεν μπορούν να προσβάλουν παραδεκτά την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση. Η προσφυγή τους απορρίπτεται.

3.  Τόσο η νομολογία, όσο και η θεωρία συμφωνούν ότι η αποδοχή του προσφεύγοντος θα πρέπει να είναι σαφής και ανεπιφύλακτη και χωρίς να έχει λάβει χώρα υπό την πίεση της επέλευσης επιβλαβών συνεπειών για τον αιτούντα.

     Στην παρούσα περίπτωση, οι αιτητές είχαν από την προηγούμενη μέρα με την επιστολή τους ημερ. 30.3.2000, εκδηλώσει τη σαφή τους αντίθεση προς τα λιμενικά δικαιώματα που οι καθ’ ων η αίτηση σκόπευαν να τους επιβάλουν. Χαρακτηριστική είναι και η αναφορά στην πρόθεσή τους να προσφύγουν, σε περίπτωση που οι καθ’ ων η αίτηση επέμεναν στην επιβολή των ίδιων λιμενικών δικαιωμάτων στο Ανώτατο Δικαστήριο, όπως είχαν ήδη πράξει και σε άλλη, φαίνεται, υπόθεση.

     Η επιστολή αυτή των αιτητών συνιστά διαμαρτυρία κατά της επιβολής των συγκεκριμένων δικαιωμάτων και συνεπώς αποτελεί απόδειξη ότι η αποδοχή της προσβαλλόμενης πράξης δεν ήταν ανεπιφύλακτη. Κι αυτό χωρίς εξέταση του ισχυρισμού τους ότι η πληρωμή έγινε από την πιεστική τους ανάγκη να εκτελωνίσουν το φορτίο. Εν όψει των ανωτέρω οι αιτητές δεν αποδέκτηκαν την προσβαλλόμενη πράξη και συνεπώς δεν απώλεσαν το έννομό τους συμφέρον να την προσβάλουν.

4.  Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η χρέωση που τους έγινε εδράζεται σε πλάνη. Οι καθ’ ων η αίτηση χρέωσαν λιμενικά δικαιώματα με βάση την παράγραφο 3(1) (xvii), θεωρώντας το φορτίο ως μη περιλαμβανόμενο στην κατηγορία 3(1), και χρεώνοντας ανάλογο συντελεστή. Αντίθετα, σύμφωνα με τους αιτητές, το φορτίο τους θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι ενέπιπτε στην κατηγορία 3(1) του Πίνακα των περί Οργανισμού Λιμένων Κύπρου (Καταβλητέα Δικαιώματα) Κανονισμών του 1976, Κ.Δ.Π. 45/76, γιατί το φορτίο ήταν μοναδοποιημένο και θα έπρεπε να επιβληθεί μικρότερος συντελεστής.

     Το όλο θέμα καταλήγει στην ερμηνεία του όρου “μοναδο-ποιημένο”.

Έχοντας υπ’ όψιν τον τρόπο συσκευασίας του συγκεκριμένου φορτίου, η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση είναι πεπλανημένη.  Το φορτίο που ήταν πλάκες Καρύστου, ήταν συσκευασμένο πάνω σε [*120]σανίδι και αποτελούσε ολόκληρο μία παλλέτα, δηλαδή μία συγκεκριμένη μονάδα φόρτωσης. Ο τρόπος συσκευασίας διευκολύνει το χειρισμό του και μειώνει το χρόνο φόρτωσης και εκφόρτωσής του, αφού με μια κίνηση μετακινείται ολόκληρη η συσκευασία, η οποία περιέχει πολλές μονάδες του προϊόντος μαζί.

     Όπως έχει νομολογηθεί, η δημιουργία αμφιβολίας περί την ύπαρξη ή μη ύπαρξη πλάνης είναι αρκετή για να καταστήσει τη ληφθείσα απόφαση άκυρη.

     Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ήταν εύλογα ανοικτό στους καθ’ ων η αίτηση να θεωρήσουν τα προϊόντα των αιτητών ως υποκείμενα σε λιμενικά δικαιώματα της τάξης 3(1) (xvii). Η διατύπωση του Κανονισμού σαφώς δείχνει ότι η απόφασή τους είναι πεπλανημένη, αφού το φορτίο εύλογα μπορεί να θεωρηθεί ως μοναδοποιημένο και μετακινούμενο ως μία μονάδα.

Η προσφυγή ως προς τους αιτητές 1 επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσφυγή των αιτητών 2 απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

ΣτΕ 1426/79,

Δημητριάδης κ.ά. v. Δημοκρατίας  (2001) 3 Α.Α.Δ. 868,

Εταιρεία Αστικών Λεωφορείων Πάφου (ΑΛΕΠΑ) Λτδ κ.ά. v. Ψαλτά (2001) 3 Α.Α.Δ. 834,

Παπαδόπουλος κ.ά. v. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 1,

Παπακώστας v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 936/97, ημερ. 30.6.1998,

Paschali v. Republic (1966) 3 C.L.R. 593,

Pericleous v. Republic (1971) 3 C.L.R. 141,

Tomboli v. CYTA (1982) 3 Α.Α.Δ. 149,

Panayi v. Republic (1988) 3(C) C.L.R. 2338,

Κοκκινής κ.ά. v Δημοκρατίας (1991) 4(Γ) Α.Α.Δ. 2518,

[*121]Kazan Carton Industry Ltd v. Cyprus Ports Authority (1988) 3(B) C.L.R. 1559.

Προσφυγή.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.

Αλ. Κουντουρή για Τάσσο Παπαδόπουλο και Σία, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Οι αιτητές αξιώνουν:

“Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ’ ης η αίτηση ημερ. 31.3.2000 με την οποία απέρριψε παράνομα τη νόμιμη αίτηση των αιτητών ημερ. 30.3.2000 να κατατάξει την εισαγωγή 617 παλέττων με πλάκες Καρύστου στην κατηγορία 3 (Ι), του Μέρους 1, των περί Αρχής Λιμένων Κύπρου Κανονισμών του 1976 – 1996, με συνέπεια την 31.3.2000 να χρεωθούν με γενικά λιμενικά δικαιώματα οι αιτητές ψηλότερα από ότι το μοναδοποιημένο φορτίο, απόφαση που είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.”

Οι αιτητές 1 είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης που, με έδρα τη Λευκωσία, ασχολείται με εισαγωγές και εξαγωγές, ενώ οι αιτητές 2 δραστηριοποιούνται ως ναυτικοί πράκτορες, με έδρα τη Λεμεσό.

Στις 30.3.2000 οι αιτητές 1 απέστειλαν στους καθ’ ων η αίτηση το πιο κάτω τηλεομοιότυπο: (*)

“Αρχή Λιμένων Κύπρου

Διευθυντή Λιμανιού Λ/σού

Λεμεσός

Κατεπείγον

Κύριε,

Σας πληροφορούμε ότι αναμένουμε το S/S AVANTIS στις  31/03/00 δια εκφόρτωση 617 παλέττων με πλάκες Καρύστου και το οποίο φορτίο είναι μοναδοποιημένο.

[*122]Έχουμε την άποψη ότι η δέουσα δασμολογική επιβάρυνσης θα πρέπει να γίνει βάση της Παραγράφου 3(Ι) του μέρους Ι του πίνακος των σχετικών κανονισμών και θα πρέπει να χρεωθούν @Λ.Κ. 2.00 / τόνο αντί με βάση την κατηγορία 3 (xvii) @ 0.40 / 100 χιλιόγραμμα ως να επρόκειτο για μη μοναδοποιημένο φορτίο.

Επειδή το θέμα έχει αχθεί ήδη στο Ανώτατο Δικαστήριο με άλλην υπόθεση και προς αποφυγή αχρείαστης δαπάνης και ταλαιπωρίας υποβάλλουμε το αίτημα όπως εξεταστεί σε βάθος το όλον θέμα αφού ληφθεί και σχετική γνωμάτευση από τον Γενικόν Εισαγγελέα.”

Τα εμπορεύματα έφθασαν και στις 31.3.2000 οι καθ’ ων η αίτηση εξέδωσαν τρία τιμολόγια προς τους αιτητές 1 τα οποία εξοφλήθηκαν αμέσως.

Είναι η θέση των αιτητών ότι με την έκδοση των τιμολογίων οι καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν το αίτημά τους και τελούντες υπό πλάνη θεώρησαν το φορτίο ως μη “μοναδοποιημένο”, χρεώνοντάς τους με μεγαλύτερο ποσό.

Οι καθ’ ων η αίτηση ήγειραν σειρά προδικαστικών ενστάσεων.  Προβάλλουν το επιχείρημα ότι η προσφυγή είναι πρόδηλα αβάσιμη γιατί δεν στρέφεται εναντίον συγκεκριμένης διοικητικής πράξης ή απόφασης, αφού οι καθ’ ων η αίτηση δεν απέρριψαν οποιοδήποτε αίτημα των αιτητών, όπως αναφέρεται στην προσφυγή, ενώ τα τυχόν έννομα αποτελέσματα δημιουργήθηκαν μόνο με την έκδοση τριών διαφορετικών διοικητικών πράξεων ή αποφάσεων, δηλαδή με την έκδοση των τιμολογίων υπ’ αρ. 200036397, 200036395 και 200036400, ημερ. 31.3.2000, η νομιμότητα των οποίων δεν προσβάλλεται από τους αιτητές.

Αντίθετα, οι αιτητές ισχυρίζονται ότι με την έκδοση των τριών τιμολογίων οι καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν το αίτημά τους ημερ. 30.3.2000.

Είναι παραδεκτό ότι η έκδοση των τιμολογίων γίνεται αυτόματα μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή με την καταχώρηση και μόνο της κατηγορίας στην οποία ταξινομείται το εκάστοτε φορτίο κατ’ εφαρμογήν των προνοιών του Κανονισμού 3 των περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Καταβλητέα Δικαιώματα) Κανονισμών του 1976 έως 1999, Κ.Δ.Π. 45/76, όπως τροποποιήθηκαν.

Συμφωνώ ότι τα τιμολόγια που εκδόθηκαν στο όνομα των αι[*123]τητών 1, παράγουν έννομα αποτελέσματα και αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις. Όπως αναφέρει και ο Π.Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Τέταρτη Έκδοση, σελ. 24, η βεβαίωση φόρου, (ο διοικητικός δηλαδή προσδιορισμός της φορολογικής οφειλής που, γενικά, προκύπτει απ’ ευθείας από το νόμο), είναι (εκτελεστή) διοικητική πράξη και μπορεί επομένως να προσβληθεί ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, είτε υπολογίζεται και συντάσσεται από τους αρμόδιους υπαλλήλους, είτε από ηλεκτρονικούς υπολογιστές (μηχανογραφημένη διοικητική πράξη).

Έτσι το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε σωστά ότι το σημείωμα της μηχανογραφικής υπηρεσίας ασφαλιστικού οργανισμού με το οποίο καθορίζεται το ποσόν σύνταξης του δικαιούχου είναι εκτελεστή διοικητική πράξη που προσβάλλεται παραδεκτά με αίτηση ακύρωσης (ΣτΕ 1426/79).

Δέχομαι ότι τα οποιαδήποτε έννομα αποτελέσματα δημιουργήθηκαν με την έκδοση των πιο πάνω τιμολογίων τα οποία είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις. Το επόμενο ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσο η προσφυγή προσβάλλει ή όχι τις πιο πάνω πράξεις. Είναι αλήθεια ότι στην προσφυγή δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στα εκδοθέντα τιμολόγια. Όμως, γίνεται σαφής αναφορά στην απόφαση των καθ’ ων η αίτηση ημερ. 31.3.2000, με την οποία, σύμφωνα βέβαια με τους αιτητές, απορρίφθηκε παράνομα η αίτησή τους για κατάταξη της εισαγωγής των συγκεκριμένων εμπορευμάτων στην κατηγορία 3(1) του Μέρους Ι  των σχετικών Κανονισμών, ενώ στη συνέχεια γίνεται αναφορά και στα ψηλότερα γενικά λιμενικά δικαιώματα, που λόγω της παράνομης αυτής πράξης χρεώθηκαν.

Η διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε είναι τέτοια που δεν αφήνει αμφιβολία ότι η προσφυγή στρέφεται εναντίον της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση να κατατάξουν τα εμπορεύματα στη συγκεκριμένη κατηγορία, αποτέλεσμα της οποίας ήταν και η  έκδοση των τιμολογίων. Οι αιτητές προσβάλλουν ορθά και βέβαια μέσα στη νόμιμη προθεσμία, εκτελεστή  διοικητική απόφαση των καθ’ ων η αίτηση και συνεπώς η ένσταση θα πρέπει να απορριφθεί.

Οι καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται περαιτέρω ότι οι αιτητές 2, στερούνται άμεσου και προσωπικού εννόμου συμφέροντος να προσβάλουν την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση για επιβολή στους αιτητές 1 των λιμενικών δικαιωμάτων. Οι αιτητές 2 αντιτάσσουν το επιχείρημα ότι κέκτεινται εννόμου συμφέροντος γιατί οι αιτητές 1 είναι πελάτες τους και συνεπώς έχουν άμεσο συμφέρον λόγω [*124]της οικονομικής τους επιβάρυνσης. Εξάλλου, συνεχίζουν, έχει επηρεαστεί και το δικαίωμα εργασίας τους, ως αντιπροσώπων των συμφερόντων των αιτητών 1.

Η ένσταση των καθ’ ων η αίτηση ευσταθεί. Ο επηρεασμός των αιτητών 2 αντιστοιχεί σε έμμεσα αποτελέσματα της επιβολής εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση του συγκεκριμένου ποσού, ενώ η πελατειακή σχέση με τους αιτητές 1 που επικαλούνται, δεν τους νομιμοποιεί στην καταχώρηση της παρούσας προσφυγής.

Το συμφέρον που θίγεται πρέπει να είναι άμεσο. Προς τούτο αρκεί να υφίσταται αιτιώδης σχέση μεταξύ της πράξης που προσβάλλεται και της ζημιάς του αιτούμενου την ακύρωση, χωρίς παρεμβολή συμφέροντος τρίτου (απόφαση μειοψηφίας στη Δημητριάδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 868 και Θ. Τσάτσου, Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, Τρίτη Έκδοση, σελ. 53).

Περαιτέρω, θα πρέπει ο αιτητής να υφίσταται βλάβη λόγω του δεσμού του με την προσβαλλόμενη πράξη (Εταιρεία Αστικών Λεωφορείων Πάφου (ΑΛΕΠΑ) Λτδ κ.ά. ν. Ψαλτά (2001) 3 Α.Α.Δ. 834). Περισσότερα για το πότε έννομο συμφέρον θεωρείται άμεσο βλέπε Γλυκερίας Σιούτη, Το Έννομο Συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως, 1998, σελ. 130 επ.).

Εν όψει όλων των πιο πάνω καταλήγω ότι οι αιτητές 2 δεν έχουν άμεσο έννομο συμφέρον και συνεπώς δεν μπορούν να προσβάλουν παραδεκτά την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση. Η προσφυγή τους απορρίπτεται.

Οι καθ’ ων η αίτηση αμφισβητούν επίσης και το έννομο συμφέρον των αιτητών 1. Προβάλλουν το επιχείρημα ότι η καταβολή και εξόφληση των τιμολογίων εκ μέρους τους, χωρίς την ταυτόχρονη επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους για ανάκτηση του επίδικου ποσού, τους στερεί το δικαίωμα να προσβάλουν την εγκυρότητα της επιβολής των πιο πάνω λιμενικών δικαιωμάτων. Οι αιτητές 1 (στο εξής «οι αιτητές»), αντιπαραβάλλουν την πιεστική ανάγκη τους να εκτελωνίσουν το φορτίο, ανάγκη η οποία επέβαλλε την άμεση πληρωμή και εξόφληση του τιμολογίου.

Η Σιούτη στη σελ. 206 αναφέρει:

«Η αποδοχή της προσβαλλόμενης πράξης ισοδυναμεί, κατά κάποιο τρόπο, με μια εκ των προτέρων κατάφαση των θέσεων της [*125]άλλης πλευράς. Ως εκ τούτου θα αντέβαινε στην αρχή του non venire contra factum proprium, η οποία πηγάζει από το περιεχόμενο της ρήτρας περί τηρήσεως της καλής πίστης στη διαδικαστική συμπεριφορά του αιτούντος, να επιδιώκει αυτός τη δικαστική εξαφάνιση της πράξης, το περιεχόμενο της οποίας έχει ήδη αποδεχθεί.»

Και συνεχίζει στις σελ. 207, 208:

«Η αποδοχή μπορεί να είναι είτε ρητή, να προκύπτει δηλ. από σχετική δήλωση του αιτούντος, είτε σιωπηρή, να συνάγεται δηλ. από πράξεις ή ενέργειές του, που την υποδηλώνουν. Σε όλες τις περιπτώσεις όμως, πρέπει να είναι σαφής και ανεπιφύλακτη, αλλά και οικειοθελής. Πρέπει δηλ. να αποτελεί προϊόν ελεύθερης εκδήλωσης της σχετικής βουλήσεως του αιτούντος. Ειδικότερα, πρέπει να μην έγινε από νόμιμη υποχρέωση ή πραγματική ανάγκη, οικονομική ή άλλη, να μην αποτελεί προϊόν βίας ή απειλής και να μην δόθηκε διότι η παράλειψή της θα είχε δυσμενείς για τον αιτούντα συνέπειες. Επιπλέον πρέπει η αποδοχή να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ή να συνάγεται από αναμφισβήτητες πράξεις. Τέλος, η παραίτηση από το δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως δεν συνεπάγεται αποδοχή της πράξης.»

Η αποδοχή πρέπει να είναι ανεπιφύλακτη και ελεύθερη και να μην έλαβε χώρα υπό την πίεση της επέλευσης επιβλαβών συνεπειών δια τον αιτούντα. (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 261).

Σύμφωνα με τον Επ. Σπηλιωτόπουλο, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 6η έκδοση, σελ, 439, παραγρ. 458:

«Το έννομο συμφέρον που υπάρχει κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης ή την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως εκλείπει, παύει να υπάρχει, από αντικειμενικούς λόγους, εάν διακόπηκε ο νομικός δεσμός που συνδέει τον αιτούντα με την προσβαλλόμενη πράξη (ΣΕ 2473/1970), καθώς και με αποδοχή της πράξης από τον αιτούντα (ΣΕ 2612/1982). Η αποδοχή μπορεί να είναι ρητή, δηλαδή, να προκύπτει από σχετική δήλωση του αιτούντος, ή σιωπηρή, δηλαδή να συνάγεται από συμπεριφορά του, η οποία δεν αφήνει αμφιβολία για την έννοιά της (ΣΕ 432/1983, 3547/1987), όπως π.χ. είναι η ανεπιφύλακτη συμμετοχή στη διαδικασία έκδοσης της πράξης (ΣΕ 1674, 2836/1987).  Η αποδοχή πρέπει: i) να είναι σαφής και ανεπιφύλακτη (ΣΕ [*126]480/1970, 1745/1977), ii) να μην έγινε από νόμιμη υποχρέωση (ΣΕ 4528/1976, 4071/1990) ή λόγω οικονομικής ανάγκης (ΣΕ 2407/1970) ή λόγω παράνομης βίας ή απειλής (ΣΕ 2013/1959) ή διότι η παράλειψή της θα είχε για τον αιτούντα δυσμενείς συνέπειες (ΣΕ 1568/1960) και iii) να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλλου (ΣΕ 2087/1970) ή, όταν δεν είναι ρητή, να συνάγεται από αναμφισβήτητες πράξεις (ΣΕ 1341/1966).»

Στην υπόθεση Παπαδόπουλος κ.ά. ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 1, 11, επισημάνθηκε από τον Νικήτα, Δ., ότι για να θεωρηθεί ότι η αποδοχή της πράξης εξαλείφει το έννομο συμφέρον θα πρέπει η αποδοχή να γίνει έχοντας πλήρη γνώση των πραγματικών περιστατικών και χωρίς οποιανδήποτε επιφύλαξη. Επίσης στην υπόθεση Παπακώστας ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 936/97, ημερ. 30.6.1998, αναφέρεται ότι η ελεύθερη και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας διοικητικής πράξης αφαιρεί από το ενδιαφερόμενο μέρος το έννομο συμφέρον (βλέπε επίσης Paschali ν. Republic (1966) 3 C.L.R. 593, 601, Pericleous v. Republic (1971) 3 C.L.R. 141, Tomboli v. CYTA (1982) 3 A.A.Δ. 149 και Panayi v. Republic (1988) 3(C) C.L.R. 2338).

Τόσο η νομολογία, όσο και η θεωρία συμφωνούν ότι η αποδοχή του προσφεύγοντος θα πρέπει να είναι σαφής και ανεπιφύλακτη και χωρίς να έχει λάβει χώρα υπό την πίεση της επέλευσης επιβλαβών συνεπειών για τον αιτούντα.

Στην παρούσα περίπτωση, οι αιτητές είχαν από την προηγούμενη μέρα με την επιστολή τους ημερ. 30.3.2000, εκδηλώσει τη σαφή τους αντίθεση προς τα λιμενικά δικαιώματα που οι καθ’ ων η αίτηση σκόπευαν να τους επιβάλουν. Χαρακτηριστική είναι και η αναφορά στην πρόθεσή τους να προσφύγουν, σε περίπτωση που οι καθ’ ων η αίτηση επέμεναν στην επιβολή των ίδιων λιμενικών δικαιωμάτων στο Ανώτατο Δικαστήριο, όπως είχαν ήδη πράξει και σε άλλη, φαίνεται, υπόθεση.

Η επιστολή αυτή των αιτητών συνιστά διαμαρτυρία κατά της επιβολής των συγκεκριμένων δικαιωμάτων και συνεπώς αποτελεί απόδειξη ότι η αποδοχή της προσβαλλόμενης πράξης δεν ήταν ανεπιφύλακτη. Κι’ αυτό χωρίς εξέταση του ισχυρισμού τους ότι η πληρωμή έγινε από την πιεστική τους ανάγκη να εκτελωνίσουν το φορτίο.

Εν όψει των ανωτέρω θεωρώ ότι οι αιτητές δεν αποδέκτηκαν την προσβαλλόμενη πράξη και συνεπώς δεν απώλεσαν το έννομο [*127]τους συμφέρον να την προσβάλουν.

Θα προχωρήσω τώρα στην εξέταση της ουσίας της προσφυγής.  Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η χρέωση που τους έγινε εδράζεται σε πλάνη. Οι καθ’ ων η αίτηση χρέωσαν λιμενικά δικαιώματα με βάση την παράγραφο 3(1) (xvii), θεωρώντας το φορτίο ως μη περιλαμβανόμενο στην κατηγορία 3(1), και χρεώνοντας ανάλογο συντελεστή. Αντίθετα, σύμφωνα με τους αιτητές, το φορτίο τους θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι ενέπιπτε στην κατηγορία 3(1) του Πίνακα των περί Οργανισμού Λιμένων Κύπρου (Καταβλητέα Δικαιώματα) Κανονισμών του 1976, Κ.Δ.Π. 45/76, γιατί το φορτίο ήταν μοναδοποιημένο και θα έπρεπε να επιβληθεί μικρότερος συντελεστής.

Σύμφωνα με την παραγρ. 3(1) του Μέρους Ι του Πίνακα της Κ.Δ.Π. 45/76 “φορτίο εντός εμπορευματοκιβωτίων ή άλλως πως μοναδοποιημένον (εξαιρέσει το της κατηγορίας 4) οσάκις εκάστη μονάς παραδίδεται εις τον παραλήπτην εις οίαν κατάστασιν εισάγεται και το ακαθάριστον βάρος υπερβαίνει τα 1000 χιλιόγραμμα κατά μονάδα. κενά εμπορευματοκιβώτια.”

Το όλο θέμα καταλήγει στην ερμηνεία του όρου “μοναδοποιημένο”. Και οι δύο υποστηρίζουν ότι μοναδοποίηση είναι η περίληψη εμπορευμάτων για φόρτωση σε μία μονάδα κανονικού μεγέθους, ούτως ώστε να εξυπηρετείται η διακίνηση του φορτίου και να αυξάνεται η ταχύτητα φόρτωσης και εκφόρτωσης στα πλοία.  Τέτοια φορτία θεωρούνται ένας αριθμός εμπορευματοκιβωτίων (containers), κιβωτίων (crates), κουτιών (boxes) ή παλλέτων (pallets).

Ο Γενικός Διευθυντής των καθ’ ων η αίτηση στην επιστολή  του ημερ. 22.6.1983, αναφέρει ότι η άποψη των καθ’ ων η αίτηση είναι ότι μοναδοποιημένο φορτίο είναι πολλές  μικρές ομοιόμορφες μονάδες που ενώνονται μαζί, συνήθως πάνω σε παλλέτες, σανίδια ή μέσα σε κιβώτια κλπ και αποτελούν μία μεγαλύτερη μονάδα, γεγονός που αυξάνει την παραγωγικότητα όσον αφορά τις φορτοεκφορτώσεις, αφού με μια κίνηση μετακινούνται όχι μια, αλλά πολλές μονάδες μαζί. Για επιβεβαίωση των πιο πάνω παραθέτει και ορισμούς από το βιβλίο του IAPH “Glossary of Terms for Maritime Shipping”.

Σε μια προηγούμενη περίπτωση ο Αναπληρωτής Διευθυντής Λιμανιού Λεμεσού, σε επιστολή του προ το Διευθυντή Εκμετάλλευσης, ημερ. 19.8.1999, αναφερόμενος στα γενικά λιμενικά δικαιώματα με βάση την έννοια του μοναδοποιημένου φορτίου που θα έπρεπε να πληρώνεται σε φορτία πέτρας Καρύστου σε παλλέτες, [*128]εκφράζει την άποψη ότι το φορτίο αυτό πληροί όλα τα κριτήρια και συγκεκριμένα τη διευκόλυνση χειρισμού (handling), και την αύξηση της συχνότητας φόρτωσης και εκφόρτωσης σε πλοίο (rate of loading and discharging of a ship). Στην ίδια επιστολή εκφράζεται στη συνέχεια άρνησή του να προσυπογράψει επισυνημμένη επιστολή στην οποία φέρεται ότι θεωρεί τη συσκευασία της πέτρας Καρύστου ως μοναδοποιημένο φορτίο.

Έχοντας υπ’ όψιν τον τρόπο συσκευασίας του συγκεκριμένου φορτίου, πιστεύω ότι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση είναι πεπλανημένη. Το φορτίο που ήταν πλάκες Καρύστου, ήταν συσκευασμένο πάνω σε σανίδι και αποτελούσε ολόκληρο μία παλλέτα, δηλαδή μία συγκεκριμένη μονάδα φόρτωσης. Ο τρόπος συσκευασίας διευκολύνει το χειρισμό του και μειώνει το χρόνο φόρτωσης και εκφόρτωσής του, αφού με μια κίνηση μετακινείται ολόκληρη η συσκευασία, η οποία περιέχει πολλές μονάδες του προϊόντος μαζί.

Όπως έχει νομολογηθεί, η δημιουργία αμφιβολίας περί την ύπαρξη ή μη ύπαρξη πλάνης είναι αρκετή για να καταστήσει τη ληφθείσα απόφαση άκυρη (Κοκκινής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 4(Γ) Α.Α.Δ. 2518, 2527).

Είναι αλήθεια ότι έχει αποφασιστεί (Kazan Carton Industry Ltd v. Cyprus Ports Authority (1988) 3(B) C.L.R. 1559, 1562), ότι η Αρχή Λιμένων είναι η Αρχή που ο νόμος της έχει εμπιστευθεί να εκτιμά τις επιπτώσεις της εισαγωγής αγαθών σε διάφορες μορφές και την εφαρμογή των κανονισμών σύμφωνα με το πνεύμα και το γράμμα τους. Όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν συμφωνώ ότι ήταν εύλογα ανοικτό στους καθ’ ων η αίτηση να θεωρήσουν τα προϊόντα των αιτητών ως υποκείμενα σε λιμενικά δικαιώματα της τάξης 3(1) (xvii). Η διατύπωση του Κανονισμού σαφώς δείχνει ότι η απόφασή τους είναι πεπλανημένη, αφού το φορτίο εύλογα μπορεί να θεωρηθεί ως μοναδοποιημένο και μετακινούμενο ως μία μονάδα.

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα εναντίον των καθ’ ων η αίτηση και υπέρ των αιτητών 1, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή. Η προσφυγή των αιτητών 2 απορρίπτεται, χωρίς έξοδα.

Η προσφυγή ως προς τους αιτητές 1 επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσφυγή των αιτητών 2 απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

* Τηρήθηκε η ορθογραφία του κειμένου.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο