Nicos Evagorou Enterprises Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 4 ΑΑΔ 171

(2002) 4 ΑΑΔ 171

[*171]8 Φεβρουαρίου, 2002

[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

NICOS EVAGOROU ENTERPRISES LTD,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΟΥ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΟΥ ΤΕΛΩΝΕΙΟΥ,

Καθ’ ου η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 139/1999)

 

Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Καταναλώσεως ― Επιβολή δασμών και φόρων μετά τον εκτελωνισμό των αγαθών ― Αμφισβήτηση της δηλωθείσας τιμολογιακής αξίας των αγαθών ― Ποια είναι η νόμιμη διαδικασία επιβολής των δασμών ― Νομοθετικό πλαίσιο ― Περιστάσεις παράβασής του στην κριθείσα περίπτωση.

Η αιτήτρια εταιρεία προσέβαλε την σε βάρος της επιβολή δασμών και φόρων ως προς μηχανοκίνητα οχήματα, που εισήγαγε και των οποίων η δηλωθείσα από την αιτήτρια τιμολογιακή αξία είχε αποδειχθεί ψευδής.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Προβάλλεται, μεταξύ άλλων, ως λόγος ακυρώσεως ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του Νόμου, ιδιαίτερα για το λόγο ότι αυτή λήφθηκε από το Διευθυντή των Τελωνείων χωρίς να έχει δοθεί προηγουμένως στην αιτήτρια η ευκαιρία να ενημερωθεί για τα στοιχεία που συνιστούσαν το υπόβαθρό της και να υποβάλει τις απόψεις της.

Ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως ευσταθεί.

Ο καθορισμός της δασμολογητέας αξίας εισαγομένων στην Κύπρο εμπορευμάτων ρυθμίζεται από τον περί Τελωνείων και Φόρων Κατα[*172]ναλώσεως (Τροποποιητικό) Νόμο του 1989 (Ν. 98/1989) με τον οποίο υιοθετείται, ως εσωτερική νομοθεσία, η Συμφωνία για την Εφαρμογή του Άρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994, γνωστής ως GATT, καθώς και από τις διατάξεις του κυρωτικού Νόμου 16(ΙΙΙ)/1995.

Στην προκείμενη περίπτωση είναι πρόδηλο ότι, ενώ ο Διευθυντής των Τελωνείων αμφισβήτησε τη δηλωθείσα δασμολογητέα αξία των οκτώ αυτοκινήτων, όπως αυτή υποβλήθηκε με τιμολόγια από την αιτήτρια, εν τούτοις, δεν ακολούθησε την νόμιμη διαδικασία. Πριν από τη λήψη της «οριστικής απόφασης», δηλαδή της επίδικης απόφασης, δεν ανακοινώθηκαν στην αιτήτρια τα στοιχεία και τα επιχειρήματα στα οποία στηριζόταν η αμφιβολία ως προς το αληθές ή την ακρίβεια των εγγράφων (τιμολογίων) που προσκόμισε, ούτε της δόθηκε «εύλογη δυνατότητα να απαντήσει». Πέραν τούτου, όταν λήφθηκε η οριστική απόφαση, έστω και χωρίς να δοθεί στην αιτήτρια «εύλογη δυνατότητα να απαντήσει», αυτή ανακοινώθηκε στην αιτήτρια, με την επιστολή τής 18.1.1999, χωρίς τα στοιχεία και τα επιχειρήματα στα οποία στηριζόταν, χωρίς, με άλλα λόγια, την κατά νόμο αναγκαία αιτιολογία.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Προσφυγή.

Σ. Νικολάου, για την Αιτήτρια.

Στ. Θεοδούλου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ’ ου η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Σε διάφορες ημερομηνίες, μεταξύ της 8.9.1998 και της 6.10.1998, η αιτήτρια εισήγαγε στην Κύπρο οκτώ αυτοκίνητα προερχόμενα από την Ιαπωνία. Με κάθε εισαγωγή κατέθετε και τα τιμολόγια στα οποία δηλωνόταν η δασμολογητέα αξία του κάθε αυτοκινήτου. Η δηλωθείσα δασμολογητέα αξία δεν αμφισβητήθηκε από το Τμήμα Τελωνείων για τα επτά, από τα οκτώ, αυτοκίνητα, με αποτέλεσμα να επιβληθούν οι αναλογούντες δασμοί, φόροι κατανάλωσης και Φ.Π.Α., τα δε αυτοκίνητα να τελωνισθούν χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω διαδικασία. Όσον αφορά το όγδοο αυτοκίνητο, μάρκας Toyota Prado, με αριθμό πλαισίου KZJ95-0054128, αν και έγινε δεκτός ο τελωνισμός του με την καταβολή των αναλογούντων δασμών, φόρων κατανάλωσης και Φ.Π.Α., εν τούτοις, ζητήθηκε η κατάθεση χρηματικής παρακαταθή[*173]κης σε ποσοστό 30% πάνω στη δηλωθείσα δασμολογητέα αξία του, ώστε το ζήτημα να διερευνηθεί με σκοπό τον προσδιορισμό της τελικής δασμολογητέας αξίας του με την επιβολή, ανάλογα με το αποτέλεσμα, των οριστικά αναλογούντων τελωνειακών δασμών, φόρων κατανάλωσης και Φ.Π.Α.. Ενώ εκκρεμούσε η έρευνα για τον τελικό προσδιορισμό της δασμολογητέας αξίας του αυτοκινήτου, κατά τον Οκτώβρη του 1998, αφίχθηκε στην Κύπρο ο Διευθυντής και ή εκπρόσωπος της εταιρείας J.P. Trading Co Ltd, Shahjad Ali Behlum, εταιρείας από την οποία η αιτήτρια είχε προμηθευτεί τα οκτώ αυτοκίνητα. Μετά από έρευνα των αποσκευών του, βρέθηκαν διάφορα έγγραφα στα οποία αναφέρονταν οι τιμές των αυτοκινήτων τα οποία η εταιρεία του είχε πωλήσει με προορισμό την Κύπρο. Στα πλαίσια της έρευνας ο Shahjad Ali Behlum, στις 30.10.1998, έδωσε κατάθεση προς τις Τελωνειακές Αρχές στην οποία παραδέχθηκε ότι η Κυπριακή εταιρεία η οποία είχε αρχικά αγοράσει τα οκτώ αυτοκίνητα, η Samer Amous General Trading Ltd, του είχε ζητήσει να ετοιμάζονται από την εταιρεία του τιμολόγια με χαμηλότερες τιμές από εκείνες που είχαν πράγματι συμφωνηθεί, αίτημα το οποίο και ικανοποιήθηκε. Κατόπιν τούτου, και με βάση τα στοιχεία που εξασφαλίστηκαν με την κατάθεση και τα έγγραφα που βρέθηκαν στην κατοχή του Shahjad Ali Behlum, το Τμήμα Τελωνείων κατέληξε ότι η δασμολογητέα αξία των οκτώ αυτοκινήτων ήταν μεγαλύτερη, με αποτέλεσμα να προκύπτει διαφορά εισαγωγικού δασμού, φόρου κατανάλωσης και Φ.Π.Α., συνολικού ποσού £7.116. Τη διαφορά αυτή επέβαλε και διεκδίκησε ο Διευθυντής των Τελωνείων με επιστολή του προς την αιτήτρια ημερομηνίας 18.1.1999. Η επιστολή έχει ως εξής (Τεκμ. 1 στην Αίτηση):

«Κύριοι,

Διαφορά εισαγωγικών δασμών και φόρων συνολικού ποσού Λ.Κ. 7.116 για οκτώ (8) μεταχειρισμένα αυτοκίνητα που εισήχθησαν από την Ιαπωνία

Αναφέρομαι στην πιο πάνω υπόθεση και σας πληροφορώ ότι μετά από διερεύνηση που έγινε διαπιστώθηκε ότι η τελωνειακή αξία που δηλώθηκε κατά την εισαγωγή στο Τελωνείο και για τον τελωνισμό των πιο κάτω οκτώ (8) αυτοκινήτων δεν ήταν η πραγματική, με το αποτέλεσμα να προκύπτει διαφορά εισαγωγικού δασμού, φόρων κατανάλωσης και Φ.Π.Α. συνολικού ποσού Λ.Κ. 7.116. Η διαφορά αυτή φαίνεται αναλυτικά πιο κάτω με αναφορά στις διασαφήσεις τελωνισμού και στα στοιχεία των αυτοκινήτων.

[*174]…………………………………………………….....…………….

…………………………………………………….....…………….

Καλείστε όπως καταβάλετε το ποσό Λ.Κ. 7.116 σε εικοσιμία (21) ημέρες από την ημερομηνία της επιστολής αυτής. Σε διαφορετική περίπτωση, λυπούμαι να σας πληροφορήσω ότι δε μου μένει άλλη εκλογή από τη λήψη δικαστικών μέτρων εναντίον σας.»

Η πιο πάνω απόφαση είναι το αντικείμενο της προσφυγής.

Προβάλλεται, μεταξύ άλλων, ως λόγος ακυρώσεως ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του Νόμου, ιδιαίτερα για το λόγο ότι αυτή λήφθηκε από το Διευθυντή των Τελωνείων χωρίς να έχει δοθεί προηγουμένως στην αιτήτρια η ευκαιρία να ενημερωθεί για τα στοιχεία που συνιστούσαν το υπόβαθρό της και να υποβάλει τις απόψεις της.

Ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως ευσταθεί.

Ο καθορισμός της δασμολογητέας αξίας εισαγομένων στην Κύπρο εμπορευμάτων ρυθμίζεται από τον περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως (Τροποποιητικό) Νόμο του 1989 (Νόμος 98/1989) με τον οποίο υιοθετείται, ως εσωτερική νομοθεσία, η Συμφωνία για την Εφαρμογή του άρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994, γνωστής ως GATT (η Συμφωνία), καθώς και από τις διατάξεις του κυρωτικού Νόμου 16(ΙΙΙ)/1995. Με βάση την εν λόγω Συμφωνία, ο βασικός τρόπος καθορισμού της δασμολογητέας αξίας εισαγομένων εμπορευμάτων είναι η συναλλακτική τους αξία, η τιμή, δηλαδή, που πραγματικά πληρώθηκε ή είναι πληρωτέα για τα εμπορεύματα όταν αυτά πωλούνται για εξαγωγή με προορισμό τη χώρα εισαγωγής. Ο τρόπος αυτός ρυθμίζεται από τις πρόνοιες των άρθρων 1 έως 7 της Συμφωνίας. Οι πρόνοιες των άρθρων 1 έως 6 ρυθμίζουν τον τρόπο ή τη μέθοδο καθορισμού της δασμολογητέας αξίας όταν υπάρχουν έγκυρα μετρήσιμα στοιχεία που να επιτρέπουν τον καθορισμό αυτό, με πρώτο σε προτίμηση στοιχείο το τιμολόγιο αγοράς των εμπορευμάτων, ενώ η πρόνοια του άρθρου 7 ρυθμίζει τον τρόπο καθορισμού της δασμολογητέας αξίας εμπορευμάτων όταν αυτή δεν μπορεί να καθοριστεί κατ’ εφαρμογή των προνοιών των άρθρων 1 έως 6. Σε τέτοια περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 7, η δασμολογητέα αξία των εισαγομένων εμπορευμάτων «καθορίζεται με εύλογα μέσα σύμφωνα με τις αρχές και τις γενικές διατάξεις της παρούσας συμφωνίας και του άρθρου VII της GATT του 1994 και [*175]βάσει των διαθέσιμων στη χώρα εισαγωγής στοιχείων.». Στο πλαίσιο της Συμφωνίας περιέχεται η ακόλουθη απόφαση, στη σελίδα 1042 (Νομοθεσία, Μέρος ΙΙΙ, 1995(Β)):

«1. Σε περίπτωση που προσκομίζεται η διασάφηση και οι τελωνειακές αρχές έχουν λόγους να αμφιβάλλουν για το αληθές ή την ακρίβεια των πληροφοριών ή των εγγράφων που προσκομίζονται ως συνοδευτικά της εν λόγω διασάφησης, οι τελωνειακές αρχές μπορούν να ζητούν από τον εισαγωγέα να παράσχει περαιτέρω εξηγήσεις, περιλαμβανομένων των εγγράφων ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων, σχετικά με το ότι η δηλωθείσα αξία αντιπροσωπεύει τη συνολική πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή για τα εισαγόμενα εμπορεύματα, προσαρμοσμένη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8. Εάν, αφού λάβουν περαιτέρω πληροφορίες ή ελλείψει απάντησης, οι τελωνειακές αρχές έχουν ακόμη εύλογες αμφιβολίες σχετικά με το αληθές ή την ακρίβεια της δηλωθείσας αξίας, είναι δυνατόν να θεωρηθεί, έχοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 11, ότι η δασμολογητέα αξία των εισαχθέντων εμπορευμάτων δεν μπορεί να προσδιοριστεί δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 1. Πριν από τη λήψη οριστικής απόφασης, οι τελωνειακές αρχές ανακοινώνουν στον εισαγωγέα, εγγράφως εάν ζητηθεί, τα επιχειρήματα στα οποία βασίζεται η αμφιβολία ως προς το αληθές ή την ακρίβεια των πληροφοριών ή των εγγράφων που προσκομίζονται και δίδει στον εισαγωγέα την εύλογη δυνατότητα να απαντήσει. Όταν ληφθεί η οριστική απόφαση, οι τελωνειακές αρχές ανακοινώνουν εγγράφως στον εισαγωγέα την απόφασή τους και τα επιχειρήματά τους.

2. Είναι απολύτως αρμόζον κατ’ εφαρμογήν της συμφωνίας, ένα μέλος να συνδράμει κάποιο άλλο μέλος βάσει αμοιβαίως συμφωνηθέντων όρων.»

(Υπογραμμίσεις δικές μου).

Στην προκείμενη περίπτωση είναι πρόδηλο ότι, ενώ ο Διευθυντής των Τελωνείων αμφισβήτησε τη δηλωθείσα δασμολογητέα αξία των οκτώ αυτοκινήτων, όπως αυτή υποβλήθηκε, με τιμολόγια, από την αιτήτρια, εν τούτοις, δεν ακολούθησε την πιο πάνω διαδικασία. Πριν από τη λήψη της «οριστικής απόφασης», δηλαδή της επίδικης απόφασης, δεν ανακοινώθηκαν στην αιτήτρια τα στοιχεία και τα επιχειρήματα στα οποία στηριζόταν η αμφιβολία ως προς το αληθές ή την ακρίβεια των εγγράφων (τιμολογίων) που προσκόμισε, ούτε της δόθηκε «εύλογη δυνατότητα να απαντήσει».  [*176]Πέραν τούτου, όταν λήφθηκε η οριστική απόφαση, έστω και χωρίς να δοθεί στην αιτήτρια «εύλογη δυνατότητα να απαντήσει», αυτή ανακοινώθηκε στην αιτήτρια, με την επιστολή της 18.1.1999, χωρίς τα στοιχεία και τα επιχειρήματα στα οποία στηριζόταν, χωρίς, με άλλα λόγια, την κατά νόμο αναγκαία αιτιολογία.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με £500 έξοδα εις βάρος του καθ’ ου η αίτηση.

Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο