Louis Berger International Inc. και Άλλοι ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λευκωσίας (2002) 4 ΑΑΔ 243

(2002) 4 ΑΑΔ 243

[*243]15 Μαρτίου, 2002

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 25, 26, 28, 35 ΚΑΙ 146

ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(Υπόθεση Αρ. 919/2000)

1. LOUIS BERGER INTERNATIONAL INC.,

2. HAZEN AND SAWYER,

3. M.G. IORDANOU AND ASSOCIATES LTD,

Αιτητές,

v.

ΣΥΜΒΟΥΛIΟΥ ΑΠΟΧΕΤΕYΣΕΩΝ ΛΕΥΚΩΣIAΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 1206/2000)

MONTGOMERY WATSON LTD, ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΕΝ ΚΥΠΡΩ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗ ΤΟΥΣ

ΑΝΤΩΝΗ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗ,

Αιτητές,

v.

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΕΩΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 919/2000, 1206/2000)

 

Διοικητική Πράξη ― Αιτιολογία ― Η απαίτηση αιτιολόγησης πράξεων που αποκλίνουν από προηγούμενες γνώμες συμβουλευτικών οργάνων ― Δεν ικανοποιήθηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Συνέπειες.

[*244]Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Απόφαση κατά πλειοψηφία ― Εγκυρότητα και βαρύτητά της.

Διοικητικό Δίκαιο ― Διακριτική ευχέρεια διοικητικού οργάνου ― Πλημμελής άσκησή της στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Προσφορές ― Όροι προκήρυξης ― Παροχή διευκρινήσεων από τον προσφοροδότη σε αντιδιαστολή προς ανεπίτρεπτη διόρθωση της προσφοράς του καθ’ υπόδειξιν του κυρίου του έργου ― Περιστάσεις ανεπίτρεπτης διόρθωσης της προσφοράς στην κριθείσα περίπτωση.

Λέξεις και Φράσεις ― Ο όρος «clarifications» (διευκρινίσεις) σε έγγραφα προκήρυξης προσφορών.

Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Νόμιμη σύνθεση ― Η απαίτηση συμμετοχής των αυτών μελών συλλογικού οργάνου στο σύνολο των κρίσιμων για συγκεκριμένη διαδικασία συνεδριών και η ανάγκη τήρησης κατάλληλων πρακτικών ― Δεν ικανοποιήθηκαν στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις και συνέπειες.

Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λευκωσίας ― Προσφορές ― Πολλαπλώς πάσχουσα η πορεία προς κατακύρωσή τους στην κριθείσα περίπτωση ― Πάσχουσα και η τελική απόφαση ― Περιστάσεις.

Οι αιτητές προσέβαλαν, με τις δύο συνεκδικασθείσες προσφυγές, την κατακύρωση της προσφοράς για παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών ως προς το έργο υγειονομικών αποχετεύσεων της μείζονος Λευκωσίας στο ενδιαφερόμενο μέρος.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Με απόφαση του Σ.Α.Λ. εν προκειμένω η Επιτροπή Αξιολόγησης είχε αναλάβει ρόλο Συμβουλευτικού Οργάνου.  Η τελική απόφαση ανήκει μεν στο αποφασίζον όργανο αλλά η νομολογία υπαγορεύει ότι πράξεις που αποκλίνουν από προηγούμενες γνώμες συμβουλευτικών οργάνων είναι αιτιολογητέες εκ φύσεως.

     Το γεγονός ότι η Επιτροπή Αξιολόγησης δεν κατέληξε σε ομόφωνη απόφαση δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχε έγκυρη απόφαση Συμβουλευτικού Οργάνου. Ενώπιον του Συμβουλίου του Σ.Α.Λ. υπήρχε η απόφαση της πλειοψηφίας της Επιτροπής Αξιολόγησης με την οποία είχε αποκλεισθεί η προσφορά του Ε.Μ..  Σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου που διέπουν τις αποφάσεις [*245]συλλογικών οργάνων τα τελευταία μπορούν να λαμβάνουν έγκυρες αποφάσεις κατά πλειοψηφία.  Σχετικό είναι και το Άρθρο 25(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999.

     Στην παρούσα υπόθεση είχε τεθεί ενώπιον του Σ.Α.Λ. η απόφαση της πλειοψηφίας της Επιτροπής Αξιολόγησης με την οποία είχε αποκλεισθεί η προσφορά του Ε.Μ.. Η απόφαση εκείνη αποτελούσε μια καθόλα έγκυρη απόφαση. Το Σ.Α.Λ. έπρεπε, σύμφωνα με τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου, να αιτιολογήσει την απόκλισή του από την απόφαση του Συμβουλευτικού Οργάνου.

     Το ύψος της προσφοράς δεν μπορεί να αποτελεί το μόνο κριτήριο.  Αν ήταν έτσι τα πράγματα προς τί η αξιολόγηση των προσφορών;  Πρέπει να προστεθεί ότι η αξιολόγηση των προσφορών από την πλειοψηφία της Επιτροπής Αξιολόγησης έγινε με αναφορά σε μεγάλο αριθμό κριτηρίων.

     Η κατάληξη του Σ.Α.Λ. – περί προτίμησης του Ε.Μ. – παρά τον αποκλεισμό του από την πλειοψηφία της Επιτροπής Αξιολόγησης η οποία έλαβε χώραν στην βάση κριτηρίων, ισοδυναμεί με απόφαση ότι τα κριτήρια που έθεσε η Επιτροπή Αξιολόγησης ήταν άσχετα με το θέμα της αξιολόγησης. Αν έτσι έχουν τα πράγματα το Σ.Α.Λ. έπρεπε, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, να υποδείξει και να αιτιολογήσει γιατί ήταν άσχετα. Τέτοια αιτιολογία δεν έχει δοθεί. Έπεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας.

     Σε σχέση με την αιτιολογία θα πρέπει να τονιστεί ότι αυτή πάσχει όχι μόνο λόγω της μη αιτιολόγησης της απόκλισης από τη γνώμη συμβουλευτικού οργάνου αλλά και γιατί δεν ικανοποιεί τις αρχές του διοικητικού δικαίου οι οποίες διέπουν το θέμα της αιτιολογίας των διοικητικών πράξεων.

     Η κατακύρωση προσφοράς με μοναδικό κριτήριο το ύψος της και χωρίς αναφορά σε άλλα πολύ σχετικά κριτήρια όχι μόνο καθιστά την προσβαλλόμενη πράξη αναιτιολόγητη αλλά αποτελεί και κλασσική περίπτωση πλημμελούς άσκησης διακριτικής ευχέρειας.  Οι λόγοι είναι οι εξής:

     Ο βαθμός ικανοποίησης των προδιαγραφών που περιέχονται στους όρους προσφοράς και γενικά η ικανότητα του προσφοροδότη ν’  ανταποκριθεί στους όρους που σχετίζονται με [*246]την ποιότητα των υπηρεσιών που θα προσφέρει αποτελούν πολύ σχετικούς και ουσιώδεις παράγοντες στη διαδικασία επιλογής του καταλληλότερου προσφοροδότη. Οι παράγοντες αυτοί έχουν αγνοηθεί. Επομένως το Σ.Α.Λ. έχει ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια με πλημμελή τρόπο.

Ούτε και μπορεί να λεχθεί ότι η αιτιολογία συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου.

     Τέλος, η έγκριση ψηφίσματος με το οποίο οι παρεκκλίσεις από τις προδιαγραφές του Ε.Μ. θεωρούνται ως μη ουσιώδεις αποτελεί κλασσική περίπτωση ανεπαρκούς και πλημμελούς αιτιολογίας.  Τουλάχιστον στο ψήφισμα έπρεπε να υποδεικνύεται ποιές ήταν οι παρεκκλίσεις και γιατί θεωρήθηκαν ως μη ουσιώδεις. Μόνο με αυτό τον τρόπο καθίσταται δυνατός ο δικαστικός έλεγχος.

2.  Ο όρος “clarification” στα πλαίσια του κειμένου που έχει χρησιμοποιηθεί στον όρο 13 των εγγράφων της προσφοράς εν προκειμένω σημαίνει την παροχή εξηγήσεων σε σχέση με κάτι που πάσχει από ασάφεια ή αοριστία ή έλλειψη καθαρότητας. Ο αριθμός του προσωπικού και ο χρόνος απασχόλησης είναι θέματα που μπορούν να προσδιορισθούν με σαφή τρόπο με το να υποδειχθούν οι συγκεκριμένοι αριθμοί. Τα ίδια ισχύουν και για τη διάρκεια της παρουσίας του Ε.Μ. στο έργο. Μπορούσε να υποδειχθεί ο συγκεκριμένος αριθμός ετών. Δεν αποτελούσαν θέματα που έχρηζαν διευκρίνισης. Δεν εμπίπτουν, επομένως, εντός της έννοιας του όρου “clarifications”.

     Στην παρούσα υπόθεση ο όρος 13 δεν παρέχει την δυνατότητα στο Σ.Α.Λ. να καλεί τους προσφοροδότες να προβούν στις επίδικες διορθώσεις. Έπεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί και για αυτό το λόγο.

3.  Οι αποφάσεις που λήφθηκαν στις 7.12.99 και 23.12.99 συνιστούν προπαρασκευαστικές της προσβαλλόμενης απόφασης απόλυτα σχετικές με την προσβαλλόμενη απόφαση. Η συζήτηση και λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης δεν έλαβε χώραν από την αρχή μέχρι το τέλος ενώπιον των αυτών μελών του συλλογικού οργάνου.

     Δεν υπάρχει οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου που να δεικνύει ότι τα απόντα μέλη είχαν ενημερωθεί για τις αποφάσεις που λήφθηκαν στην απουσία τους. Στην απουσία τέτοιας ενημέρωσης δεν μπορούσε να λάβει χώραν έγκυρα απόφαση στις επόμενες [*247]συνεδρίες. Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί και για αυτό το λόγο.

4.  Οι αρχές της χρηστής διοίκησης υπαγορεύουν όπως τα συλλογικά όργανα τηρούν κατάλληλα πρακτικά. Το τί έλαβε χώραν στη συνεδρία ημερ. 18.5.2000 συνιστά παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης. Ενώ ήταν παρόντα 25 μέλη του Σ.Α.Λ. τα πρακτικά φέρουν 22 μέλη να είχαν ψηφίσει στην πρώτη ψηφοφορία, 16 μέλη στη δεύτερη, 14 μέλη στην τρίτη και 25 μέλη στην τέταρτη. Επίσης στην επιλογή του επιλαχόντα, ο οποίος ήταν το Ε.Μ., ψήφισαν 15 από τα 25 μέλη. Προκύπτει λοιπόν ότι μερικά από τα παρόντα μέλη δεν έλαβαν μέρος σε όλες τις ψηφοφορίες. Ωστόσο δεν υπάρχει καμιά αναφορά επεξηγητική του γεγονότος της μη συμμετοχής όλων των παρόντων μελών στη ψηφοφορία. Στη συνεδρία ημερ. 18.5.2000 λήφθηκε η πιο σημαντική απόφαση. Αποφασίσθηκε η παραγνώριση της γνώμης της Επιτροπής Αξιολόγησης και η επιλογή της χαμηλότερης προσφοράς. Αποφασίσθηκε, επίσης, η επιλογή του Ε.Μ. ως επιλαχόντα. Ήταν παρόντα 25 μέλη. Η ψηφοφορία έλαβε μέρος σε διάφορες φάσεις με διαφορετικό αριθμό μελών στην κάθε ψηφοφορία χωρίς οποιαδήποτε εξήγηση. Αυτή η πορεία όχι μόνο αντιστρατεύεται την πιο πάνω αρχή της χρηστής διοίκησης αλλά πλήττει καίρια και το κύρος της απόφασης που λήφθηκε στις 18.5.2000 και αποτελεί πρόσθετο λόγο ακύρωσης γιατί είναι άγνωστο ποιό θα ήταν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας αν ψήφιζαν και τα 25 παρόντα μέλη.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Pissas v. Republic (1974) 3 C.L.R. 476,

Φράγκου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270,

Sofocleous v. Republic (No. 1) (1972) 3 C.L.R. 56,

Mavrommatis v. Educational Service Committee (1974) 3 C.L.R. 226,

Kyprianides v. Republic (1965) 3 C.L.R. 519,

Tseriotis v. Municipality of Nicosia (1968) 3 C.L.R. 215,

Tryfon v. Republic (1968) 3 C.L.R. 28,

[*248]Carayiannis v. Republic (1969) 3 C.L.R 341,

Christides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 732,

Ηλιόπουλος v. Α.Η.Κ. (2000) 3 Α.Α.Δ. 438,

Tamassos Tobacco Supplier and Co. v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60,

Α.Η.Κ. v. Hydrotech Water and Environmental Engineering Ltd (1999) 3 Α.Α.Δ. 333,

Ντίνος Κρητιώτης και Υιός Λτδ v. Α.ΤΗ.Κ., Υπόθ. Αρ. 700/98, ημερ. 6.3.2000,

Αδελφοί Κάτσιου (Στυλιώτες) Λίμιτεδ v. Α.ΤΗ.Κ., Υπόθ. Αρ. 524/2000, ημερ. 9.11.2001,

Kyprianou v. Republic (No.2) (1975) 3 C.L.R. 187.

Προσφυγή.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.

Κ. Αιμιλιανίδης, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι πιο πάνω προσφυγές έχουν συνεκδικαστεί.  Στρέφονται κατά της απόφασης του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λευκωσίας (Σ.Α.Λ.) ημερ. 26.6.2000 (η προσβαλλόμενη απόφαση) με την οποία η προσφορά για την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών για το έργο υγειονομικών αποχετεύσεων της μείζονος Λευκωσίας κατακυρώθηκε στους Sogreah Cons. Energoprojekt (το Ε.Μ.).

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή.

Η επίδικη προσφορά προκηρύχθηκε τον Οκτώβριο του 1999. Υποβλήθηκαν συνολικά 12 προσφορές μεταξύ των οποίων η προσφορά των αιτητών και του Ε.Μ..

Οι προσφορές αξιολογήθηκαν από πενταμελή Επιτροπή Αξιολόγησης η οποία διορίσθηκε από το Σ.Α.Λ.. Η έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης δεν ήταν ομόφωνη. Υποβλήθηκαν τρεις ξεχωριστές τεχνοοικονομικές εκθέσεις αξιολογήσεως. Μια από το μέλος της Επιτροπής Κώστα Ανδρέου, μια από τα μέλη της Επιτροπής [*249]Αξιολογήσεως Γ. Κάννα, Ε. Νικολάου και Θ. Σέπο και μια από το μέλος της Επιτροπής Χρ. Γιάλλουρο.

Σύμφωνα με την κατάταξη των προσφοροδοτών στην έκθεση αξιολόγησης του μέλους της Επιτροπής Κώστα Ανδρέου, η προσφορά των αιτητών στην Προσφυγή Αρ. 919/2000 κατετάγη δεύτερη, η προσφορά των αιτητών στην Προσφυγή Αρ. 1206/2000 κατετάγη πέμπτη και η προσφορά του ενδιαφερόμενου μέρους κατετάγη τρίτη. Σύμφωνα με την έκθεση αξιολόγησης των μελών της Επιτροπής Αξιολόγησης Κάννα, Νικολάου και Σέπου η προσφορά των αιτητών στην Προσφυγή Αρ. 919/2000 κατετάγη πρώτη, η προσφορά των αιτητών στην Προσφυγή Αρ. 1206/2000 κατετάγη τρίτη και η προσφορά του ενδιαφερόμενου μέρους αποκλείσθηκε. Τέλος, σύμφωνα με την έκθεση αξιολόγησης του μέλους της Επιτροπής Χρ. Γιάλλουρου, η προσφορά των αιτητών στην Προσφυγή Αρ. 919/2000 κατετάγη δεύτερη, η προσφορά των αιτητών στην Προσφυγή Αρ. 1206/2000 κατετάγη πέμπτη και η προσφορά του ενδιαφερόμενου μέρους κατετάγη τρίτη.

Το Σ.Α.Λ. εξέτασε το θέμα της κατακύρωσης της προσφοράς στη συνεδρία του ημερ. 18.5.2000. Τα πρακτικά της σχετικής συνεδρίας καλύπτουν 40 σελίδες. Στη συνεδρία εκείνη τα μέλη του Σ.Α.Λ. αντάλλαξαν απόψεις. Επεκράτησε η άποψη να προτιμηθεί ο χαμηλότερος προσφοροδότης. Παρόλο ότι δεν γίνεται ρητή αναφορά για τους λόγους παράκαμψης των απόψεων της Επιτροπής Αξιολόγησης από το σύνολο των τοποθετήσεων των μελών του Σ.Α.Λ. προκύπτει ότι αγνοήθηκαν γιατί το Σ.Α.Λ. είχε το δικαίωμα να τις αγνοήσει. Αυτό προκύπτει από τη σελ. 26 των πρακτικών. Παραθέτω το σχετικό μέρος της:

«ΚΟΛΟΚΑΣΙΔΗΣ: ...........................................................................

Μετά την τελευταία αξιολόγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης (την αναθεωρημένη), έχουμε εάν βγει έξω ο Thames με βάση τη νομική συμβουλή του Νομικού μας Συμβούλου και την εισήγηση της Γενικού Ελεγκτή, τότε οι αξιολογήσεις και των τριών ομάδων συμπίπτουν στο εξής: Ότι οι Louis Berger* αποτελούν την καλύτερη επιλογή όσον αφορά βαθμολογία τεχνική και διερωτώμαι κατά πόσο μπορεί να αποκλεισθεί ένα τέτοιο (κάποιος λέγει κάτι) Συγνώμη;

(ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Παρακαλώ, παρακαλώ. Ναι κ. Κολοκασίδη) [*250]ΚΟΛΟΚΑΣΙΔΗΣ: Διερωτώμαι κατά πόσο μπορεί να αγνοηθεί ένα τέτοιο γεγονός από την Επιτροπή Αξιολόγησης όταν φθάνει σε ένα τέτοιο συμπέρασμα και νοουμένου ότι μαζί με την ....

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Συγνώμη κ. Κολοκασίδη, η Επιτροπή Αξιολόγησης τέλειωσε. Τώρα έχουμε Συμβούλιο. Το Συμβούλιο δικαιούται να το αγνοήσει; Η απάντηση είναι ναι, ότι θέλει κάνει το Συμβούλιο (Η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου).

ΚΟΛΟΚΑΣΙΔΗΣ: Ναι, εντάξει.»

Στη συνέχεια ο Πρόεδρος του Σ.Α.Λ. εισηγήθηκε όπως το θέμα της επιλογής του επιτυχόντος προσφοροδότη τεθεί σε ψηφοφορία, η ψηφοφορία να αρχίσει από τον πιο φθηνό και «όποιος πάρει παραπάνω ψήφους θα είναι πρώτος» (βλ. σελ. 33-34 των πρακτικών). Κατά την ψηφοφορία ζητήθηκε από τα μέλη του Σ.Α.Λ. να ψηφίσουν σε σχέση με τις πιο κάτω προσφορές και με την σειρά που παρατίθενται πιο κάτω:

(1) Του οίκου Gibb.

(2) Του οίκου Thomas Water Overseas Cons. Ltd.

(3) Του Ε.Μ..

(4) Των αιτητών στην Προσφυγή Αρ. 919/2000.

Ο Οίκος Gibb συγκέντρωσε τον μεγαλύτερο αριθμό ψήφων (13 υπέρ, 7 κατά και 2 αποχές). Δεύτερος σε αριθμό ψήφων ήταν το Ε.Μ. (8 υπέρ, 4 κατά και 4 αποχές). Τρίτοι ήταν οι αιτητές στην προσφυγή 919/2000 (7 υπέρ και 7 κατά). Ο Οίκος Thomas Water έλαβε 3 ψήφους υπέρ και 12 κατά και 10 αποχές.

Στη συνέχεια ο Πρόεδρος του Σ.Α.Λ. ανέφερε τα εξής:

«Τούτο το Συμβούλιο ψηφίζει ότι θα προσφερθεί, προσέξετε το λεκτικό της αποφάσεως, θα προσφερθεί αυτό το Έργο στην εταιρεία Gibb Ltd – Lardis & Partners νοουμένου ότι θα δεχθούν να ικανοποιήσουν την Υπηρεσία μας ή τέλος πάντων εάν εγερθεί θέμα και την προσφορά και το Συμβούλιο, εν ανάγκη, θα ικανοποιήσουν τους όρους τουλάχιστον τους βασικούς οι οποίοι τέθηκαν από τους εμπειρογνώμονες. Σωστό;»

Μετά την ανταλλαγή απόψεων κάλεσε τα μέλη του Σ.Α.Λ. να ψηφίσουν για τον επιλαχόντα. Πρότεινε το Ε.Μ.. Ψήφισαν υπέρ του Ε.Μ. 15 Μέλη του Σ.Α.Λ.. Ακολούθησε ανταλλαγή απόψεων και σε κάποιο στάδιο της συζήτησης το Μέλος του Συμβουλίου – [*251]ο κ. Κολοκασίδης – ζήτησε να ακούσει την αιτιολογημένη απόφαση του Σ.Α.Λ.. Το τί ακολούθησε καταγράφεται στα πρακτικά. Το μεταφέρω:

«ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τώρα εις αυτό το στάδιο, τί είναι η εισήγησή σας;

ΚΟΛΟΚΑΣIΔΗΣ: Η εισήγησή μου ήταν να ακούσω την αιτιολογημένη απόφαση του Συμβουλίου.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Λοιπόν, αν είναι μόνο για τούτο, διότι σας είπα την απάντηση και μου λέτε ναι, αλλά, κλπ. Αν έχετε άλλη πρόταση πέστε την. Η αιτιολογία είναι ότι ανεπτύχθη από τον κ. Ευαγόρου, είπαμε τον πιο φθηνό (Κάτι λένε) Ναι, ο κ. Ευαγόρου άρχισε πρώτος, είπαν οι άλλοι συνάδελφοι και υποθέτουμε ότι για λόγους για τους οποίους ανέπτυξαν τα Μέλη αυτά, ψήφισαν κατ’ αυτό τον τρόπο. Είναι πιθανό το Δικαστήριο να πει ότι κύριοι, τούτος δεν είναι τρόπος, γιατί βάλατε την Αξιολόγηση – εντάξει! Και να χάσουμε την υπόθεση. Αλλά έτσι αποφασίσαμε. Και εγώ δεν κράτησα αυτό το ... δεν το λέγω για οτιδήποτε άλλο, αλλά επειδή είμαι και Δικηγόρος είδα ότι τούτο δεν πήγαινε και πολλά παρά κάτω. Όμως η κατάσταση είναι αυτή. Ελπίζω και εκείνο που φοβούμαι τον Gibbs, δεν μπορεί να διορθωθεί το κακό με τον Gibb διότι, τέλος πάντων, θα βρει comparable projects; Πού θα τα βρει; Τέλος πάντων. (Κάτι λέγει κάποιος) Θα δούμε, θα δούμε (μιλούν).

...............................................................................................................

Η απόφαση αυτή ελήφθη με αιτιολογικό των όσων ανέφεραν οι αρχηγοί των ομάδων ή οι συγκεκριμένοι ομιλητές κατά το χρόνο της τοποθετήσεως των. Ότι είπε ο καθένας είναι γραμμένο βάσει των οποίων εξέθεσαν την κατά την άποψή τους δικαιολογία ψηφίσεως κατ’ αυτό τον τρόπο. Άρα μαζεύοντας από τα Πρακτικά, και εκεί που θα κάνει τοποθέτηση ο καθένας θα είμαστε λίγο πιο λεπτομερείς στα Πρακτικά από το, αυτό το πράγμα εδώ, το Δικαστήριο μπορεί να πεί ναι οι άνθρωποι αυτοί δεν είπαν έτσι μας κάπνισε και αποφασίσαμε για τον Gibb, αλλά είπε ο κ. Ευαγόρου άρχισα με αυτή τη φιλοσοφία, είπε ο κ. Μαυρίδης τούτο, είπε ο άλλος τούτο, επομένως το Σώμα προβληματίσθηκε και κατέληξε εκεί. Και θα φροντίσουμε να τα βάλουμε κατά τέτοιο τρόπο και με την ..., ούτως ώστε να μην είναι τρωτή, να μην είναι επιλήψιμη ή τέλος πάντων αυτή. Είναι το μόνο που μπορώ να κάνω.»

[*252]Το Σ.Α.Λ. επανήλθε επί του θέματος στη συνεδρία του ημερ. 26.6.2000. Ενώπιον του Σ.Α.Λ. τέθηκε, ανάμεσα σ’ άλλα έγγραφα, κοινή έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης ημερ. 14.6.2000 προς τον Πρόεδρο του Συμβουλίου με την οποία τον πληροφόρησαν ότι η προσφορά του Οίκου Gibb εξακολουθεί να μην πληροί θεμελειώδεις όρους εντολής των εγγράφων προσφοράς και δεν πρέπει να μελετηθεί περαιτέρω. Ακολούθησε η παράθεση των απόψεων των  μελών του Σ.Α.Λ. που ζήτησαν να λάβουν τον λόγο. Παραθέτω μέρος των απόψεων:

«22. Ο κ. Κολοκασίδης διερωτήθηκε σχετικά με το άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Financial Times για τους Gibb Ltd και Sogreah, ότι έχουν κατηγορηθεί για δωροδοκία, κατά πόσο το Συμβούλιο εμπλέκεται με οποιοδήποτε τρόπο και αν λόγω αυτού θα δημιουργηθεί πιθανό πρόβλημα στο μέλλον με την πιθανή χρηματοδότηση από Διεθνή Οργανισμό.

23. Ο Πρόεδρος απάντησε ότι οι προσφοροδότες αυτοί απόρριψαν τις κατηγορίες και δεν έχουν καταδικαστεί και γι αυτό το Σώμα δεν πρέπει να λάβει υπόψη του τέτοιο δημοσίευμα, ούτε να επηρεαστεί στη λήψη της απόφασής του.

24. κ. Στ. Κολοκασίδης αιτιολογώντας την απόφασή του ανάφερε ότι για τον ίδιο τα πράγματα είναι ξεκάθαρα – υπήρχε μια διαδικασία και ένα έγγραφο προσφοράς και τόσο η Gibbs όσο και η Sogreah ήταν εκτός προδιαγραφών και αυτό το λένε όλοι οι Αξιολογητές. Η καλύτερη αξιολογηθείσα προσφορά είναι αυτή της εταιρείας Louis Berger Group και σε αυτό υπάρχει σύγκλιση των Αξιολογητών. Οι μεν κύριοι Κάννας, Σέπος, Νικολάου την αξιολογούν ως πρώτη, ο δε κύριος Ανδρέου ως πρώτη νοουμένου ότι κρίνεται η Thames ότι για νομικούς λόγους είναι εκτός επιλογής. Ο κ. Γιάλλουρος την αξιολογεί δεύτερη νοουμένου πάλιν ότι η Thames είναι εκτός επιλογής για τους ίδιους λόγους. Ο κ. Κολοκασίδης συνεχίζοντας είπε ότι εάν υπήρχε ένα ελαφρυντικό να προτιμήσουμε την Gibbs για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος διότι είναι η πιο φθηνή με διαφορά πέραν του εκατομμυρίου στην επιλογή Sogreah, αυτό δεν ισχύει διότι η διαφορά της με την Berger είναι μόλις εκατό χιλιάδες λίρες. Με βάση τα πιο πάνω, είπε ο κ. Κολοκασίδης, η προσφορά θα πρέπει να κατακυρωθεί στην Louis Berger Group – Hazen & Sawyer – M. G. Jordanous & Associates Ltd

Στη συνέχεια ο Πρόεδρος «έθεσε σε ψηφοφορία κατά πόσο η [*253]προσφορά του οίκου Gibb απορρίπτεται για τους λόγους οι οποίοι αναφέρονται στις εκθέσεις της Επιτροπής Αξιολόγησης». Η προσφορά του οίκου Gibb απορρίφθηκε με 11 ψήφους υπέρ της απόρριψης και 3 αποχές.

Τέλος ο Πρόεδρος έθεσε τε ψηφοφορία ψήφισμα με το οποίο οι παρεκκλίσεις από τις προδιαγραφές του Ε.Μ. θεωρούνται ως μη ουσιώδεις και επομένως το Συμβούλιο προβαίνει σε κατακύρωση της προσφοράς του Ε.Μ. στις τιμές που αναφέρονται στην προσφορά τους και να εξουσιοδοτηθεί ο Γενικός Διευθυντής μαζί με την υπηρεσία να προβεί στις αναγκαίες διαπραγματεύσεις σύμφωνα με τους όρους εντολής των εγγράφων προσφορών για την  υπογραφή της σχετικής συμφωνίας-συμβολαίου. Υπέρ του ψηφίσματος ψήφισαν 10 μέλη, 2 μέλη εψήφισαν εναντίον και 2 μέλη τήρησαν αποχή.

Η έγκριση του πιο πάνω ψηφίσματος συνιστά την προσβαλλόμενη απόφαση.

Οι λόγοι ακύρωσης.

Πρώτος λόγος ακύρωσης – Απόκλιση από την εισήγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.

Ο κ. Αγγελίδης, εκ μέρους των αιτητών, υπέβαλε ότι το Σ.Α.Λ. έχει την εξουσία της απόφασης και τη δυνατότητα να παρεκκλίνει από την εισήγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης, η οποία ήταν γνωμοδοτικό όργανο, όμως τούτο μπορεί να το πράξει δίδοντας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για τους λόγους της απόκλισης του. Τέτοια αιτιολογία δεν υπάρχει. Αντίθετα από τα πρακτικά ημερ. 18.5.2000 – το σχετικό απόσπασμα παρατίθεται στις σελ. 249-250, πιο πάνω – προκύτπει ο τρόπος με τον οποίο παραγνωρίστηκε η Επιτροπή Αξιολόγησης.

Στην παρούσα υπόθεση η Επιτροπή Αξιολόγησης απαρτιζόταν από 5 Τεχνοκράτες – τον Γενικό Διευθυντή του Σ.Α.Λ., τον Μηχανικό Αποχετεύσεως και τον Λογιστή του Σ.Α.Λ. και δύο συμβούλους πολιτικούς μηχανικούς από τους οποίους ο ένας υπεδείχθη από το Ε.Τ.Ε.Κ..

Με απόφαση του Σ.Α.Λ. η Επιτροπή Αξιολόγησης είχε αναλάβει ρόλο Συμβουλευτικού Οργάνου. Η τελική απόφαση ανήκει μεν στο αποφασίζον όργανο αλλά η νομολογία υπαγορεύει ότι πράξεις που αποκλίνουν από προηγούμενες γνώμες συμβουλευ[*254]τικών οργάνων είναι αιτιολογητέες εκ φύσεως (Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Τρίτη έκδοση, παραγ. 642 (δ). Βλ. και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. :  «Αιτιολογητέαι εκρίθησαν: ..... ε) Αι πράξεις αι μη συμφωνούσαι προς τα στοιχεία του φακέλου ως πράξις αντίθετη προς αιτιολογημένην γνωμοδότησιν συλλογικού οργάνου και εν γένει πράξις αντιτιθέμενη εις ητιολογημένας προπαρασκευαστικάς της 890/47 ...».

Το γεγονός ότι η Επιτροπή Αξιολόγησης δεν κατέληξε σε ομόφωνη απόφαση δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχε έγκυρη απόφαση Συμβουλευτικού Οργάνου. Ενώπιον του Συμβουλίου του Σ.Α.Λ. υπήρχε η απόφαση της πλειοψηφίας της Επιτροπής Αξιολόγησης με την οποία είχε αποκλεισθεί η προσφορά του Ε.Μ.. Σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου που διέπουν τις αποφάσεις συλλογικών οργάνων τα τελευταία μπορούν να λαμβάνουν έγκυρες αποφάσεις κατά πλειοψηφία και «την απόφασιν παντώς αποτελεί η γνώμη της πλειοψηφίας και ουχί η τυχόν .... διατυπούμενη γνώμη της μειοψηφίας» (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 113). Σχετικό είναι και το άρθρο 25(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999.

Στην παρούσα υπόθεση είχε τεθεί ενώπιον του Σ.Α.Λ. η απόφαση της πλειοψηφίας της Επιτροπής Αξιολόγησης με την οποία είχε αποκλεισθεί η προσφορά του Ε.Μ.. Η απόφαση εκείνη αποτελούσε μια καθόλα έγκυρη απόφαση. Το Σ.Α.Λ. έπρεπε, σύμφωνα με τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου, να αιτιολογήσει την απόκλιση του από την απόφαση του Συμβουλευτικού Οργάνου.

Τυγχάνει, λοιπόν, εξεταστέο κατά πόσο έχει αιτιολογηθεί η απόκλιση από την γνώμη του Συμβουλευτικού Οργάνου.

Το θέμα της αιτιολογίας είχε προφανώς προβληματίσει τα μέλη του Σ.Α.Λ.. Ένα από τα  μέλη του (βλ. σελ. 250-251, πιο πάνω) ζήτησε να ακούσει την αιτιολογημένη απόφαση του Σ.Α.Λ.. Ο Πρόεδρος απάντησε ότι η αιτιολογία «είναι ότι ανεπτύχθη από τον κ. Ευαγόρου». Παραθέτω το σχετικό μέρος της θέσης του κ. Ευαγόρου:

«Όπως και να έχουν τα πράγματα, εγώ προσωπικά ως Πρόεδρος της Επιτροπής και όχι ως Επιτροπή, έχω να κάνω συγκεκριμένη εισήγηση η οποία είναι: Ότι είναι προς το δημόσιον συμφέρον και το δημόσιον συμφέρον είναι το συμφέρον των [*255]δημοτών, είναι οι όροι εντολής που έχουμε εμείς ως Επιτροπή Προσφορών αλλά είναι και οι  όροι εντολής που έχει το Συμβούλιο Αποχετεύσεων να επιλέγει εκείνον ο οποίος είναι ο προσφορότερος για το δημόσιον συμφέρον και ο προσφορότερος για το δημόσιον συμφέρον εφόσον μιλούμε και έχουμε μιλήσει για 12 κολοσσούς, είναι ο φθηνότερος. Ο φθηνότερος, ο οποίος στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η εταιρεία Gibb Ltd, ο οποίος σε οποιαδήποτε περίπτωση ήθελαν προσφύγει στη Δικαιοσύνη, είτε ήθελαν δικαιωθεί, δεν πρόκειται εμείς να πληρώσουμε εκείνα τα οποία έχετε πει είτε 100, ή 80 ή 120 χιλιάδες ως επίδικο ποσό, έτσι και αλλιώς το Συμβούλιο αυτό θα είναι κερδισμένο, και συμφωνώντας μαζί με εκείνα τα οποία έχετε εσείς πει κ. Πρόεδρε ότι, ναι, εκεί που εντοπίστηκαν αδυναμίες από τους Αξιολογητές μπορούμε να έλθουμε εις διαπραγμάτευση και να εισηγηθούμε ή να υποχρεώσουμε τον εν λόγω Οίκο να αναλάβει αυτές τις ευθύνες, χωρίς να έχω κανένα πρόβλημα με τη συνείδησή μου, εισηγούμαι ξανά να επιλεγεί ο φθηνότερος. Ευχαριστώ.»

Ανάγνωση του πιο πάνω αποσπάσματος αποκαλύπτει ότι έπρεπε να προτιμηθεί ο φθηνότερος προσφοροδότης. Αποκαλύπτει, επίσης, με έμμεσο τρόπο, ότι η προσφορά του οίκου Gibb δεν πληρούσε τους όρους της προσφοράς.

Είναι ωστόσο αυτονόητο ότι το ύψος της προσφοράς δεν μπορεί να αποτελεί το μόνο κριτήριο. Αν ήταν έτσι τα πράγματα προς τί η αξιολόγηση των προσφορών;  Πρέπει να προστεθεί ότι η αξιολόγηση των προσφορών από την πλειοψηφία της Επιτροπής Αξιολόγησης έγινε με αναφορά σε μεγάλο αριθμό κριτηρίων. Παραθέτω μερικά από τα κριτήρια εκείνα:

(1)  Η διαπιστωθείσα γενική πείρα του προσφοροδότη στο σχετικό τομέα.

(2)  Το ιστορικό του προσφοροδότη και η διαπιστωθείσα σχετική πείρα στον τομέα της διαχείρισης συμβολαίων και επιτήρησης υπηρεσιών.

(3)  Οι εσωτερικές διοικητικές διευθετήσεις του προσφοροδότη οι οποίες θα εφαρμοσθούν για να επιτευχθούν οι στόχοι του έργου.

(4)  Οι αποδεδειγμένη πείρα του προσφοροδότη στην εξασφάλιση εξοπλισμού και εγκαταστάσεων για το επίδικο έργο.

(5)  Η προηγούμενη πείρα του προσφοροδότη σε σχέση με 5 έργα παρόμοιας φύσης με το επίδικο έργο.

(6)  Η αποδεδειγμένη πείρα του προσφοροδότη στη λειτουργία [*256]συστήματος παρόμοιου με το επίδικο.

(7)  Η ικανότητα του προσφοροδότη να εκπαιδεύσει το προσωπικό που διαμένει στην Κύπρο επί συστημάτων της ίδιας φύσεως για να επιτευχθεί κατάλληλη τοπική διαχείριση, λειτουργία και συντήρηση του επίδικου συστήματος.

(8)  Τα προσόντα, η πείρα και η καταλληλότητα του προσωπικού που προτείνεται για το έργο.

Ο κάθε ένας από τους προσφοροδότες έχει βαθμολογηθεί από την πλειοψηφία της Επιτροπής Αξιολόγησης σε σχέση με το κάθε ένα από τα πιο πάνω κριτήρια. Οι αιτητές στην Προσφυγή Αρ. 919/2000 πήραν την πιο ψηλή βαθμολογία, οι δε αιτητές στην Προσφυγή Αρ. 1206/2000 κατετάγησαν τρίτοι. Η προσφορά του Ε.Μ. αποκλείσθηκε (eliminated).

Παρά τον αποκλεισμό του Ε.Μ. με αιτιολογημένη απόφαση της πλειοψηφίας της Επιτροπής Αξιολόγησης και παρά την κατάταξη των αιτητών στην Προσφυγή Αρ. 919/2000 στην πρώτη θέση το Σ.Α.Λ. επέλεξε το Ε.Μ.. Θέτω μια παρένθεση για να σημειώσω τα ακόλουθα:

(α)   Η προσφορά των αιτητών στην Προσφυγή Αρ. 919/2000 είχε καταταγεί σε καλύτερη θέση από εκείνη του Ε.Μ. όχι μόνο με την απόφαση της πλειοψηφίας της Επιτροπής Αξιολόγησης αλλά και με την απόφαση των άλλων δύο μελών της.

(β)   Ο αποκλεισμός της προσφοράς του Ε.Μ. με την απόφαση της πλειοψηφίας της Επιτροπής Αξιολόγησης ήταν το αποτέλεσμα της μη ικανοποίησης των κριτηρίων που είχαν τεθεί από την πλειοψηφία της Επιτροπής.

Θεωρώ ότι η κατάληξη του Σ.Α.Λ. – περί προτίμησης του Ε.Μ. – παρά τον αποκλεισμό του από την πλειοψηφία της Επιτροπής Αξιολόγησης η οποία έλαβε χώραν στην βάση κριτηρίων – ισοδυναμεί με απόφαση ότι τα κριτήρια που έθεσε η Επιτροπή Αξιολόγησης ήταν άσχετα με το θέμα της αξιολόγησης. Αν έτσι έχουν τα πράγματα το Σ.Α.Λ. έπρεπε, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, να υποδείξει και να αιτιολογήσει γιατί ήταν άσχετα.  Έπρεπε, επίσης, να δώσει αιτιολογία που να αντισταθμίζει τον αποκλεισμό του Ε.Μ. από την πλειοψηφία της Επιτροπής Αξιολόγησης. Μόνο με αυτό τον τρόπο ικανοποιούνται οι αρχές του διοικητικού δικαίου που απαιτούν αιτιολόγηση της απόκλισης από τη γνώμη συμβουλευτικού οργάνου. Μόνο με αυτό τον τρόπο [*257]καθίσταται ευχερής και εφικτός ο δικαστικός έλεγχος. Τέτοια αιτιολογία δεν έχει δοθεί. Έπεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας.

Σε σχέση με την αιτιολογία θα πρέπει να τονιστεί ότι αυτή πάσχει όχι μόνο λόγω της μη αιτιολόγησης της απόκλισης από τη γνώμη συμβουλευτικού οργάνου αλλά και γιατί δεν ικανοποιεί τις αρχές του διοικητικού δικαίου οι οποίες διέπουν το θέμα της αιτιολογίας των διοικητικών πράξεων.

Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που την περιβάλλουν (Pissas v. Republic (1974) 3 C.L.R. 476 και Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Η αιτιολογία πρέπει να παρέχει στο Δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης (Φράγκου, πιο πάνω) και με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Sofocleous v. Republic (Νο. 1) (1972) 3 C.L.R. 56, 60, Mavromatis v. Educational Service Committee (1974) 3 C.L.R. 226).

Στην παρούσα υπόθεση το Σ.Α.Λ είχε ν’ αποφασίσει για την κατακύρωση συμβολαίου αξίας μερικών εκατομμυρίων λιρών. Είχε ετοιμάσει λεπτομερείς προδιαγραφές. Υπό τις περιστάσεις θεωρώ ότι η αιτιολογία πρέπει να περιέχει την κρίση του αποφασίζοντος οργάνου για το βαθμό ικανοποίησης των προδιαγραφών από τον κάθε προσφοροδότη. Τέτοια κρίση δεν υπάρχει. Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας. Η κατακύρωση προσφοράς με μοναδικό κριτήριο το ύψος της και χωρίς αναφορά σε άλλα πολύ σχετικά κριτήρια (βλ. π.χ. τα κριτήρια που έθεσε η πλειοψηφία της Επιτροπής Αξιολόγησης στις σελ. 255-256, πιο πάνω) όχι μόνο καθιστά την προσβαλλόμενη πράξη αναιτιολόγητη αλλά αποτελεί και κλασσική περίπτωση πλημμελούς άσκησης διακριτικής ευχέρειας. Οι λόγοι είναι οι εξής:

Ο βαθμός ικανοποίησης των προδιαγραφών που περιέχονται στους όρους προσφοράς και γενικά η ικανότητα του προσφοροδότη ν’ ανταποκριθεί στους όρους που σχετίζονται με την ποιότητα των υπηρεσιών που θα προσφέρει αποτελούν πολύ σχετικούς και ουσιώδεις παράγοντες στη διαδικασία επιλογής του καταλληλότερου προσφοροδότη. Οι παράγοντες αυτοί έχουν αγνοηθεί.  Επομένως το Σ.Α.Λ. έχει ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια με πλημμελή τρόπο (Kyprianides v. Republic (1965) 3 C.L.R. 519, Tseriotis v. Municipality of Nicosia (1968) 3 C.L.R. 215, Tryfon [*258]v. Republic (1968) 3 C.L.R. 28, Carayiannis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 341 και Christides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 732).

Σε σχέση με το θέμα της αιτιολογίας πρέπει να παρατηρηθούν και τα εξής:

Καθώς φαίνεται από το σχετικό πρακτικό (βλ. σελ. 251, πιο πάνω) ο Πρόεδρος του Σ.Α.Λ. είχε προβληματισθεί από την έλλειψη συγκεκριμένης αιτιολογίας. Ανάφερε:  «... θα φροντίσουμε να τα βάλουμε κατά τέτοιο τρόπο και με την ... ώστε η αιτιολογία να μην είναι τρωτή, να μην είναι επιλήψιμη ...». Ωστόσο δεν έχει γίνει κάτι τέτοιο. Δεν έχει διατυπωθεί οποιαδήποτε αιτιολογία. Επομένως διαπιστώνεται έλλειψη αιτιολογίας με βάση, επίσης, την παραδοχή του ιδίου του αποφασίζοντος οργάνου. Ούτε και μπορεί να λεχθεί ότι η αιτιολογία συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου γιατί εδώ έχουν τη θέση τους τα λεχθέντα στην Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ. (2000) 3 Α.Α.Δ. 438 στην οποία το θέμα της αναπλήρωσης της αιτιολογίας από τα στοιχεία του φακέλου έχει τεθεί ως εξής:

“Είναι στοιχειώδες πως η αιτιολογία μπορεί, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων. Επίσης πως δεν αναμένεται, κατά την αιτιολόγηση, να μεταφέρεται στο πρακτικό το περιεχόμενο των φακέλων. Αναμένεται όμως να εξάγεται νόημα που να δικαιολογείται να αποδοθεί στο αποφασίζον όργανο. Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η μελέτη των στοιχείων και η διαμόρφωση κρίσης αναφορικά με το τί θα μπορούσε να επενεργήσει υπέρ ή εναντίον της όποιας προσέγγισης. Το Δικαστήριο δεν επιτελεί τέτοιο πρωτογενούς φύσης, έργο. Όπως έχει τονιστεί, είναι νοητή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το περιεχόμενο των φακέλων αν προκύπτει από αυτό, τί ακριβώς είχε υπόψη το αποφασίζον όργανο όταν έπαιρνε την απόφαση. Στην απόφαση της Ολομέλειας στη Συμεωνίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, το θέσαμε ως εξής:

‘Εν προκειμένω, η παράλειψη εξειδίκευσης αφήνει σοβαρά ερωτηματικά ως προς τί μέτρησε υπέρ του ενός και τί υπέρ του άλλου. Και πρέπει να τονίσουμε εδώ πως η παραπομπή στα στοιχεία του φακέλου, ως συμπληρωματικών της αιτιολογίας, δεν αποτελεί πανάκεια. Υπάρχει αυτή η δυνατότητα όταν τα στοιχεία αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή καταδει[*259]κνύουν αναμφίλα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση. (Βλ. Vassiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ, 185). Επίσης δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου ‘για να κρίνει αν η απόφαση του διοικητικού οργάνου ήταν, παρά την αόριστη ή ελλειπή αιτιολογία λογικά εφικτή’. (Βλ. την απόφαση της Ολομέλειας Ι. Γ. Μακρή Κτηματική Λτδ v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 56)’”.

Τέλος η έγκριση ψηφίσματος με το οποίο οι παρεκκλίσεις από τις προδιαγραφές του Ε.Μ. θεωρούνται ως μη ουσιώδης αποτελεί κλασσική περίπτωση ανεπαρκούς και πλημμελούς αιτιολογίας.  Τουλάχιστον στο ψήφισμα έπρεπε να υποδεικνύεται ποιές ήταν οι παρεκκλίσεις και γιατί θεωρήθηκαν ως μη ουσιώδεις. Μόνο με αυτό τον τρόπο καθίσταται δυνατός ο δικαστικός έλεγχος.

Δεύτερος λόγος ακύρωσης – Παράνομα επετράπει στο Ε.Μ. να αλλοιώσει του αρχικούς όρους της προσφοράς του.

Ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι το Σ.Α.Λ. επέτρεψε στο Ε.Μ. να φροντίσει να ανταποκριθεί εκ των υστέρων στους όρους και προδιαγραφές της αρχικής προσφοράς με την υποβολή αντιπροτάσεων ώστε να του κατακυρωθεί. Ο κ. Αγγελίδης έκαμε αναφορά στον όρο 13* των εγγράφων της προσφοράς. Υπέβαλε ότι οι αντιπροτάσεις του Ε.Μ. δεν αποτελούν διευκρινίσεις εντός της έννοιας του όρου 13 αλλά αλλοιώνουν ουσιώδεις όρους της αρχικής προσφοράς.

Ο κ. Αγγελίδης έθεσε ως εξής τα παραδείγματα των κατ’ ισχυρισμό αλλοιώσεων:

«Για παράδειγμα (απόλυτα ενδεικτικά) ενώ στην αρχική προσφορά τους επρότειναν περιορισμένο προσωπικό με περιορισμένο χρόνο απασχόλησης, τώρα δέχεται (κατόπιν υπόδειξης) να αυξήσει αυτό το προσωπικό σε αριθμό και σε χρόνο απασχόλησης ώστε να πετύχει να συνάδει με τις απαιτήσεις της [*260]προσφοράς.

Δέχεται επίσης να αυξήσει τη δική της παρουσία στο έργο από 6 χρόνια σε 8 χρόνια όπως διελάμβαναν οι όροι της αρχικής προσφοράς.»

Ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης θέτει προς εξέταση το πιο κάτω ζήτημα. Κατά πόσο τα παραδείγματα που έδωσε ο κ. Αγγελίδης συνιστούν διευκρινίσεις (clarifications) εντός της έννοιας του όρου 13. Ο όρος “clarification” στα πλαίσια του κειμένου που έχει χρησιμοποιηθεί σημαίνει την παροχή εξηγήσεων σε σχέση με κάτι που πάσχει από ασάφεια ή αοριστία ή έλλειψη καθαρότητας. Ο αριθμός του προσωπικού και ο χρόνος απασχόλησης είναι θέματα που μπορούν να προσδιορισθούν με σαφή τρόπο με το να υποδειχθούν οι συγκεκριμένοι αριθμοί. Τα ίδια ισχύουν και για τη διάρκεια της παρουσίας του Ε.Μ. στο έργο. Μπορούσε να υποδειχθεί ο συγκεκριμένος αριθμός ετών. Δεν αποτελούσαν θέματα που έχρηζαν διευκρίνισης. Δεν εμπίπτουν, επομένως, εντός της έννοιας του όρου “clarifications”. Ποιές είναι τώρα οι συνέπειες της τροποποίησης από το Ε.Μ. των όρων της προσφοράς του μετά από υπόδειξη του Σ.Α.Λ.. Το θέμα έχει επιλυθεί από τη Νομολογία. Στην Tamassos Tobacco Suppliers and Co. v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) το θέμα τέθηκε ως εξής:

«Στο διοικητικό δίκαιο ισχύει η αρχή της καλής πίστης που αποβλέπει στη διασφάλιση σύμμετρης λειτουργίας των διοικητικών οργάνων και τον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας. Η αρχή αυτή γίνεται δεκτή και από τη νομολογία των κυπριακών δικαστηρίων (βλ. μεταξύ άλλων, Vassiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220, Papadopoulou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 332, και Drousiotis v. C.B.C. (1984) 3 C.L.R. 546). Η αρχή της καλής πίστης δεν επιτρέπει εκτροπή από τις αρχές του διοικητικού δικαίου ή τη λειτουργία της Διοίκησης έξω από τους κανόνες της χρηστής διοίκησης. Η πρόσκληση των εφεσιβλήτων για την προσκόμιση του πληρεξουσίου συνιστούσε εκτροπή από τη σύννομη λειτουργία του διοικητικού οργάνου η οποία άφησε αμετάβλητο το νομικό καθεστώς ως προς την εγκυρότητα της προσφοράς των εφεσειόντων.»

Η ίδια γραμμή έχει υιοθετηθεί και στην Α.Η.Κ. ν. Hydrotech Water and Environmental Engineering Ltd (1999) 3 Α.Α.Δ. 333 (απόφαση Ηλιάδη, Δ.):

«Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η εκ των υστέρων υποβολή [*261]στοιχείων τα οποία είναι ουσιώδη κατά την αξιολόγηση μιας προσφοράς είναι ανεπίτρεπτη, γιατί παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης και ίσης μεταχείρισης των προσφοροδοτών (Ίδε Medcon Construction a.ο. v. Republic (1968) 3 C.L.R. 535). H Διοίκηση δεν μπορεί να επεμβαίνει για να διορθώνει τα λάθη ή τις παραλείψεις ενός προσφοροδότη όταν μια τέτοια ενέργεια δεν δικαιολογείται από τους όρους της προσφοράς.»

(Βλ. και Ντίνος Κρητιώτης και Υιός Λτδ ν. Α.ΤΗ.Κ., Υπόθ. Αρ. 700/98, ημερ. 6.3.2000 (απόφαση Νικολαΐδη, Δ.) και Αδελφοί Κάτσιου (Στυλιώτες) Λίμιτεδ ν. Α.ΤΗ.Κ., Υποθ. Αρ. 524/2000, ημερ. 9.11.2001).

Στην παρούσα υπόθεση ο πιο πάνω όρος 13 δεν παρέχει την δυνατότητα στο Σ.Α.Λ. να καλεί τους προσφοροδότες να προβούν στις επίδικες διορθώσεις. Έπεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί και για αυτό το λόγο.

Τρίτος λόγος ακύρωσης – Η σύνθεση του Σ.Α.Λ. κατά τη συνεδρία λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης (ημερ. 26.6.2000) έπασχε πολλαπλά.

Τα γεγονότα τα οποία σχετίζονται με τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης έχουν ως εξής:

Από τη συνεδρία του Σ.Α.Λ. ημερ. 7.12.99 απουσίαζαν 8 μέλη του Συμβουλίου του Σ.Α.Λ.. Στη συνεδρία εκείνη λήφθηκαν οι εξής αποφάσεις:

(α)   Αποφασίσθηκε όπως η διαδικασία των προσφορών αφεθεί να συνεχίσει ως έχει, χωρίς καμιά αλλαγή.

(β)   Καθορίσθηκε η σύνθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης.

Στη συνεδρία ημερ. 23.12.99 ήταν παρόντα 5 από τα μέλη που απουσίαζαν από τη συνεδρία ημερ. 7.12.99 αλλά απουσίαζαν άλλα 9 μέλη του Σ.Α.Λ..

Στη συνεδρία της 23.12.99 λήφθηκε απόφαση που σχετίζεται με την σύνθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης.

Στη συνεδρία ημερ. 30.3.2000 ήταν παρόντα 5 μέλη του Σ.Α.Λ. που ήταν απόντα από τη συνεδρία ημερ. 23.12.99 ενώ ήταν απόντα – από τη συνεδρία ημερ. 30.3.2000 – άλλα 9 μέλη.

[*262]Στη συνεδρία ημερ. 30.3.2000 αποφασίσθηκε «όπως κληθούν όλοι οι ενδιαφερόμενοι προσφοροδότες να παρατείνουν την ισχύ της προσφοράς τους μέχρι τις 22.5.2000, περιλαμβανομένης, και της τραπεζικής εγγύησης όλα υπό τους ίδιους όρους ως και πρότερο χωρίς καμιά αλλαγή είτε στις τιμές είτε στην ουσία της προσφοράς, ούτως ώστε να δοθεί περιθώριο χρόνου για μελέτη του θέματος».

Έχει γίνει αναφορά στα αποφασισθέντα στη συνεδρία ημερ. 18.5.2000. Στη συνεδρία εκείνη παρέστησαν 7 από τα μέλη που ήταν απόντα από την προηγούμενη συνεδρία ενώ απουσίαζαν άλλα 5 μέλη. Δύο από αυτά απουσίαζαν και από τη συνεδρία ημερ. 30.3.2000.

Στη συνεδρία ημερ. 26.6.2000 παρευρέθηκαν 21 μέλη και απουσίαζαν 9 μέλη. Αποφασίσθηκε όπως αποχωρήσουν – και αποχώρησαν από τη συνεδρία – ημερ. 26.6.2000 – «7 μέλη τα οποία δεν ήταν παρόντα στις προηγούμενες συνεδρίες του Συμβουλίου». Τα μέλη αυτά ήταν οι Νουρής, Σαβουλλής, Φάντης, Κουλλουρούδιας, Αβραάμ, Αβρααμίδης και Πρωτοπαπάς.

Ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι οι πιο πάνω δεν ήσαν οι μόνοι που απουσίασαν από τις προηγούμενες συνεδρίες. Από τους εξαναγκασθέντες να αποχωρήσουν οι Αβραάμ και Φάντης απουσίαζαν μόνο από μια συνεδρία – η Αβραάμ από τη συνεδρία ημερ. 18.5.2000 και ο Φάντης από τη συνεδρία ημερ. 30.3.2000. Από μια μόνο συνεδρία όμως – συνέχισε ο κ. Αγγελίδης – απουσίαζαν και οι Βραχίμης (23.12.99), Ιερωνυμίδης (7.12.99), Πέτρου (23.12.99) ενώ ο Μιχαηλίδης απουσίαζε από δύο συνεδρίες (7.12.99 και 23.12.99). Ο κ. Αγγελίδης διερωτήθηκε γιατί αυτοί δεν «αποκλείστηκαν δι’ αποχωρήσεως τους». Οι συνεδρίες ημερ. 7.12.99 και 23.12.99 – κατέληξε ο κ. Αγγελίδης – ήταν απόλυτα σχετικές με το επίδικο θέμα και σ’  αυτές λήφθηκαν σοβαρές αποφάσεις που επηρέασαν την όλη διαδικασία.

Έχει γίνει αναφορά στις αποφάσεις που λήφθηκαν στις 7.12.99 και 23.12.99. Θεωρώ ότι συνιστούν προπαρασκευαστικές της προσβαλλόμενης απόφασης απόλυτα σχετικές με την προσβαλλόμενη απόφαση. Διαπιστώνω επομένως ότι η συζήτηση και λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης δεν έλαβε χώραν από την αρχή μέχρι το τέλος ενώπιον των αυτών μελών του συλλογικού οργάνου.

Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας (πιο πάνω) σελ. 112, αναφέρονται τα εξής:

[*263]«Η διαδικασία συζητήσεως και λήψεως αποφάσεως επί ωρισμένου θέματος δέον να διεξάγεται απ’ αρχής μέχρι τέλους ενώπιον των αυτών μελών του συλλογικού οργάνου, διότι ούτως εξασφαλίζεται η παρ’ εκάστου μέλους γνώσις και στάθμισις πάντων των κατά την διαδικασίαν προκυψάντων στοιχείων. Εάν η διαδικασία παρατείνηται εις πλείονας συνεδριάσεις, η σύνθεσις του συλλογικού οργάνου δέον να παραμείνη αναλλοίωτος καθ’ όλας τας συνδριάσεις ταύτας: 343, 1171(39), 73(43), 1024-1027(47), 978(48), 1628, 1854(53), 103(57), 1128(58), 527(59). Επελθούσης αλλοιώσεως της συνθέσεως κατά τινα των συνδριάσεων διά της συμμετοχής μελών μη μετασχόντων εις τα προηγούμενας συνεδριάσεις, το συλλογικόν όργανον δεν δύναται να λάβη εγκύρως απόφασιν κατά την τελευταίαν συνεδρίασιν, ει μη εφ’ όσον κατά την συνεδρίασιν ταύτην επαναληφθή πλήρως και εξ υπαρχής η προηγηθείσα διαδικασία και συζήτησις, ότε θεωρείται ότι η συζήτησις της υποθέσεως ήρξατο και ετερματίσθη εγκύρως κατά την τελευταίαν συνεδρίασιν: 343, 1171(39), 73(43), 1024-1027(47), 978(48), 1628(53), 103(57), 1128(58), 527(59).»

Ανάλογη είναι και η τοποθέτηση του Γ.Μ. Παπαχατζή στο «Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου», Τόμος Α και Β, έκτη έκδοση, σελ. 227:

«Για να εξασφαλίζεται όσο το δυνατό ορθή κρίση του συλλογικού οργάνου πρέπει κατά τη νομολογία να διεξάγεται ενώπιον των ιδίων μελών η ‘διαδικασία’ συζητήσεως και λήψεως αποφάσεως επί ενός θέματος απ’ αρχής μέχρι τέλους. Έτσι το κάθε μέλος είναι σε θέση να γνωρίζει όλα τα συντρέχοντα ως προς το πραγματικό υλικό της υποθέσεως στοιχεία και να τα σταθμίζει δεόντως. Αν η ‘διαδικασία’ παραταθεί επι σειράν συνεδριάσεων, η σύνθεση του συλλογικού οργάνου πρέπει να μένει αμετάβλητη σε όλες αυτές τις συνεδριάσεις. Πλην αν στην τελευταία συνεδρίαση η εν γένει ύστερα από μια αλλαγή συνθέσεως και προσέλευση νέων μελών, ενημερωθούν και κατατοπισθούν τα νέα μέλη επί του πραγματικού υλικού. Κι η ενημέρωση αυτή πρέπει να γίνει με πλήρη και εξ αρχής επανάληψη της προηγηθείσης ‘διαδικασίας’ και της συζητήσεως και να γίνει μνεία της στα πρακτικά. Σε τέτοια περίπτωση θεωρείται ότι η συζήτηση της υποθέσεως άρχισε και τερματίσθηκε εγκύρως στην τελευταία μόνο συνεδρίαση.»

Στην παρούσα υπόθεση δεν υπάρχει οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου που να δεικνύει ότι τα απόντα μέλη είχαν ενημερωθεί [*264]για τις αποφάσεις που λήφθηκαν στην απουσία τους. Στην απουσία τέτοιας ενημέρωσης δεν μπορούσε να λάβει χώραν έγκυρα απόφαση στις επόμενες συνεδρίες. Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί και για αυτό το λόγο.

Οι αρχές της χρηστής διοίκησης υπαγορεύουν όπως τα συλλογικά όργανα τηρούν κατάλληλα πρακτικά (Kyprianou v. Republic (No. 2) (1975) 3 C.L.R. 187). Το τί έλαβε χώραν στη συνεδρία ημερ. 18.5.2000 - καταγράφεται στη σελ. 4, πιο πάνω - συνιστά παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης. Ενώ ήταν παρόντα 25 μέλη του Σ.Α.Λ. τα πρακτικά φέρουν 22 μέλη να είχαν ψηφίσει στην πρώτη ψηφοφορία, 16 μέλη στη δεύτερη, 14 μέλη στην τρίτη και 25 μέλη στην τέταρτη. Επίσης στην επιλογή του επιλαχόντα, ο οποίος ήταν το Ε.Μ., ψήφισαν 15 από τα 25 μέλη. Προκύπτει λοιπόν ότι μερικά από τα παρόντα μέλη δεν έλαβαν μέρος σε όλες τις ψηφοφορίες. Ωστόσο δεν υπάρχει καμιά αναφορά επεξηγητική του γεγονότος της μη συμμετοχής όλων των παρόντων μελών στη ψηφοφορία. Στη συνεδρία ημερ. 18.5.2000 λήφθηκε η πιο σημαντική απόφαση. Αποφασίσθηκε η παραγνώριση της γνώμης της Επιτροπής Αξιολόγησης και η επιλογή της χαμηλότερης προσφοράς.  Αποφασίσθηκε, επίσης, η επιλογή του Ε.Μ. ως επιλαχόντα. Ήταν παρόντα 25 μέλη. Η ψηφοφορία έλαβε μέρος σε διάφορες φάσεις με διαφορετικό αριθμό μελών στην κάθε ψηφοφορία χωρίς οποιαδήποτε εξήγηση. Αυτή η πορεία όχι μόνο αντιστρατεύεται την πιο πάνω αρχή της χρηστής διοίκησης αλλά πλήττει καίρια και το κύρος της απόφασης που λήφθηκε στις 18.5.2000 και αποτελεί πρόσθετο λόγο ακύρωσης γιατί είναι άγνωστο ποιό θα ήταν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας αν ψήφιζαν και τα 25 παρόντα μέλη (βλ. λόγο ακύρωσης 3).

Για τους πιο πάνω λόγους οι προσφυγές επιτυγχάνουν. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.

*Αιτητές στην Προσφυγή Αρ. 919/2000.

*           Ο όρος 13 προβλέπει:

            “13.0 Clarification of Tenders (page 8 of 113)

            To assist in the examination, evaluation and comparison of Tenders, the SBN has the right to request from the Tenderer any clarifications on his tender.  Such request will be in writing by mail or fax no change in the price or substance of the tender will be sought or offered or permitted.”


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο