Καψός Χαράλαμπος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2002) 4 ΑΑΔ 204

(2002) 4 ΑΑΔ 204

[*204]26 Φεβρουαρίου, 2002

[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΨΟΣ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ (ΑΡ. 2),

Καθ’ ου η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 60/2000)

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Κυβερνητικές πράξεις ― Εκφεύγουν του ακυρωτικού ελέγχου ― Θεωρία και νομολογία ― Περιστάσεις υπό τις οποίες διενεργήθηκε μετάθεση Πρέσβη στην κριθείσα περίπτωση από την Πρεσβεία όπου υπηρετούσε στο Υπουργείο Εξωτερικών στην Κύπρο ― Κρίθηκε ως κυβερνητική πράξη.

Ο αιτητής προσέφυγε κατά της μετάθεσής του από την Πρεσβεία της Αιγύπτου, όπου υπηρετούσε ως Πρέσβης, στα κεντρικά γραφεία του Υπουργείου Εξωτερικών.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

Δεν υπάρχει καθολικά αποδεκτό κριτήριο για το χαρακτηρισμό πράξης ως κυβερνητικής ή ως πράξης κυβερνήσεως (μετάφραση του γαλλικού όρου acte de Gouvernement). Υπάρχουν θεωρίες, που είναι κάποτε, συγκρουόμενες.  Εξετάζεται η κάθε περίπτωση όταν άγεται για επίλυση ενώπιον των δικαστηρίων.

Από το υλικό που προσκομίστηκε στην προκείμενη περίπτωση προκύπτει πως ήταν εμφανής ο κίνδυνος διατάραξης των σχέσεων με την Αίγυπτο, στην οποία ήταν διαπιστευμένος ως πρέσβης ο αιτητής, ή η δημιουργία διπλωματικού ζητήματος, που θα αντανακλούσε στο κύρος της Δημοκρατίας, το οποίο μπορεί να αναχθεί στις εξωτερικές σχέσεις.

[*205]Υπό τις συνθήκες αυτές η πράξη, παρόλο που μπορεί να φαίνεται από πρώτη ματιά μια συνήθης διοικητική πράξη, άπτεται των διπλωματικών σχέσεων της χώρας, γεγονός που της προσδίδει χαρακτήρα κυβερνητικής πράξης.

Η επίδικη πράξη διαφεύγει του ακυρωτικού ελέγχου.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Καψός v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 4 Α.Α.Δ. 177,

Χατζηανδρέου v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 352,

Λοϊζίδης v. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233,

Σ.τ.Ε. 448/1939.

Προσφυγή.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ’ ου η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝIΚΗΤΑΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι μέλος της διπλωματικής υπηρεσίας από 1/9/81. Κατέχει δε τη θέση πληρεξούσιου υπουργού στις εξωτερικές υπηρεσίες από 1/10/97. Μετά την ανέλιξη του αυτή τοποθετήθηκε, από το Φεβρουάριο του 1998, πρέσβης της Δημοκρατίας στην Αίγυπτο.

Το καλοκαίρι του 1999 η εικόνα μεταβάλλεται. Ο αιτητής με δύο αποφάσεις της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.) ημερ. 10/8/99 και 18/8/99 - και ύστερα από εισήγηση του Υπουργού των Εξωτερικών ως αρμόδιας αρχής - τέθηκε σε διαθεσιμότητα για τρεις μήνες. Διορίστηκε ερευνών λειτουργός από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών για σκοπούς διενέργειας πειθαρχικής έρευνας κατά του αιτητή για τυχόν διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων. Παράλληλα δόθηκε εντολή και σε άλλο ερευνώντα λειτουργό, μέλος της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, για ειδική έρευνα στην πρεσβεία του Καΐρου, αναφορικά με πιθανές ατασθα[*206]λίες στη διαχείριση των οικονομικών της.

Παραπέμπω για όλες τις λεπτομέρειες, που αφορούν τη διαθεσιμότητα, στην απόφασή μου Καψός ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 4 Α.Α.Δ. 177. Φαίνεται, τελικά, για να κλείσει αυτή η πτυχή της υπόθεσης, ότι ο αιτητής οδηγήθηκε μπροστά στην Ε.Δ.Υ., για να αντιμετωπίσει πειθαρχικές κατηγορίες που, προφανώς, κρίθηκε πως προκύπτουν από το πόρισμα της έρευνας, το οποίο υποβλήθηκε στο Γενικό Εισαγγελέα.

Στο μεταξύ, στις 3/11/99, εγκρίθηκε από το καθ’ ου η αίτηση Υπουργικό Συμβούλιο, που επικαλέστηκε προς τούτο τις εξουσίες που του παρέχει το εδ. 2 του άρθρου 5 των περί της Εξωτερικής Υπηρεσίας Νόμων του 1960 έως 1980, η μετάθεση του αιτητή (αυτή είναι η λέξη που χρησιμοποιείται) από την πρεσβεία στο Κέντρο (Υπουργείο των Εξωτερικών). Στη σχετική επιστολή ημερ. 5/11/99 αναφέρθηκε ότι η μετάθεση θα ίσχυε από 15/11/99. Ας σημειωθεί εδώ ότι προτού μετακληθεί στην Κύπρο ο αιτητής, ζητήθηκε γνωμοδότηση από το Γενικό Εισαγγελέα αν υπήρχε νομικό κώλυμα να μετατεθεί επειδή ήταν σε διαθεσιμότητα. Ο Β. Γενικός Εισαγγελέας συμβούλευσε πως ήταν δυνατή η μετάθεση αν αυτό επέβαλλε το συμφέρον της υπηρεσίας ή άλλοι λόγοι δημοσίου συμφέροντος, αρκεί αυτοί να εξειδικεύονται στη σχετική πρόταση που θα υπέβαλλε το Υπουργείο Εξωτερικών, καθώς και στη ληφθησόμενη απόφαση. Δε θα έπρεπε εντούτοις να συσχετισθεί η αιτιολογία της απόφασης με τις ενέργειες του αιτητή για τις οποίες διεξαγόταν πειθαρχική έρευνα.

Η προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης που ανακοινώθηκε στον αιτητή με την παραπάνω επιστολή της 5/11/99.  Το αίτημα της προσφυγής, όπως είναι διατυπωμένο, είναι για:

“Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ’ ου η αίτηση, η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή μ’ επιστολή ημερ. 5/11/99, με την οποίαν ενέκρινε την μετάθεση του αιτητή από την Πρεσβεία της Δημοκρατίας στο Κάιρο εις το Υπουργείο Εξωτερικών είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.”

Οι λόγοι που ώθησαν στη λήψη της επίδικης απόφασης αναφέρονται σε δύο προτάσεις του Υπουργείου Εξωτερικών προς το Υπουργικό Συμβούλιο ημερ. 25/8/99 και 2/11/99. Στην πρώτη αναφέρεται ότι:

[*207]“Το Υπουργείο Εξωτερικών φρονεί ότι, υπό το φως των όσων έχουν διαδραματισθεί στην Πρεσβεία της Δημοκρατίας στο Κάιρο, τα οποία είδαν το φως της δημοσιότητας στο εξωτερικό και ιδιαίτερα στον αιγυπτιακό τύπο και ανεξαρτήτως της έκβασης της έρευνας που διενεργούν ο ερευνών λειτουργός για πειθαρχικά παραπτώματα Γ.Δ. του Υπουργείου Εξωτερικών, Πρέσβης κος Α. Πιρίσης κι ο Ανώτερος Λειτουργός της Ελεγκτικής Υπηρεσίας κ. Κ. Παλάτος, το δημόσιο συμφέρον της Κύπρου, ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά τις διμερείς μας σχέσεις με την φίλη γειτονική χώρα Αίγυπτο, αλλά και η άμεση ανάγκη για εύρυθμη λειτουργία τη εν λόγω Πρεσβείας, επιβάλλουν την μετάθεση του κου Χαράλαμπου Καψού, Πληρεξούσιου Υπουργού που είναι τοποθετημένος ως Πρέσβης της Δημοκρατίας στην Αίγυπτο από 1.9.1998 από το Κάιρο στο Κέντρο.”

Στη συνέχεια το έγγραφο εξηγεί ότι:

“α) Η Αιγυπτιακή Κυβέρνηση ανεπίσημα εξέφρασε τη δυσφορία της για τον Πρέσβη κο Καψό. Συγκεκριμένα, Αιγύπτιος διπλωμάτης ανέφερε σε λειτουργό του Υπουργείου εξωτερικών ότι, όπως έχει ακούσει, ο Κύπριος Πρέσβης έχει διαπληκτισθεί με το προσωπικό του και ότι οι τεταμένες σχέσεις τους έχουν επιπτώσεις και εκτός Πρεσβείας.

β) Από της παρουσίας του κου Καψού ως επικεφαλής της Αποστολής στην Αίγυπτο, το Υπουργείο χρειάστηκε να αποστείλει τρεις φορές ερευνώντες λειτουργούς στο Κάιρο.

Η πρώτη είχε σαν στόχο τη διερεύνηση υπόθεσης κακών σχέσεων μεταξύ του προσωπικού της Πρεσβείας, συμπεριλαμβανομένου και του Πρέσβη.

Στη συνέχεια έγινε η καταγγελία εις βάρος του δεύτερου τη τάξει κου Χαράλαμπου Χατζησάββα, και η τρίτη είναι η υπό διερεύνηση υπόθεση που αφορά τον κ. Χ. Καψό.

γ) Σε τηλεφωνική συνομιλία που είχε ο Υπουργός Εξωτερικών στις 19.8.1999 με την Α.Μ. τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας κκ. Πέτρο, ο Μακαριώτατος επιβεβαίωσε ότι εξέφρασε εις δύο τουλάχιστον περιπτώσεις την απαρέσκεια του για την εν γένει συμπεριφορά του κ. Καψού, αν και πρόσθεσε, δεν έχει καμιά ανάμιξη, ούτε και έχει πει ο,τιδήποτε για τα παρόντα και υπό εξέταση συμβάντα, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν τα γνωρίζει.”

[*208]Οι λόγοι της μετάθεσης, όπως συνοψίζονται στη δεύτερη πρόταση, που στη συνέχεια υιοθέτησε το Υπουργικό Συμβούλιο, είναι η προστασία των συμφερόντων της Δημοκρατίας στην Αίγυπτο και η ανάγκη για την εύρυθμη λειτουργία της Πρεσβείας εκεί.  Αντιγράφω τη διατύπωση της ίδιας της πρότασης:

“α) Οι διμερείς σχέσεις της χώρας μας με τη φίλη γειτονική χώρα Αίγυπτο επιβάλλουν τον άμεσο ορισμό Πρέσβη ο οποίος θα αναλάβει τη διεύθυνση της Πρεσβείας στη χώρα αυτή. Η εξακολούθηση της σημερινής κατάστασης της μη ουσιαστικής εκπροσώπησής μας στην Αίγυπτο σε συνδυασμό με την παρουσία του κ. Καψού στο Κάϊρο, όπου διαμένει στην πρεσβευτική κατοικία και συμπεριφέρεται ως Πρέσβης, εκθέτει το κύρος της Αιγύπτου.

β) Με την ανάληψη της διεύθυνσης της Πρεσβείας μας στο Κάιρο από νέο πρόσωπο, τον κ. Δημήτρη Δρουσιώτη, Σύμβουλο Πρεσβείας Α, πιστεύεται ότι θα επιτευχθεί η εύρυθμη λειτουργία της Πρεσβείας και η άρση των γενεσιουργών αιτίων τα οποία προκάλεσαν τη διατάραξη της και που περιγράφονται στην Πρόταση της 25ης Αυγούστου 1999.”

Έχω αναφερθεί εκτεταμένα στις δύο προτάσεις επειδή αποτελούν το υπόβαθρο της προδικαστικής ένστασης της Δημοκρατίας.  Την έχει προβάλει ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας, που ζήτησε για το σκοπό αυτό τροποποίηση του δικογράφου ένστασης για να τη συμπεριλάβει. Η αίτηση του έγινε δεκτή δοθέντος ότι ούτε η άλλη πλευρά ενέστη στο αίτημα. Είναι η θέση του, την οποία ανέπτυξε εγγράφως η κα Αντωνίου, ότι η επίδικη πράξη συναρτάται με τις εξωτερικές σχέσεις της χώρας και σαν τέτοια συνιστά πράξη κυβερνήσεως, μη υποκείμενη στον ακυρωτικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Η εισήγηση στηρίχθηκε κυρίως στο άρθρο 50(Ι)(Α)(α) του Συντάγματος, που παρέχει εξήγηση του όρου “εξωτερικές υποθέσεις” σε συνδυασμό με το άρθρο 54 αυτού, που καθορίζει τις εξουσίες του Υπουργικού. Έγινε περαιτέρω ενισχυτική επίκληση στην απόφαση στην Χατζηανδρέου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 352, στην οποία κρίθηκε ότι, υπό το φάσμα των παραπάνω συνταγματικών διατάξεων, η παύση Επίτιμου Προξένου, που δεν ανήκει στη διπλωματική υπηρεσία, είναι πράξη κυβερνήσεως, που δεν ελέγχεται δικαστικά. Η άλλη παραπομπή είναι στο άρθρο 9 της Συνθήκης της Βιέννης του 1961 (περί Διπλωματικών Σχέσεων (Κυρωτικός) Νόμος του 1968, αρ. 40/68). Είναι τέλος η εισήγηση της Δημοκρατίας ότι κακώς χρησιμοποιήθηκε ο όρος “μετάθεση”. Στην [*209]πραγματικότητα αυτό που συνέβη είναι “τοποθέτηση” με την έννοια που έχει η λέξη στη σχετική συνταγματική διάταξη.

Απαντώντας στην προδικαστική ένσταση, ο δικηγόρος του αιτητή υποστήριξε ότι οι παραπάνω συνταγματικές διατάξεις δεν απονέμουν αρμοδιότητα για μετάθεση. Η φράση “τοποθέτησις διπλωματικών αντιπροσώπων” του άρθρου 50 δεν παρέχει δικαίωμα για μετάθεση από το εξωτερικό στην Κύπρο. Η αρμοδιότητα αυτή ανήκει στην Ε.Δ..Υ. με βάση το άρθρο 125(1) του Συντάγματος και το άρθρο 48(2) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90.  Πέραν τούτου, ούτε το άρθρο 5(2) του νόμου του 1960 όπως τροποποιήθηκε χορηγεί στο καθού τέτοια αρμοδιότητα. Μιλά μόνο για “τοποθέτηση”, που αφορά αποκλειστικά πρωτοδιορισθέντες. Οι δύο έννοιες “τοποθέτηση” και “μετάθεση” είναι διαφορετικές. Εξάλλου οι διπλωματικοί υπάλληλοι είναι, κατά το άρθρο 3 του Νόμου 10/60, δημόσιοι υπάλληλοι και υπηρετούν υπό τους όρους που ισχύουν γιαυτούς.

Αξίζει να σημειωθεί ότι με βάση την προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 6 του Ν. 10/60 “πας διορισμός, μετάθεσις ή προαγωγή” διενεργείτο από την Ε.Δ.Υ. Ο σχετικός όμως τροποποιητικός νόμος αρ. 35/66 το έχει καταργήσει, όπως και τα άρθρα 5 και 9, αλλά τα αντικατέστησε με νέες διατάξεις. Σύμφωνα με αυτές [άρθρο 5(1)], ο διορισμός και η προαγωγή στην Εξωτερική Υπηρεσία εξακολουθεί να είναι αρμοδιότητα της Ε.Δ.Υ.. Απαλείφθηκε ωστόσο η εξουσία για τη διενέργεια μεταθέσεων. Το εδ. (2) προβλέπει για τοποθέτηση των αρχηγών διπλωματικών αποστολών στο εξωτερικό από το Υπουργικό Συμβούλιο. Το δε εδ. 4 για τοποθέτηση, είτε στο εξωτερικό είτε σε Υπουργείο (αναφερόμαστε πάντοτε στα πρόσωπα που υπηρετούν στην Εξωτερική Υπηρεσία) από τον Υπουργό Εξωτερικών. Το εδ. 4 υπήρξε το έρεισμα για προβολή επιχειρήματος αναρμοδιότητας εν πάση περιπτώσει του Υπουργικού Συμβουλίου.

Πρέπει να λεχθεί ότι δεν υπάρχει καθολικά αποδεκτό κριτήριο για το χαρακτηρισμό πράξης ως κυβερνητικής ή ως πράξης κυβερνήσεως (μετάφραση του γαλλικού όρου acte de Gouvernement).  Υπάρχουν θεωρίες, που είναι κάποτε, συγκρουόμενες. Το Γαλλικό Συμβούλιο της Επικρατείας που τη διαμόρφωσε και εφάρμοσε, ακολούθησε, πιστεύω, μία  από τις βασικές ιδέες που διέπλασαν το αγγλικό κοινό δίκαιο ότι, δηλαδή, εξετάζεται η κάθε περίπτωση όταν άγεται για επίλυση ενώπιον των δικαστηρίων. Παρόλο δε που υπάρχει φειδώ στη διεύρυνση του ορίζοντα τέτοιων πράξεων εντούτοις δεν έκλεισε οριστικά. Iδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ο εμπειρικός τρόπος που ακολουθήθηκε τόσο στην Ελλάδα όσο και [*210]την Κύπρο.

Παραδείγματα κυβερνητικών πράξεων της κυπριακής νομικής πραγματικότητας αναφέρει ο Γαβριηλίδης, Δ. στην υπόθεση Χατζηανδρέου, πιο πάνω. Τονίζεται ότι από τη στιγμή που αποφασίζεται ο χαρακτήρας της πράξης ως κυβερνητικής κρίνεται απαράδεκτη η προσφυγή που στρέφεται εναντίον της. Θα παραπέμψω για ολοκληρωμένη συζήτηση του φαινομένου της κυβερνητικής πράξης στον Μ. Στασινόπουλο “Δίκαιο των Διοικητικών Διαφορών” (1974) σελ. 176-180, Μ. Δένδια “Διοικητικό Δίκαιον” τόμος Α, (1964) σελ. 152-159, Π. Δ. Δαγτόγλου “Γενικό Διοικητικό Δίκαιον” (1984) σελ. 25 και 189 και Επ. Σπηλιωτόπουλο “Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου” (1993) παραγ. 87 σελ. 97.

Όπως προελέχθη, στη Χατζηανδρέου, ο τερματισμός του διορισμού Επίτιμου Προξένου - που δεν ήταν δημόσιος υπάλληλος - θεωρήθηκε κυβερνητική πράξη. Ομοίως και ο αρχικός διορισμός.  Ο δικαιολογητικός λόγος που έδωσε η Ολομέλεια ήταν ότι το “ζήτημα συναρτάται άμεσα με τη διαχείριση των εξωτερικών υποθέσεων της Δημοκρατίας”.

Θα θυμίσω ότι το άρθρο 50(1)(Α)(α) καθορίζει τί περιλαμβάνει ο όρος “εξωτερικές υποθέσεις”. Το ουσιώδες μέρος της διάταξης, που αφορά την κρινόμενη περίπτωση αναφέρεται στην:

“(α) αναγνώρισιν κρατών, την σύναψιν διπλωματικών και προξενικών σχέσεων μετ’ άλλων χωρών και την διακοπήν των σχέσεων τούτων. Την παροχήν συγκαταθέσεως διά τον διορισμόν διπλωματικών αντιπροσώπων και την χορήγησιν εκτελεστηρίου εις προξενικούς αντιπροσώπους, την τοποθέτησιν διπλωματικών αντιπροσώπων και προξενικών αντιπροσώπων εκ των υπηρετούντων εν τη διπλωματική υπηρεσία εις θέσεις εν τω εξωτερικώ και την ανάθεσιν καθηκόντων εν τω εξωτερικώ, ως ειδικών απεσταλμένων, εις υπηρετούντας εν τη διπλωματική υπηρεσία.”

Ας σημειωθεί ότι ο Στασινόπουλος περιλαμβάνει στις κυβερνητικές και την κατηγορία πράξεων που συνδέονται “προς τας μετ’ άλλων κρατών σχέσεις”. Θα υπομνήσω επίσης ότι το άρθρο 54(β) του Συντάγματος αναθέτει την αρμοδιότητα χειρισμού των εξωτερικών υποθέσεων, για τις οποίες κάμνει λόγο το άρθρο 50, στο Υπουργικό Συμβούλιο.

Στην υπόθεση Λοϊζίδης ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 [*211]Α.Α.Δ. 233, ο Πρόξενος της Δημοκρατίας στη Νότιο Αφρική μετατέθηκε στο Κέντρο εξαιτίας επεισοδίου στο οποίο φερόταν αναμεμιγμένος.  Αμφισβήτησε με προσφυγή την απόφαση και ζήτησε μάλιστα προσωρινό διάταγμα αναστολής της. Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου απέρριψε τη σχετική αίτηση και η Ολομέλεια την επικύρωσε. Δεν μπορεί ωστόσο να συναχθεί από την υπόθεση αυτή ότι χωρεί δικαστικός έλεγχος επειδή ο Πρόξενος ήταν δημόσιος υπάλληλος. Το ζήτημα δε συζητήθηκε υπό το πρίσμα μιας τόσο θεμελιακής τοποθέτησης, όπως συνέβη στην περίπτωσή μας. Και πρέπει να θεωρηθεί ότι έμεινε ανοικτό.

Από το υλικό που προσκομίστηκε στην προκείμενη περίπτωση προκύπτει πως ήταν εμφανής ο κίνδυνος διατάραξης των σχέσεων με την Αίγυπτο, στην οποία ήταν διαπιστευμένος ως πρέσβης ο αιτητής, ή η δημιουργία διπλωματικού ζητήματος, που θα αντανακλούσε στο κύρος της Δημοκρατίας, το οποίο μπορεί να αναχθεί στις εξωτερικές σχέσεις. Η υπερέμφαση που δόθηκε ότι ο όρος αναφέρεται μόνο και περιορίζεται στην τοποθέτηση διπλωματικών αντιπροσώπων παραγνωρίζει το πνεύμα της διάταξης που δεν είναι άλλο παρά η ευπρόσωπη αντιπροσώπευση της Δημοκρατίας. Γιαυτό και η εξουσία ανατίθεται από το Σύνταγμα στο κορυφαίο όργανο της εκτελεστικής εξουσίας. Δε θα είχε δε νόημα αν δεν περιέκλειε και την εξουσία ανάκλησης και άμεσης αντικατάστασης με άλλον διπλωμάτη.

Υπό τις συνθήκες αυτές η πράξη, παρόλο που μπορεί να φαίνεται από πρώτη ματιά μια συνήθης διοικητική πράξη, άπτεται των διπλωματικών σχέσεων της χώρας, γεγονός που της προσδίδει χαρακτήρα κυβερνητικής πράξης. Το ερμηνευτικό μου συμπέρασμα υποστηρίζεται, πιστεύω, από τη σκέψη του Σ.τ.Ε. στη σημαντική Υπόθεση 448/1939.

“Επειδή εκ της μελέτης του όλου θεσμού, το Συμβούλιον της Επικρατείας καταλήγει εις το συμπέρασμα ότι ο χαρακτηρισμός πράξεως τινός ως Κυβερνητικής εξαρτάται μεν κυρίως εκ της φύσεως αυτής (ανεξαρτήτως του οργάνου εκ του οποίου προέρχεται), αλλά και διοικητική ενέργεια υποκειμένη κατ’ αρχήν, ως τοιαύτη εις έλεγχον νομιμότητος υπό του Συμβουλίου της Επικρατείας δύναται να προσλάβη υπό συντρεχούσας περιστάσεις τον χαρακτήρα Κυβερνητικής πράξεως, αποκλειούσης την προσβολήν επί ακυρώσει, εφ’ όσον προέχων αυτής χαρακτήρ είναι η άσκησις της εις την Κυβέρνησιν ανηκούσης πολιτικής εξουσίας”.

[*212]Κατά τη γνώμη μου η επίδικη πράξη διαφεύγει του ακυρωτικού ελέγχου. Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Δε θα επιδικάσω έξοδα λόγω της φύσεως του θέματος.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο